Φωτογραφία από την Ισπανική Επανάσταση στην φάση 1936-1937-μαχητές του κόμματος της επαναστατικής Αριστεράς POUM.
Eννέα σκέψεις και ένα προσωρινό συμπέρασμα
(Αφιερωμένο στους εξεγερμένους της Γαλλίας την άνοιξη του 2023)
του Δημήτρη Μπελαντή,
μαχόμενος δικηγόρος στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο Επικρατείας, με ιδιαίτερη ειδίκευση στο δημόσιο και διοικητικό δίκαιο και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
1- Η εργατική τάξη υπήρξε στην μητρόπολη του καπιταλισμού δυνάμει-ενδεχομενικά αλλά ορισμένες φορές και έμπρακτα σοβαρό και υπολογίσιμο επαναστατικό υποκείμενο κυρίως κατά την περίοδο από το 1848 ως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Για περίπου εκατό χρόνια. Στην περιφέρεια του καπιταλισμού (χώρες του Τρίτου Κόσμου παλιότερα) αυτό παρατάθηκε ως το 1980-1990 περίπου και είχαμε σειρά νικηφόρων και αρχικά επιτυχημένων επαναστάσεων (Κίνα, Βιετνάμ, Κούβα κ.λπ.). Όμως, οι επαναστάσεις της κλασσικής περιφέρειας ήταν ιδιόμορφες σοσιαλιστικές-αντιιμπεριαλιστικές, με έμφαση στο β’ σκέλος, είχαν από την αρχή το στοιχείο της κομματικής-γραφειοκρατικής καθοδήγησης πάνω στους λαϊκούς απελευθερωτικούς στρατούς και, επίσης, σε μεγάλο βαθμό αναπλήρωναν την αδυναμία πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου από την εθνική αστική τάξη στις χώρες αυτές και την ανάγκη να υπάρξει μια «υποκατάστατη» αστική τάξη σε εθνική κλίμακα, ακόμη και κρατική, με όρους αντιιμπεριαλιστικής εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτό δεν αναιρεί καθόλου την θετική πολιτική αξία τους έναντι του ιμπεριαλισμού και της μεγάλης κοινωνικής προσφοράς αυτών των επαναστάσεων στους λαούς των περιφερειακών κοινωνιών από πολλές απόψεις. Ούτε και την υπαρκτή σοσιαλιστική τους συνιστώσα καθώς και την ανάδυση και σε αυτές -έστω προσωρινά- θεσμών και μορφών εργατικής και λαϊκής αυτοκυβέρνησης και αυτοδιεύθυνσης. Επίσης, το τελικό αποτέλεσμα ήταν μόνο μια από τις ενύπαρκτες ιστορικά επαναστατικές δυνατότητες και καταλήξεις.
Ιδίως στην Κίνα, η εμπειρία του πειράματος της Πολιτιστικής Επανάστασης, τουλάχιστον από την σκοπιά της αμφισβήτησης των κοινωνικών ιεραρχιών και των προνομίων της διανόησης και παρά το ότι ενείχε σαφώς ακρότητες, όψεις απανθρωπιάς, γραφειοκρατικές μανούβρες και σοβαρά πολιτικά λάθη στην ανάπτυξή της, βάθυνε, έστω πρόσκαιρα, τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα της κινέζικής επανάστασης αλλά και διαύγασε την επαναστατική σκέψη διεθνώς, μεταξύ των άλλων και στην Δύση, αναδεικνύοντας σοβαρά προβλήματα της ίδιας της σοβιετικής εμπειρίας σοσιαλιστικής οικοδόμησης και της ματαίωσής της από ένα σημείο και μετά. Η ένταση της μετέπειτα καταδίκης της από το «καπιταλιστικοποιημένο» ΚΚ Κίνας είναι χαρακτηριστική.
Οι λόγοι που η εργατική τάξη υπήρξε στην -κυρίως- εποχή των επαναστάσεων (1789-1989 ή 1848-1950 εναλλακτικά) πολύ πιο σημαντικό επαναστατικό υποκείμενο από τις κυριαρχούμενες και εκμεταλλευόμενες τάξεις των προκαπιταλιστικών σχηματισμών (ασιατικός δεσποτισμός, δουλοκτησία, φεουδαρχία κ.λπ.) είναι βασικά αυτοί που ορθά περιέγραψαν οι Μαρξ και Ένγκελς: α) η θεσμική και προσωπική ελευθερία του μισθωτού εργάτη, η έξοδος από την νομική εξωοικονομική εξάρτηση και δέσμευση από τον εργοδότη, β) οι αυξημένες εργασιακές, μαθησιακές και οργανωτικές του δεξιότητες και η αυξημένη ικανότητα κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, γ) η συγκέντρωση και κοινωνικοποίηση των εργατών μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή και καταμερισμό εργασίας του εργοστασίου, δ) η εκμετάλλευση των δυναμικών όψεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (συσσώρευση αξιών, ισχυρή ανάπτυξη, ισχυρή παραγωγικότητα, ισχυρή τεχνοεπιστήμη) και του «συλλογικού εργάτη» για να συγκροτηθούν οι υλικοί και ανθρώπινοι πόροι μιας αταξικής κοινωνίας με παραγωγική και γνωστική-οργανωτική επάρκεια. Όπως θα εξηγήσουμε πιο κάτω, ορισμένες από αυτές τις αυξημένες υλικές και συμβολικές δυνατότητες εμπεριείχαν αντιφατικά και κινδύνους καθώς και συμμετρικές αδυναμίες προς την αποδυνάμωση του επαναστατικού ενδεχομένου.
Χωρίς να μπορεί να προδιαγραφεί πλήρως το μέλλον, οι κοινωνίες των μητροπόλεων και ιδίως των δυτικών μητροπόλεων μπορούν στο βιωμένο παρόν να παραγάγουν πιο πολύ εξεγέρσεις-ξεσπάσματα παρά πλήρεις και καθολικές κοινωνικές και σοσιαλιστικές επαναστάσεις (ή ακόμη και καθολικές φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις). Ακόμη και αυτό δεν είναι λίγο μετά από δεκαετίες χειραγώγησης. Όμως, αν υπάρχει αυτό, το όριο, πού οφείλεται; Υπάρχει καθοριστικά -ως τώρα τουλάχιστον- το στοιχείο της «συγκυριακότητας» και της «μερικότητας», της απουσίας «καθολικότητας» και συνέχειας του κινήματος, καθώς και της μη πολιτικής του οργάνωσης και εκπροσώπησης. Υπάρχει, ακόμη, η τραυματική σχέση με την συντριβή του «ιστορικού κομμουνισμού». Αυτό, όμως, δεν συνέβη πρόσφατα, απλά φάνηκε πιο πολύ πρόσφατα, όταν έπαψε να υπάρχει το ζωντανό «φάντασμα» της ΕΣΣΔ. Ήδη από το 1945, την επαύριο του Β’ΠΠ, για μια σειρά λόγους, όπως οι εκδηλωμένες συνέπειες της Εξτρεμιστικής και Εργαλειακής όψης του Διαφωτισμού[1] αλλά και της σχετικής ματαίωσης των χειραφετητικών επαγγελιών του Διαφωτισμού γενικά [ολοκληρωτικός πόλεμος, στρατόπεδα συγκέντρωσης σε Γερμανία και Ρωσία, εργασίας/απομόνωσης (Ρωσία) ή και εξόντωσης (Γερμανία), εξόντωση των Εβραίων από ναζί, πυρηνική καταστροφή, πολεμικές τεχνολογίες, μηχανισμοί ελέγχου του νου και της συνείδησης, μηχανισμοί επιτήρησης και ελέγχου σε μια πρώτη ακόμη μορφή, γραφειοκρατικός εκφυλισμός της ΕΣΣΔ κ.λπ.], και πάντως σίγουρα το αργότερο από την δεκαετία του 1980 (από το «1989» ως συμβολική χρονιά), χάθηκε ή υποβαθμίστηκε πολύ έντονα στο κοινωνικό ασυνείδητο ή φαντασιακό των εργαζομένων και των υποτελών τάξεων στις μητροπόλεις η πρόσληψη ή η παράσταση του καθολικού μετασχηματισμού του κόσμου και της ριζοσπαστικής/επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού καθώς και της οικοδόμησης μιας αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας[2]. Ακόμη και η ριζοσπαστική μεταρρύθμιση τύπου Κέυνς μετατράπηκε σταδιακά σε… μη ρεαλιστική «ουτοπία». Oπως έχει γράψει χαρακτηριστικά και εύστοχα ο Mark Fisher στο έργο του “Capitalist Realism”, μας είναι πιο εύκολο να φαντασθούμε κοινωνικά την καταστροφή του πλανήτη μας παρά την αντικαπιταλιστική ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτό μας λυπεί έντονα, αλλά είναι -ως τώρα τουλάχιστον- έτσι. Ένας σημαντικός «ευαίσθητος» δείκτης αυτής της ιστορικών διαστάσεων απώλειας, κατά την γνώμη μας, ήταν η σε μεγάλο βαθμό απομάκρυνση της εβραϊκής ριζοσπαστικής διανόησης μετά το 1945 από το επαναστατικό ή το κομμουνιστικό κίνημα και η στροφή της σε άλλα πιο «εφικτά» πολιτικά διακυβεύματα, κάτι που ελάχιστα έχει σχολιαστεί. Ένας άλλος δείκτης ήταν η σημαντική απομάκρυνση των στοχαστών και διανοουμένων του «Δυτικού Μαρξισμού» (Πέρυ Άντερσον 1976) από το εργατικό πολιτικό πράττειν και η στροφή της αριστερής διανόησης στην Ακαδημία, ταυτόχρονα δε η σταδιακή απομάκρυνση των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων από το πολιτικό και ιδεολογικό σκέπτεσθαι. Υπάρχουν σίγουρα και άλλοι δείκτες προς συσχέτιση.
2- Η εργατική τάξη νίκησε ή έστω μεγαλούργησε επαναστατικά -στα πλαίσια της ευρύτερης Δύσης πάντοτε -κυρίως στις χώρες της ευρύτερα δυτικής Ημιμητρόπολης (ή Ημιπεριφέρειας) και όχι σε αυτές της δυτικής κυρίως Μητρόπολης (ειδικότερα και κυρίως στην Ρωσία[3] και την Ισπανία, εν μέρει σε Γιουγκοσλαβία-Ελλάδα της δεκαετίας του 1940). Ο βασικός λόγος είναι ο εξής: Η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας στην Δύση βιώθηκε πιο έντονα, επαναστατικά και εκρηκτικά από τους πρωτοπρολετάριους της Ημιμητρόπολης και όχι από τους «ώριμους» εργάτες ήδη πολλών γενεών του πλήρως ανεπτυγμένου και εγκατεστημένου καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας στην Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ (αυτό εξηγείται και από τον πολύ σημαντικό κοινωνιολόγο και στοχαστή Michael Mann στο δίτομο έργο του «Οι πηγές της κοινωνικής εξουσίας»).
Σε χώρες ιδίως της Ημιμητρόπολης, όπου η καπιταλιστική ανάπτυξη «καθυστέρησε» να έρθει ή δεν ήρθε με τον τρόπο της κλασσικής Δύσης, όπως η Ισπανία ή η Ρωσία, που διέθεταν, όμως, θύλακες και περιοχές ισχυρής και ραγδαίας καπιταλιστικής ανάπτυξης, συγκεντρώθηκαν και συνέρρευσαν αντιφατικά τα δύο στοιχεία:
Α) Ο καπιταλισμός ήταν ήδη αρκετά αναπτυγμένος για να υπάρχει η εμπειρία της συγκέντρωσης σε μεγάλες μονάδες/οργάνωσης των εργατών, της όσμωσης και συνεργασίας τους και της ανάπτυξης ισχυρής ταξικής πάλης. Όπως, επίσης, της ισχυρής συνδικαλιστικής και πολιτικής τους οργάνωσης. Όπως, επίσης, της εκμάθησης δεξιοτήτων και ικανοτήτων από την μισθωτή εργασία καθώς και πολιτικών οργανωτικών μορφών. Όπως, επίσης, της συμμαχίας εργατών και αγροτών που δεν πραγματοποιήθηκε στην κυρίως Δύση.
Β) Όμως, η επιβολή του καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας ήταν ακόμη πρόσφατη, ελλιπής και ανολοκλήρωτη στις κοινωνίες αυτές και οι προκαπιταλιστικές κοινοτικές ιδέες, αξίες και «ρομαντικοί»-κοινοτικοί θεσμοί αποτελούσαν ακόμη ισχυρά φαινόμενα (μιρ στην Ρωσία,pueblo στην Ισπανία, αγροτικές κοινότητες ή γειτονιές πόλεων σε Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία κ.λπ.). Επίσης, οι αξίες και «πειθαρχίες» της εξατομίκευσης, της ατομικής κατανάλωσης και της πρόσδεσης στις εμπορευματικές μορφές ήταν ακόμη ατροφικές. Όπως θα εξηγήσουμε, αυτό ενίσχυε ισχυρά την κομμουνιστική τάση παρά την αποδυνάμωνε, όπως ισχυρίζεται η δήθεν «προφανής» αλλά εσφαλμένη «αναπτυξιοκεντρική» προσέγγιση (όσο πιο ώριμος ο καπιταλισμός, τόσο πιο ισχυρή η κομμουνιστική τάση). Έτσι, οι επιπτώσεις της καπιταλιστικής κοινωνικής οργάνωσης υπό την έννοια της εκμάθησης της υποταγής και της πειθάρχησης στο κεφάλαιο στα πεδία της παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής ήταν ακόμη πρόωρες και ασθενείς και οι κοινοτικές προκαπιταλιστικές δομές ισχυρές. Αυτό συνοδευόταν στους «πρωτοεργάτες» από μνήμες, σχέσεις και συνήθειες κοινοτικές, «ρομαντικές» και προκαπιταλιστικές που αντιστέκονταν στην πλήρη καπιταλιστικοποίηση (σχέση με ύπαιθρο, ισχυρές οικογενειακές δομές, παραδόσεις ανταρσίας κ.λπ.)[4]. Στο μεσοδιάστημα ή στο ιστορικό ιντερμέτζο αυτό – της εκτεταμένης συγκέντρωσης και καπιταλιστικής ανάπτυξης, κυρίως σε θύλακες, αλλά της μη επιβολής ακόμη των πειθαρχιών του καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας στις χώρες της Ημιμητρόπολης- οι συνθήκες ήταν σχετικά πιο ευνοϊκές από ποτέ για την σοσιαλιστική ή κοινωνική επανάσταση. Παράγοντες όπως ο παγκόσμιος πόλεμος και η διάβρωση, δυσμορφία ή ακαμψία του εθνικού αστικού κράτους και της εθνικής αστικής τάξης, η ηγεμονική της αδυναμία για ιστορικούς λόγους κ.λπ. ενίσχυσαν αυτήν την συνθήκη. Αξίζει, ακόμη, να σημειωθεί ότι η επαναστατική προσδοκία του Μαρξ για τις κοινωνίες του πλήρως αναπτυγμένου καπιταλισμού συνδεόταν α) με την εκτίμηση της έντονης και κάπως γραμμικής όξυνσης των αντιφάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που θα οδηγούσε σταδιακά σε κοινωνική και πολιτική αποδιοργάνωση και β) με την προσδοκία δημιουργίας μιας ισχυρής συμμαχίας εργατών και τεχνικών της παραγωγής -επιστημόνων στα πλαίσια του καπιταλιστικού «συλλογικού εργάτη» της παραγωγής (δες σχετικά και τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του Κονστάντσο Πρέβε στο έργο του «Κριτική ιστορία του Μαρξισμού»), κάτι που, επίσης, δεν επιβεβαιώθηκε ιστορικά.
Εκεί που πέτυχε η επανάσταση (αρχικά στην Ρωσία, αργότερα στην Κίνα και σε άλλες περιφερειακές καπιταλιστικές χώρες) αντιμετώπισαν οι ηγέτες και πολιτικοί εκφραστές της μια σειρά από πολύ σοβαρά και δυσεπίλυτα προβλήματα που δεν μπόρεσαν τελικά να επιλύσουν :
- Είναι η επανάσταση και η σοσιαλιστική οικοδόμηση έργο των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων ως συνόλου ή αυτών που «ξέρουν», του «σοφού κόμματος» και των κρατικών και παραγωγικών μάνατζερ;
- Είναι η «δικτατορία του προλεταριάτου» του Μαρξ η ποιοτική διεύρυνση της αστικής δημοκρατίας για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία ή η άρση κάθε πολιτικής δημοκρατίας (κριτική στους Λένιν και Τρότσκυ από την Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1918);
- Είναι η ανάγκη για οικονομική ανάπτυξη συνδυασμένη με ριζικές αλλαγές στον τεχνικό και κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και στις σχέσεις εξουσίας ή αναπαράγει μηχανικά και ποσοτικά αυτές τις δομές και σχέσεις εξουσίας που προίσχυσαν (τις καπιταλιστικές δηλαδή);
- Είναι ο σκοπός μια εφικτή και με όρια άρση της ταξικής εκμετάλλευσης, καταπίεσης, αδικίας και δυστυχίας και μια «πεπερασμένη» υπέρβαση των ταξικών κοινωνιών ή μια μετα-θεολογικού τύπου αποκαλυπτική «τελείωση» και «ολοκλήρωση» της ανθρώπινης κοινωνίας όπου πια δεν θα υπάρχει «κανένα δεινό», καμία αδικία και κανένα πρόβλημα και η ανθρώπινη συμβίωση θα είναι παραδείσια ουσιαστικά; Και τι συμβαίνει με όσους διαφωνούν ή φαίνεται να διαφωνούν με την « παραδείσια τελείωση» αυτήν;
- Είναι η οικονομική ανάπτυξη βασικά ποσοτικοί δείκτες ή μια ποιοτική/συμμετρική σχέση μεταξύ των τομέων της οικονομίας και των ανθρώπων μεταξύ τους καθώς και με την μη ανθρώπινη φύση;
- Οι σκέψεις ήδη του Λένιν από το 1918 για τον κρατικό καπιταλισμό ως αναγκαίο στάδιο ή προστάδιο του σοσιαλισμού στη Ρωσία (ιδίως στο έργο του «Για τα υπεραριστερά παιδιαρίσματα και την μικροαστική νοοτροπία» της άνοιξης 1918) μετατράπηκαν σταδιακά μέσα από τις ήττες που υπέστη το κομμουνιστικό πρόγραμμα μέσα σε μια δεκαετία σε μια σταθερή πολιτική παγίωσης και αναπαραγωγής των ιδιόμορφων-γραφειοκρατικών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη Ρωσία και τα άλλα ανάλογα καθεστώτα.
3- Αντίθετα, στην κλασσική Μητρόπολη, όταν πια υπήρξε η μεγαλύτερη ανάπτυξη του συνδικαλισμού και της νόμιμης συνδικαλιστικής και πολιτικής οργάνωσης των εργατών (από το 1870 και εξής), οι καπιταλιστικές πειθαρχίες και οργανωτικά μέσα στο εργοστάσιο αλλά και στην σφαίρα της διανομής και της αναπαραγωγής της καθημερινής ζωής ήταν ήδη πολύ ισχυρές και είχαν επαρκώς ή πάντως σημαντικά εμπεδωθεί. Η πολύ ισχυρή ρεφορμιστική πολιτική πρακτική στην Γερμανία και την Αγγλία, η οπορτουνιστική στροφή της Β’ Διεθνούς μετά το 1889, η στάση της Β’ Διεθνούς το 1914 αλλά και η πλήρης απουσία πολιτικής ανάπτυξης του σοσιαλισμού στις ΗΠΑ το αποδεικνύουν. Η συγκυρία του Α’ ΠΠ και η κοινωνική καταστροφή που δημιούργησε πήγαν να κλονίσουν αυτήν την συνθήκη στην Ευρώπη και ιδίως στην Γερμανία στα 1918-1923. Όμως, η προσπάθεια αυτή απέτυχε και αυτό δεν είναι τυχαίο. Πόσο μάλλον που πάνω στην αποτυχία της και στο «φάντασμά» οικοδομήθηκε η πλήρης αντεπανάσταση και ο ναζισμός. Η προσπάθεια της γερμανικής επανάστασης σχετίστηκε με τις επιπτώσεις του Α’ ΠΠ αλλά και με την κρίση του ρόλου των μαστόρων εργατών και την εισαγωγή του ταιυλορισμού, πράγμα που πρόσκαιρα ριζοσπαστικοποίησε τους μάστορες αλλά και ένα τμήμα του υπό διαμόρφωση εργάτη-μάζα (βλ. τις σχετικές αναλύσεις των Karl-Heinz Roth- Angelika Ebbinghaus στο βιβλίο τους «Το άλλο εργατικό κίνημα- προλεταριακοί αγώνες, καπιταλιστική αντεπίθεση και εργατική αυτονομία στη Γερμανία 1880-1974», Αθήνα 2017, εκδόσεις Αρχείο 71, επίσης του Sergo Bologna κ.α.). Όμως, και πάλι η εργατική πλειοψηφία δεν ακολούθησε κατά πλειοψηφία τον επαναστατικό δρόμο. Τα ίδια συνέβησαν στην Ευρώπη κατά καθώς και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την σοβαρή εξαίρεση της ελληνικής και της γιουγκοσλαβικής-αλβανικής επαναστατικής εμπειρίας. Η διανομή σφαιρών επιρροής της Γιάλτας, η «σταλινοποίηση» των ΚΚ και πρόσδεσή τους στην γεωπολιτική της ΕΣΣΔ ήταν σημαντικός παράγων ανάσχεσης της επανάστασης στην Δύση αλλά δεν ήταν ο μοναδικός. Η οπτική ότι πάντοτε οι επαναστάσεις «προδίδονται» εκ των άνω και γι’ αυτό δεν προχωρούν είναι μερική και παραπλανητική. Η ενίσχυση των όρων υλικής διαβίωσης με το μεταπολεμικό κεϋνσιανό κοινωνικό συμβόλαιο, αλλά και οι τραγικές ανθρωποκτόνες εμπειρίες των δύο Παγκοσμίων Πολέμων ως ολοκληρωτικών πολέμων (χωρίς να υποτιμάται και η επίπτωση στην εργατική κοινωνική συνείδηση της μεγάλης κλίμακας βίας της ίδιας της ρωσικής επαναστατικής εμπειρίας αλλά και του «αλληλοφαγώματος» των πρωταγωνιστών της) κατέστησαν τις δυτικές εργατικές τάξεις πολύ επιφυλακτικές απέναντι σε μια αναγκαστικά βίαιη και εμφυλιακή επαναστατικη κλιμάκωση της ταξικής πάλης. Ακόμη περισσότερο, οι αγρότες και οι μικροαστοί/μεσοαστοί στην Δύση έλαβαν σοβαρά υπ’ όψιν τους το ενδεχόμενο να απαλλοτριωθούν και αυτοί μαζί με τους μεγάλους καπιταλιστές από μια επαναστατική εξουσία, μετά τις ανάλογες σοβιετικές εμπειρίες-ιδίως την κολλεκτιβοποίηση όλων των αγροτών χωρίς διάκριση. Το να είσαι δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο είναι κάτι που μπορεί να καμφθεί όταν αποκτήσεις κάτι παραπάνω από τις αλυσσίδες σου και αντιπαραβάλεις αυτό το κάτι με τον φόβο του θανάτου κατά την διάρκεια μιας επαναστατικής διαδικασίας.
4- Η εμπειρία του φασισμού-ναζισμού πάνω στο κίνημα της εργατικής τάξης, η ριζική καταστροφή από αυτά τα καθεστώτα -αλλά και από το σταλινικό καθεστώς-μορφών συλλογικής ύπαρξης και οργάνωσης της εργατικής τάξης, με βαθύ και αμείλικτο τρόπο, ακόμη και ο ιδεολογικός έλεγχος και ηγεμονία του ναζισμού πάνω σε τμήματα της εργατικής τάξης στην Γερμανία συνέβαλαν, επίσης, πολύ σημαντικά στην υποχώρηση του επαναστατικού ρεύματος στην Ευρώπη. Ο τρόπος, η ένταση και η μορφή που αυτό συνέβη είναι κάτι που ακόμη δεν έχει ερευνηθεί και εκτιμηθεί ως τώρα ικανοποιητικά.
5- Η αποτυχία της επανάστασης στις Μητροπόλεις κατά τον εικοστό αιώνα σίγουρα συνδέεται και με την δυαδικότητα του παγκόσμιου καπιταλισμού (Μητρόπολη-Περιφέρεια) καθώς η υπερεκμετάλλευση της αποικιακής και νεοαποικιακής περιφέρειας ενίσχυσε την ικανότητα των μητροπολιτικών αστικών τάξεων να κάνουν παραχωρήσεις στις υποτελείς τάξεις τους, κάτι που ήδη είχε εκτιμήσει ο Λένιν το 1915 αναζητώντας την κοινωνική βάση του ρεφορμισμού-οπορτουνισμού της δυτικής σοσιαλδημοκρατίας. Στην έκταση αυτών των παραχωρήσεων στα πλαίσια της εποχής του Κράτους Προνοίας (1945-1980 περίπου) συνέβαλε σημαντικά και η ισχύς του (θετικού στο σημείο αυτό) αντιπαραδείγματος των καθεστώτων σοβιετικού τύπου, που μετά τον Β’ΠΠ ενίσχυσαν έντονα την χορήγηση δικαιωμάτων κοινωνικής πρόνοιας στους πληθυσμούς τους. Η (τελική) αποτυχία της επανάστασης στην Ανατολή ενίσχυσε για δεκαετίες την «μεταρρύθμιση» στην Δύση.
6- Μετά τον Β’ΠΠ, πέραν άλλων παραγόντων σοβαρής κρίσης των επαγγελιών του Διαφωτισμού, η εργατική ταυτότητα διαβρώνεται ακόμη περισσότερο από τις καπιταλιστικές πειθαρχίες παραγωγής και (καταναλωτικής) διανομής. Αντίθετα από τις προσδοκίες του Μαρξ, η όλο και μεγαλύτερη εμπέδωση του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγικά και αξιακά αποδυναμώνει την εργατική αντίσταση και ακόμη παραπάνω την επαναστατική τάση της εργατικής ταξικής πάλης.
7- Τα κινήματα του 1968 στην Μητρόπολη που συνδέθηκαν α) με την κρίση του ιμπεριαλισμού ως αποικιοκρατίας και τα εθνικοαπελευθερωτικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα της ίδιας περιόδου στην περιφέρεια (ιδίως το Βιετνάμ), β) με τις αναδιαρθρώσεις στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής (επέκταση αλλά και τάσεις υπέρβασης του φορντισμού-ταιυλορισμού), γ) με την άνοδο της μαζικής ανώτατης εκπαίδευσης και δ) με την ολιστική ή αντιαλλοτριωτική κριτική για πρώτη φορά στον καπιταλισμό της εποχής εκείνης δηλαδή όχι μόνο από την σκοπιά της ταξικής εκμετάλλευσης αλλά και της πολλαπλής ανισότητας ή καταπίεσης (πολλά θέματα: συντηρητισμός των οικογενειακών και κοινωνικών ηθών, παραδοσιακότητα, σεξουαλική καταπίεση, αστυνομική καταστολή, εργασιακή αλλοτρίωση, κρίση της μεγάλης πόλης, κριτική στον φτηνό καταναλωτισμό, εξατομίκευση, κρίση των προσωπικών σχέσεων, κριτική στην αποικιοκρατία κ.λπ.) φάνηκαν να ξαναφέρνουν {περισσότερο στην Ιταλία και λιγότερο στη Γαλλία και σε άλλες χώρες} μια εργατική και νεολαιίστικη επαναστατικότητα στο προσκήνιο που είχε χαθεί από το 1945 και μετά[5]. Το σημαντικό είναι ότι αυτή η ολιστική κριτική στον καπιταλισμό συνδεόταν ακόμη με την επιβίωση της κλασσικής μορφής της εργατικής τάξης αλλά και με μια μορφή του κοινωνικού φαντασιακού που κρατούσε και επανέφερε και μάλιστα πιο πλούσια σε περιεχόμενο το ζήτημα της συνολικής-καθολικής ανατροπής του καπιταλισμού ως συστήματος κοινωνικών σχέσεων και της δυνατότητας οικοδόμησης του σοσιαλισμού καθώς και νέου τύπου προσωπικές σχέσεις και κοινοτικές-συμμετοχικές μορφές. Επίσης, ιδίως στην Ιταλία από το 1968-1973 («μακρύς Ιταλικός Μάης 1968») μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι υπήρξε μια μορφή ανολοκλήρωτης επαναστατικής κατάστασης.
8- Ο παγκόσμιος καπιταλισμός στα 1968-1990 αντέδρασε στην απειλή των κινημάτων του διεθνούς 1968 γρήγορα και μάλιστα σχετικά επιτυχημένα, αποδεικνύοντας τον τότε ακόμη δυναμισμό του. Απέκοψε τους εργάτες από την ριζοσπαστική νεολαία δίνοντάς τους υλικές παραχωρήσεις. Παραχώρησε κοινωνική κινητικότητα στην ριζοσπαστική νεολαία κυρίως μέσω των πανεπιστημιακών μηχανισμών που για μια περίοδο «αριστεροποιήθηκαν» έντονα μέσα από την διδακτική ενίσχυση των κριτικών θεωριών και την απορρόφηση μεγάλου τμήματος της αριστερής διανόησης στην κρατική-κοινωνική αναπαραγωγή των κυρίαρχων σχέσεων. Μείωσε τον ιεραρχικό-κάθετο χαρακτήρα της οργάνωσης εργασίας υπέρ πιο ευέλικτων και αποκεντρωμένων μορφών. Σταδιακά, κατέστρεψε και αναδιάρθρωσε την υλική καπιταλιστική παραγωγή στέλνοντάς την μακρυά από τα κλασσικά καπιταλιστικά μητροπολιτικά κέντρα και μεταβαίνοντας στην μητρόπολη στο άυλο και στο χρηματιστικό πεδίο. Κατέστρεψε έτσι (ιδίως ο δυτικός καπιταλισμός) την παραδοσιακή εργατική τάξη της μεταποίησης μέσω της αποβιομηχάνισης, πράγμα που αποτέλεσε σημαντική ταξική επιτυχία του. Δεν έπαψε μεν να υπάρχει η μισθωτή εργασία, όμως η αποδόμηση της βασικής φαντασιακής της υπόστασης («μεταποιητικής») και μορφής δεν ήταν ένα γεγονός χωρίς πολύ σημαντική πολιτική επίπτωση. Οι «εργάτες» μετατράπηκαν σε «εργαζόμενους». Η αστική τάξη (ιδίως η δυτική) τριτογενοποίησε την μισθωτή εργασία και την ενέταξε ακόμη πιο έντονα από ό,τι ως το 1968 στα καταναλωτικά δίκτυα και στην συνέχεια, μετά το 2008, όλο και πιο έντονα σε επιδοματικά τμηματικά καθεστώτα. Κήρυξε και ενίσχυσε την εξατομίκευση, τον ατομικισμό και τον παρασιτισμό. Μετά το 1990, διόγκωσε την σφαίρα της μη υλικής παραγωγής και ιδίως την σφαίρα της ψηφιακής/συμβολικής, μη διαπροσωπικής επικοινωνίας και διάδρασης. Μετέτρεψε το πεδίο των σχετικά άμεσων και διαπροσωπικών κοινωνικών σχέσεων σε ένα πεδίο ψηφιακής συνάντησης αποκοινωνικοποιημένων ατόμων. Ενίσχυσε την επιτήρηση και τον κοινωνικό καθολικό έλεγχο. Μεταμόρφωσε με τις παρεμβάσεις του τα μη εργατικά «νέα» κοινωνικά κινήματα από φορείς μιας ολιστικής κριτικής στον καπιταλισμό σε φορείς -σε σημαντικό βαθμό- της εξατομίκευσης, του καταναλωτισμού και του φυλετικού (tribal) κατατεμαχισμού της κοινωνίας. Μετά το 2000, αυτό κατέστη πιο πολύ έντονο μέσω των ΜΚΟ και των ακροτήτων των ταυτοτικών-δικαιωματικών κινημάτων (“Woke culture”) που πια βάλλουν άγρια και αδιάκριτα κατά δομικών οριζουσών του ανθρώπινου πολιτισμού (οικογένεια, τοπικότητα, υλικές/ενσώματες διανθρώπινες-διαπροσωπικές σχέσεις με φυσική παρουσία και όχι μόνο ψηφιακές, βιολογική υπόσταση του ανθρώπου, φύλο, γλώσσα, εθνικές παραδόσεις κ.λπ.). Όμως, η «στρατηγική» νίκη του κεφαλαίου επί της εργασίας ήταν μια πύρρειος νίκη για το κεφάλαιο. Ένας καπιταλισμός χωρίς έντονη ριζική αντίθεση είναι και ένας καπιταλισμός χωρίς ζωή, ζωντάνια και παραγωγικό καθώς και πολιτισμικό δυναμισμό, όπως σωστά έχει παρατηρήσει ο Ιταλός στοχαστής και πρώην εκπρόσωπος του ρεύματος του «εργατισμού» Mario Tronti. Ο καπιταλισμός νίκησε μεν -προσώρας- αλλά έγινε «ζόμπι» που καταπνίγει κάθε ζωή και δημιουργικότητα. Δεν είναι πια η «δημιουργική καταστροφή» του Σουμπέτερ. Είναι σκέτη παραγωγή της καταστροφής. Είναι, όμως, ακόμη σε θέση να καταστρέψει τον ανθρώπινο πολιτισμό, όπως έχει ιστορικά υπάρξει. Ιδίως μάλιστα η δυτική του εκδοχή που είναι και η πιο επιθετική και παρασιτική.
Επίσης, η σταδιακή ανατροπή των αστικών δημοκρατιών σε όφελος της μεταδημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού αποτελεί μια σημαντική διάσταση καταστροφής των κοινωνικών δεσμών, της δημόσιας πολιτικής και της ύπαρξης διαφορετικών πολιτικών προγραμμάτων μέσα σε ένα αστικό δημοκρατικό πλαίσιο.
9- Μετά το συμβολικό διεθνές έτος «1989», η πλανητική και ιδίως δυτική ηγετική τάξη πέρασε με έντονο τρόπο στην κοινωνία το μήνυμα ότι κάθε πείραμα καθολικού μετασχηματισμού και ανατροπής του καπιταλισμού καταλήγει στον «κομμουνιστικό» ή σε άλλο ολοκληρωτισμό και τελικά στην «κατάρρευση». Ότι η ανατροπή του καπιταλισμού είναι ή αδύνατη ή οδηγεί σε πολύ χειρότερα αποτελέσματα από ό,τι ο φιλελεύθερος καπιταλισμός. Έτσι η σύγχρονη καπιταλιστική τάξη παρά την έντονη ροπή της στην οικοδόμηση ενός καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού χρησιμοποίησε την εμπειρία του σοβιετικού «σταλινικού» ολοκληρωτισμού για να νομιμοποιήσει τα καθεστώτα της. Η μεγαλύτερη προσδοκία και ελπίδα της ανθρωπότητας ιστορικά, ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός, ταυτίσθηκε με την τραγική εμπειρία του γραφειοκρατικού «κολλεκτιβιστικού» ολοκληρωτισμού, όπως αυτός εκφράστηκε στα ταξικά υπό νέα μορφή καθεστώτα σοβιετικού τύπου. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η αρνητική και μονόπλευρη αναφορά στον «σοβιετικό ολοκληρωτισμό» εντάθηκε ως νομιμοποιητική των δυτικών μεταδημοκρατιών σε μια περίοδο όπου οι ίδια οι αστικές φιλελεύθερες δημοκρατίες μετασχηματίζονται σε μορφές ολοκληρωτικού καπιταλισμού υπό κοινοβουλευτική πρόσοψη (ακόμη) -όπως είδαμε και στην τριετία της «πανδημίας» του Covid 19 και της ολοκληρωτικής κρατικής της διαχείρισης.
Ταυτόχρονα, η έλευση του μεταμοντέρνου πολιτισμικού καθεστώτος και η ισχυρή προώθησή του συνέβαλε και αυτή σε μια πρόσληψη ενός κόσμου όπου δεν υπάρχει Μέλλον (Mark Fisher), δηλαδή όπου η προσδοκία όχι μόνο της χειραφέτησης αλλά και της βελτίωσης σε μελλοντική κλίμακα έχει μειωθεί ως χαθεί (τεράστια αλλαγή ιστορικής και πολιτισμικής προοπτικής για πρώτη φορά από τα τέλη του 18ου αιώνα – το μέλλον πια φαίνεται να οδηγεί προς το «χειρότερο»).
Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη εξέγερση -όπως δείχνει και η παρούσα γαλλική εμπειρία- δείχνει να είναι εφικτή. Οι στόχοι της είναι κυρίως η επιβράδυνση ή μερική ανάσχεση του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού χωρίς να συνυπάρχει αυτόματα η καθολική ενοποιητική δυναμική ή συνείδηση ανατροπής του καπιταλισμού και σαφούς οικοδόμησης «του άλλου». Όμως, ένας σχηματισμός που παρακμάζει πλανητικά μπορεί, άραγε, να γεννήσει το πλήρες πρόγραμμα της άρνησής του; Ας θυμηθούμε ότι το κομμουνιστικό πρόγραμμα γεννήθηκε στην Δύση επί ακμάζοντος Διαφωτισμού και στα χρόνια που η δυναμική του πλανητικού καπιταλισμού ήταν τόσο μεγάλη όσο και η λάμψη της ανατροπής του. Υπήρχε μια συμμετρία ανάμεσα στα δύο αυτά. Και όταν πια ήρθε η πλήρης ωριμότητα και το «σάπισμα» του καπιταλισμού -με όλα τα προβλήματα που έχουν αυτές οι οργανιστικές έννοιες και αναλογίες ανάμεσα σε ζωντανούς οργανισμούς και σε κοινωνικές σχέσεις κι μορφές- το ανταγωνιστικό κοινωνικό υποκείμενο είχε και αυτό υποστεί τις «παρενέργειες» της διαδικασίας αυτής. Κυρίως στην Δύση.
Η εξέγερση κατά του καπιταλισμού έχει, όντως, έναν πιο εύπλαστο, πολύμορφο και λιγότερο «δεσμευτικό» χαρακτήρα σε σχέση με την επανάσταση. Πράγμα που έχει και πολύ αρνητικές και τεμαχιστικές πλευρές αλλά και κάποιες θετικές πλευρές. Απεξαρτάται από τον τελικό «στρατηγικό στόχο», τον κομμουνισμό, αλλά και από την τυραννία και απολυτότητα ή «τελειότητα» αυτού του στόχου. Δεν δεσμεύεται ιδίως για την συγκρότηση μιας επαναστατικής εξουσίας αλλά πολλών αντιεξουσιών. Αυτό έχει σίγουρα έντονα μετανεωτερικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά αλλά ίσως δίνει και χρόνο για να ξανασκεφτούμε πως θα μπορούσε να είναι μια ελευθεριακή και αυτοδιευθυντική επαναστατική εξουσία μετά την κατάρρευση του σταλινικού μοντέλου που διαφημίστηκε ως επαναστατική εξουσία και σε κάποιες συνθήκες επιτέλεσε και ρόλους της επαναστατικής εξουσίας αλλά στην ουσία ήταν, από ένα σημείο και μετά, ένα αντεπαναστατικό μόρφωμα. Όπως και το αν μπορεί όντως να υπάρξει ή ορθότερα να σταθεροποιηθεί μια επαναστατική εξουσία.
Ας μην μας πουν ότι αντιπροτείνουμε την υπεροχή των μέσων και του κινήματος έναντι του τελικού σκοπού κατά το παράδειγμα του Έντουαρντ Μπερνστάιν το 1899 και ότι είμαστε «αναθεωρητές»[6]. Ο Μπερνστάιν πρότεινε μια κρατική διαχείριση της εργατικής αντιεξουσίας, ενώ εμείς προτείνουμε την ακυβερνησία και την αδυναμία συγκρότησης μιας σταθερής διαχείρισης από την πλευρά του αντιπάλου. Αν αυτό επανανοηματοδοτήσει και την μετάβαση στον τελικό στρατηγικό σκοπό, χωρίς «αποκαλυπτικές» πια ψευδαισθήσεις, ακόμη καλύτερα!!!
Κι εμείς τι κάνουμε αν/εφόσον η επανάσταση δεν είναι πλέον εφικτή; Ή αν και εφόσον είναι ακόμη θεωρητικά εφικτή για να επανέλθει επιτέλους και πρακτικά; -πράγμα κοπιώδες και πολύ σύνθετο ως πολιτικό καθήκον που δεν απαντιέται με ανέξοδες προπαγανδιστικές ρητορικές, οι οποίες συγκαλύπτουν και ωραιοποιούν την πραγματικότητα. Ούτε με την πληθωρική και γελοιοποιητική χρήση των επιθέτων επαναστατικός-αντικαπιταλιστικός-κομμουνιστικός χωρίς σοβαρή θεωρητική και ιστορική αποτίμηση. Αυτό ανοίγει μια επόμενη συζήτηση και θέλει πολλή σκέψη.
Και πάλι, τονίζουμε, ότι το μέλλον δεν μπορεί να προβλεφθεί ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποκλεισθεί η μετατροπή μιας εποχής εξεγέρσεων σε μια νέα εποχή κοινωνικών επαναστάσεων. Όμως, η γήρανση, βιολογική, ηθική, αξιακή και κοινωνική, και η πολιτιστική αποπτώχευση των κοινωνιών της Δύσης δείχνει πιο πολύ προς την πορεία προς την ολοκληρωτική βαρβαρότητα παρά προς την επιστροφή ή αναγέννηση των κοινωνικών επαναστάσεων. Με αυτό ως δεδομένο, μια σύγχρονη κομμουνιστική στάση είναι λογικό α) λιγότερο να επενδύει στην επιστροφή της κλασσικής επανάστασης και β) περισσότερο να επενδύει στην μορφή της κοινωνικής εξέγερσης/αντίστασης ως παράγοντα ανασχετικού ή επιβραδυντικού της πορείας προς την βαρβαρότητα, τον πόλεμο και το τέλος του ανθρώπινου πολιτισμού.
Λυπούμαστε αλλά δεν μπορούμε να προσφέρουμε καμία «νομοτελειακή» βεβαιότητα. Αυτό που χρειάζεται είναι η συλλογική κοινωνική δράση κατά της καπιταλιστικής βαρβαρότητας αλλά και η συστηματική παρατήρηση, κατανόηση και μελέτη αυτών που συμβαίνουν γύρω μας. Είμαστε σε μια φάση επανεκκίνησης από το μηδέν και το βάρος του «παλιού» πάνω στο νέο ή οι βαρετές επαναλήψεις μόνο ζημιά μπορούν να μας κάνουν.
[1] Για την διάκριση και την σχέση έντασης μεταξύ των χειραφετητικών και των εργαλειακών-κυριαρχικών όψεων του Διαφωτισμού βλ. σε Τ. Αντόρνο – Μ. Χορκχάιμερ «Διαλεκτική του Διαφωτισμού», Αθήνα 1986, εκδόσεις Ύψιλον, μετάφραση Ζήσης Σαρίκας.
[2] Αυτό υπάρχει σαν ρητά διατυπωμένη σκέψη και στο Πρώτο Κεφάλαιο του βιβλίου του Κορνήλιου Καστοριάδη «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» με τίτλο «Μαρξισμός και Επαναστατική Θεωρία», που γράφτηκε ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1960 (ελληνική έκδοση 1978, Κέδρος).
[3] Παρά τον ιδεολογικό πόλεμο που μαίνεται μέσα από την πλαστή αντίθεση Ρωσία-Δύση, η Ρωσία, παρά και τις ορισμένες ανατολικές ή ευρασιατικές όψεις της, ήταν πάντοτε ιδιόμορφο τμήμα και του δυτικού πολιτισμού, αναπόσπαστο θα λέγαμε.
[4] Εξ ου και η σκέψη του Μαρξ στα τελευταία του χρόνια ότι μέσω των κοινοτικών θεσμών τύπου μιρ η Ρωσία θα μπορούσε να περάσει στον κομμουνισμό παρακάμπτοντας την καπιταλιστική ανάπτυξη.
[5] Βλ. και σε Luc Boltansky – Eve Chiapello “ The new spirit of capitalism”, Verso 2007, αγγλική έκδοση. Διακρίνουν ανάμεσα στην κριτική στον καπιταλισμό από την σκοπιά της εκμετάλλευσης ( “critique of exploitation”) και από την σκοπιά της «αλλοτρίωσης» (“artistic critique”). H δεύτερη μορφή κριτικής γέννησε τα λεγόμενα «νέα κοινωνικά κινήματα».
[6] Στην πραγματικότητα όλοι οι επαναστατικοί επαναπροσδιορισμοί έχουν κάτι το «αναθεωρητικό». Η σκέψη του Λένιν το 1917 ότι μπορούσε να κατακτηθεί η εργατική εξουσία πήγαινε κόντρα σε δεκαετίες «ορθόδοξου μαρξισμού». Στην αρχή τον θεώρησαν «τρελλό» και όχι μόνο αναθεωρητή.
Πηγή: Controversy
Αφήστε ένα σχόλιο