του Φώτη Τερζάκη

10η Δεκεμβρίου, Παγκόσμια Ημέρα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: μάλιστα… Πάντα αυτοί οι εορτασμοί έχουν κάτι το υποκριτικό, αλλά ειδικά τούτη τη στιγμή το να μιλάμε για «δικαιώματα» σημαίνει, κυριολεκτικά, να μιλάμε για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου. Όλοι έχουνε δικαιώματα κι όλα είναι «δικαιώματα»… Οι εργαζόμενοι έχουν δικαιώματα στην εργασία τους και οι εργοδότες δικαίωμα στα νόμιμα κέρδη τους· οι κοσμικές δημοκρατίες έχουν δικαίωμα να προστατέψουν τις αξίες τους και οι νεαρές μουσουλμανίδες να φορούν τη μαντήλα στο σχολείο· τα άτομα έχουν δικαιώματα στη διαχείριση του σώματός τους και οι κοινωνίες δικαίωμα ν’ απαλλάσσονται δραστικά από τα «μιάσματα»… Και για να μην πάμε μακριά, με την ευκαιρία αυτού του εορτασμού που μοιάζει περισσότερο με κηδεία, θα ξεκινήσω με ένα παράδειγμα από την τρέχουσα και οδυνηρή επικαιρότητά μας. Δημήτρης Χριστόπουλος, τυπικό σύμπτωμα της επιδημίας που λέμε «συριζαϊκή διανόηση»: καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου από το 2003 και συγγραφέας αρκετών σχετικών βιβλίων.[1] Στις 4 Δεκεμβρίου (σημαδιακή θα έλεγα ημερομηνία) δημοσίευσε άρθρο στο Lifo με τίτλο «Ποιες κυρώσεις για τους αντιεμβολιαστές;»[2], όπου διαβάζουμε:

Το να μην κάνεις εμβόλιο δεν γίνεται να ποινικοποιηθεί από μόνο του, διότι εισάγει ρωγμή σε αυτή την αρχή: ότι το σώμα μας το διαθέτουμε ελεύθερα. Ελεύθερα όμως δεν σημαίνει χωρίς κοινωνικούς καταναγκασμούς […] Καθολική υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού δεν είναι νοητή σε μια κοινωνία που καθείς έχει δικαίωμα να ορίζει ελεύθερα το σώμα του. Ειδάλλως, ανοίγουμε τον δρόμο στις χειρότερες ατραπούς που γνώρισε η ανθρωπότητα […]

Ωραία ως εδώ, έτσι; Αλλά συνεχίζει:

Το να κάνω το εμβόλιο, είτε μ’ αρέσει είτε όχι, ώστε να μπορώ να πηγαίνω στο πανεπιστήμιο, να μπαίνω σε σούπερ-μάρκετ, να χρησιμοποιώ μέσα μαζικής μεταφοράς, να μπαίνω στον χώρο εργασίας μου, εφόσον εκεί υπάρχει συγχρωτισμός με άλλους ανθρώπους, είναι δική μου επιλογή. Δεν είναι απολύτως «ελεύθερη», αλλά μπορώ να την έχω. Ωστόσο, αν την αποφασίσω, θα πρέπει να υποστώ τους όρους που η οργανωμένη συμβίωση επιβάλλει για την κοινωνικοποίησή μου σε αυτούς τους χώρους. Αν παραβιάζω αυτούς τους κανόνες, πρέπει να μου επιβληθούν βαρύτερες κυρώσεις από ένα εκατοστάρικο […] Στη δημοκρατία μας η κοινότητα αποφάσισε να προστατευτεί με το εμβόλιο. Ας ασκήσουμε ό,τι κριτική θέλουμε σε αυτό: ότι η διασπορά του ιού δεν σταματά με ένα εμβόλιο, ότι χρειαζόμαστε μέτρα δημόσιας υγείας και όχι τιμωρίας, ότι οι εμβολιασμένοι πιθανώς μεταδίδουν το ίδιο, ότι δεν γίνεται να παστώνονται έναν χρόνο τώρα στα λεωφορεία οι άνθρωποι και να προσποιούμαστε πως προφυλασσόμαστε, ότι όλα γίνονται για την αποσυμφόρηση των ΜΕΘ και όχι για την αναχαίτιση του ιού… Χίλια «ότι» μπορεί να βρει κανείς να πει. Κι ευτυχώς που είμαστε σε δημοκρατία και τα συζητάμε ελεύθερα. Όλα αυτά όμως δεν αναιρούν την ανάγκη για εμβόλιο […]

Ευτυχώς που έχουμε δημοκρατία! Και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, ο κος καθηγητής εξηγεί πως δημοκρατία σημαίνει ακριβώς το να λες ό,τι θέλεις ελεύθερα, αρκεί να μην σε ακούει κανένας. Καλά εσύ τραγούδα, όπως λέμε… Και προχωρεί απτόητος:

Αν συνάνθρωποί μας δεν θέλουν να εμβολιαστούν για λόγους συνείδησης, είναι όντως ελεύθεροι να το πράξουν. Δεν θα είναι όμως μια ανέφελη ελευθερία. Καμία ελευθερία δεν είναι ανέφελη, πόσο μάλλον μέσα στην πανδημία. Θα είναι μια πολύ δύσκολη επιλογή. Η συντεταγμένη δημοκρατική κοινωνία δικαιούται, υποχρεούται μάλλον στο όνομα του δημόσιου συμφέροντος, να επιβάλει κυρώσεις […] Το να μην κάνει κανείς εμβόλιο από μόνο του δεν είναι παράνομη πράξη που δικαιολογεί πρόστιμο. Παράνομη πράξη που θα δικαιολογούσε και βαρύτερη κύρωση είναι να μην κάνει εμβόλιο και να πηγαίνει στη λαϊκή, να μπαίνει στα λεωφορεία, να πηγαίνει στο εργοστάσιο και πάει λέγοντας. Το να μην εμβολιάζεται κανείς, από μόνο του, δεν μπορεί να ποινικοποιείται διά προστίμου. Ας συμφωνήσουμε λοιπόν, ώστε να διευκολύνουμε τη συζήτηση, στο εξής απλό: υποχρεωτικότητα του εμβολίου δεν σημαίνει σπασμωδικός σωματικός καταναγκασμός με κατοστάρικα σε εξηντάρηδες και όχι σε πενηνταοκτάρηδες π.χ. Σημαίνει λήψη μέτρων ώστε η ζωή στην κοινότητα για εκείνους που αποφασίζουν τον μοναχικό δρόμο της άρνησης του εμβολίου να γίνει δυσκολότερη. Δυσάρεστο, αλλά αναγκαίο.

Αυτό που λέμε, χλωμό πρόσωπο έχει διχαλωτή γλώσσα…! Εκείνο που στην πραγματικότητα έδειξε ο κος Χριστόπουλος είναι ότι, στις ασφυκτικά χειραγωγούμενες κοινωνίες του τεχνικοποιημένου καπιταλισμού όπου ζούμε, οι μηχανισμοί του εξοστρακισμού, της περιθωριοποίησης, της παραγωγής αποδιοπομπαίων τράγων προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ψευδής κοινότητα συμφερόντων που είναι το πρώτιστο εργαλείο διασφάλισης ωμών ταξικών συμφερόντων, μπορεί να συγκατοικεί ανέφελα —και ανέξοδα— με τις πιο φλογερές ρητορείες περί δικαιωμάτων. Και δεν είναι μόνο τα «δικαιώματα»… Έννοιες όπως «δημοκρατία», «ελευθερία», κτλ. κτλ. υφίστανται την ίδια ακριβώς μεταχείριση στη λαστιχένια γλώσσα των ημερών μας. Αφού έχουμε «δημοκρατία», ωστόσο, ας μου επιτραπεί κι εμένα να θέσω μερικά «ορθολογικά» ερωτήματα στην αγόρευση που ακούσαμε.

«Στη δημοκρατία μας η κοινότητα αποφάσισε…» λέγεται κομψά. Ποια είναι όμως αυτή η κοινότητα, βάσει ποιας πληροφόρησης και, κυρίως, μέσω ποιων διαδικασιών διαβούλευσης αποφάσισε; Οι κοινωνίες μας, αν δεν κάνω λάθος, δεν είναι «κοινότητες». Είναι συναρθρώσεις αγεφύρωτων ταξικών αντιπαλοτήτων που φέρνουν αδιάκοπα σε σκληρή αναμέτρηση μεταξύ τους κοινωνικές τάξεις, ομάδες συμφερόντων, πλειοψηφίες και μειονότητες πάνω σε πολλούς άξονες διαχωρισμού – αλλά, σε τελευταία ανάλυση, καρπωτές του κοινωνικού πλούτου και παραγωγούς χωρίς δικαιώματα στο προϊόν του μόχθου τους. Οι πρώτοι έχουν απεριόριστη δύναμη ελέγχου πάνω στους δεύτερους, μέσ’ από μια τεράστια ποικιλία θεσμικών μηχανισμών των οποίων συμπυκνωτής είναι το σύγχρονο κράτος. Αυτή η κεντρική πολιτειακή μορφή των νεωτέρων χρόνων γνώρισε βέβαια πολλούς μετασχηματισμούς, αλλά σε κάθε μορφή της υπήρξε ο κύριος μηχανισμός ταξικής κυριαρχίας. Εκ του ίδιου τού ορισμού του, το κράτος δεν υπήρξε ποτέ εκπρόσωπος μιας κοινότητας αξιών και συμφερόντων, παρότι για λόγους νομιμοποίησής του μόχθησε όντως να παραγάγει, πρωτίστως σε φαντασιακό επίπεδο, μια τέτοια κοινότητα: το λεγόμενο «έθνος».

Προϋπόθεση για τη σύσταση του νεωτερικού κράτους είναι το λεγόμενο μονοπώλιο της βίας, ωστόσο αυτό δεν ήταν ποτέ αποκλειστικά ένας μηχανισμός ένοπλου καταναγκασμού. Απέναντι στον ιστορικό του ανταγωνιστή, τη μεσαιωνική αριστοκρατία του ξίφους, εδραίωσε μια μορφή νομικής εξουσίας ωθώντας στο παρασκήνιο τους μηχανισμούς ένοπλης βίας, ως μέσον διασφάλισης του νομικού του καθεστώτος. Και κατεξοχήν πλάσμα του νέου, αστικού δικαίου ήταν η ίδια η έννοια των «δικαιωμάτων», η οποία μπορούσε ένα χρησιμοποιείται με πολλές σημασίας και για μεταβαλλόμενους σκοπούς. Στους αγώνες τής ανερχόμενης αστικής τάξης για χειραφέτηση από τα φεουδαρχικά προνόμια πρώτα και από τη δεσποτική διακυβέρνηση εν συνεχεία, το δίκαιο έγινε κατ’ εξοχήν πεδίο πολιτικής αναμέτρησης και, μέχρι την αποκρυστάλλωση του νεωτερικού Συνταγματικού Κράτους, οι μεταμορφώσεις του δικαίου αντανακλούν μια προοδευτική διεύρυνση ελευθεριών και πολιτικών προνομίων. Η μεταμόρφωση του αστού από υπήκοο σε πολίτη αποτυπώθηκε σε ένα σύνολο «δικαιωμάτων» που απέρρεαν από την πολιτική του ιδιότητα ως τέτοια και ίσχυαν ως νομικοί περιορισμοί τής εξουσίας.

Το παράδοξο αυτής της κατασκευής, όμως, έγκειται στο ότι η αναγνώριση και κατοχύρωση τέτοιων περιορισμών επαφιόταν στην ίδια την πολιτική εξουσία – δηλαδή, το νεωτερικό εθνικό κράτος δια των νομοθετικών του εξουσιών. Τα δικαιώματα είναι, με άλλα λόγια, ένα συνώνυμο της πολιτικής ιδιότητας, και αυτή η τελευταία απονέμεται από το κράτος σύμφωνα με κριτήρια τα οποία το ίδιο το κράτος ορίζει· που στην πράξη σημαίνει, οι κυρίαρχες τάξεις, οι οποίες μέσ’ από τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού διαιωνίζουν τα προνόμια και την ισχύ τους. Οι θεωρίες τού φυσικού δικαίου προσπάθησαν να εξωραΐσουν το γεγονός επεκτείνοντας θεωρητικά την έννοια σε μια υποτιθέμενα προ-πολιτική, δηλαδή «φυσική» κατάσταση του ανθρώπου: δυνάμει και μόνο της ανθρώπινης ιδιότητάς του, υποτίθεται, ένα πρόσωπο είναι φορέας «αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων». Το ότι όμως ο όρος «φυσικό δίκαιο» είναι αντίφαση εν τοις όροις αποκαλύπτεται εκεί ακριβώς που η πολιτική ιδιότητα παύει να προστατεύει μιαν ανθρώπινη ύπαρξη: για να πάρω το πιο κατάφωρο παράδειγμα των ημερών μας, ποια η μοίρα και τα «ανθρώπινα δικαιώματα» ενός μετανάστη ή πρόσφυγα στον σύγχρονο κόσμο – ενός οιουδήποτε «χωρίς χαρτιά», γενικότερα;

Ιδωμένο προσεκτικά όλο αυτό στην ιστορική του συνάφεια, ένα πράγμα υποδεικνύει στην πράξη: ότι η διεκδίκηση «δικαιωμάτων» στις σύγχρονες φιλελεύθερες ολιγαρχίες τής Δύσης είναι ένα άλλο όνομα για τον ανταγωνισμό μεταξύ κοινωνικών ομάδων για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και για την κατοχύρωση κεκτημένων προνομίων ή την εδραίωση νέων.[3] Η επέκταση της έννοιας των δικαιωμάτων σε διεθνές (διακρατικό) επίπεδο, που ήταν μια θεαματική επίτευξη του εικοστού αιώνα, δεν τροποποιεί καθόλου αυτή τη βασική δομή. Η θέσπιση διεθνών ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαιτεί κατ’ ανάλογο τρόπο μια υπερεθνική εξουσία που να τα εγγυάται, και τέτοια εξουσία δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί: τον ρόλο αναλαμβάνουν de facto η κρατική δύναμη ή οι συνασπισμοί κρατών που επικρατούν στις εκάστοτε παγκόσμιες αναμετρήσεις.[4]

Ίσως δεν χρειαζόταν να πω όλ’ αυτά για να γίνει συνείδηση —το ξέρουνε άλλωστε και τα μικρά παιδιά— ότι καμία «κοινότητα» δεν αποφασίζει το ποιος έχει δικαιώματα και ποια, πότε «προστατεύονται» και πότε τα παίρνει ο άνεμος, διότι αυτός που θεσπίζει δίκαιο έχει και τη δύναμη να το κάμπτει όταν τα συμφέροντά του το απαιτούν. Και για να έρθουμε στο επίμαχο, καμία κοινότητα δεν αποφάσισε την υγειονομική πολιτική που μας απειλεί όλους σήμερα· την αποφάσισε δικτατορικώ τω τρόπω μια ορισμένη κυβέρνηση, με τη συνενοχή βέβαια των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία όμως θα ήταν αφέλεια να πιστέψουμε πως εκπροσωπούν την εκλογική τους βάση. «Δικτατορικώ τω τρόπω» δεν είναι σχήμα λόγου: εδώ κι ενάμιση χρόνο η χώρα κυβερνιέται με ΚΥΑ («Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις»), δηλαδή κυβερνητικά διατάγματα, τα οποία εν συνεχεία μεταφέρονται στη Βουλή και ψηφίζονται de facto, καθώς η αντιπολίτευση κλείνει μάτι στην κυβέρνηση με την αποχή της από τη διαδικασία καταψήφισης, εξασφαλίζοντας έτσι μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: την απαλλαγή από τις ευθύνες για μια πολιτική η οποία με βάση το υπάρχον νομικό πλαίσιο (Διεθνείς Συμβάσεις, Συνταγματικές πρόνοιες, εθνική νομοθεσία) θα μπορούσε να κριθεί επιεικώς έκνομη, και ταυτόχρονα διασφαλίζει το αρραγές του πολιτικού συστήματος από τη συμμετοχή της στο οποίο πορίζεται κάθε είδους οφέλη. Το ότι αυτό προκαλεί αναταράξεις στη βάση ιδίως των λεγόμενων «αριστερών» κομμάτων έχει μικρή σημασία για τις ηγεσίες τους: την αντιμετωπίζουν με την ίδια κυνική απαξίωση που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το σύνολο του «λαού» – σαν απλή ακατέργαστη ύλη για χειρισμούς κάθε είδους.

Ακόμη όμως κι αν υποθέταμε ότι τα κόμματα εκφράζουν τους ψηφοφόρους τους και η κυβέρνηση την πλειοψηφία του «λαού», δύο ακόμη ερωτήματα παραμένουν: πρώτον, είναι οι αποφάσεις που παίρνει η κυβέρνηση (και εγκρίνει η αντιπολίτευση) ανεξάρτητες και αυτόβουλες, προϊόν δηλαδή της ιδίας τους θέλησης και κρίσης; Και δεύτερον, τί ποσοστό τής κοινωνίας εκφράζουν —έστω τυπικά— αυτές οι αποφάσεις;

Στο πρώτο ερώτημα περιττεύει να πούμε πολλά. Βεβαίως και κανένα κράτος της παγκόσμιας περιφέρειας δεν υπήρξε ποτέ ανεξάρτητο και «κυρίαρχο», βεβαίως ακόμη και τα ισχυρότερα κράτη του πλανήτη ήταν από καταγωγής δεμένα με το ιδιωτικό επιχειρηματικό πλέγμα που ήταν ο άτυπος πλήν καθοριστικός διαμορφωτής των πολιτικών τους, αλλ’ αυτό που συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες είναι μετάβαση σε άλλο γένος. Η «περιφερειακή ενσωμάτωση» ως διαδικασία μετασχηματισμού του παγκόσμιου διακρατικού συστήματος περιλαμβάνει ρητά την εκχώρηση κυριαρχίας εκ μέρους των μεμονωμένων κρατών, όχι βέβαια προς τα «κάτω», προς την κοινωνική βάση τους, αλλά προς τα «πάνω», προς διεθνή διαχειριστικά όργανα των οποίων ο έλεγχος χάνεται στη στρατόσφαιρα του κοινωνικού σύμπαντος που μπορούν να εποπτεύσουν όχι μόνο οι κοινοί άνθρωποι αλλά και τα παραδοσιακά νομοθετικά σώματα. Να πω ότι οι επαγγελματίες πολιτικοί στις ημέρες μας είναι αξιοθρήνητοι υπάλληλοι που μεταβιβάζουν «άνωθεν» εντολές, είναι κοινοτοπία· στην Ελλάδα ωστόσο την τελευταία δεκαετία γράφτηκε με πυρακτωμένες βελόνες στο σώμα μας το συμβόλαιο της «Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και κανένας δεν έχει πια την ψευδαίσθηση ότι το ελληνικό κοινοβούλιο κρίνει και αποφασίζει για κάτι.

Ακόμη και υποθέταμε όμως ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα λειτουργούσε σύμφωνα με τις θεωρητικές του προδιαγραφές, τί ποσοστό του κοινωνικού σώματος υποτίθεται πως εκφράζει; Αν υπολογίσουμε την εκλογική αποχή —που σημαίνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας δεν εμπιστεύεται ως εκπρόσωπό του κανένα από τα υπάρχοντα κόμματα— και αν υποθέσουμε ότι τα υπάρχοντα κόμματα όντως εκφράζουν απόλυτα την εκλογική του βάση (το οποίο καταφανώς δεν ισχύει), και ότι το νομοθετικό σώμα στο οποίο συμμετέχουν όντως εκφράζει τη δική του προαίρεση που μεταφράζει τη θέληση των ψηφοφόρων του (το οποίο καταφανώς δεν ισχύει), καταλήγουμε πως οι κυβερνητικές αποφάσεις θα είχαν τη συναίνεση τύποις ενός το πολύ 60% του πληθυσμού. Είναι αρκετό αυτό για να πούμε ότι «μια κοινότητα αποφάσισε», όταν μάλιστα πρόκειται γι’ αποφάσεις που διακυβεύουν θεμελιώδεις πολιτικές ελευθερίες, θεμελιώδη ζητήματα ψυχικής και σωματικής υγείας των ανθρώπων και, τελικά, το πρώτιστο «δικαίωμα» επί του οποίου έχουν θεμελιωθεί όλα τα άλλα, την κυριότητα και διαχείριση του ίδιου τού σώματος τους;[5]

Δεν θα πω ακόμα ότι μια επιβολή εμβολιασμού (αλλά και περιορισμών μετακίνησης, και καταναγκαστικής μασκοφορίας) στο σύνολο του πληθυσμού —ακόμη και αν ο υγειονομικός κίνδυνος ήταν σοβαρός (που καταφανώς δεν ισχύει), ακόμη και αν τα προτεινόμενα σκευάσματα ήταν αποτελεσματικά (που καταφανώς δεν ισχύει), ακόμη και αν δεν είχαν το πλήθος των σοβαρών καταγεγραμμένων παρενεργειών (που καταφανώς δεν ισχύει)— είναι μια αποτρόπαιη πράξη, του είδους που μόνο το ναζιστικό καθεστώς έχει εφαρμόσει σε ενήλικα πληθυσμό εδώ και τέσσερις αιώνες επί ευρωπαϊκού εδάφους… Θα μείνω μόνο στο «σκληρό» γεγονός ότι ένα σεβαστό ποσοστό του πληθυσμού αρνείται —δικαιολογημένα ή όχι— να δεχθεί μια τέτοια επιβολή. Το ποσοστό αυτό ήταν αρχικά τουλάχιστον 50%, και ύστερ’ από απάνθρωπους εκβιασμούς —στέρηση του δικαιώματος εργασίας, αποκλεισμός από δημόσιους χώρους, δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, κ.ο.κ.— έπεσε μόλις στο 30% περίπου. Ας το εκλάβουμε ως ακόμα μικρότερο, αφού περιλαμβάνει και ανηλίκους: θα συμφωνήσουμε, υποθέτω, ότι ένα τουλάχιστον 20% των ελλήνων πολιτών αρνούνται να δεχθούν την επιβολή μιας αβέβαιης ιατρικής πράξης στο σώμα τους, για οιονδήποτε λόγο. Κι ερωτώ: Μια μειοψηφία που αγγίζει με τους πλέον περιοριστικούς υπολογισμούς το ¼ του συνολικού πληθυσμού, είναι αμελητέα για μια κοινωνία που αρέσκεται ν’ αυταποκαλείται  δημοκρατία; Η έννοια των «δικαιωμάτων», αν δεν απατώμαι, θεσπίστηκε —αυτός είναι τουλάχιστον ο επίσημος ορισμός της— ως περιοριστική πρόνοια έναντι της πλειοψηφικής αρχής, ακριβώς για να προστατεύει τις μειονότητες όχι μόνο από τη δεσποτική αυθαιρεσία αλλά και από ενδεχόμενο καταναγκασμό των πλειοψηφιών. Αυτό είναι τουλάχιστον το αξίωμα της ρεπουμπλικανικής αρχής. Ποιος θα προστατεύσει αυτό το απαραμείωτο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού από το ενδεχόμενο σφάλμα μιας εκτελεστικής εξουσίας (που μοιάζει να έχει καθυποτάξει αθέμιτα τη νομοθετική και τη δικαστική) και από την ενδεχόμενη παράνοια (καλλιεργημένη ή όχι) μιας πιθανώς πλανημένης πλειοψηφίας;

Εδώ ο κος Χριστόπουλος κάνει μια θεαματική επίδειξη της δίβουλης ρητορικής που συνόδευε πάντα τη γλώσσα των δικαιωμάτων. Από τη δημοκρατική προσποίηση —«καθολική υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού δεν είναι νοητή σε μια κοινωνία όπου καθείς έχει δικαίωμα να ορίζει ελεύθερα το σώμα του»— περνά με ιλιγγιώδη άνεση στον απροκάλυπτο σαδισμό: «η ζωή στην κοινότητα για εκείνους που αποφασίζουν τον μοναχικό δρόμο της άρνησης του εμβολίου να γίνει δυσκολότερη. Δυσάρεστο, αλλά αναγκαίο» (!) Εδώ πραγματικά ο νους του ανθρώπου σταματάει… Πριν ρωτήσω γιατί είναι αναγκαίο, τίνος ανάγκη είναι αυτή κι από πού προκύπτει, ζητώ επιτακτικά να καταλάβω: πώς είναι δυνατόν κόμματα και πολιτικοί σχηματισμοί που εξακολουθούν να διεκδικούν με αναίδεια εύσημα «αριστεράς» συναγωνίζονται μεταξύ τους και με την κυβέρνηση για το ποιος θα προτείνει το πιο ευφάνταστο βασανιστήριο για τη στοχοποιημένη ομάδα του πληθυσμού; Πώς είναι δυνατόν οι ίδιοι άνθρωποι που φιγουράρουν ως αρμόδιοι των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» να οδηγούν ανερυθρίαστα στην παραγωγή εξιλαστήριων θυμάτων με την ίδια ρητορική στρατηγική που στοχοποιήθηκαν στο παρελθόν κάθε είδους «μιάσματα για το σώμα του λαού» —αιρετικοί, νέγροι, εβραίοι, εκφυλισμένοι, παιδεραστές, των οποίων τη δομική θέση τώρα καταλαμβάνουν οι «ανεμβολίαστοι»— και να εξωθούν την χειραγωγούμενη μάζα στο λιντσάρισμά τους; Σε τί διαφέρει από έναν χιτλερίσκο-πρωθυπουργό, που διακηρύσσει με παρανοϊκό βλέμμα «Θα είμαστε ανελέητοι με τους ανεμβολίαστους», ένας κατ’ επάγγελμα και καθ’ έξιν «δικαιωματιστής» που δημοσιεύει άρθρα με τίτλο «Ποιες κυρώσεις για τους αντιεμβολιαστές»; Στο κάτω-κάτω, δεν είμαστε εμείς «αντιεμβολιαστές» κε Χριστόπουλε, εσείς είσαστε εμβολιασμένοι! Και πολύ καλά κάνετε αν αυτό σας αρέσει, αλλά μην προσπαθείτε επιπλέον να αντιστρέψετε τη σχέση του φυσικού με το αφύσικο…! Σκέφτομαι όλο και περισσότερο πως η μόνη εξήγηση για το παράλογο μίσος σας προς τους «ανεμβολίαστους» (αν παρακάμψουμε προς στιγμήν τα χαμερπή συμφέροντα, που είναι όμως δύσκολο να κρυφτούν στην περίπτωση διακεκριμένων «συναθλητών» σας οι οποίοι δρουν δηλωμένα ως ντήλερ των διεθνών φαρμακευτικών) είναι η περίφημη αλεπού του Αισώπου που, επειδή είχε χάσει η ίδια την ουρά της, προσπαθούσε να πείσει και τις άλλες ότι θα ήταν καλύτερα να την κόψουν… Ή, για να είμαι ακριβέστερος, ο ζήλος σας θυμίζει τον θηριώδη ζήλο των μεγάλων μονοθεϊστικών δογμάτων να εξοντώσουν με κάθε μέσον «απίστους» κι «αιρετικούς», διότι και μόνον η ύπαρξή τους ενίσχυε τη δική τους βαθύτερη αμφιβολία για την πίστη τους, πράγμα ψυχολογικά αβάσταχτο.

Κι από εδώ ερχόμαστε στα πραγματολογικά δεδομένα – τα «σκληρά» δεδομένα, όπως λέμε. Είναι αδιαμφισβήτητος κανόνας στην ιατρική ότι, όταν ένα νέο φάρμακο δοκιμάζεται (οιοδήποτε φάρμακο, πόσο μάλλον ένα προϊόν νέας και μη εφαρμοσμένης προηγουμένως τεχνολογίας), πρέπει να υπάρχει μια ομάδα ελέγχου – δηλαδή, μερίδα του πληθυσμού η οποία δεν έχουν πάρει το φάρμακο ώστε να μπορούν να εξαχθούν συγκριτικά συμπεράσματα. Είναι η πλέον συμβατική και ορθόδοξη ερευνητική μεθοδολογία, την οποία θα έπρεπε να τηρούν με θρησκευτική ευλάβεια όσοι διακηρύσσουν την πίστη τους στην επιστήμη. Πού ακούστηκε ένα πειραματικό φάρμακο, ανεξαρτήτως μεγέθους του κινδύνου τον οποίον καλείται να αντιμετωπίσει και ανεξαρτήτως των ελπιζόμενων αποτελεσμάτων του, να επιβάλλεται με εξοντωτικές κυρώσεις στο σύνολο του πληθυσμού, εξαλείφοντας εκ προοιμίου κάθε δυνατότητα ορθολογικού ελέγχου; Μόνο εάν κάποιος είναι νοητικά διαταραγμένος θα το έκανε, ή αν έχει συμφέρον να μην μπορεί να υπάρξει έλεγχος. Και στην τελευταία εκδοχή συγκλίνει το γεγονός ότι έγιναν επίσης πρωτοφανείς προσπάθειες να παρακαμφθεί με συνοπτικές διαδικασίες κάθε πιθανότητα χρήσης συμβατικών αντιμετωπίσεων ή φαρμάκων προκειμένου να αδειοδοτηθούν όπως-όπως τα high-tech προϊόντα των πολυεθνικών κολοσσών. Εντάξει να πούμε ότι η «αριστερά» έχει μιαν ατταβιστική πίστη στην τεχνοεπιστήμη, η οποία ενίοτε παίρνει τον χαρακτήρα θρησκευτικής υστερίας· δεν ξέρει όμως πώς παίζεται το παιχνίδι του διεθνούς καπιταλισμού;

Εν πάση περιπτώσει, όποιος ξέρει —ή εν προκειμένω δεν έχει ξεχάσει— πώς παίζεται το παιχνίδι του διεθνούς καπιταλισμού, μπορεί εύκολα να καταλάβει γιατί πρώτιστος στόχος κάθε πολυεθνικής συμμορίας είναι να κάνει δια βίου συνδρομητές στα προϊόντα της ολόκληρο, ει δυνατόν, τον παγκόσμιο πληθυσμό· γιατί ισχυρά κράτη, κυβερνήσεις και συνασπισμοί των ελίτ αγωνίζονται να κρατήσουν με οιονδήποτε τρόπο υπό έλεγχο έναν πληθυσμό ο οποίος, ενόψει του ζοφερού μέλλοντος που του ετοιμάζουν, μπορεί ανά πάσα στιγμή να ξεσπάσει σε ηφεστειώδεις εκρήξεις· και γιατί διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΠΟΥ (μεταξύ άλλων, τους οποίους δεν χρειάζεται να κατονομάσω) είναι αδύνατον να λειτουργήσουν με άλλον τρόπο παρά ως ιμάντες μεταβίβασης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής διακυβέρνησης – και γιατί, συνεπώς, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ο «ιός», θα έπρεπε να τον κατασκευάσουν (ή αντιστρόφως, ακόμη και αν δεν τον είχαν κατασκευάσει, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν με ανάλογο τρόπο τον πρώτο τυχόντα). Αυτά από μόνα τους αρκούν, υποθέτω, για ν’ απαντήσουν στο ερώτημα γιατί «είναι αναγκαίο» και τίνος ανάγκη είναι η «ανάγκη για εμβόλιο». Επειδή όμως ο κος Χριστόπουλος και οι ομόλογοί του εννοούν να αντιστρέφουν αυτή την πολύ λογική εξήγηση προσπαθώντας να πείσουν  τον πληθυσμό που χειρίζονται ότι είναι δική του ανάγκη, θα επιμείνω ακόμα λίγο στο από πού αυτή (υποτίθεται πως) προκύπτει.

Για να καταστρατηγηθεί παγκόσμιος νομικός πολιτισμός μισού και πλέον αιώνα, για να εξαπολυθεί ένα τόσο ανελέητο πογκρόμ εναντίον ενός τόσο μεγάλου κομματιού της κοινωνίας, θα πρέπει να υπάρχει αληθινός κίνδυνος ασύγκριτου μεγέθους και έκτασης με τα ώς τώρα δεδομένα, κι επιπλέον θα πρέπει να έχει αποδειχθεί με αδιάσειστα στοιχεία η ευθύνη της διωκόμενης ομάδας γι’ αυτόν τον κίνδυνο. Ως προς τον πρώτο όρο θα αποφύγω να πω πολλά διότι δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι μέχρι κορεσμού: να θυμίσω μονάχα ότι τα φερόμενα ως θύματα του κορωνοϊού μέσα στα δύο χρόνια «πανδημίας» είναι σχεδόν όσα τα επισήμως καταγεγραμμένα θύματα της γρίπης του 1968-69 που πέρασε κατά τα άλλα απαρατήρητη (και αν αφαιρέσουμε τους καταχρηστικά χρεωμένους θανάτους στην Covid-19, θα πρέπει να κατεβάσουμε αυτόν τον αριθμό τουλάχιστον στο μισό…). Αλλά εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία εδώ είναι σε ποιον μπορούν και πρέπει να αποδοθούν ευθύνες γι’ αυτόν τον έστω συγκριτικά μικρό αριθμό θανάτων. Και δείτε το αδιανόητο πλήγμα κατά της κοινής λογικής (αλλά και κατά κάθε ισχύουσας δικαστικής πρακτικής, που κανονικά απαιτεί αποδείξεις όχι για ν’ αποδειχθεί η αθωότητα αλλά για ν’ αποδειχθεί η ενοχή ενός κατηγορουμένου): στην Ελλάδα —και ανάλογα δεδομένα έχουμε από παντού— από τη στιγμή που ολοκληρώνεται ο πρώτος κύκλος των εμβολιασμών, βλέπουμε μια εκτόξευση των θανάτων από κάθε αιτία που υπερβαίνει το 20% του μέσου όρου της προηγούμενης πενταετίας![6] Με όποιον τρόπο κι αν εξηγηθεί αυτό, ερωτώ και πάλι, τί λέει για την υγεινομική πολιτική που ασκείται εδώ κι ενάμιση χρόνο στη χώρα, και γι’ αυτούς οι οποίοι σχεδίασαν κι εφαρμόζουν αυτή την πολιτική; Και ιδού τότε, ένας θρασύς και αδίστακτος πρωθυπουργός, που κανονικά θα έπρεπε να έχει ζητήσει δημοσίως συγγνώμη και παραιτηθεί, μαζί με τους αηδιαστικούς αυλικούς του και όλη την κουστωδία των χρυσοπληρωμένων αντηχείων «ενημέρωσης», αυτό το γκαιμπελικό εργοστάσιο προπαγάνδας που έχει στηθεί με χρήμα αποσπασμένο βίαια από τον ιδρώτα και το αίμα των θυμάτων του, τολμάει να βγαίνει και να μιλάει για «πανδημία ανεμβολίαστων»! Υποδεικνύει, σαν να λέμε, ένα αποδιοπομπαίο τράγο στον οποίο να ξεσπάσει όλη η αγανάκτηση και η οργή ενός κόσμου τρομοκρατημένου από την καλλιεργημένη σύγχυση, παροχετεύοντας την από εκείνον που θα έπρεπε να είναι ο δίκαιος στόχος της – τον εαυτό του και όλο το ένοχο πολιτικό (και δικαστικό) σύστημα που τον στηρίζει.

Για να καταλήγω. Η μεθοδευμένη διαδικασία κοινωνικής και οικονομικής εξόντωσης των «ανεμβολίαστων» είναι αδιανόητη σε μια έστω κατ’ επίφασιν δημοκρατική πολιτεία, έστω κι αν επρόκειτο για κοινούς ποινικούς εγκληματίες. Αλλά ο παραλογισμός του εγχειρήματος πολλαπλασιάζεται στο άπειρο από το γεγονός ότι δεν έχει παρασχεθεί ποτέ κανένα τεκμήριο πως οι μη εμβολιασμένοι πολίτες είναι υπεύθυνοι για τη διασπορά της Covid-19 και τον θάνατο οιουδήποτε νοσούντος, πόσο μάλλον για τους θανάτους «από οιαδήποτε αιτία»…! Το ότι οι εμβολιασμένοι «και νοσούν και μεταδίδουν» είναι δηλωμένο ρητά από τους ίδιους τους κατασκευαστές των κερδοφόρων «εμβολίων», και το ποιος νοσεί περισσότερο γίνεται εμφανές από τα στατιστικά όσων χωρών έχουν αρχίσει να δίνουν αξιόπιστα στοιχεία.[7] Αυτό που συμβαίνει είναι ότι μια ορισμένη κατηγορία πολιτών κηρύσσεται δυνητικά επικίνδυνη για την «κοινότητα» και καλείται να υποστεί βαρύτατες κυρώσεις μέχρις ότου αποδείξει —και αν μπορέσει ποτέ— την αθωότητά της. Αυτή η στρατηγική όμως δεν έχει όριο: ο διεστραμμένος σχεδιασμός των «πράσινων διαβατηρίων» αποσκοπεί στο να καταστήσει τους πάντες δυνητικά ενόχους, οι οποίοι θα πρέπει διαρκώς ν’ αποδεικνύουν την αθωότητά τους σε μια πανοπτική εξουσία τής οποίας η ταυτότητα χάνεται μέσα σ’ έναν καφκικό πύργο θεσμικών διαμεσολαβήσεων όπου το ίδιο το ιατρικό σύστημα αναλαμβάνει αστυνομικές λειτουργίες, και να ανανεώνουν διαρκώς την απόδειξη αυτή εντός πάντα ληξιπρόθεσμων ορίων. Θα παρακαλούσαμε όσους «δικαιωματιστές» θέλουνε να ζήσουν σ’ έναν τέτοιον κόσμο, καλύτερα να μας εκτελούν εξωδικαστικά και με διοικητικές αποφάσεις – γιατί εμείς δεν θέλουμε.

ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

[1] Για να μην κουραστώ ν’ αραδιάζω τίτλους και τιμητικές διακρίσεις, βλ. πλήρες βιογραφικό του στο http://www.dimitrischristopoulos.gr/viografiko/

[2] Βλ. https://www.lifo.gr/stiles/optiki-gonia/poies-Βλ. kyroseis-gia-toys-antiemboliastes (απ’ όπου και το παράθεμα που ακολουθεί).

[3] Μια έννοια των «δικαιωμάτων», ας πούμε, που θα έπρεπε να μας ανησυχεί πολύ είναι τα αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης (copyrights) των μεγάλων πολυεθνικών σε ένα τεράστιο φάσμα «ευρεσιτεχνιών» – ιδίως βιοτεχνολογίας, λογισμικού και φαρμάκων: μη παραγωγικές μορφές απόσπασης κέρδους, οι οποίες στηρίζονται σε ωμές σχέσεις εξουσίας κι επιβολής μέσα στο παγκόσμιο σύστημα. Σήμερα, τα έσοδα αυτά αποτελούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τού ΑΕΠ των ΗΠΑ, κι ακολουθούν από κοντά όλες οι θεωρούμενες οικονομικά ισχυρές χώρες (Βρετανία, Γερμανία, κ.ά.). Γενικά, όταν μια εταιρεία είναι σε θέση να εγκαλέσει μια οιαδήποτε κυβέρνηση για ενέργειες ή πολιτικές που υποτίθεται ότι βλάπτουν τα συμφέροντά της, επικαλείται ακριβώς κάποια «δικαιώματά» της: και νομιμοποιείται να το κάνει, εφόσον οι μετασχηματισμοί τού δικαίου ––τους οποίους, δεν χρειάζεται να πω, οι ίδιες οι εταιρείες και οι χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν μέσω της εξαγοράς τού πολιτικού προσωπικού–– δίνουν σε αυτά τα δικαιώματα όχι απλώς αναγνώριση αλλά de facto υπόσταση.

[4] Ιστορικά, η ιδέα διατυπώθηκε στον καταστατικό χάρτη τής Κοινωνίας των Εθνών, η οποία σχεδιάστηκε για να εγγυηθεί τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) που υπαγορεύτηκε από τους νικητές τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μολονότι στη Συνθήκη γινόταν πολύς λόγος για «δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση», έγινε αμέσως φανερό ότι αυτό περιοριζόταν αυστηρά στα βιομηχανικά ευρωπαϊκά έθνη και ούτε κατά διάνοιαν θα μπορούσε να επεκταθεί στις υπό εθνικιστικό αναβρασμό αποικίες. Συνεχιστής τής Κοινωνίας των Εθνών μετα το 1945, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών είναι σήμερα ο κύριος θεσμικός φορέας τής ρητορικής των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σχεδιασμένος αντίστοιχα για να κατοχυρώσει το μοίρασμα του κόσμου στις σφαίρες επιρροής που προέκυψαν από τις Συμφωνίες τής Γιάλτας, έγινε ένας μηχανισμός κάλυψης, μέσ’ από κατασκευασμένες συναινέσεις, της νεοαποικιακής πολιτικής των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Ακριβώς τη στιγμή που εξασθένισε το εξισορροπητικό βάρος τής Σοβιετικής Ένωσης, στην τελευταία δεκαετία τού αιώνα, είδαμε αυτό τον οργανισμό να λειτουργεί ως μέσο νομιμοποίησης ανατριχιαστικών εισβολών εκ μέρους τής εναπομένουσας υπερδύναμης (στον Κόλπο, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν και αλλού) στο όνομα ακριβώς των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

[5] Αυτού ειπωθέντος, πρέπει να θυμηθούμε ότι η πρώτη πράξη παραχώρησης δικαιωμάτων από κρατική αρχή σε ευρωπαϊκό έδαφος έφερε το εμβληματικό όνομα Habeas Corpus (= «έχε σώμα»). Η «Habeas Corpus Act» τού 1679 στην Αγγλία, επί βασιλέως Καρόλου τού Β΄, θεωρείται εσφαλμένα από πολλούς ως πηγή του εντάλματος habeas corpus. Το ένταλμα όμως υπήρχε σε διάφορες μορφές στην Αγγλία τουλάχιστον πέντε αιώνες νωρίτερα. Πρωτοδιατυπώθηκε πιθανότατα τον 12ο αιώνα, και το εγγυάται (δεν το θεσπίζει) η Magna Carta του 1215, της οποίας το άρθρο 39 γράφει ρητά: «No freeman shall be taken or imprisoned or exiled or in any way destroyed, nor will we go upon him nor will we send upon him except upon the lawful judgement of his peers or the law of the land». Η συμβολική και πραγματική αναφορά του εντάλματος στο σώμα δεν είναι απλώς ρητορική: σημείο έρεισης του συμβολικού στο πραγματικό, αγκίστρωσης της κοινωνικής στην φυσική ύπαρξη, το σώμα και η κυριότητα επί του ιδίου σώματος είναι η απώτατη, απερίσταλτη πηγή κάθε «δικαιώματος» – και αν ο έλεγχος ή η αυτοδιάθεσή του χαθεί ή απαλλοτριωθεί, τότε κάθε λόγος περί «δικαιωμάτων» θα ηχεί σαν μακάβριο αστείο.

[6] Ο ΕΟΔΥ αρνείται επίμονα να δώσει στοιχεία στους ανεξάρτητους ιατρικούς ερευνητές που τα ζητούν, και όλα τα άλλα τα αναλαμβάνει η τηλεοπτική προπαγάνδα. Κάποιες ανεπίσημες αναφορές που βλέπουν περιστασιακά το φως δημοσιότητας σε μη κρατικώς ελεγχόμενα μέσα, «εξαφανίζονται» μυστηριωδώς λίγο μετά τη δημοσίευσή τους. Ένα τέτοιο πρόσφατο δημοσίευμα, βασισμένο σε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μιλούσε για 77% εμβολιασμένους στον συνολικό αριθμό θανάτων ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών στην τρέχουσα χρονιά: https://proini.news/episima-stoicheia-elstat-gia-tous-thanatous-emvoliasmeno-to-77-ton-syntaxiouchon-pou-pethane-to-2021/

[7] Για μια παρουσίαση και απόπειρα συστηματικής ανάλυση των επίσημων δεδομένων από Αγγλία, Σκωτία, Ισραήλ και ΗΠΑ, βλ. δύο συνεντεύξεις του καρδιολόγου Κωνσταντίνου Αρβανίτη, https://www.youtube.com/watch?v=LR0K9qnrJsU&ab_channel=%CE%95%CE%A0%CE%91%CE%9C%E2%80%94%CE%95%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CF%8C%CE%9C%CE%AD%CF%84%CF%89%CF%80%CE%BF και https://youtu.be/TOd86nWHleg. Ποσοστά επίπεδου 80% των εμβολιασμένων μεταξύ νεκρών και βαριά νοσούντων από Covid-19 πρέπει να θεωρούνται μάλλον δεδομένα.