Εκείνα τα κράτη που δεν παράγουν, που δεν καλύπτουν τις βασικές ανάγκες τους και που ξεπουλούν τους φυσικούς τους πόρους, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα που ιδιωτικοποιεί τις εταιρείες ύδρευσης, ενέργειας και τροφίμων, καθώς επίσης που δεν προστατεύουν τη γόνιμη γη και τον υπόγειο πλούτο τους, είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν – στην καλύτερη περίπτωση να υπηρετούν δουλικά, σε συνθήκες μηδενικής ευημερίας, τους ξένους νέους ιδιοκτήτες τους.
Ανάλυση
Το χρήμα, πόσο μάλλον το χωρίς αντίκρισμα που έχει κυριαρχήσει μετά την έξοδο του δολαρίου από τον κανόνα του χρυσού (Fiat money), είναι πλούτος μόνο εάν μπορεί κανείς να αγοράσει τα πραγματικά πολύτιμα αγαθά – όπως είναι το πόσιμο νερό, το έδαφος που παράγει γεωργικά προϊόντα και εκτρέφει τα ζώα, τα βασικά είδη τροφίμων και η ενέργεια. Ως εκ τούτου, στο μέλλον η ικανότητα εξασφάλισης αυτών ακριβώς των πόρων θα διαχωρίσει τα κράτη σε επιτυχημένα και αποτυχημένα – ειδικά επειδή προβλέπεται πως από κάποιο χρονικό σημείο και μετά θα πάψουν να υπάρχουν σε αφθονία, όπως συμβαίνει σήμερα.
Στα πλαίσια αυτά, εκείνα τα κράτη που ξεπουλούν τους παραπάνω πόρους τους για να ανταπεξέλθουν με τα χρέη τους, όπως η Ελλάδα μετά την υπαγωγή της στα μνημόνια, με τα οποία έχει υποθηκεύσει τα πάντα (αφενός μεν τη δημόσια περιουσία που εκποιεί, αφετέρου ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής περιουσίας που είναι τοποθετημένο ως εγγύηση στο αφελληνισμένο τραπεζικό της σύστημα), ουσιαστικά εγκληματούν απέναντι στις μελλοντικές γενιές – τις οποίες καταδικάζουν σε εξαθλιωμένους σκλάβους χρέους των νέων ιδιοκτητών τους.
Περαιτέρω, η ύπαρξη πόρων σε μία χώρα αποτελεί το μισό μόνο μέρος της εικόνας – η κατανάλωση είναι το υπόλοιπο μισό. Για παράδειγμα, εάν ένα κράτος παράγει 100 τόνους ενός προϊόντος και καταναλώνει τους 80 τόνους, τότε είναι σε καλή κατάσταση – κάτι που όμως δεν ισχύει, όταν παράγει μεν την ίδια ποσότητα, τους 100 τόνους, αλλά καταναλώνει 200, αφού τότε είναι υποχρεωμένο να εισάγει τους 100 τόνους που του λείπουν. Αυτό που μετράει λοιπόν είναι το ισοζύγιο – όχι οι ποσότητες.
Βέβαια, το νερό και το έδαφος δεν είναι ουσιαστικά εμπορεύσιμα προϊόντα – με την έννοια πως το πόσιμο νερό και το γόνιμο έδαφος δεν μπορούν να πουληθούν ή να αγοραστούν όπως το πετρέλαιο και τα σιτηρά. Τα Έθνη δε που μοιράζονται τους υδάτινους πόρους (ποτάμια κλπ.), συνήθως διαπραγματεύονται ή πολεμούν μεταξύ τους για να τους εξασφαλίσουν – αφού διαφορετικά είναι αδύνατη η επιβίωση τους.
Συνεχίζοντας, ο αριθμός των χωρών που διαθέτουν πλεόνασμα ενέργειας και τροφίμων προς εξαγωγή είναι πολύ μικρός (γράφημα, εξαγωγές καλαμποκιού, ενός εκ των βασικών τροφίμων ανά χώρα, απαραίτητου για τις ζωοτροφές οπότε για το κρέας) – ενώ συμβαίνουν συνεχώς απρόβλεπτα γεγονότα όσον αφορά την παραγωγή τροφίμων, τα οποία θα μπορούσαν γρήγορα να «σβήσουν» τα πλεονάσματα, οπότε τις εξαγωγές. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα οδηγούσε σε μεγάλες ελλείψεις ή/και στην κατακόρυφη άνοδο των τιμών, με τελικό αποτέλεσμα το ξέσπασμα κοινωνικών αναταραχών – ειδικά σε χώρες που δεν διαθέτουν σημαντικά αποθέματα, όπως στην Ελλάδα, όπου τα υπάρχοντα επαρκούν μόνο για την κάλυψη των αναγκών μερικών ημερών. Εν προκειμένω, τα κράτη που παραμελούν την πρωτογενή τους παραγωγή, διενεργούν ένα ακόμη έγκλημα – το οποίο δυστυχώς δεν συνειδητοποιούν οι Πολίτες τους.
Από την άλλη πλευρά, οι πλεονάζοντες προς εξαγωγή βασικοί πόροι όπως η ενέργεια, αποτελούν ταυτόχρονα ένα φυσικό οικονομικό όπλο, με το οποίο μπορεί ένα κράτος να αμείψει τους φίλους του και να τιμωρήσει τους εχθρούς του – να αυξήσει την πολιτική του επιρροή ή να υποτάξει οικονομικά άλλες χώρες (γράφημα, εξαγωγές σιταριού, του δεύτερου εκ των βασικών τροφίμων ανά χώρα). Φυσικά μπορεί να συμβούν και εδώ απρόβλεπτα γεγονότα, όπως στους αγωγούς μεταφοράς ενέργειας, στους θαλάσσιους δρόμους ή στην εξόρυξη, απότομες αλλαγές καθεστώτων κλπ. – ξανά με δυσμενή επακόλουθα για τα κράτη που δεν διαθέτουν επαρκή αποθέματα (ενώ από την ενέργεια εξαρτάται και η παραγωγή τροφίμων).
Περαιτέρω, η πραγματική αξία του νομίσματος ενός κράτους είναι σε άμεση σχέση με τους φυσικούς πόρους του – γεγονός που σημαίνει πως η συνετή διαχείριση τους υποστηρίζει το νόμισμα τους με τα πλεονάσματα τους, τα οποία θα γίνονται όλο και πιο σπάνια. Όπως γνωρίζουμε δε τα ελλείμματα των ισοζυγίων εξωτερικών συναλλαγών είναι αυτά που οδηγούν σε νομοτελειακές νομισματικές υποτιμήσεις, ενώ τα πλεονάσματα σε ανατιμήσεις – όπου εκείνα τα κράτη που διαθέτουν περιορισμένους πόρους, παράλληλα με μεγάλες ανάγκες εισαγωγών τροφίμων και ενέργειας, αργά ή γρήγορα αντιμετωπίζουν νομισματικά προβλήματα (όπως η Τουρκία τα τελευταία χρόνια).
Εάν τώρα επιχειρήσει κανείς να προβλέψει τις υπερδυνάμεις του μέλλοντος, αυτό που πρέπει να κάνει είναι να διαπιστώσει ποιά κράτη έχουν στην κατοχή τους πόρους (νερό, ενέργεια, βασικά τρόφιμα, εύφορη γη) που μπορούν να καλύπτουν την εγχώρια ζήτηση, τις ανάγκες τους δηλαδή και τις οποίες φροντίζουν να είναι λιτές – έτσι ώστε να δημιουργούν ταυτόχρονα πλεονάσματα για εξαγωγές (γράφημα, παραγωγή σόγιας αριστερά και κατανάλωση σόγιας δεξιά – ανά χώρα).
Εν προκειμένω πρέπει επί πλέον να είναι σε θέση να υπερασπιστούν τους πόρους τους από αυτούς που θέλουν να τους κλέψουν, καθώς επίσης να υπάρχει μία ευρέως διαδεδομένη εθνική συνείδηση, όσον αφορά την κοινή θυσία για το κοινό καλό – επειδή εάν δεν υπάρχει αυτή η αίσθηση ενότητας σε όλους, οι εγχώριες και ξένες ελίτ που διαθέτουν πλούτο και εξουσία θα υφαρπάζουν όλο και πιο πολλούς πόρους, λόγω της δεδομένης απληστίας τους.
Επίλογος
Συμπερασματικά λοιπόν από την παραπάνω μικρή παρουσίαση, κατανοούμε πως εκείνα τα κράτη που δεν παράγουν, που δεν καλύπτουν τις βασικές ανάγκες τους και που ξεπουλούν τους φυσικούς πόρους τους, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα που ιδιωτικοποιεί τις εταιρείες ύδρευσης (ΕΥΑΘ, ΕΥΔΑΠ), ενέργειας (ΔΕΗ, ΔΕΣΠΑ, ΔΕΣΦΑ) και τροφίμων, καθώς επίσης που δεν προστατεύουν τη γόνιμη γη και τον υπόγειο πλούτο τους, είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν – στην καλύτερη περίπτωση να υπηρετούν δουλικά, σε συνθήκες μηδενικής ευημερίας, τους ξένους νέους ιδιοκτήτες τους.
Πηγή: The Analyst
Αφήστε ένα σχόλιο