του Κυριάκου Ροδουσάκη*
4 Δεκεμβρίου 2024
Με την ενσωμάτωση της Κρήτης προσαρτήθηκαν ασφαλώς στην Ελλάδα και οι πέριξ αυτής νησίδες, ως αναπόσπαστα και οργανικά μέρη της φυσικής, διοικητικής, αμυντικής, οικονομικής, πολιτιστικής ζωής της Μεγαλονήσου και της ιστορικής της διαδρομής και αρχαιολογικής της κληρονομίας. Την ακλόνητη και παγιωμένη αυτή διεθνή πραγματικότητα ήρθαν να αμφισβητήσουν απροσδόκητες τουρκικές θέσεις πού απέρριπταν την ελληνικότητα ιδιαίτερα της Γαύδου.
Είχαν μάλιστα επιτύχει να ματαιώσουν συμμαχική άσκηση στα πλαίσια τού ΝΑΤΟ (1996 ΜΙΧΤ 96) επειδή στο σχεδιασμό συμπεριλαμβανόταν και η Γαύδος. Κατόπιν ήλθαν στα πλαίσια τής “Γαλάζιας Πατρίδας” και οι νέες τουρκικές αμφισβητήσεις των ελληνικών νησίδων πού δεν είναι ρητά αναγεγραμμένες στις διεθνείς Συνθήκες με σχετική τουρκική ρητή αναφορά πάλι στη Γαύδο. Στη συνέχεια το Τουρκο-Λιβυκό μνημόνιο αποκλειστικής ζώνης (Νοέμβριος 2019) στερούσε κυριαρχικά δικαιώματα τόσο των νησίδων όσο και αυτής τής Κρήτης.
Στο πλαίσιο δε του ΟΗΕ και σε απάντηση των ελληνικών σχετικών αντιδράσεων, ο Λίβυος εκπρόσωπος με επιστολή του στο Γενικό Γραμματέα (Ιανουάριος 2020) υποστήριξε ότι η Ελλάδα διαπραγματεύεται θαλάσσιες ζώνες από “πολύ μικρά νησιά” χωρίς νομική σημασία εννοώντας τη Γαύδο, ως ασήμαντη “υπερβολή”, πού δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη στις μετρήσεις για τα όρια της ΑΟΖ, πολύ δε περισσότερο να μη γίνει δεκτή ως ελληνική αφετηρία μέτρησης της ελληνικής ΑΟΖ.
Περί της ελληνικότητας των νησίδων
Για να μην αιφνιδιαστεί και πάλι η ελληνική πλευρά, όπως το συνηθίζει, (και στην περίπτωση τού Τουρκο-Λιβυκού μνημονίου) ως μη όφειλε, θα πρέπει να έχει υπόψη της τα παρακάτω σε ό,τι αφορά την “ελληνικότητα και κρητικότητα” των πέριξ τής Κρήτης νησίδων.
Α. Και για την περίπτωση των “κρητικών” νησιών ισχύει η γενική διευθέτηση, σύμφωνα με την οποία και με βάση τα άρθρα 12 και 16 τής Συνθήκης της Λωζάνης, στην τουρκική κυριαρχία περιλαμβάνονταν μόνο η Ίμβρος, η Τένεδος, οι Λαγούσες νήσοι στην είσοδο τού Ελλησπόντου και όλα τα νησιά πού βρίσκονταν εντός τριών μιλίων από τις τουρκικές ακτές και δεν είχαν εκχωρηθεί ρητά στην Ελλάδα. Η Τουρκία έχει παραιτηθεί από οποιονδήποτε τίτλο, ή δικαίωμα επί όλων των άλλων ελληνικών νησιών, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς και των “κρητικών, η Τουρκία δεν μπορεί να προβάλει καμμία αξίωση επί ελληνικών νησιών μακρύτερα από τρία μίλια από τις ακτές της. Τελεία και παύλα.
Ούτε η μεταγενέστερη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947 έχει μεταβάλει οποιαδήποτε στα δυτικά τής Τουρκίας θαλάσσια περιοχή, εκτός από τή μεταβίβαση τής Δωδεκανήσου στην Ελλάδα από την Ιταλία. Η Συνθήκη Ειρήνης άλλωστε τού 1947 δεν αφορά την Τουρκία, αλλά έχει συνομολογηθεί μεταξύ των Συμμάχων και τής Ιταλίας μόνο. Οι προβλέψεις της Λωζάνης έχουν μείνει αμετάβλητες.
Β. Και τα δύο Συντάγματα τής Κρητικής Πολιτείας τού 1899 και 1907 αντίστοιχα, αναφέρονται ρητά στις περιβάλλουσες την Κρήτη νησίδες ως αναπόσπαστο μέρος τού κρητικού εδάφους και τής κρητικής πολιτειακής τάξης, αναφέροντας ακριβώς στα αντίστοιχα άρθρα 1α και 17γ και των δύο Συνταγμάτων:
“Η νήσος Κρήτη μετά των παρακειμένων αυτή νησιδίων, αποτελεί εντελώς αυτόνομον Πολιτείαν κατά τούς αποφασισθέντας υπό των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων όρους…”.
“Ουδέν επί των παρακειμένων νησίδων εμπράγματον δικαίωμα αποκτάται άνευ αδείας τής Κυβερνήσεως κατά τη μεταβίβαση δε τοιούτων δικαιωμάτων, η Πολιτεία έχει δικαίωμα προτιμήσεως”. Ούτε η μορφή, ούτε το περιεχόμενο, ούτε μέρος του περιεχομένου των κρητικών Συνταγμάτων αμφισβητήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις ή την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Συνεπώς, με την Ένωση ενσωματώθηκαν και οι νησίδες στην Ελληνική Επικράτεια. Η Κρήτη ενώθηκε ως Όλον και όχι ως Μέρος.
Γ. Τόσο τα κατοικημένα νησιά όσο και τα ακατοίκητα αποτελούσαν και αποτελούν μέρη τού κρατικού, πολιτειακού και αυτοδιοικητικού συστήματος της Κρήτης. Η νήσος Γραμβούσα π.χ. από πλευράς αυτοδιοικητικής ανήκε στο Δήμο Μεσογείων παλαιότερα, η στην κοινότητα Γραμβούσας αργότερα, ή στο Δήμο Κισάμου στη συνέχεια. Οι δε κρατικές υπηρεσίες του Νομού Χανίων είχαν και έχουν αρμοδιότητα και ευθύνη για την νήσο αυτή (Γραμβούσα) και τις άλλες πέριξ τού νομού. Η Γαύδος εξάλλου ανήκε στο Δήμο Σφακίων κατά την Οθωμανική περίοδο. Κατά την απογραφή τού 1881 σύμφωνα με τη “Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης” του Νικόλαου Σταυράκη (ΑΘΗΝΗΣΙ 1890) η Γαύδος είχε 417 Χριστιανούς κατοίκους και κανένα Μουσουλμάνο.
Με την τελευταία (2021) απογραφή εμφανίζει 142 κατοίκους οι οποίοι ασφαλώς υπερδιπλασιάζονται κατά τη θερινή περίοδο. Πάντως ούτε “ασήμαντη” ούτε “μικρή” είναι ούτε και “έρημη” είναι η Γαύδος αλλά ιδιαίτερα τούς θερινούς μήνες με ζωηρή τουριστική κίνηση, με δικό της Δήμο και οργάνωση. Τελευταία δε υποδέχεται και περιθάλπει μεγάλους αριθμούς λαθρομεταναστών από τα λιβυκά παράλια.
Δ. Όλα τα νησιά γύρω από την Κρήτη διαχρονικά είναι άρρηκτα δεμένα με την οικονομική ζωή της Κρήτης (κτηνοτροφική, αλιευτική παραγωγή και τελευταία με σημαντική τουριστική επισκεψιμότητα). Η Τουρκική Διοίκηση μάλιστα υπενοικίαζε κρατική γη, τους λεγόμενους “μουκατάδες” σε ιδιώτες χριστιανούς και Τούρκους. Όπως είχε αναφερθεί, κατά την περίοδο 1860-1870, είχε δημιουργηθεί μεγάλη διαμάχη σχετικά με “μουκατά” στη νήσο Δία, για τη διεκδίκηση τού οποίου, ισχυρός Τούρκος τού Χάνδακα προσέφυγε διαμαρτυρόμενος στην Κωνσταντινούπολη, με αίτημα την ακύρωση τού “μουκατά”, που η Διοίκηση του Ηρακλείου είχε παραχωρήσει σέ άλλο Τούρκο στο νησί Δία.
“Φρουρός ακοίμητος φυλάει”
E. Οι νησίδες συνδέονται επίσης με την ασφάλεια και άμυνα της Κρήτης, ας θυμηθούμε το ρόλο των νησιών Θοδωρού και Δίας στην κατάκτηση των αντίστοιχων φρουρίων Χανίων και Χάνδακα, από τούς Τούρκους κατά το 1645 και 1669 και τη διατήρηση των νησιών Γραμβούσας, Σούδας και Σπιναλόγκας από τους Ενετούς πολλά χρόνια μετά τη τουρκική κατάκτηση. Καθώς και το καταλυτικό ρόλο της νησίδας Γραμβούσας κατά την Μεγάλη Επανάσταση τού 1821. Για την ασφαλή δέ ναυσιπλοία προς και από Κρήτη η Οθωμανική Διοίκηση εγκατέστησε την περίοδο 1880 φάρους στα νησιά από την Γαλλική Εταιρία Φάρων. Ο μεγαλύτερος ψηλότερος σέ ύψωμα 325 μέτρων από αυτούς, ήταν ο φάρος τής Γαύδου, περιστροφικός, ορατός από 42 μίλια, θεωρούμενος ως ο μεγαλύτερος τής Μεσογείου. Ο φάρος αυτός βομβαρδίστηκε το 1940 από τούς Γερμανούς και καταστράφηκε.
ΣΤ. Οι νησίδες πού περιβάλλουν την Κρήτη, τέλος ανήκουν στην ελληνική και χριστιανική κληρονομία, διατηρούν αρχαίες ονομασίες, εκκλησίες και άλλα ίχνη τής ελληνοχριστιανικής ιστορίας και παράδοσης. Η Γαύδος, ήταν η αρχαία Κλαύδη, κατά τον Απόστολο Παύλο πού ναυάγησε εκεί πλέοντας προς Ρώμη, και όπου στάθμευσαν και οι 99 Πατέρες. Έχουν επισημανθεί Μινωικά, αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά ευρήματα. Κατά δε τη βυζαντινή περίοδο είχε Επισκοπή (υπάρχει και η παλαιά εκκλησία του Αη Γιώργη) που σημαίνει κι αρκετό πληθυσμό.
Αν και κατά τα ενετικά χρόνια είχαν εγκατασταθεί στη Γαύδο Μαλτέζοι και Άγγλοι πειρατές –σύμφωνα με τον Ενετό προβλεπτή Βasilicata – οι Σφακιανοί πήγαιναν στο νησί και έσπερναν 1000 “μουζούρια” κριθάρι (μουζούρι είναι παλαιό κρητικό μέτρο υπολογισμού ποσότητας προσδοκώμενου δημητριακού καρπού που αντιστοιχεί σε περίπου 15 οκάδων καρπού). Ο Καλλίμαχος, Αλεξανδρινός ποιητής (γύρω στό 300 π.χ.) αναφέρει ότι η Γαύδος είναι η Ωγυγία του Ομήρου όπου κατοικούσε η νύφη Καλυψώ, πού κράτησε τον Οδυσσέα για 7 χρόνια και στο τέλος τού έδωσε ξύλα από κέδρους για να σκαρώσει το πλοίο του και να φύγει. Και σύμφωνα με τη μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή:
Ψηλά εκεί δέντρα φυτρώναν,
σκλήθρες, λεύκες καί έλατοι, πού ανέβαιναν στά ουράνια.
Κι ευτύς ως τούδειξε πού φύτρωναν τα θεριεμένα δέντρα η Καλυψώ η θεά, η πανέμνοστη, στο σπήλιο της γυρνούσε. Κι αυτός τα δέντρα επήρε κι έκοβε.
Κατά τον 20ό αιώνα η Γαύδος συνδέεται και με τις πολιτικές περιπέτειες της χώρας, οπότε γίνεται τόπος εξορίας πολιτικών κρατουμένων τής δικτατορίας Μεταξά, μεταξύ των οποίων και ο Μάρκος Βαφειάδης, Στρατηγός μετέπειτα τού Δημοκρατικού Στρατού και ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ηγετικό στέλεχος τού ΚΚΕ. Ένα από τα τραγούδια πού έλεγαν οι πολιτικοί κρατούμενοι στη Γαύδο ήταν:
H θάλασσα γύρω μάς ζώνει
σάν αλυσίδα φοβερή,
φρουρός ακοίμητος φυλάει
μέρα καί νύχτα τό νησί .
Μάς στείλανε οι πλουτοκράτες
στού Λιβυκού τήν ερημιά
γιατί ζητήσαμε τό δίκιο
καί τού Λαού τή Λευτεριά.
Η Κρήτη, η εποχή, ο χώρος
Ύστερα από τόσα πολυποίκιλα καθαρά τεκμήρια ελληνικότητας, μέσα από τη μακραίωνη διαδρομή από το βάθος τού Μύθου τής Προϊστορίας, τής παλαιότερης και νεώτερης αλλά και σύγχρονης ελληνικής περιπέτειας, ποια αλήθεια αμφιβολία μπορεί να αμφισβητεί τη ελληνική ταυτότητα τής Γαύδου, αυτής τής εθνικής ακριτικής έπαλξης στο Μεσογειακό Νότο, πού αποτελεί και το απώτατο εδαφικό νησιωτικό όριο και τής Ευρώπης στο νοτιοανατολικό μεσογειακό χώρο.
111 χρόνια ύστερα από την Ένωση, ασφαλώς η Κρήτη θα συνεχίσει να τροφοδοτεί τον εθνικό κορμό με το δυναμισμό της, τη δημιουργικότητά της και την εθελοθυσία της, όπως το απέδειξε με τη συμμετοχή της στο Μακεδονικό, στο Βαλκανικό ή στο Μικρασιατικό Μέτωπο, πριν και αμέσως μετά την Ένωση και με την παραγωγή και καθολική πρόοδό της στις ακόλουθες ειρηνικές περιόδους. Πρέπει όμως αμοιβαία και το Ελληνικό Κράτος να εξασφαλίζει τούς απαραίτητους ποιοτικούς όρους ζωής στη Κρήτη, ιδιαίτερα σε ευαίσθητες περιοχές, όπως η Γαύδος πού χρειάζεται γιατρούς, δασκάλους και μάλλον περισσότερους λιμενικούς σήμερα.
Θα πρέπει γενικότερα να θωρακιστεί και να προστατευτεί η Ελευθερία, τα συμφέροντα, η Άμυνα και η Ειρήνη όλης της Χώρας ασφαλώς, αλλά ιδιαίτερα της Κρήτης πού βρίσκεται στη συγκεκριμένη διακεκαυμένη ζώνη κατά το συγκεκριμένο κρίσιμο χρονικό διάστημα. Πρέπει να προστατευθούν τα εδαφικά, θαλάσσια και υποθαλάσσια ελληνικά δικαιώματα κυρίως νότια της Κρήτης Το Πολεμικό Ναυτικό διαπιστώνοντας τις αυξημένες ανάγκες άμυνας λόγω των αναταράξεων στην Ανατολική Μεσόγειο προγραμματίζει ήδη τη λειτουργία νέου ναυστάθμου στη Σούδα.
* Ο Κυριάκος Ροδουσάκης είναι Έλληνας διπλωμάτης. Μεταξύ άλλων διατέλεσε διευθυντής του Διπλωματικού Γραφείου του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, πρέσβης της Ελλάδας στη Ρωσία, την Κύπρο και την Ιαπωνία, και διευθυντής της Διπλωματικής Ακαδημίας του Υπουργείου Εξωτερικών.
Πηγή: slpress.gr
Αφήστε ένα σχόλιο