του Θέμη Τζήμα

Ξοδεύτηκαν πολλά εκατομμύρια στην πατρίδα μας για να δεθούν σχεδόν όλοι στο άρμα της Ουάσιγκτον.

Ξοδεύτηκαν πολλά εκατομμύρια στην πατρίδα μας για να δεθούν σχεδόν όλη η Βουλή, τα μέσα ενημέρωσης και το μεγαλύτερο μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας στο άρμα της Ουάσιγκτον. Τα τελευταία χρόνια δε, ο γερουσιαστής Μενέντεζ σχεδόν πήρε τα κλειδιά της εθνικής μας άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας (και ενδεχομένως και άλλα ανταλλάγματα πολύ ωφελιμότερα για τον ίδιο), με υποτιθέμενο αντίτιμο ότι σχεδόν θα κατέστρεφε την τουρκική πολεμική αεροπορία. Όλα αυτά για να αποκρυβεί ότι ο Μενέντεζ δεν είναι φιλέλληνας φυσικά, αλλά ένα γεράκι των ΗΠΑ που ενδιαφέρεται μόνο για όσα ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως συμφέροντα συγκεκριμένων επιχειρηματικών κύκλων και κυρίως ότι για την Ουάσιγκτον ΗΠΑ η Τουρκία ήταν και παραμένει σταθερά σημαντικότερη από ό,τι η Ελλάδα. Αν η Ελλάδα πρέπει να παίξει το ρόλο του αγκαθιού στα πλευρά της Τουρκίας, θα το κάνει. Αν πρέπει να δώσει γη και ύδωρ, με κάποιο τρόπο επίσης θα πρέπει να το κάνει.

Γράφαμε από καιρό ότι οι αναλύσεις περί ρήξης της Τουρκίας με τις ΗΠΑ είναι λανθασμένες, όταν δεν είναι υποβολιμαίες. Όχι διότι είναι απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο στο μέλλον. Αλλά επειδή η Τουρκία έχει κάθε λόγο να παραμένει στη Δύση ως δύσκολος εταίρος, ανεβάζοντας τη διαπραγματευτική της αξία. Την ίδια στιγμή, η δεδομένη Ελλάδα του Μητσοτάκη και του στενού του κύκλου των ενδοτικών (οι οποίοι ούτε αυτόν τον Δένδια μπορούν να ανεχτούν) τα δίνει όλα πριν ακόμα της τα ζητήσει η Ουάσιγκτον. Η Σύνοδος στο Βίλνιους αποτυπώνει αυτόν το συσχετισμό, ενώ επιπλέον σφραγίζει μια επικίνδυνη και μειοδοτική αλλαγή πολιτικής από πλευράς Μητσοτάκη, η οποία είχε ήδη δρομολογηθεί από την προηγούμενη θητεία του: πλέον όπως δήλωσε ο ίδιος, προσερχόμενος στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, η ΑΟΖ αποτελεί την κύρια, αλλά όχι τη μόνο ελληνοτουρκική διαφορά. Επί της κύριας διαφοράς μάλιστα «ζυμώνεται» και ένας «οδικός χάρτης», προφανώς εν αγνοία και του υπουργικού συμβουλίου ακόμα, πολλώ δε μάλλον της Βουλής και του ελληνικού λαού.

Την ίδια στιγμή, η Τουρκία έδωσε αυτό που αρνούνταν, την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, με ανταλλάγματα που ξέρουμε και που δεν ξέρουμε. Τα F-16 είναι το προφανές κέρδος, κρατώντας και τους S-400. Ακόμα και ο «πολύς» Μενέντεζ ουσιαστικώς το παραδέχεται. Θα ήταν ούτως ή άλλως ανόητο για τις ΗΠΑ να πλήξουν ουσιαστικώς την αεροπορία του δεύτερου μεγαλύτερου στρατού του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, η Σουηδία αποδέχεται την περαιτέρω (διότι ήδη έχει ξεκινήσει) αναδιαμόρφωση της εξωτερικής και εσωτερικής της πολιτικής για τα μάτια της ένταξής της στο ΝΑΤΟ, σύμφωνα με τις επιταγές της Τουρκίας. Το ακόμα σημαντικότερο όμως είναι η ταπείνωση όλης της Ε.Ε.: υποτίθεται ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας αποτελούσε απόφαση της Ε.Ε. και συνάρτηση των σχέσεων Ελλάδας και Κύπρου με την Τουρκία. Αυτό υποτίθεται ότι ήταν το κέρδος εκ του γεγονότος ότι οι δύο χώρες είναι μέλη της Ε.Ε., αλλά η Τουρκία όχι.

Μπούρδες. Μεγαλοπρεπείς πομφόλυγες. Η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. ξεπαγώνει μόλις σηκώσει το τηλέφωνο ο ένοικος του Λευκού Οίκου, ό,τι και αν ψιθυρίζουν (διότι σήμερα οι «ευρωπαϊστές» μάλλον βρίσκονται σε διακοπές) οι Βρυξέλλες ή το Βερολίνο (αλήθεια, η Γαλλία και η Γερμανία υπάρχουν πουθενά στο πλάνο των εξελίξεων; Διότι προς το παρόν, πίσω από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, μετά την Πολωνία και την Τουρκία… επικρατεί το χάος από διεθνοπολιτικής απόψεως στη Δύση). Αυτό το ξεπάγωμα δεν σημαίνει φυσικά ότι η Τουρκία θα ενταχθεί στην Ε.Ε. Πιθανότατα δεν το θέλει ούτε η ίδια, με δεδομένες τις δεσμεύσεις που συνεπάγεται μια πλήρης ένταξη, ιδίως μάλιστα σε έναν κόσμο τόσο ταχέως μεταβαλλόμενο. Ωστόσο το «άνοιγμα» μιας σειράς δυνατοτήτων, που αφορούν ζητήματα από τη μετακίνηση των Τούρκων πολιτών έως τη ροή κεφαλαίων, κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι. Αντιθέτως: μπορεί να δώσει χρήσιμες ανάσες στην τουρκική οικονομία και πολιτικά κέρδη στον Ταγίπ Ερντογάν.

Κάτι μας λέει όμως ότι τα μείζονα δεν είναι αυτά που μάθαμε, αλλά αυτά που δεν έχουμε πληροφορηθεί ακόμα. Επειδή δε, έχουμε κάθε λόγο να είμαστε καχύποπτοι εκτιμούμε ότι οι δηλώσεις Μητσοτάκη δεν είναι τυχαίες: οι «Πρέσπες του Αιγαίου» ή, για να το πούμε καθαρότερα, μια ετεροβαρής συμφωνία είναι στα σκαριά: η Ελλάδα ήδη έχει κάνει επισήμως, ούτε ένα, ούτε δύο αλλά τέσσερα κρίσιμα βήματα προς την Τουρκία, χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα: αφαιρεί οπλισμό από τα νησιά του Αιγαίου (η θεωρία της «μείωσης του στρατιωτικού αποτυπώματος» στα νησιά του Αιγαίου). Αποδέχεται ότι υπάρχουν και άλλες διαφορές πέραν των «θαλασσίων ζωνών» εξ ου και ο πρωθυπουργός μιλά για κύρια και όχι πλέον για μοναδική, διαφορά. Αποδέχεται την προοπτική οδικού χάρτη για την επίλυση της κύριας διαφοράς, μιλώντας για θετικότερη στάση της Τουρκίας, ενώ η τελευταία σε τίποτα δεν έχει άρει τις διεκδικήσεις προς την πατρίδα μας. Και τέλος, η Ελλάδα έχει ενταφιάσει την κυριαρχία της Κύπρου και τα κυριαρχικά δικαιώματα ως κόκκινες γραμμές της. Δεν το λες και μικρή επιτυχία από πλευράς της Τουρκίας.

Επιπλέον, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο Ταγίπ Ερντογάν σύμφωνα με διάφορες αναλύσεις πρόδωσε τον Πούτιν. Δεν είμαστε βέβαιοι ότι θα πρέπει να υιοθετήσουμε μια τόσο «βαριά» περιγραφή, ωστόσο είναι γεγονός ότι έπαιξε εις βάρος του ένα παιχνίδι (τουλάχιστον με βάση όσα γνωρίζουμε), το οποίο δεν πρέπει να άρεσε ιδιαιτέρως στο Ρώσο πρόεδρο: καταπάτησε τη συμφωνία που είχε κάνει με τη Ρωσία για την παραμονή στην Τουρκία ηγετών του τάγματος AZOV που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι στη Μαριούπολη, υποστήριξε την άμεση ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και υπέγραψε συμφωνία για επέκταση της παραγωγής μη επανδρωμένων αεροσκαφών στην Ουκρανία. Πούλησε ταυτοχρόνως εκδουλεύσεις στη Δύση, αποδεικνύοντας πόσο σημαντική είναι η θέση και η πολιτική της Τουρκίας. Ταυτοχρόνως όμως, συνεχίζει τις δύσκολες διαπραγματεύσεις για την αποκατάσταση των σχέσεών του με την κυβέρνηση της Συρίας, σε μια προφανή ένδειξη των ορίων όλων των εμπλεκομένων, ως προς τα «μέτωπα» που αντέχουν.

Η Τουρκία λοιπόν για όλες αυτές τις εκδουλεύσεις είναι λογικό να ζητήσει πράγματα στο Αιγαίο και στα ανατολικά της σύνορα. Και από τη σκοπιά της Ουάσιγκτον είναι πολύ λογικό να υπάρξει διαδικασία, στην πορεία της οποίας θα παίρνει αρκετά εξ αυτών που ζητάει ή και όλα. Ποιος είναι μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, ο παράγοντας που έχει ταχθεί να κάνει, άνευ όρων, χαρούμενη την Τουρκία; Ο Έλληνας πρωθυπουργός. Χωρίς αντιπολίτευση νομίζει ότι μπορεί να τα βρει σε όλα με τον Ερντογάν. Εξ ου και είναι τόσο μειοδότης και τόσο επικίνδυνος. Όπως κάθε πρωθυπουργός, ο οποίος υπηρετεί ξένα και όχι εθνικά συμφέροντα.

Πηγή: Κοσμοδρόμιο