του Δημήτρη Καζάκη

Το ερώτημα αυτό απασχολεί όλο και περισσότερους Έλληνες. Και δικαίως. Η Ελλάδα από την εποχή του «Αττίλα» στην Κύπρο, ποτέ άλλοτε δεν βρέθηκε τόσο κοντά σε μια πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία. Κι αυτή η αναμέτρηση είναι πλέον αναπόφευκτη.

Γιατί είναι αναπόφευκτη; Η επίσημη ρητορική της κυβέρνησης και των συνενόχων της στην αντιπολίτευση, όπως και των γνωστών εξωνημένων ΜΜΕ, επικεντρώνουν αποκλειστικά στην επιθετικότητα της Τουρκίας. Μόνο που αυτή είναι η μισή αλήθεια.

Η επιθετικότητα της Τουρκίας είναι ευθέως ανάλογη της πολιτικής κατευνασμού, εθελοδουλίας και υποτέλειας που ακολουθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Στα χρόνια των μνημονίων η Τουρκία μετέτρεψε την ρητορική των διεκδικήσεών της σε βάρος της κυριαρχίας της Ελλάδας, σε καθαρά επιθετική πολιτική έμπρακτης αμφισβήτησης της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας και του ελληνισμού ευρύτερα, αν συμπεριλάβουμε και την Κύπρο.

Είναι τυχαίο αυτό; Όχι βέβαια. Σε μια εποχή, όπου το ελληνικό πολιτικό και κομματικό κατεστημένο αποδέχθηκε την κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας υπέρ των δανειστών και την επιβολή του πιο αδίστακτου καθεστώτος κατοχής και εκποίησης ολόκληρης της χώρας, από την εποχή της αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα, η ιθύνουσα τάξη της Τουρκίας θεώρησε ότι της δίνεται η ιδανική ευκαιρία να κυριαρχήσει πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά στην πάλαι ποτέ Οθωμανική ανατολή.

Και καθώς η Ελλάδα συνεχίζει να καταρρέει όλα αυτά τα χρόνια και να υποβαθμίζεται όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της,  οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά σε μια χώρα τριτοκοσμικού χαρακτήρα προς όφελος των Ευρωπαίων πρωτίστως δανειστών και εταίρων της, η Τουρκία αναβαθμιζόταν ως οικονομική, πολιτική και στρατιωτική «περιφερειακή δύναμη».

Κι ενώ η Ελλάδα μετατρέπει την υποτέλεια σε κατοχή και την εξάρτηση σε πλήρη αποικιακή υποδούλωση στους Ευρωπαίους εταίρους της και κυρίως τη Γερμανία, η Τουρκία κάνει το ακριβώς αντίθετο. Αναπτύσσει μια δική της αυτοτελή πολυσχιδή διεθνή πολιτική και προκαλεί ακόμη και τις παραδοσιακές σχέσεις υποτέλειας του τουρκικού κράτους στο ΝΑΤΟ και τους Ευρωπαίους.

Τι είναι όμως εκείνο που έχει μετατρέψει το ενδεχόμενο ενός πολέμου Ελλάδας-Τουρκίας σε κάτι εντελώς αναπόφευκτο. Ανεξάρτητα από το πότε και το πώς θα εκδηλωθεί.

Το γεγονός ότι η Ελλάδα αναμίχθηκε ενεργά στον πόλεμο με τη Ρωσία και μετέτρεψε το έδαφός της σε επιθετικό προγεφύρωμα του ΝΑΤΟ και κυρίως των ΗΠΑ για την κλιμάκωση και παγκοσμιοποίηση του πολέμου εναντίον της Ρωσίας και γενικά της Ανατολής.

Τρία είναι τα μεγάλα ζητήματα που κάνουν αναπόφευκτη την αναμέτρηση της Ελλάδας με την Τουρκία. Και μάλιστα στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.

Πρώτα-πρώτα, ο επιχειρησιακός έλεγχος του βορείου Αιγαίου και κατά προέκταση των Στενών. Οι ΗΠΑ έχουν την πρόθεση να κατασκευάσουν έναν από τα μεγαλύτερα τερματικά LNG ανοικτά της Αλεξανδρούπολης.

Ο τερματικός αυτός σταθμός για την υγροποίηση του LNG με σκοπό την παράκαμψη των αγωγών από τη Ρωσία, σχεδιάζεται να κατασκευαστεί 10 ν. μίλια ανοικτά της Αλεξανδρούπολης. Ο λόγοι είναι καθαρά ζητήματα ασφαλείας, δυνατότητας προσέγγισης του μεγάλου εκτοπίσματος πλοίων LNG και φυσικά ο αποκλειστικός επιχειρησιακός έλεγχος από τις ΗΠΑ.

Ο Ερντογάν φοβάται ότι  οι ΗΠΑ θα δώσουν το πράσινο φως στην επέκταση στα 12 ν. μίλια στα χωρικά ύδατα της Ελλάδας, τουλάχιστον για το βόρειο Αιγαίο. Βέβαια, σε μια τέτοια περίπτωση η χωρική θάλασσα της Ελλάδας θα περάσει αμέσως υπό τον έλεγχο του Υπερταμείου, ιδίως όσον αφορά την οικονομική της εκμετάλλευση, αλλά και τον επιχειρησιακό έλεγχο του ΝΑΤΟ.

Η Τουρκία φοβάται ότι μια τέτοια κίνηση θέτει αμέσως υπό αμφισβήτηση τον έλεγχο των Στενών από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Άλλωστε τόσο ο Λευκός Οίκος, όσο και οι Βρυξέλλες δεν έχουν κρύψει την δυσαρέσκειά τους με την Τουρκία, όταν η Άγκυρα απαγόρευσε τη διέλευση πολεμικών του ΝΑΤΟ με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.

Ο απόλυτος επιχειρησιακός έλεγχος των Στενών από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ είναι ζωτικής σημασίας όχι μόνο για την κλιμάκωση του πολέμου εναντίον της Ρωσίας σε Ουκρανικό έδαφος, αλλά και για το άνοιγμα «δεύτερου μετώπου» εναντίον της ειδικά στην Υπερκαυκασία.

Όμως αλλαγή του καθεστώτος των Στενών και μάλιστα σε βάρος της Τουρκίας δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο με δυο τρόπους: Είτε ως αποτέλεσμα πολέμου στην περιοχή μας. Είτε με «πορτοκαλί επανάσταση» εναντίον του Ερντογάν για να επιβληθεί στην Τουρκία μια ηγεσία ανάλογη μ’ εκείνη του Ζελένσκι και του Μητσοτάκη.

Κι επειδή η «πορτοκαλί επανάσταση» – προς το παρών τουλάχιστον – δεν φαίνεται να είναι εφικτή για το βαθύ κράτος των ΗΠΑ, τότε ο πόλεμος φαίνεται ως η μόνη λύση. Ιδίως αν θέλουν οι ΗΠΑ να προλάβουν τους Ρώσους, πριν οι δυνάμεις τους εξουδετερώσουν ολοκληρωτικά το καθεστώς Ζελένσκι στην Ουκρανία.

Ένας άλλος λόγος είναι η έξαρση εμπορίου πετρελαίου, αλλά και LNG από την Μαύρη Θάλασσα προς το Αιγαίο, στο οποίο επιδίδονται συγκεκριμένα εφοπλιστικοί κύκλοι, που διαπλέκονται με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και με τα άλλα «μεγάλα» κόμματα του κοινοβουλίου και όχι μόνο. Αλαφούζος, Μαρινάκης, Βαρδινογιάννης και Οικονόμου αναφέρονται ανάμεσα σ’ εκείνα τα εφοπλιστικά κυκλώματα που φαίνεται να συμμετέχουν ενεργότατα στο λαθρεμπόριο πετρελαίου από την Ρωσία προς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Το αλισβερίσι αυτό με το πετρέλαιο και το LNG στην περιοχή δεν αφήνει αδιάφορο τον Ερντογάν. Η Τουρκία μετά από επίσημη στρατηγική συμφωνία με τη Ρωσία, διεκδικεί να κυριαρχήσει στην αγορά μετακομιδής πετρελαίου και LNG από τους ρωσικούς τερματικούς σταθμούς προς τη Δύση, αλλά και την Ασία.

Μάλιστα, είναι τόσο σημαντικό για τον Ερντογάν να ελέγξει το εμπόριο αυτό, όχι μόνο από την άποψη των οικονομικών συμφερόντων της ολιγαρχίας του καθεστώτος του, αλλά και από την άποψη πίεσης προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ, προκείμενου να πετύχει αυτά που επιδιώκει στην περιοχή και όχι μόνο.

Τέλος, ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος γιατί τον επιθυμούν τόσο οι ΗΠΑ, για τους λόγους που αναφέραμε, όσο και η Ρωσία, μιας και έτσι εκτιμά ότι θ’ αναγκαστεί η Τουρκία να έρθει σε σύγκρουση με το ΝΑΤΟ.

Με άλλα λόγια η εθελοδουλία των ελληνικών κυβερνήσεων και η υποτέλειά τους – στο όνομα μάλιστα της δήθεν «διασφάλισης των συνόρων» από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αλλά και την αποφυγή του πολέμου – μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην πολεμική αναμέτρηση. Και μάλιστα με τους χειρότερους δυνατούς όρους. Χωρίς κοινωνική και εθνική συνοχή, με την οικονομία υπό κατάρρευση και την εθνική άμυνα στα χειρότερά της.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι συνένοχοί της στην αντιπολίτευση, συμμετέχοντας στον πόλεμο κατά της Ρωσίας – πράξη που κατά το διεθνές δίκαιο συνιστά έγκλημα κατά της ειρήνης και σύμφωνα με την εσωτερική έννομη τάξη, μια ακόμη ειδεχθής πράξη εσχάτης προδοσίας σε βάρος της χώρας και του λαού της – μετέτρεψε επίσημα την Ελλάδα σε Ουκρανία για τις πολεμικές ανάγκες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Κι αυτό ακριβώς έχει κάνει αναπόφευκτο τον πόλεμο με την Τουρκία.

Ο Δημήτρης Καζάκης είναι πρόεδρος του ΕΠΑΜ. Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πένα, τεύχος Οκτωβρίου 2022.