του Δημήτρη Καζάκη

Μια ακόμη μαύρη επέτειος της επταετίας με την κοινωνία να μουρμουρίζει με υπόκωφη οργή το σύνθημα που γεννήθηκε αυθόρμητα στις παλλαϊκές κινητοποιήσεις του 2011, η χούντα δεν τελείωσε το 1973. Μια ακόμη μαύρη επέτειος υπό το ζυγό του πιο αδίστακτου καθεστώτος κατοχής, εκποίησης και δικτατορίας, που γνώρισε μεταπολεμικά η ιστορία της πατρίδας μας. Μια ακόμη μαύρη επέτειος με τον ελληνικό λαό υπό διωγμό και γενοκτονία.

Κι όμως οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί αυτής της κατάστασης διατυμπανίζουν τις «κατακτήσεις της δημοκρατίας μας». Η κ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το εξαίσιο αυτό παράδειγμα της εποχής μας, δήλωσε άνευ αιδούς τα εξής καταπληκτικά για την επέτειο: «Πέντε και πλέον δεκαετίες από τη μελανή σελίδα της 21.4.67, είμαστε υπερήφανοι για τις κατακτήσεις της δημοκρατίας μας. Η Ελλάδα είναι ένα σύγχρονο κράτος δικαίου με κατοχυρωμένα τα ανθρώπινα δικαιώματα και με ομαλή λειτουργία των θεσμών, ακόμη και στις πιο δύσκολες περιστάσεις.»

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι αθλιέστεροι εκπρόσωποι της εξουσίας των πιο αδίστακτων καθεστώτων στην ιστορία της Ελλάδας, αλλά και διεθνώς, βαφτίζουν την ουσιαστική κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος ως «κατάκτηση της δημοκρατίας», την καταπάτηση κάθε έννοιας ανθρώπινου δικαιώματος και ελευθερίας των πολιτών ως «κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Από τότε που η έννοια του «κράτους δικαίου» επινοήθηκε από την αποκαλούμενη πεφωτισμένη δεσποτεία, δεν υπάρχει δυνάστης και δήμιος που να μην το επικαλείται προκειμένου να βαφτίσει την εξουσία του στην κολυμβήθρα της νομιμότητας.

Ακόμη και την εποχή όπου οι δοτές κυβερνήσεις του εμφυλίου έσερναν τη χώρα στο αιματοκύλισμα και το νέο διχασμό προς όφελος των ξένων προστατών τους, μιλούσαν όπως μιλάει σήμερα η κ. Πρόεδρος. Σε μια περίοδο κορύφωσης της λευκής τρομοκρατίας, όπου κάθε μέρα μετρούσε η πατρίδα μας δεκάδες δολοφονημένους αγωνιστές, υπό την αιγίδα και την προστασία των λειτουργών του νόμου και της τάξης, οι πολιτικοί και ιδεολογικοί προπάτορες της κ. Προέδρου διακήρυσσαν την άψογη λειτουργία του «κράτους δικαίου» στην Ελλάδα.

Της αφιερώνουμε λοιπόν την απάντηση που έδωσε εκείνη την εποχή σε ανάλογους ισχυρισμούς, ένας, είμαι απολύτως σίγουρος, παντελώς άγνωστός της καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και αμετανόητος αγωνιστής της δημοκρατίας, ο Αλέξανδρος Σβώλος:

«Υποκρισία ή σαρκασμός; Είναι και τα δύο όταν μιλεί η Κυβέρνηση για ‘Κράτος Δικαίου’. Ο κ. υπουργός των Εσωτερικών, επιστήμων, τρόφιμος άλλοτε της Δημοκρατίας, πριν γίνη σοσιαλιστής της μοναρχίας, δε μπορεί να ισχυρισθή ότι αγνοεί τι θα πη «Κράτος Δικαίου», τι εννοούν μ’ αυτό σ’ όλον τον πολιτισμένον κόσμο και προ πάντων τι εννοούν στην Αμερική. Κράτος Δικαίου θα πη κράτος αυστηρού περιορισμού των οργάνων του κράτους και κράτος εγγυήσεων υπέρ των ατόμων, υπέρ της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των, υπέρ της ασφαλείας των. Ποια κρατικά όργανα, απολαύοντα της εμπιστοσύνης της Κυβερνήσεως και του καθεστώτος, αισθάνονται σήμερα περιορισμούς και ποια ασφαλίζουν στην Ελλάδα εγγυήσεις για τους πολίτες; Ποια Διοίκηση, ποια αστυνομία, ποιοι Εισαγγελείς; Κράτος Δικαίου και ‘έκτακτα μέτρα’ δεν συμβιβάζονται…»

Αυτά τα έγραφε ο Σβώλος στην εφημερίδα «Μάχη» της 5ης Μαΐου 1947. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες είχαν ανακοινώσει την αποχώρησή τους από την Ελλάδα και την παραχώρηση της χώρας στις ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος Τρούμαν είχε ήδη εκφωνήσει στις 12 Μαρτίου 1947 το γνωστό του λόγο και η κρατική μαφία των ΗΠΑ ετοιμαζόταν να διασώσει την Ελλάδα από τον λαό της στο όνομα της «δημοκρατίας» και φυσικά του «κράτους δικαίου», βυθίζοντας τη χώρα για τρία ολόκληρα χρόνια στην πιο καταστροφική εκ παρατάξεως εμφύλια σύρραξη στην ιστορία τουλάχιστον της Ευρώπης.

Ο Αλέξανδρος Σβώλος, από τους πιο διακεκριμένους συνταγματολόγους, που ανέδειξε ποτέ η πατρίδα μας, μέλος της «κυβέρνησης του βουνού» κατά την κατοχή, αλλά και υπουργός των οικονομικών στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του 1944 εκ μέρους του ΕΑΜ, αγωνιζόταν τότε – μάταια – να αποτραπεί ο νέος εθνικός διχασμός. Να θεμελιωθεί επί τέλους στον τόπο μας η δημοκρατία, να μονιάσει ο λαός, να ανοικοδομηθεί η πατρίδα με όρους εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας και να ευημερήσει ο δουλευτής.

Το συγκεκριμένο άρθρο του απευθύνεται στον τότε υπουργό Εσωτερικών, Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος είχε διορισθεί από έναν ακόμη δοτό μοναρχικό και ξενόδουλο πρωθυπουργό της περιόδου, τον Δημήτρη Μάξιμο. Ο εν λόγω εξωκοινοβουλευτικός γηραλέος πρωθυπουργός επελέγη από τις ξένες πρεσβείες, γιατί αποδεδειγμένα δεν είχε ίχνος αυτοσεβασμού και εντιμότητας.

Πολυεκατομμυριούχος πρώην διοικητής της αμαρτωλής Εθνικής Τράπεζας, γνωστός κρατικοδίαιτος χρυσοκάνθαρος του μεσοπολέμου, ο οποίος πλούτισε από τα χρέη της Ελλάδας, τα πολυάριθμα σκάνδαλα της περιόδου, αλλά και τις σχέσεις του με το Παλάτι. Μάρτυς υπεράσπισης των δωσίλογων στην περιώνυμη δίκη τους, όπου δήλωσε απεριφράστως ότι «όσοι εκυβέρνησαν τον τόπον το έκαναν από λόγους πατριωτικούς…», ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση για να οδηγήσει τη χώρα μια ώρα ταχύτερα στον εμφύλιο για τα ξένα συμφέροντα. Πώς αλλιώς ο ίδιος και οι όμοιοί του θα κρατούσαν την εξουσία και θα διέσωζαν τις περιουσίες τους;

«Μόνο Κράτος Δικαίου», συνέχιζε ο Σβώλος, «δεν είναι το κράτος όπου η Αστυνομία επιβάλλει σ’ ολόκληρες πόλεις με πολλών εκατοντάδων χιλιάδων πληθυσμό ιεροεξεταστικές δηλώσεις που αφορούν το ιερώτερο υλικό άδυτο του ανθρώπου, το σπίτι του, τη στέγη του. Μάχεται ο Πρόεδρος Τρούμαν εναντίον του ολοκληρωτισμού. Αλλά ολοκληρωτισμού αντίληψη είναι ακριβώς αυτό: Να λαμβάνωνται μέτρα πιεστικά και περιοριστικά της ελευθερίας, όχι έναντι ωρισμένων ατόμων, σε ωρισμένη περίπτωση, αλλά γενικά εναντίον πληθυσμών ολόκληρων θεωρούμενων ως υπόπτων… Και αντίθετα αυτό που στερέωσε την ελευθερία ήταν η εξατομίκευση του λόγου του περιορισμού, η ειδίκευση της υποψίας και των μέτρων εναντίον του υπόπτου ή του ενόχου. Παράδοση ολόκληρων πόλεων στη διάκριση της Αστυνομίας είναι ολοκληρωτισμός. Και είναι βέβαιο ότι κανένας Αμερικανός πολίτης δεν θα δεχόταν να ζη υπό τέτοιο καθεστώς στη Νέα Υόρκη, ούτε εν καιρώ πολέμου. Εδώ; Εδώ δεν εκπλήττει κανένα η εγκατάσταση αστυνομικού κράτους, ακόμα κι όταν δεν στηρίζεται σε νόμιμη εξουσιοδότηση.»

Και απαντώντας σ’ όσους εκείνη την εποχή μηρύκαζαν το γνωστό και σήμερα επιχείρημα της τυφλής υπακοής στο νόμο, συνέχιζε: «Αλλά κι οι εξουσιοδοτήσεις των ψηφισμάτων και των νόμων, όλο το σύστημα των εκτάκτων μέτρων που σημαίνει έκτακτη, αλλά αόριστης διαρκείας αυθαιρεσία των Αρχών, που σημαίνει έλλειψη εγγυήσεων και καθιέρωση της σκοπιμότητας σαν υπέρτατου κανόνος – τίποτε άλλο δεν εκφράζουν παρά το αστυνομικό κράτος, την άρνηση του Κράτους Δικαίου».

Σας θυμίζουν τίποτε όλα αυτά; Είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει Έλληνας – με σώας τα φρένας – που δεν νιώθει ότι το άρθρο αυτό του Σβώλου είναι σαν να έχει γραφεί για την Ελλάδα του σήμερα. Κι όσο σίγουρος είμαι γι’ αυτό, άλλο τόσο είμαι σίγουρος ότι για την κ. Πρόεδρο φαντάζουν όλα αυτά κινέζικα. Δεν νομίζω ότι φρόντισε να τα διδαχθεί ποτέ της, όπως είναι βέβαιο ότι δεν τα υπηρέτησε και καθ’ όλη τη διάρκεια της κατά τ’ άλλα λαμπρής σταδιοδρομίας της στα δικαστικά έδρανα. Η δημοκρατία, η δικαιοσύνη και το «κράτος δικαίου» για την εν λόγω εξαίρετη κυρία, συνιστά απλά πρόσχημα για την αυθαιρεσία και την ασυδοσία της εκτελεστικής εξουσίας.

Φυσικά, άλλο τότε, άλλο τώρα, όπως ισχυρίζονται οι ανόητοι και οι επιτήδειοι. Σήμερα, πολεμάμε την πανδημία. Δεν μπορούμε να έχουμε δημοκρατία και ελευθερίες, όταν διακυβεύεται η «δημόσια υγεία». Άλλωστε δεν μπορούν οι πολίτες να είναι ασύδοτοι, να διεκδικούν – άκουσον, άκουσον! – την ελευθερία των επιλογών τους, της κοινωνικής συναναστροφής, της μετακίνησης, της προστασίας της ιδιωτικής τους ζωής.

Μα, πού τέλος πάντων βρισκόμαστε! «Εδώ καίγεται ο κόσμος και εμείς θα σκεφτόμαστε να πάμε στα εξοχικά;» όπως δήλωσε προσφάτως η κ. Παγώνη, όνομα και πράγμα. Για τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις ανάγκες του πολίτη θα αποφασίζουν οι «ειδικοί» της εξουσίας και της διαπλοκής. Κι ας το πληρώνουν με τις ζωές τους οι ίδιοι οι πολίτες με εκατόμβες θυμάτων, με αληθινή γενοκτονία των ασθενέστερων.

Στο κάτω-κάτω της γραφής, δημοκρατία και κυρίως κράτος δικαίου είναι το αναπαλλοτρίωτο προνόμιο της εκάστοτε κυβέρνησης να σφετερίζεται την εξουσία της με τρόπο απόλυτα δικτατορικό. Αρκεί μόνο το φύλο συκής ενός κολοβού, εικονικού και μονοκομματικού κοινοβουλίου 6 κομμάτων, αλλά και ενός δικαστικού συστήματος του επιπέδου, του αναστήματος και του μέτρου της κ. Προέδρου.

Άλλωστε μας τα έχει εξηγήσει όλα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας από την εποχή του ο δικτάτορας Παπαδόπουλος. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ στις 27 Απριλίου 1967, ο αρχηγός της χούντας ξεκαθάριζε με το ιδιότυπο λεκτικό του ιδίωμα όσα ισχύουν και σήμερα:

«Εις την έννοιαν της δημοκρατίας ενυπάρχει η έννοια της πειθαρχίας, της τάξεως, της ιεραρχίας, του σεβασμού προς τον νόμον. Από της σκοπιάς αυτής δικαιούμεθα να χαρακτηρίσωμεν εαυτούς δημοκράτας και να ζητήσωμεν και από υμάς αναγνώρισιν της δημοκρατικότητός μας. Θ’ αντιτάξουν τινές ωρισμένους υπάρχοντας περιορισμούς. Μη ξεχνάτε όμως, κύριοι, ότι ευρισκόμεθα προς ενός ασθενούς, τον οποίον έχομεν επί χειρουργικής κλίνης, και τον οποίον εάν ο χειρουργός δεν προσδέση κατά την διάρκειαν της εγχειρήσεως δια της ναρκώσεως επί της χειρουργικής κλίνης, υπάρχει πιθανότης αντί δια της εγχειρήσεως να του χαρίση την αποκατάστασιν της υγείας, να τον οδηγήση εις θάνατον. Αυτή είναι εκ προοιμίου η απάντησις την οποίαν θα αναμένατε εάν, ομιλούντες περί δημοκρατίας και ελευθερίας, μνημονεύσητε τους περιορισμούς. Οι περιορισμοί είναι το δέσιμον του ασθενούς επί της κλίνης δια να υποστή ακινδύνως την εγχείρησιν.»

Επομένως, για την «υγεία του ασθενούς» νοιαζόταν ο δικτάτορας τότε, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που νοιάζονται για τη «δημόσια υγεία» σήμερα οι «ειδικοί», οι κρατούντες και κόμματα. Δεν διαφέρει στο ελάχιστο η δημοκρατικότητα του δικτάτορα Παπαδόπουλου με όλων εκείνων που θεωρούν τον γενικό εγκλεισμό, τον κατ’ οίκο περιορισμό του λαού, το φίμωτρο, την αστυνομοκρατία, την ποινικοποίηση της κοινωνικής συμπεριφοράς ως νόμιμα μέτρα αντιμετώπισης της «υγειονομικής κρίσης».

Δεν διαφέρουν σε τίποτε απολύτως επί της ουσίας με τις λογικές και τις πρακτικές της χούντας, όλοι εκείνοι που ουρλιάζουν για περισσότερα μέτρα καταναγκασμού και καταστολής σε βάρος του γενικού πληθυσμού στο όνομα των «κορονοπάρτι» και της μετάδοσης του ιού. Μίασμα ήθελε να καταπολεμήσει και η χούντα. Το μίασμα του κομμουνισμού. Και δεν διαφέρει σε τίποτε ο φόβος του κομμουνισμού εκείνης της εποχής, με τον φόβο του κορονοϊού σήμερα. Ο φόβος και μάλιστα ο καλλιεργούμενος από τις εξουσίες, εκτρέφει πάντα χούντες.

Τότε υπήρχαν πολλοί που έτρεμαν την έλευση του κομμουνισμού, βαριά κληρονομιά ενός αιματηρού εμφυλίου κι ενός ακόμη πιο αιματηρού μετεμφυλιακού καθεστώτος. Έτρεμαν πως ο κομμουνισμός θα τους σφάξει με κονσερβοκούτι, θα τους αρπάξει τις περιουσίες, τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Κι έτσι συναινούσαν, έστω σιωπηρά, σε μέτρα γενικής καταστολής σαν αυτά που προετοίμασαν και οδήγησαν στη χούντα του 1967. Έτρεμαν τον κομμουνισμό και το τι σήμαινε για τους ίδιους, με τον ίδιο ακριβώς παθολογικό φόβο που τρέμουν σήμερα τον κορονοϊό. Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να ανέχονται, ή να ενδίδουν στις επίσημες εκστρατείες καταστολής του πληθυσμού και ποινικοποίησης της αντίθετης άποψης, ή της ελεύθερης επιλογής.

Ο φόβος του κομμουνισμού εκείνης της εποχής έχει μετουσιωθεί στο φόβο του κορονοϊού σήμερα, που δικαιολογεί εξίσου όπως και τότε με τη χούντα την κατάλυση κάθε έννοια ελευθερίας και δικαιωμάτων του πολίτη.

Η «ολοκληρωτική δικτατορία», σύμφωνα με το Γερμανό νομοδιδάσκαλο Φραντς Νόϊμαν, ο οποίος αγωνίστηκε εναντίον του ναζισμού, ξεκινά με τη «μετάβαση από ένα κράτος που βασίζεται στην αρχή του δικαίου (το γερμανικό Rechtsstaat – κράτος δικαίου) σ’ ένα αστυνομικό κράτος. Η αρχή του δικαίου είναι τεκμήριο υπέρ των δικαιωμάτων του πολίτη και κατά της καταναγκαστικής εξουσίας του κράτους.»[i]

Εξαιρέσεις σ’ ένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν υπάρχουν. Για κανένα λόγο. Δημοκρατία «αλα καρτ» δεν υφίσταται παρά μόνο στην υστερική φαντασίωση επίδοξων δικτατόρων, αλλά και όλων εκείνων που διακατέχονται από τον ολοκληρωτισμό, ή ασκούνται στην «επιτήδεια τέχνη της ξεπούλας», όπως έλεγε ο Γιάννης Σκαρίμπας.

Ούτε υπάρχουν κρίσεις που απαιτούν την, έστω προσωρινή, κατάλυση των συνταγματικών εγγυήσεων και του κράτους δικαίου, που οφείλουν να προστατεύουν το λαό και τους πολίτες από τις καταχρήσεις της εξουσίας. Η δημοκρατία αποδεικνύεται χρήσιμη και ισχυρή όταν βαθαίνει και πλαταίνει, όταν θωρακίζει όλο και περισσότερο τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών, ειδικά σε εποχές κρίσης.

Οι εξαιρέσεις και η έκτακτη ανάγκη ήταν και παραμένει το πρόσχημα των κρατούντων με σκοπό να σφετεριστούν την εξουσία σε βάρος των πολιτών και του λαού. «Δεν ήταν η έκτακτη ανάγκη, που ανέκαθεν ήταν η δικαιολογία για κάθε κατάχρηση εξουσίας, ή άσκηση καταπίεσης; Δεν ήταν η έκτακτη ανάγκη η προσποίηση κάθε σφετερισμού; Η έκτακτη ανάγκη ήταν ο λόγος για κάθε παραβίαση της ανθρώπινης ελευθερίας. Ήταν το επιχείρημα των τυράννων: ήταν το δόγμα των σκλάβων.»[ii] Αυτά έλεγε ο Ουίλιαμ Πιτ στο βρετανικό κοινοβούλιο στα 1783 απαντώντας σ’ όσους υποστήριζαν ότι λόγω έκτακτης ανάγκης, έπρεπε να συγκεντρωθούν περισσότερες εξουσίες στα εκτελεστικά όργανα.

Σήμερα, όμως, μεσουρανεί η συνταγματική σκέψη του ναζισμού, o οποίος εδραίωσε τον ολοκληρωτισμό του όχι με τα όπλα, όπως αφελώς πιστεύουν πολλοί, αλλά πάνω σ’ ένα ολόκληρο καθεστώς εξαιρέσεων από την αρχή του δικαίου. Ένα καθεστώς που προηγήθηκε και προετοίμασε με τον καλύτερο τρόπο την επιβολή του φασισμού και του ναζισμού.

«Εάν το σύνταγμα ενός κράτους είναι δημοκρατικό, τότε κάθε εξαιρετική άρνηση των δημοκρατικών αρχών, κάθε άσκηση κρατικής εξουσίας ανεξάρτητα από την έγκριση της πλειοψηφίας, μπορεί να ονομαστεί δικτατορία,»[iii] έγραφε περιχαρής ο συνταγματολόγος του ναζισμού, Καρλ Σμιτ, κρυφός μέντορας όσων επιχειρηματολογούν υπέρ της σημερινής κατάστασης. Κι αυτός που μπορεί να επιβάλλει αυτή τη δικτατορία στο όνομα μιας εξαιρετικής περίστασης, μιας κρίσης, που απαιτεί έκτακτα μέτρα, είναι εκείνος που κατέχει την εξουσία. Είναι εκείνος που μετατρέπει τις αποφάσεις του, τις σκοπιμότητες και τα συμφέροντα που υπηρετεί, ακόμη και την ιδεολογία του, σε υπέρτατο νόμο, σε θεμελιώδη αρχή του δικαίου με βάση την οποία απαιτεί την απαρέγκλιτη συμμόρφωση και πειθαρχία του πολίτη, ολόκληρου του λαού.

Από κει και πέρα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα κρεματόρια, ή έστω τα κρατητήρια της ΕΣΑ, δεν απέχουν παρά μόνο ένα βήμα. Αρκεί να επικρατήσει στην κοινωνία αυτό που ο Έριχ Φρομ χαρακτήριζε ως «συμφωνία των ηλιθίων». Μια συμφωνία, η οποία θεμελιώνεται στη συναίνεση όλων εκείνων που είναι διατεθειμένοι να παραιτηθούν από ελευθερίες και δικαιώματα, γιατί τρομοκρατούνται από τα σκιάχτρα και τις προφάσεις της κυρίαρχης προπαγάνδας.

Στην εποχή της χούντας ήταν ο φόβος του κομμουνισμού, σήμερα είναι ο φόβος του κορωνοϊού και αύριο θα είναι κάτι άλλο που θα βρει την ευκαιρία να καλλιεργήσει η κυρίαρχη προπαγάνδα. Με την αμέριστη πάντα συνδρομή των εκάστοτε «ειδικών» και των κομμάτων της τραπεζικής και κρατικομονοπωλιακής εξάρτησης.

[i]. Franz Neumann, Εισαγωγή στη μελέτη της πολιτικής εξουσίας, Αθήνα: Κουκίδα, 2016, σ. 59.

[ii]The Speeches of the right honourable William Pitt, in the House of Commons. In Four Volumes, vol. I. London, 1809, σ. 90-91.

[iii]. Carl Schmitt, Preliminary Remarks to the First Edition (1921). Dictatorship: From the Beginning of the Modern Concept of Sovereignty to the Proletarian Class-Struggle. Cambridge: Polity Press, 2014, xl-xli