Ανακοίνωση της Π.Γ. του ΕΠΑΜ
Το κυβερνητικό αυτό σχέδιο, όπως εξαγγέλθηκε πανηγυρικά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη την 31η Μαρτίου 2021, εντάσσεται πλήρως στο γενικότερο ευρωπαϊκό σχέδιο που αποφασίστηκε τον Ιούλιο του 2020 από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής κάτω από την πίεση της υγειονομικής κρίσης και των επιπτώσεών της στις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών, με τη δημιουργία του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Είναι επίσης, απόλυτα συνεπές με τις προτάσεις της έκθεσης Πισσαρίδη, η οποία “αξιολογήθηκε” από το κλιμάκιο της ΕΕ πριν δημοσιοποιηθεί από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Το συγκεκριμένο «σχέδιο ανάκαμψης» αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, επικαιροποίηση του 3ου μνημονίου που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με σκοπό να προχωρήσουν άμεσα οι «διαρθρωτικές αλλαγές», οι αποκαλούμενες επίσης και «προϋποθέσεις» (conditionalities). Προβλέπονταν ήδη από το 3ο μνημόνιο αλλά και τα πολυνομοσχέδια («μετα-μνημόνια» Τσίπρα του 2017–2018), που δεν μπόρεσαν να υλοποιηθούν για λόγους πολιτικού κόστους. Οι αφόρητες πιέσεις που ασκούσαν οι Βρυξέλες στην τότε κυβέρνηση να προχωρήσει τάχιστα στην εφαρμογή τους, αποτέλεσαν άλλωστε την αφορμή και το κίνητρο για την προκήρυξη των εκλογών καταμεσής του 2019. Έτσι τις εναπομείνασες “διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις” στα εργασιακά, τα ασφαλιστικά, την δήμευση περιουσιών των οφειλετών και το πέρασμα του συνόλου της δημόσιας περιουσίας στο Υπερταμείο, τις οποίες είχε ήδη ψηφίσει η κυβέρνηση Τσίπρα, τις «μεταβίβασε» για υλοποίηση στην κυβέρνηση της Ν.Δ. Όλες αυτές οι “μεταρρυθμίσεις” βρίσκονται ενσωματωμένες στο κυβερνητικό σχέδιο για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, καθοριστικό δε ρόλο στην εκπόνηση του σχεδίου είχε η επιτροπεία των δανειστών.
Ολόκληρο το «ελληνικό σχέδιο» (νέο σχέδιο Μάρσαλ αποκλήθηκε), στηρίζεται στους ευρωπαϊκούς πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης, συνολικού ύψους κονδυλίων 30.919 εκατομμυρίων ευρώ (18.191 ως επιδοτήσεις και 12.728 εκ. ευρώ ως δάνεια), με την προσδοκία έλκυσης από τον ιδιωτικό τομέα άλλων 26.546 εκ. ευρώ επενδυτικών πόρων, σε ένα σύνολο 57.465 εκατομμυρίων ευρώ που προβλέπεται να εισέλθουν στην ελληνική οικονομία τα επόμενα 5 χρόνια που θα διαρκέσει το πρόγραμμα.
Υπονοείται εδώ, ότι το όλο σχέδιο βασίζεται στη προσδοκία μόχλευσης των κεφαλαίων έτσι ώστε να δράσουν πολλαπλασιαστικά στην οικονομία.
Προϋποθέσεις (conditionalities) και αλληλεξαρτήσεις
Στο κατατεθέν σχέδιο στο κεφάλαιο 7 περί προϋποθέσεων και μηχανισμού εφαρμογής περιγράφονται με αρκετή σαφήνεια οι προϋποθέσεις υλοποίησης του σχεδίου και σε άλλα κεφάλαια οι αλληλεξαρτήσεις και η «συνεκτικότητα» με άλλα προγράμματα όπως το ΕΣΠΑ, ενώ στο κεφάλαιο 6.1. υπάρχει ευθεία αναφορά στο σχέδιο Πισσαρίδη. Ουσιαστικά το σχέδιο «Ελλάδα 2.0» αποτελεί την πρώτη πράξη εφαρμογής του Σχεδίου Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία της επιτροπής Πισσαρίδη, τόσο ως προς την επιλογή των κλάδων της λεγόμενης «πράσινης» ανάπτυξης, της ψηφιοποίησης και της ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών, την κατεύθυνση των ιδιωτικών επενδύσεων κτλ., όσο και των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας.
Ολόκληρο το πρόγραμμα εντάσσεται στον ευρωπαϊκό μηχανισμό και καμία δράση του δεν μπορεί να είναι επιλέξιμη εκτός από εκείνες που προδιεγράφησαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ήδη με την απόφαση δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό σημαίνει ότι οι στοχεύσεις του προγράμματος οφείλουν να είναι συμβατές και να εξυπηρετούν τις ευρύτερες ανάγκες της Ε.Ε. όπως τις αντιλαμβάνεται και τις καθορίζει η Κομισιόν. Κι αυτό ανεξάρτητα εάν οι επί μέρους προβλεπόμενες δράσεις εξυπηρετούν, ή όχι, τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, καθώς και ένα σύγχρονο μοντέλο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, στηριζόμενο στην ενεργοποίηση των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων και των πόρων που βρίσκονται σε διαρκή «αγρανάπαυση» και σταδιακή εκποίηση, την οποία η εφαρμογή του σχεδίου μάλλον θα εντατικοποιήσει.
Έτσι, καμία χρηματοδότηση είτε από το κομμάτι των επιχορηγήσεων ύψους 18.191 εκ. ευρώ, είτε από το κομμάτι των 12.728 εκ. ευρώ των δανείων δεν μπορεί να υπάρξει σε επενδύσεις ή άλλες δράσεις εκτός του πλαισίου που η ευρωπαϊκή επιτροπή έχει θέσει. Αυτό σημαίνει ότι ο έλεγχος από την πλευρά του ευρωσυστήματος θα είναι συνεχής και ανάλογος της μνημονιακής επιτήρησης.
Στη σελίδα 66 του σχεδίου αναφέρεται συγκεκριμένα «…Ως εκ τούτου, η εφαρμογή του Σχεδίου, θα υπόκειται σε αποτελεσματικούς και αποδοτικούς ελέγχους (Κανονισμός, άρθρο 22)».
Εξ άλλου πολλές από τις επονομασθείσες στο σχέδιο «εμβληματικές» μεταρρυθμίσεις, αφορούν ακριβώς σειρά μνημονιακών δεσμεύσεων που δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί, όπως η «μεταρρύθμιση» της εργατικής νομοθεσίας.
Για τους παραπάνω λόγους, μολονότι η κυβέρνηση διαφημίζει ότι πρόκειται για ένα καθαρά ελληνικό σχέδιο, στην πράξη το σχέδιο αυτό επιβάλλεται σχεδόν αποκλειστικά από την Ε.Ε. και είναι συμβατό με την κρατούσα αντίληψη στα όργανά της για την μετεξέλιξη συνολικά της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Το πράγμα ξεκαθαρίζει, επιπροσθέτως, στο κεφάλαιο 4 του 1ου μέρους του σχεδίου, όπου αναφέρεται η άμεση σύνδεση του προγράμματος με το ευρωπαϊκό εξάμηνο. Συγκεκριμένα αναφέρεται: «Το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας κάθε κράτους μέλους της Ε.Ε. θα πρέπει να είναι συνεπές με τις ειδικές ανά χώρα συστάσεις (country-specific recommendations, CSRs) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, και με τις προτεραιότητες οικονομικής πολιτικής που έχουν προσδιοριστεί στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου».
Ενώ σε άλλο σημείο αναφέρεται: «Το Ελληνικό σχέδιο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας είναι απολύτως συμβατό και με τις κοινές προτεραιότητες και προκλήσεις που προσδιορίστηκαν στις πιο πρόσφατες συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Οικονομική Πολιτική στην Ευρωζώνη το 2021 (2021 Euro Area Policy Recommendations) καθώς και με τις Ευρωπαϊκές Εμβληματικές Πρωτοβουλίες (EU flagships) που έχουν τεθεί στην Ετήσια Στρατηγική Βιώσιμης Ανάπτυξης του 2021 (Annual Sustainable Growth Strategy).
Στο κεφάλαιο 7 (σελίδα 65) με τον τίτλο «Προϋποθέσεις και μηχανισμός εφαρμογής» γίνεται εκτός των άλλων ευθεία αναφορά στο ευρωπαϊκό εξάμηνο, τις προβλέψεις του για τη χώρα μας.
Αποκλείονται χρηματοδοτήσεις τακτικών δαπανών του προϋπολογισμού, ενώ «δράσεις και πολιτικές που προϋποθέτουν δημόσιες δαπάνες οι οποίες εκτείνονται μετά την λήξη του Σχεδίου δεν είναι επιλέξιμες και τα χρήματα που τυχόν θα διατεθούν για αυτές χάνονται -στο σύνολό τους ή εν μέρει- εφόσον οι σχετικοί στόχοι και ορόσημα δεν επιτευχθούν εντός της διάρκειας του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Κανονισμός άρθρο 18.4θ – τελευταία ημερομηνία για εκπλήρωση στόχων και οροσήμων η 31/8/2026)».
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στους αυστηρούς ελέγχους και του ότι η αποδέσμευση των κεφαλαίων στο πλαίσιο του Ταμείου πραγματοποιείται επί τη βάσει πραγματικής προόδου των μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων. Έτσι, «η κατάρτιση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έγινε, πέραν των άλλων, σε στενή και απολύτως εποικοδομητική συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (άνω των εκατό συναντήσεων σε επίπεδο επικεφαλής και τεχνικών κλιμακίων), όπως άλλωστε προβλέπεται».
Σε άλλο σημείο αναφέρεται: «το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, λόγω της φύσης και του χρονικού του ορίζοντα, είναι εμπροσθοβαρές, ακολουθεί πολύ συγκεκριμένα κριτήρια επιλεξιμότητας και αυστηρά χρονοδιαγράμματα, ενώ η χρηματοδότησή του από την ΕΕ βασίζεται στην επίτευξη καθορισμένων στόχων και οι σχετικές δαπάνες υπόκεινται σε αυστηρή δημοσιονομική παρακολούθηση».
Στάθμιση κόστους – οφέλους
Όπως προαναφέρθηκε η χώρα την επόμενη 6ετία θα αντλήσει από το Ευρωπαϊκό Ταμείο ανάκαμψης, πέραν του δανεισμού, συνολικά 18.191 εκατομμύρια ευρώ σε απ’ ευθείας επιδοτήσεις.
Το ζήτημα που προκύπτει εδώ είναι ότι προκειμένου να είναι σε θέση το ταμείο να χρηματοδοτήσει όλες τις χώρες της ένωσης, είτε με τη μορφή δανείων, είτε με τη μορφή άμεσων επιδοτήσεων, θα προχωρήσει σε συνολικό δανεισμό ύψους 750 δις ευρώ, με έκδοση ομολόγων από την κομισιόν. Προκειμένου η Ε.Ε. να αποπληρώσει τα δάνεια αυτά το συμβούλιο κορυφής αποφάσισε να αυξήσει το άνω όριο των εθνικών συνεισφορών στον Προϋπολογισμό της Ένωσης στο 2% του ΑΕΠ, μέχρι το 2058, για την εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου.
Αυτό σημαίνει ότι η συμμετοχή της χώρας μας από 1.755,6 εκ. ευρώ το 2019 συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό, θα υποχρεωθεί να καταβάλει ετησίως και μέχρι το 2058 περίπου το 2% του ΑΕΠ της. Εάν υπολογίσουμε με βάση το ανακοινωθέν ΑΕΠ του 2020 περίπου 165 δις ευρώ, η ετήσια συνεισφορά της χώρας μας θα φτάσει τα 3,3 δις ευρώ και θα αυξάνει συν το χρόνω ανάλογα με την αντίστοιχη αύξηση του ΑΕΠ. Δηλαδή, ήδη από τον πρώτο χρόνο υλοποίησης του προγράμματος η χώρα θα κληθεί να καταβάλει στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό περίπου 1,5 δις ευρώ παραπάνω απ’ ό,τι κατέβαλε μέχρι σήμερα -και αυτό σε ετήσια βάση για 37 ολόκληρα χρόνια μέχρι το 2058.
Ήδη για την 5ετία της διάρκειας του προγράμματος η χώρα θα επιστρέψει στην ευρωένωση 5Χ1,5 =7,5 δις ευρώ (επιπλέον της μέχρι σήμερα καταβαλλόμενης συνεισφοράς στον κοινοτικό προϋπολογισμό) , ενώ θα εισπράξει για την υλοποίηση του σχεδίου κι εφ’ όσον όλα εξελιχθούν ομαλά 18,2 δις ευρώ. Δηλαδή, το καθαρό όφελος για την χώρα -εάν υπάρχει τέτοιο- είναι το 59% του ονομαστικού ποσού και μόλις 10,7 δις ευρώ.
Έτσι, για την υλοποίηση των προβλεπομένων δράσεων του σχεδίου θα χρειαστεί να περικοπούν στην εξαετία 7,5 δις ευρώ από τον τακτικό προϋπολογισμό, ή για να μην υπάρξουν περικοπές σε βασικές λειτουργίες του κράτους (πχ συντάξεις, άλλα εκτός του συγκεκριμένου σχεδίου δημόσια έργα βελτίωσης των υποδομών της χώρας, άμυνα κτλ), θα πρέπει η χώρα να δανειστεί τα χρήματα αυτά από τις αγορές, αυξάνοντας έτσι ακόμη περισσότερο το δημόσιο χρέος. Ή αντίστοιχα θα πρέπει να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα, με ό,τι αυτό θα σημάνει για τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες υποτίθεται ότι θα ενισχυθούν με την υλοποίηση του προγράμματος.
Ενώ για τα επόμενα 32 χρόνια από το 2027 μέχρι το 2058 θα υποχρεωθεί να καταβάλει ως συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό (εάν θεωρήσουμε τη συμμετοχή αυτή σταθερή με τα δεδομένα του 2020) 32Χ1,5 = 48 δις και συνολικά από φέτος 55,5 δισεκατομμύρια ευρώ!
Δηλαδή, για να εισπράξουμε με όλους αυτούς τους όρους και τις προϋποθέσεις που τίθενται 18,2 δις σε 6 χρόνια θα καταβάλουμε σε βάθος 37 ετών τουλάχιστον τα τριπλάσια!
Και αυτά αφορούν μόνον στο κομμάτι των άμεσων επιδοτήσεων, διότι το τμήμα των 13 περίπου δις ευρώ των δανείων, θα εξοφλούνται ξεχωριστά καταβάλλοντας επίσης τους αναλογούντες τόκους.
Κι εδώ αναρωτιέται κανείς τι νόημα έχει αυτού του τύπου η δέσμευση σε ένα πρόγραμμα που κατά την κυβερνητική εκτίμηση, όπως την εξέθεσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, θα αποφέρει την επόμενη 6ετία στη χώρα 180.000 θέσεις εργασίας και μια αύξηση του ΑΕΠ μόλις 7%.
Περιττό εδώ να σημειώσουμε, ότι χρειαζόμαστε άμεσα τουλάχιστον 1.000.000 θέσεις εργασίας. Τώρα! Επίσης, περιττό να αναφέρουμε ότι μόνον το τελευταίο χρόνο χάθηκε περίπου 10% από το ΑΕΠ, σύμφωνα με τα δικά τους στοιχεία, ήτοι περίπου 20 δις, στην πραγματικότητα πολύ περισσότερο. Ενώ έχει χαθεί πάνω από το 35% από το ΑΕΠ του 2009.
Δηλαδή, μας υπόσχονται με βάση το σχεδιασμό τους, μετά ολόκληρα πέντε χρόνια να φτάσουμε αρκετά πιο κάτω από τα επίπεδα των αρχών του 2020 και περίπου στα 177 δις ευρώ το ΑΕΠ! Κι αυτό εάν όλα πάνε καλά. Κοντολογίς, θα ξοδέψουμε άμεσα δάνεια -κι έμμεσα δάνεια επίσης μέσω των επιχορηγήσεων- 32 δις για να έχουμε ένα όφελος λιγότερο από 20 δις ευρώ σε διάστημα 5 ετών. Τέτοια μόχλευση κεφαλαίων και τέτοια επιτυχία και παρά τα επιπλέον 25,6 δις επενδυτικών πόρων που προβλέπεται να κινητοποιηθούν μέσω του ιδιωτικού τομέα -εάν κινητοποιηθούν κι αυτά.
Τελικά για ένα αμφιλεγόμενο όφελος συνολικά 20 δις ευρώ σε 5 χρόνια, η χώρα θα υποχρεωθεί να καταναλώνει πόρους 55,5 + 13 (δάνεια), ήτοι περίπου 70 δις ευρώ συν τους τόκους των δανείων σε διάστημα 37 ετών, ή περίπου 2 δις ευρώ τον χρόνο συν τους τόκους, που σημαίνει ότι και το προσδοκώμενο όφελος της πενταετίας θα έχει ισοφαριστεί σε χρηματικούς όρους κατά τα 2/3 ήδη στη λήξη του προγράμματος από το κόστος του όλου εγχειρήματος! Αυτά τη στιγμή που οι ανάγκες της ελληνικές οικονομίας είναι ζέουσες και απαιτούν εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις, κεφάλαια και επενδυτικές προτεραιότητες στο εισόδημα και στην παραγωγή.
Το πολιτικό θέμα που αναδεικνύεται εδώ είναι το πώς η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε τέτοιους όρους προκειμένου να εισπράξει ελάχιστα, που θα σπαταληθούν σε δράσεις που λίγο έχουν να κάνουν με τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.
Με τέτοια αποτελέσματα και σχέση κόστους – οφέλους που παραπέμπει σε τοκογλυφία, ίσως θα ήταν σκόπιμο να σταματήσουμε εδώ την όποια περαιτέρω ανάλυση, παρ’ όλα αυτά και για να υπάρχει μια σχετικά συνολική γνώση περί τίνος πρόκειται αυτό το κυβερνητικό σχέδιο, περιληπτικά αναφέρονται:
Οι τέσσερις «πυλώνες»
Σύμφωνα με τις επιταγές της δημιουργίας του ευρωπαϊκού ταμείου ανάκαμψης και το ελληνικό σχέδιο προβλέπει τους αντίστοιχους τομείς:
α) Την πράσινη μετάβαση,
β) Την ψηφιακή μετάβαση,
γ) την Απασχόληση και τις δεξιότητες, που αποτελούν τον κοινωνικό πυλώνα, και
δ) Τις ιδιωτικές επενδύσεις και τον μετασχηματισμό της οικονομίας.
Κάτω από αυτούς τους 4 τομείς – «πυλώνες», κατανέμονται 18 συγκεκριμένες δράσεις χωρισμένες επίσης σε «εμβληματικές» επενδύσεις και «εμβληματικές» μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επιμερίζονται ακολούθως σε εκατοντάδες υπο-δράσεις.
Δεν έχει νόημα να τις αναφέρουμε όλες εδώ, αλλά μερικές από τις σημαντικότερες:
- «Ριζική αναθεώρηση και εκσυγχρονισμός του συστήματος αναβάθμισης δεξιοτήτων του ενεργού πληθυσμού», ή «μεγάλες επενδύσεις στην κατάρτιση και επανακατάρτιση του εργατικού δυναμικού με έμφαση στις ψηφιακές δεξιότητες».
- «Μεταρρύθμιση ενεργητικών και παθητικών πολιτικών απασχόλησης». Σε συνδυασμό με τη «μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας» ο καθένας μπορεί να φανταστεί σε τι αποσκοπούν οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις. Περαιτέρω ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, ακόμη περισσότερη μερική απασχόληση, περαιτέρω υποτίμηση του εργατικού εισοδήματος κτλ
- Ο πολίτης που γίνεται πελάτης
Πρόκειται «για την παροχή ‘πελατοκεντρικών’ ψηφιακών υπηρεσιών από την πλευρά της δημόσιας διοίκησης». Ο «πελατοκεντρισμός» είναι μια παλιά τάση ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 στο ελληνικό δημόσιο, όπου τώρα παίρνει την οριστική του μορφή αντιμετωπίζοντας πλέον τους πολίτες οριστικά όχι ως τέτοιους, αλλά ως πελάτες με το κράτος στο ρόλο μιας μονοπωλιακής επιχείρησης προσφοράς συγκεκριμένων υπηρεσιών, με ολοένα μεγαλύτερο μέρος τους να εκχωρείται στον ιδιωτικό τομέα. - Στις «εμβληματικές» επενδύσεις ανήκουν αυτές με ισχυρά κίνητρα στους ιδιώτες για πράσινο ψηφιακό μετασχηματισμό, καινοτομία και εξωστρέφεια.
- Επέκταση των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Διότι χωρίς κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα δεν μπορούμε να ζήσουμε σε αυτήν τη χώρα.
- Υποδομές 5G και οπτικών ινών. Εδώ γεννάται ένα ερώτημα. Με το σύνολο σχεδόν των τηλεπικοινωνιών να έχει περάσει εδώ και χρόνια στον ιδιωτικό τομέα και στους ξένους, εμείς θα χρηματοδοτήσουμε, μέσω του δημοσίου, με δανεικά από το ταμείο ανάκαμψης, τις επενδύσεις που όφειλαν να κάνουν από μόνοι τους για την βελτίωση και αναβάθμιση των δικτύων τους; Ή μήπως πληρώνουμε φτηνά τις υπηρεσίες που προσφέρουν; Μάλλον τις ακριβότερες τιμές στην Ευρώπη «απολαμβάνουμε».
Η πράσινη ανάπτυξη
Το αποκορύφωμα όμως του αναπτυξιακού οίστρου που αναδύεται μέσα από το σχέδιο αυτό, απόλυτα κατευθυνόμενο από τα κέντρα της ευρωπαϊκής ένωσης, είναι η περιβαλλοντική προστασία μέσω της «πράσινης» ανάπτυξης. Δηλαδή, την προσήλωση στην ανάγκη της Γερμανίας για στήριξη της βιομηχανίας της, σε βάρος της «δουλοπαροικίας».
Μια γερμανική ανάγκη, που προκύπτει από τις ραγδαίες εξελίξεις στον μηχανισμό μετάβασης από τον κινητήρα εσωτερικής καύσης σε αυτόν που κινείται με ηλεκτρισμό και τον πόλεμο που έχει ξεσπάσει μεταξύ των δύο ανταγωνιστών στο πλαίσιο της βαριάς βιομηχανίας. Με τις ΗΠΑ και την Ανατολική Ασία (Κίνα, Κορέα και Ιαπωνία) να έχουν κάνει τεράστια άλματα στην ηλεκτροκίνηση, η Γερμανία ασθμαίνουσα να προσπαθεί να προλάβει τις εξελίξεις στον ανταγωνισμό. Η Ελλάδα ως περιφερειακή καταναλώτρια χώρα θα πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτές της ανάγκες του ευρωπαϊκού κέντρου.
Όμως προκειμένου να μεταβούμε στην ηλεκτροκίνηση χρειάζεται και το κατάλληλο «αφήγημα» αφού η κίνηση με ορυκτά καύσιμα είναι καθιερωμένη και σχετικά πάμφθηνη. Έτσι, η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή ήλθε να «κουμπώσει» με τις ανάγκες της βιομηχανίας. Κλιματική αλλαγή όμως με παραγωγή ενέργειας με φτηνά ορυκτά καύσιμα δεν ταιριάζει. Να λοιπόν και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το νέο «Ελντοράντο».
Τι κι αν τα φωτοβολταϊκά και οι ανεμογεννήτριες παράγουν στοχαστική και διαλείπουσα ενέργεια, που απαιτεί μονάδες βάσης εξισορρόπησης του συστήματος. Άρα απαιτούνται μονάδες φυσικού αερίου για να δουλεύουν υποστηρικτικά των ΑΠΕ. Το εάν έχουμε μονάδες φυσικού αερίου, τι τις θέλουμε τις ανεμογεννήτριες, κανέναν δεν απασχολεί, ούτε το σχέδιο. Αρκεί να προχωρήσει η απολιγνιτοποίηση.
Το γιατί να κλείσουμε τις μονάδες με τον εγχώριο φτηνό λιγνίτη ως καύσιμο και να φτιάξουμε στη θέση τους πανάκριβες μονάδες φυσικού αερίου με εισαγόμενο το αέριο από το Αζερμπαϊτζάν ή αλλού, δεν απαντάται μόνον στη βάση της περιβαλλοντικής προστασίας. Οι λιγνιτικές μονάδες δεν είναι ευέλικτες και είναι αργές για να ανταποκρίνονται άμεσα στις μεταπτώσεις της τάσης του δικτύου από το στοχαστικό ρεύμα των ΑΠΕ. Συνεπώς το φυσικό αέριο είναι η λύση! Κι έτσι όλοι είναι ικανοποιημένοι. Και οι «πετρελαιάδες» και οι «πράσινοι» ανησυχούντες για το κλίμα. Το πόσο θα στοιχίσει όλη αυτή η μετάβαση στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, λίγο ενδιαφέρει. Είναι όμως προδιαγεγραμμένο γεγονός η ενεργειακή ένδεια που απειλεί στο εξής τα νοικοκυριά και τη χώρα. Κάτι που το σχέδιο ανάκαμψης παρακάμπτει και υπόσχεται απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης των ΑΠΕ.
Την τεράστια καταστροφή που συμβαίνει σε κάθε κορυφογραμμή των ορεινών όγκων της ηπειρωτικής Ελλάδας, αλλά και το νησιών με την τοποθέτηση των τεραστίων ανεμογεννητριών, κανέναν δεν απασχολεί. Αρκεί να δουλεύει η γερμανική βιομηχανία και οι ντόπιοι εργολάβοι να κερδοσκοπούν με τις επιδοτήσεις.
Και όλα αυτά για να παράγουμε «πράσινο» ρεύμα για να κινούνται τα ηλεκτρικά οχήματα! Που όμως και αυτά εισαγωγής είναι από τα εργοστάσια της κεντρο-βόρειας Ευρώπης. Ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, μπαταρίες, ηλεκτρικά οχήματα. Ο χαλκός των παλιών δικτύων πηγαίνει στη Γερμανία, οι νέες οπτικές ίνες έρχονται από τη Γερμανία.
Τα πάντα όλα εισαγόμενα. Το έχει ανάγκη η Ευρώπη, να κινηθεί το χρήμα και η οικονομία, ανάλογα με τις ανάγκες όπως τις αντιλαμβάνονται τα κεντροευρωπαϊκά κράτη και η κομισιόν. Το έχει ανάγκη η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα εν τω συνόλω, διότι είναι ο μόνος τρόπος που αντιλαμβάνονται την «ανάπτυξη» πάντα υπέρ εαυτών και ημετέρων, με τη χώρα να παραμένει σε βαθειά υστέρηση και το λαό σε σταθερή φτωχοποίηση.
Φυσικά το σχέδιο περιλαμβάνει και χρήσιμες δράσεις, τουλάχιστον στα λόγια, όπως αυτές για την ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, της παιδείας και του πολιτισμού, ή έργα όπως ένα σχέδιο αναδασώσεων, η ολοκλήρωση της κατασκευής του αυτοκινητοδρόμου Ε65, ή ο βόρειος άξονας της Κρήτης κτλ. Μένει να δούμε πώς όλα αυτά θα υλοποιηθούν.
Συμπέρασμα
Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το κυβερνητικό σχέδιο για την «ανάκαμψη» της οικονομίας τα επόμενα χρόνια με στόχο τον μετασχηματισμό του «μοντέλου» ανάπτυξης σε πράσινο και ψηφιακό, όπως ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών κ. Θεόδωρος Σκυλακάκης. Με τη διαφορά ότι δεν μας ανέφερε ποιο είναι αυτό το μοντέλο που χρήζει «πράσινη» κατεύθυνση» και ψηφιοποίηση. Διότι το μοντέλο που υπηρέτησε και υπηρετεί ο ίδιος, η παράταξή του και το σύνολο του πολιτικού συστήματος, είναι ένα μοντέλο μεταπρατικό στηριγμένο στον παρασιτισμό και τις υπηρεσίες και όχι ένα παραγωγικό μοντέλο, στηριγμένο στις εγχώριες παραγωγικές δυνάμεις και τους πόρους. Χωρίς όραμα, χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον τόπο, όσο και να το «πρασινίσουν» και να το ψηφιοποιήσουν, μεταπρατικό – παρασιτικό θα μείνει το μοντέλο τους, υποταγμένο να εξυπηρετεί τους ξένους προστάτες τους.
Δυστυχώς αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά, ότι η κυρίαρχη αντίληψη αναφορικά με τις προτεραιότητες μιας χώρας που βρίσκεται στην κατάσταση της Ελλάδας, με κατεστραμμένο τον παραγωγικό της ιστό, με σημαντικό έλλειμμα υποδομών, με την ανεργία στα ύψη και πενόμενο τον λαό, δεν έχει καμία σχέση με τις ανάγκες της χώρας αυτής και τον ορθολογισμό. Αποδεικνύεται ότι οι σχέσεις εξάρτησης υπερτερούν και επιβάλλουν λογικές και νοοτροπίες. Διότι δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελεί προτεραιότητα η απολιγνιτοποίηση σε μια χώρα που η συμμετοχή της στη ρύπανση είναι αμελητέα σε σχέση με τις άλλες χώρες του βιομηχανικού βορρά, ούτε η αλλαγή του στόλου των αυτοκινήτων με εισαγόμενα ηλεκτρικά. Αντίθετα, η λογική θα επέβαλε την χρήση κάθε πολύτιμου εγχώριου πόρου και δυνατότητας για να βγει κάποια στιγμή από το παραγωγικό της τέλμα.
Αντί λοιπόν για έναν ριζικό αναπροσανατολισμό στην κατεύθυνση της επαναθεμελίωσης της διαλυμένης παραγωγικής βάσης της χώρας στην πρωτογενή παραγωγή και στη βιομηχανία, στην πραγματική Παιδεία, τον Πολιτισμό και την Υγεία, έτσι ώστε να διεκδικήσουμε τη θέση που μας ανήκει στον παγκόσμιο και τον ευρωπαϊκό καταμερισμό με ισοτιμία, προτείνονται φτιασιδώματα, και πανάκριβες χάντρες και μεταξωτές κορδέλες. Και λεφτά, πολλά λεφτά σε ημέτερους κι επιτηδείους, με ένα τεράστιο κόστος πολλών δισεκατομμυρίων που θα το πληρώνει ο ελληνικός λαός για πολλές δεκαετίες, φτωχοποιούμενος ολοένα και περισσότερο.
Αμφίβολη η υλοποίηση του σχεδίου
Παρά τους σχεδιασμούς αυτούς της ελληνικής κυβέρνησης, η υλοποίηση τους προσπίπτει σε μη αναμενόμενες δυσκολίες, λόγω σοβαρών ενστάσεων έναντι της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Συγκεκριμένα:
- Με βάση τις συνθήκες της Ένωσης και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Κορυφής, απαραίτητη προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση του ταμείου ανάκαμψης είναι η ομόφωνη κύρωση της απόφασης για αύξηση των ιδίων πόρων της Ένωσης και από τα κοινοβούλια των 27 κρατών-μελών της. Έτσι, μέχρι σήμερα, μόνο 16 από τα 27 κράτη-μέλη έχουν επικυρώσει την εν λόγω απόφαση, γι’ αυτό υπάρχουν και όλες αυτές οι καθυστερήσεις στην ενεργοποίηση των συμφωνηθέντων και την έναρξη των εκταμιεύσεων. Τίποτε δεν αποκλείει η όλη υπόθεση να «σκαλώσει» σε κάποιο από τα κοινοβούλια χωρών που ακόμη δεν έχουν αποφασίσει.
- Τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο επισφαλή όταν πρόσφατα το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο απαγόρευσε στον πρόεδρο της Γερμανικής Ομοσπονδίας να υπογράψει τον επικυρωτικό νόμο για την παροχή εγγυήσεων για τη δανειοδότηση του ευρωπαϊκού ταμείου ανάκαμψης, και μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία εξέτασης της προσφυγής που κατατέθηκε εναντίον του νόμου.
Η προσφυγή περιλαμβάνει μια αγωγή έκτακτων μέτρων και μια συνταγματική καταγγελία. Θεωρεί, πρώτον, ότι η ΕΕ δεν έχει το νόμιμο δικαίωμα να δανείζεται και, δεύτερον, ότι το Σύνταγμα της Γερμανίας δεν επιτρέπει στη χώρα να αναλαμβάνει το χρέος άλλων κρατών.
Οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι η Απόφαση του Ιουλίου 2020, παραβιάζει τα άρθρα 310 και 311 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ, που καθορίζουν ότι η ΕΕ δεν δύναται να δανείζεται στις χρηματαγορές. Η Συνθήκη Λειτουργίας της ΕΕ, αποτελεί μαζί με την Συνθήκη της ΕΕ, την συνταγματική βάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το άρθρο 310 ορίζει, πως η Ένωση δεν προβαίνει σε ενέργειες που έχουν σημαντικές συνέπειες στον προϋπολογισμό, χωρίς να εξασφαλίσει πως οι δαπάνες που θα προκύψουν, μπορούν να χρηματοδοτηθούν μέσα στα όρια των ιδίων πόρων. Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή της εκχώρησης αρμοδιοτήτων, που αποτελεί βασική αρχή του ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου, η ΕΕ είναι ένωση των χωρών μελών της και λειτουργεί μόνο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί.
Κατά την άποψη νομικών κύκλων και ευρωπαίων εμπειρογνωμόνων, η ρήτρα ευελιξίας, δεν μπορεί να προσφέρει επαρκή νομική βάση για την έκδοση των ομολόγων του Ταμείου. Η ΕΕ δεν είναι κράτος και δεν έχει δανειοληπτική αρμοδιότητα. Επιπλέον, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις έκτακτων χρηματοδοτήσεων, οι πόροι δεν περιορίζονται στο να προσφέρουν στις χώρες μέλη πιστοληπτική φερεγγυότητα, ή δάνεια με τις εξασφαλίσεις που έδινε η επιβολή μνημονιακών μέτρων.
Ο δανεισμός, πρόκειται να χρηματοδοτήσει και επιδοτήσεις, εγγύηση για τις οποίες θα δώσουν οι ίδιοι πόροι. Ο μεγάλης κλίμακας δανεισμός, δεν μπορεί κατά τους ενάγοντες, να βασισθεί στο άρθρο 352 της Συνθήκης Λειτουργίας EΕ. Συνεπώς η Επιτροπή δεν διαθέτει την αρμοδιότητα να εκδώσει ομόλογα 750 δισ., για να χρηματοδοτήσει το Ταμείο Ανάκαμψης.
Φυσικά τα εμπλεκόμενα συμφέροντα είναι μεγάλα και η όρεξη που δημιουργήθηκε από την απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής του Ιουλίου του 2020 με ανομολόγητο σκοπό -πέραν των υπολοίπων- τη διατήρηση της ενότητας της Ένωσης, είναι ακόμη μεγαλύτερη. Έτσι θα γίνουν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να υλοποιηθεί το Ταμείο Ανάκαμψης και θα εξαντληθεί κάθε μέσο γι’ αυτόν τον σκοπό.
Μια -έστω και μερική- ανατροπή, ωστόσο, με βάση την απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, θα θέσει τα πάντα σε μηδενική βάση, θα εντείνει τις φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό των κρατών της ευρωένωσης και πολλοί σχεδιασμοί επί χάρτου θα μείνουν έωλοι ως τρανή απόδειξη της σύγχυσης των επιθυμιών με τη ρέουσα πραγματικότητα.
Επίλογος
Το αποκαλούμενο «εθνικό σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» με τον τίτλο «Ελλάδα 2.0» που παρουσίασε με έπαρση ο ίδιος ο πρωθυπουργός στο φιλοθεάμον κοινό, είναι ο ορισμός του μεταπρατισμού και του παρασιτισμού στηριγμένου στις παροχές υπηρεσιών από ημέτερους, ντόπιους και μη και έξω από κάθε κανονιστικό πλαίσιο των θεσμοθετημένων οργάνων της πολιτείας. Σχεδιασμένο εξ’ αρχής για την προώθηση κρατικοδίαιτων ιδιωτικών συμφερόντων εγχώριων και διεθνών και προορισμένο να εξυπηρετήσει τους ξένους προστάτες του πρωθυπουργού, της κυβέρνησής του και του ψοφοδεούς πολιτικού προσωπικού αυτής της χώρας.
Η εφαρμογή του, προϋποθέτει την εκρίζωση οποιουδήποτε θεσμικού και νομικού πλαισίου στήριξης της οικονομικής ζωής, την πλήρη διάλυση της μικρομεσαίας οικονομίας, την καταστροφή της εναπομείνασας παραγωγικής βάσης, το ξήλωμα οποιασδήποτε προστασίας απολάμβανε συνταγματικά ο πολίτης αλλά και του οποιουδήποτε κεκτημένου που με αγώνες και κόπο είχε κερδηθεί από τον ελληνικό λαό μεταπολεμικά.
Τα κονδύλια αυτά από το Ταμείο Ανάκαμψης, όχι μόνο δεν τα χρειαζόμαστε αλλά επιπλέον είναι καταστροφικά. Μια κυβέρνηση πατριωτική θα τα είχε αρνηθεί γιατί στάζουν αίμα, το αίμα που θα χυθεί στο βωμό τους από την περαιτέρω κοπή συντάξεων, μισθών, δαπανών για υγεία, πρόνοια και παιδεία, παράγωγα των ‘conditionalities’ και της θηριώδους αύξησης του δημοσίου χρέους που θα προκαλέσουν. Δεν έχουμε καμία ανάγκη από τέτοιου είδους «κονδύλια» που προκαλούν κονδυλώματα και καρκινικές μεταλλάξεις σε μια κοινωνία, το αντίθετο μάλιστα. Για την ανάταξη του ελληνικού λαού και την ανασυγκρότηση της χώρας, απαιτείται η επαναχρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας χωρίς χρέη, η ενεργοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της με την ενίσχυση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα καθώς και γενναίες επενδύσεις στην υγεία, την πρόνοια, την παιδεία και τον πολιτισμό. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθούν αυτά, είναι η αποκαθήλωση του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού και η ανάληψη της εξουσίας από ένα ευρύ μέτωπο δυνάμεων μέσα από τα σπλάχνα του λαού, προσηλωμένων στους στόχους αυτούς. Αλλιώς, θα επινοούν κάθε τόσο καινούργια και μεγαλεπήβολα «σχέδια Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» την ίδια ώρα που η χώρα θα βυθίζεται και ο λαός θα πνέει τα λοίσθια.
Το Μέτωπο αυτό των πατριωτικών και δημοκρατικών δυνάμεων ήδη συγκροτείται για να γκρεμίσει από το βάθρο της την εθελόδουλη πολιτική τάξη των μνημονιακών χρόνων, το μόνο εμπόδιο για την οικονομική ανάκαμψη, για την εθνική ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Αθήνα, 8 Απριλίου 2021
Η Πολιτική Γραμματεία του ΕΠΑΜ
Αφήστε ένα σχόλιο