Σημείωση Ξαστεριάς: Άρθρο του Jens Berger, δημοσιεύθηκε στις 10/8/21 στην Nachdenkseiten [“Σελίδες για προβληματισμό”], από τον ιστότοπο του συλλόγου υποστήριξης της Πρωτοβουλίας για τη βελτίωση της ποιότητας της διαμόρφωσης πολιτικής γνώμης [“Initiative zur Verbesserung der Qualität politischer Meinungsbildung e.V.”]. Στην ίδια ιστοσελίδα δημοσιεύτηκε επίσης για πρώτη φορά το άρθρο του Oskar Lafontaine Oι πραγματικοί Covidiots πριν αναδημοσιευτεί από το FREITAG.

Μετάφραση: Hans Drager.

του Jens Berger

Η γερμανική κυβέρνηση θέλει να πατάξει όσους δεν θέλουν να εμβολιαστούν, και στο παρασκήνιο διεξάγονται ήδη διαπραγματεύσεις σχετικά με τον τρίτο και τους λεγόμενους αναμνηστικούς εμβολιασμούς στο μέλλον. Με κάποιο τρόπο το παραγγελθέν εμβόλιο πρέπει να χορηγηθεί· άλλωστε, η ΕΕ παρήγγειλε στα τέλη Μαΐου άλλες 1,8 δισεκατομμύρια δόσεις εμβολίου από τη γερμανική εταιρεία BioNTech – όχι για την τρέχουσα εκστρατεία εμβολιασμού, αλλά για την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 2021 έως το 2023. Αυτό δεν αφορά τόσο την υγεία όσο το μεγάλο χρήμα. Μόλις χθες η BioNTech ανακοίνωσε κέρδη 2,8 δισεκατομμυρίων ευρώ για το τελευταίο τρίμηνο – και αυτό με κύκλο εργασιών μόλις 5,3 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα εμβόλια ‘Κorona’ αποτελούν την «άδεια» για την εκτύπωση χρημάτων. Οι ερευνητικές και παραγωγικές ικανότητες χρηματοδοτούνταν σε μεγάλο βαθμό από τους φορολογούμενους, δηλαδή από το ευρύτερο κοινό. Τώρα πρέπει να πληρώνουμε δισεκατομμύρια για παράλογα υπερτιμημένες δόσεις εμβολίων. Αυτό ικανοποιεί τους νέους δισεκατομμυριούχους των εμβολίων. Ο ιδρυτής της BioNTech, Ugur Sahin, είναι πλέον ένας από τους δέκα πλουσιότερους Γερμανούς με περιουσία άνω των 18 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ- οι βασικοί μέτοχοι της BioNTech, Andreas και Thomas Strüngmann, με μερίδιο εταιρείας 52 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, έχουν πλέον ξεπεράσει ακόμη και τη δυναστεία Albrecht (ιδιοκτήτες της γερμανικής διεθνής αλυσίδας σούπερ-μάρκετ ‘ALDI’), και είναι πλέον οι πλουσιότεροι Γερμανοί.

Η ανάπτυξη ενός νέου εμβολίου είναι ένα δαπανηρό εγχείρημα. Γι’ αυτό, είναι χρήσιμο το ευρύτερο κοινό να συνεισφέρει στο κόστος και να αναλαμβάνει τους κινδύνους. Για παράδειγμα, μόνο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, χορήγησε στη φαρμακευτική εταιρεία BioNTech με έδρα το Μάιντς συνολικά 375 εκατομμύρια ευρώ ως μη επιστρεπτέα επιχορήγηση για την ανάπτυξη του εμβολίου Κορώνα της εταιρείας. Αυτό αντιστοιχεί σχεδόν ακριβώς στο ποσό των 359,9 εκατομμυρίων ευρώ που αναφέρει η BioNTech στην ετήσια οικονομική της έκθεση για το 2020 για τις “αγοραζόμενες υπηρεσίες” στο τμήμα κόστους έρευνας και ανάπτυξης. Πρόκειται για το μερίδιο της BioNTech στην ανάπτυξη του εμβολίου Κορώνα, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από κοινού με τον εταίρο της Pfizer. Συνεπώς, η BioNTech έχει λάβει περισσότερες επιδοτήσεις εκ μέρους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από αυτές που η ίδια αναφέρει ως υλικές δαπάνες για την ανάπτυξη του εμβολίου Κορώνα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η εταιρεία με έδρα το Mainz δεν έχει προφανώς καταφέρει να χρησιμοποιήσει όλες τις κρατικές επιχορηγήσεις. Μόνο 239 εκατομμύρια ευρώ καταγράφονται στον ετήσιο ισολογισμό και άλλα 88 εκατομμύρια ευρώ λογίζονται ως “αποζημίωση για μελλοντικές δαπάνες”. Επομένως, από τα στοιχεία αυτά μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ολόκληρο το μερίδιο της BioNTech στις δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης χρηματοδοτήθηκε από το ευρύτερο κοινό.

Εκτός από το κόστος έρευνας και ανάπτυξης, μια φαρμακευτική εταιρεία πρέπει φυσικά να αναλάβει και το κόστος παραγωγής. Αλλά και εδώ, το ευρύτερο κοινό βοήθησε τη BioNTech όσο το δυνατόν περισσότερο. Για παράδειγμα, το επενδυτικό κόστος για την επέκταση της παραγωγικής ικανότητας της εταιρείας, χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από δάνειο της ΕΤΕ (Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων) που εξασφάλισε η ΕΕ. Για την πιστωτική γραμμή που διατέθηκε από την ΕΤΕ τον Ιούνιο του 2020, η εταιρεία καταβάλλει μόνο το βασικό επιτόκιο 1,0%, ενώ επιπλέον 2,5% τόκοι αναβάλλονται και δεν αποπληρώνονται μέχρι το τέλος του 2026. Προς σύγκριση, η ετήσια οικονομική έκθεση αναφέρει ένα πραγματικό επιτόκιο 9,0% για ένα μετατρέψιμο ομόλογο που επίσης εκδόθηκε στη χρηματοπιστωτική αγορά τον Ιούνιο. Επομένως, το δανειακό κεφάλαιο που χρησιμοποίησε η BioNTech για την ανάπτυξη της παραγωγής εμβολίων επιδοτήθηκε επίσης αρκετά σημαντικά από το ευρύτερο κοινό – στην προκειμένη περίπτωση με τη μορφή της ΕΕ και της αναπτυξιακής της τράπεζας.

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον μια μικρή εταιρεία βιοτεχνολογίας να αναπτύξει και να παράγει ένα καινοτόμο εμβόλιο. Μπορεί να είναι έτσι. Ωστόσο, σίγουρα δεν είναι προς το δημόσιο συμφέρον εάν η εν λόγω εταιρεία πουλάει στη συνέχεια το εμβόλιο αυτό στο κοινό σε υπερτιμημένη τιμή και αποκομίζει κέρδη δισεκατομμυρίων. Το πόσο υψηλό είναι το πραγματικό κόστος παραγωγής του εμβολίου BioNTech είναι μόνο εκτιμητέο, χωρίς μια πιο προσεκτική ματιά στα βιβλία. Ωστόσο, όταν η εταιρεία αναφέρει κέρδη ύψους 2,8 δισεκατομμυρίων ευρώ σε κύκλο εργασιών 5,3 δισεκατομμυρίων ευρώ το τελευταίο τρίμηνο, δηλαδή τα κέρδη αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ του κύκλου εργασιών, αυτό είναι ένα πολύ σαφές σημάδι ότι το εμβόλιο σίγουρα δεν πωλείται στην τιμή κόστους.

Ενώ η – σίγουρα όχι κοινωφελής – φαρμακευτική εταιρεία Astra Zeneca πουλάει το εμβόλιό της προς 2,50 ευρώ ανά δόση, η BioNTech χρεώνει ένα ‘περήφανο’ ποσό 16,50 ευρώ ανά δόση. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς να επιτύχει απόδοση πωλήσεων άνω του 50%. Συγκριτικά, η εξαιρετικά κερδοφόρα αυτοκινητοβιομηχανία VW πέτυχε πέρυσι “μόνο” 8,8 δισεκατομμύρια ευρώ κέρδη σε πωλήσεις 223 δισεκατομμυρίων ευρώ – δηλαδή όχι περισσότερο από το 50%, αλλά λιγότερο από το 4% των πωλήσεων. Μια απόδοση επί των πωλήσεων άνω του 50% είναι ένα περισσότερο από εξαιρετικό αποτέλεσμα ακόμη και στη φαρμακευτική βιομηχανία με υψηλό περιθώριο κέρδους, το οποίο δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί στην ελεύθερη αγορά με ελεύθερες τιμές.

Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η BioNTech είναι σήμερα μια από τις πιο πολύτιμες εταιρείες της χώρας. Με βάση την τιμή της μετοχής της, η εταιρεία με έδρα το Μάιντς αποτιμάται σήμερα σε 109 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Αυτό είναι περισσότερο από τους δύο γερμανικούς κολοσσούς της χημικής βιομηχανίας Bayer (46 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) και BASF (62 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) μαζί και επίσης περισσότερο από τον όμιλο αυτοκινήτων Daimler (76 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ). Η Daimler AG, ωστόσο, έχει παγκόσμιες δραστηριότητες και σχεδόν 300.000 υπαλλήλους, ενώ η BioNTech, με λιγότερους από 2.000 υπαλλήλους, είναι σχεδόν μικροσκοπική σε σύγκριση. Αλλά η BioNTech έχει, φαίνεται, την «άδεια» εκτύπωσης χρήματος. Και ενώ εταιρείες όπως η Bayer, η BASF και η Daimler πωλούν τα προϊόντα τους σε εταιρικούς και τελικούς πελάτες σε εμπορεύσιμη τιμή, ο μοναδικός πελάτης της BioNTech είναι το κράτος, το οποίο προφανώς δεν γνωρίζει ούτε υπολογισμούς τιμών ούτε έλεγχο όταν πρόκειται για το θέμα Κορωνοϊός και πληρώνει πρόθυμα σεληνιακές τιμές… άλλωστε η επιρροή του φαρμακευτικού λόμπι στην πολιτική είναι θρυλική ούτως ή άλλως.

Οι νικητές αυτής της φανταστικής εμπορικής συναλλαγής εις βάρος του κοινού είναι οι ιδιοκτήτες της BioNTech. Πρώτα και κύρια, ο ιδρυτής της εταιρείας, Ugur Sahin. Ήδη πέρυσι – τη χρονιά κατά την οποία η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δώρισε 375 εκατομμύρια ευρώ στην εταιρεία του – ο γιος Τούρκων μεταναστών ήταν ένας από τους πιο καλοπληρωμένους Γερμανούς μάνατζερ, σύμφωνα με την οικονομική έκθεση, με συνολικές αποδοχές 16,5 εκατομμυρίων ευρώ. Με βάση την τρέχουσα τιμή της μετοχής, το μερίδιο του 17% που κατέχει ο Sahin στην εταιρεία αξίζει τώρα 18,5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Αυτό τοποθετεί τον Sahin πίσω από τους Albrechts (Aldi), Klaus-Michael Kühne (Kühne & Nagel), Dieter Schwartz (Lidl) και τα αδέλφια της BMW Quandt/Klatten στον κατάλογο των πλουσιότερων Γερμανών. Τέτοια ταχεία άνοδος στον κατάλογο των πολυδισεκατομμυριούχων δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ στο παρελθόν στη Γερμανία, ούτε έχει υπάρξει έστω και μία περίπτωση πολυδισεκατομμυριούχου παγκοσμίως που να δημιούργησε την περιουσία του αποκλειστικά με χρήματα των φορολογουμένων.

Αλλά ακόμη και ο Ugur Sahin είναι μόνο ο δεύτερος ή τρίτος μεγαλύτερος κερδοσκόπος της εκστρατείας εμβολιασμού. Το 47,37% της εταιρείας BioNTech ανήκει στους δίδυμους Andreas και Thomas Strüngmann, οι οποίοι κάποτε δημιούργησαν την εταιρεία παραγωγής γενόσημων Hexal και αργότερα την πούλησαν στην ελβετική φαρμακευτική πολυεθνική Novartis. Μόνο το μερίδιο των αδελφών Strüngmann στην BioNTech αξίζει σήμερα 52 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, γεγονός που τους καθιστά τους πλουσιότερους Γερμανούς, μπροστά από τους κληρονόμους της Aldi του Albrecht – ο πλούτος τους έχει επίσης αναδιανεμηθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους φορολογούμενους της ΕΕ.

Τόσο για τον Sahin όσο και για τους αδελφούς Strüngmann, το τέλος της θαυματουργής αύξησης του πλούτου δεν είναι καθόλου ορατό. Παρόλο που η εκστρατεία εμβολιασμού στις πλούσιες σε μετρητά χώρες της Ευρώπης και των ΗΠΑ πλησιάζει σιγά σιγά στο τέλος της, η BioNTech και ο εταίρος της Pfizer δεν θα εγκαταλείψουν τόσο εύκολα την άδειά τους να τυπώσουν χρήμα. Οι φαρμακευτικοί διαχειριστές έχουν μεγάλα σχέδια. Ένα δελτίο τύπου της BioNTech αναφέρει τα εξής λόγια του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer, Albert Bourla:

“Η συνέχιση του εμβολιασμού μετά το 2021 είναι ζωτικής σημασίας, καθώς το COVID-19 συνεχίζει να εξαπλώνεται με ταχείς ρυθμούς στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. […] Περισσότερο από ένα χρόνο αργότερα, συνεχίζουμε να μαθαίνουμε περισσότερα για το COVID-19 και εργαζόμαστε για να καθορίσουμε αν, παρόμοια με την εποχική γρίπη, ο ετήσιος εμβολιασμός θα μπορούσε να προσφέρει την πιο διαρκή προστασία. Είμαστε υπερήφανοι που είμαστε μακροχρόνιος εταίρος της Ε.Ε. στον αγώνα κατά αυτής της καταστροφικής πανδημίας και διατηρούμε τη δέσμευσή μας να παρασκευάσουμε και να προμηθεύσουμε δισεκατομμύρια δόσεις του εμβολίου μας κάθε χρόνο, αν χρειαστεί”.

Και αν κοιτάξετε τις πολιτικές της Ε.Ε. και της Γερμανίας ειδικότερα, θα πρέπει να παραδεχτείτε ότι αυτό το επιχειρηματικό σχέδιο θα μπορούσε να λειτουργήσει.