Με αφορμή τις ανατροπές στις γερμανικές εκλογές σε Σαξονία και Θουριγγία, μια εξαιρετική ανάλυση του Hugo Dionísio για τον προθάλαμο του φασισμού, δηλ. τον νεοφιλελευθερισμό που βιώνουν όλο και πιο έντονα οι λαοί σε ΗΠΑ και Ε.Ε., με ιστορική αναδρομή από τις απαρχές της εμφάνισής του (10ετία του 1990), τους, όρους, τις αιτίες και τους λόγους της εξάπλωσής του σε κάθε σχεδόν πτυχή των δυτικών κοινωνιών.
Το άρθρο του Hugo Dionísio δημοσιεύτηκε στις 6/9/2024 στο Strategic Culture Foundation και το αναδημοσιεύουμε σε μετάφραση της Φλώρας Παπαδέδε.
Την αρχική δημοσίευση στα αγγλικά μπορείτε να την δείτε πατώντας εδώ.
Ο Hugo Dionísio είναι δικηγόρος, ερευνητής και γεωπολιτικός αναλυτής. Είναι ιδιοκτήτης του Canal-factual.wordpress.com Blog και συνιδρυτής του MultipolarTv, ενός καναλιού στο Youtube που στοχεύει στη γεωπολιτική ανάλυση. Αναπτύσσει δραστηριότητα ως ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα κοινωνικά δικαιώματα ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Δημοκρατικών Δικηγόρων της Πορτογαλίας. Είναι επίσης ερευνητής στην Πορτογαλική Συνομοσπονδία Συνδικάτων Εργαζομένων (CGTP-IN).
του Hugo Dionísio
μετάφραση Φλώρα Παπαδέδε
Οι εκλογές στη Θουριγγία και τη Σαξονία, που θεωρήθηκαν ως δημοψήφισμα για την κυβέρνηση Σολτζ/Μπέρμποκ και μια πρόγευση για το τι θα ακολουθήσει το 2025, επιβεβαίωσαν τη διάβρωση της γερμανικής κυβέρνησης, αποδεικνύοντας ότι η «κατάρα του Ζελένσκι» καλά κρατεί. Όσο πιο κοντά βρίσκεται στον πρώην Πρόεδρο της Ουκρανίας και νυν δικτάτορα σε αναμονή, τόσο πιο πιθανό είναι να πέσει μια κυβέρνηση. Είναι μια σχεδόν αδυσώπητη τάση.
Ωστόσο, σχεδόν 80 χρόνια μετά το τέλος της ναζιστικής τρομοκρατίας, το νεοφιλελεύθερο κέντρο κηρύττει τον φόβο του φασισμού ως το αγαπημένο του σύνθημα. Ενώ τρομάζουν τους λαούς τους με τα AFD αυτής της ζωής, υποστηρίζουν τον Μπαντερισμό στην Ουκρανία, τον Μιλέι στην Αργεντινή και τους ακροδεξιούς πραξικοπηματίες στη Βενεζουέλα. Και αυτό μας δίνουνε: ο αγώνας του νεοφιλελεύθερου κέντρου ενάντια στην ακροδεξιά δεν είναι τίποτα άλλο από ένα καιροσκοπικό αποκοίμισμα, στο οποίο μια προνομιούχα κάστα που θεωρεί τον εαυτό της πολιτισμένο δεν θέλει να αντικατασταθεί από μια άλλη, πιο προδοτική κάστα.
Και ενώ ξορκίζουν τους κινδύνους της «άκρας δεξιάς» εξαλείφοντας αυτούς που θα μπορούσαν πραγματικά να την πολεμήσουν, δεν αποτρέπουν την αυτοκαταστροφή τους, όπως συμβαίνει με τα στελέχη Σολτζ/Μπέρμποκ. Αυτή είναι επίσης η ιστορία πολλών άλλων κυβερνήσεων που συνδέονται με το νεοφιλελεύθερο κέντρο. Αλλά αυτή η αυτοκαταστροφική ευαισθησία είναι μόνο το ορατό πρόσωπο —στη Γερμανία— μιας ακόμη βαθύτερης κοινωνικής δυναμικής που εντοπίζεται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, που βιώνεται σε όλο τον 21ο αιώνα, και η οποία επιβλήθηκε, κατά τη γνώμη μου, μέσω 4 κρίσιμων επιταχυνόμενων διαδικασιών, που δημιουργήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για να παράγουν το πολιτικό αποτέλεσμα που βλέπουμε σήμερα. Αν δεν σταματήσει αυτή η δυναμική, θα οδηγήσει σκόπιμα και αναπόφευκτα σε μια νέα φασιστική παρωδία ή νεοφασιστική, ή όπως θέλετε πείτε την.
Η πρώτη κρίσιμη διαδικασία για την επιτάχυνση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου στην Ευρώπη συνέπεσε με τον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» του Μπους, στον οποίο συμμετείχε ολόκληρο το ΝΑΤΟ, μετά από επιθέσεις στην Ισπανία, την Αγγλία και τη Γαλλία, που είχαν ως αποτέλεσμα την εισβολή στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, την κατασκευή της Αραβικής Άνοιξης και την καταστροφή της Λιβύης και της Συρίας. Ήταν σε αυτή την αλληλουχία γεγονότων που επιβλήθηκε μια διαδικασία επιτήρησης και συγκέντρωσης πληροφοριών από την Ουάσιγκτον, δίνοντας στις ΗΠΑ την εξουσία να αναλύουν, να παρακολουθούν και να συντονίζουν τις προσπάθειες ασφαλείας και να δημιουργούν τις υποκειμενικές συνθήκες στον πληθυσμό για να αποδεχτεί αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει: τη μαζική επιτήρηση κάθε τους κίνησης προκειμένου να διατηρηθεί η ασφάλειά τους.
Μια άλλη κρίσιμη στιγμή ήταν η οικονομική κρίση του 2008, η οποία επέβαλε το «Κράτος της Μόνιμης Λιτότητας», προετοιμάζοντας τους λαούς για την ιδέα ότι το αύριο, τελικά, δεν θα είναι καλύτερο από το χθες —παρά μόνο για κάποιους— επιταχύνοντας τη διαδικασία καταστροφής του κράτους πρόνοιας και επιφέροντας τη μεγαλύτερη μεταβίβαση πλούτου μεταξύ των τάξεων στην πρόσφατη ιστορία, η οποία είχε πραγματοποιηθεί στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο αμέσως μετά την ακατονόμαστη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον[1]». Ήταν με την κρίση του 2008 που η Συναίνεση της Ουάσιγκτον έγινε τελικά επίσημη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε όλο αυτό το διάστημα, οι Αμερικανοί «επενδυτές» κατείχαν δεσπόζουσες θέσεις σε σημαντικούς τομείς σε όλη την Ευρώπη.
Η τρίτη κρίσιμη στιγμή ήταν ο Covid-19, με την εισαγωγή της «Μεγάλης Επαναφοράς» του Νταβός και της ολοκληρωτικής ιδεολογίας της «νέας κανονικότητας». Επιφέροντας επιδείνωση του ατομικισμού, του ναρκισσισμού, της εσωτερικής μετανάστευσης από τις φτωχότερες σε πλουσιότερες περιοχές και της μετανάστευσης από το εξωτερικό στο δυτικό μπλοκ, ξεριζώνοντας ανθρώπους από την πατρίδα, τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους, εξαφανίζοντας τον κοινωνικό ιστό που δίνει στις κοινωνίες τη συνοχή τους. Ο «Ουμπερισμός»[2] κατέστρεψε όσα οικονομικά σύνορα αντιστέκονταν. Μια εταιρεία στην Καλιφόρνια δραστηριοποιείται στη Δύση, από τις ΗΠΑ, χωρίς μεσάζοντες, χωρίς να ξοδέψει δεκάρα σε τοπικές μεταφορικές εταιρείες. Παρακάμπτοντας τους νόμους και κάθε εθνική κυριαρχία, συλλέγει δεδομένα, τα πουλά, τα ταξινομεί και βγάζει κέρδος. Από την άλλη, ο Covid-19, συνοδευόμενος από όλη τη λογική της υποταγής σε αναγκαστικές ανακλήσεις, περιορισμούς μετακίνησης και υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, έχει δημιουργήσει τις υποκειμενικές προϋποθέσεις για άκριτη υποταγή σε ένα μοντέλο διακυβέρνησης.
Σαν να μην έφταναν αυτά, με την Επιχείρηση Ουκρανία, καταστράφηκε το τελευταίο κομμάτι της εθνικής κυριαρχίας στις κεντρικές χώρες της «Τάξης που βασίζεται σε κανόνες»: οι ένοπλες δυνάμεις. Η «διαλειτουργικότητα» επιστρέφει και, μαζί της, η γενίκευση του προτύπου του ΝΑΤΟ, δηλαδή του προτύπου των ΗΠΑ, που αγοράστηκε στις ΗΠΑ, που φτιάχτηκε στην πατέντα των ΗΠΑ. Η στρατιωτική στρατηγική και οι τακτικές αναπτύσσονται τώρα στην Ουάσιγκτον, όπου τα ευρωπαϊκά κράτη δεν αποτελούν παρά τα απομακρυσμένα φυλάκια της «Τάξης Βασισμένης σε Κανόνες».
Πληροφορίες και μυστικές υπηρεσίες, οικονομικά και χρηματοοικονομικά, κοινωνική και πολιτική οργάνωση, άμυνα και ασφάλεια: Αυτές είναι οι διαστάσεις που έχουν συγκεντρωθεί και παγιωθεί σε κάθε μια από τις κρίσιμες στιγμές. Κάθε μία από αυτές τις 4 στιγμές αντιπροσώπευε ένα εξελικτικό άλμα στη δύναμη με την οποία οι ΗΠΑ κυριαρχούν στην Τάξη Βασισμένη σε Κανόνες. Για να επικρατήσουν στο νέο αιώνα, ο ζωτικός χώρος πρέπει να εδραιωθεί, να συντονιστεί από ένα αναγνωρισμένο κέντρο, δημιουργώντας ένα μπλοκ στο οποίο οι σχέσεις ορίζονται ως ένα οργανικό σύνολο. Όλα αυτά για να προετοιμαστούν για την αντιπαράθεση μεταξύ των μπλοκ. Τα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα αυτής της προοδευτικής διαδικασίας, που στοχεύει στην Ευρώπη και έχει σχεδιαστεί για να την καταστήσει δευτερεύουσα, οδήγησαν σε μια σχετική απώλεια εξουσίας, την οποία οι άνθρωποι αισθάνονται και, ανίκανοι να το εξηγήσουν, διοχετεύουν την απογοήτευσή τους σε όσους μιλούν όπως κανένας άλλος: στη λεγόμενη «ακροδεξιά». Αντιμέτωποι με την ανικανότητα, τις αναβληθείσες υποσχέσεις και την αντίφαση μεταξύ λόγων και έργων από το νεοφιλελεύθερο κέντρο, η λύση βρίσκεται σε αυτούς που είναι αποφασιστικοί και αποτελεσματικοί, έστω και αν είναι βάναυσοι.
Ας κάνουμε μια σχετική ιστορική σύγκριση, ώστε να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε. Κατά την περίοδο που γεννήθηκε ο φασισμός στη Δύση (ναι, στις ΗΠΑ υπήρχε απαρτχάιντ για τους μαύρους και επομένως φασισμός, ακόμη και με υποτιθέμενες εκλογές), ο πλούτος κατανεμόταν ως εξής: μεταξύ του 1920 και του 1940, μετά τον «Πρώτο Κόκκινο Τρόμο»[3], το πλουσιότερο 10% κατείχε μεταξύ 43% και 49% του εισοδήματος κάθε χρόνο, το πλουσιότερο 1% έπαιρνε μεταξύ 19% και 22% και το φτωχότερο 50% κατείχε μεταξύ 14% και 15%. Η Έκθεση Παγκόσμιας Ανισότητας δεν έχει τα συγκεντρωτικά δεδομένα για την Ευρώπη, αλλά στη Γαλλία, τα αποτελέσματα δεν ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά που βλέπουμε στις ΗΠΑ. Βασικά, οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν την τάση των πιο προηγμένων οικονομιών.
Το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει από αυτό είναι προφανές: η περίοδος της ανόδου του φασισμού στον δυτικό κόσμο συνέπεσε με μια περίοδο επιδείνωσης των ανισοτήτων, συγκέντρωσης του εισοδήματος, τεράστιας συγκέντρωσης πλούτου και επακόλουθης επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας. Η απάντηση του συστήματος σε αυτή την κρίση και στην αυξημένη δύναμη των εργατικών αιτημάτων, και των εργαζομένων που ήταν οργανωμένοι σε ισχυρά συνδικάτα, συνέπεσε με τη δημιουργία του φασισμού, του κορπορατισμού (που υπερασπιζόταν την κοινωνική ειρήνη σε αντίθεση με τον διαλεκτικό αγώνα) και την καταστολή. Αναφερόμαστε στον όρο «κρίση» όταν βλέπουμε μια επιδείνωση των αντιφάσεων που προκύπτουν από την ανισότητα στην κατανομή εισοδήματος μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων.
Η ήττα του ναζιστικού φασισμού άλλαξε τα πάντα! Στις ΗΠΑ, ήδη από το 1945, το φτωχότερο 50% άρχισε να κερδίζει περισσότερα εισοδήματα από το πλουσιότερο 1% (15,8% και 14,2% αντίστοιχα), ενώ το πλουσιότερο 10% έπεσε στο 35,3%. Αυτή ακριβώς η διαφορά, σχεδόν 15% που έχασε το πλουσιότερο 10%, εξηγεί την ενίσχυση της αμερικανικής μεσαίας τάξης και την κατασκευή του λεγόμενου αμερικανικού ονείρου. Χωρίς αυτή τη μεταβίβαση, οι ΗΠΑ δύσκολα θα είχαν γίνει η υπερδύναμη που ήταν, ούτε θα είχαν νικήσει την ΕΣΣΔ. Αυτό εξηγεί επίσης την άφιξη στη σκηνή του Μακαρθισμού («Δεύτερος Κόκκινος Φόβος» από το 1950-57), μια φασιστική μετατόπιση που «καθάρισε» συνδικάτα και ταξικές οργανώσεις στις ΗΠΑ.
Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η κατάσταση των Αμερικανών εργαζομένων συνέχιζε να βελτιώνεται και τα δεδομένα το επιβεβαιώνουν. Το 1970, ο πλούτος που ελέγχονταν από το φτωχότερο 50% έφτασε στο υψηλότερο σημείο του (21,1%) και αυτός του πλουσιότερου 10% (και του πλουσιότερου 1% επίσης) έφτασε στο χαμηλότερο σημείο του (34% και 10,1% αντίστοιχα). Τα δεδομένα δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ξεκάθαρα: η χρυσή εποχή των ΗΠΑ συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία η κατανομή του παραγόμενου πλούτου ήταν πιο δίκαιη. Ήταν επίσης η περίοδος με περισσότερη ελευθερία, δημοκρατία, πολιτική δέσμευση και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
Στη Γαλλία δεν ήταν διαφορετικά, αφότου ηττήθηκε ο ναζιστικός φασισμός και από το 1945 και μετά, το πλουσιότερο 10% έφτασε στο χαμηλότερο σημείο του (31,4%), το πλουσιότερο 1% στο 8,5% και το φτωχότερο 50% από 14,6% το 1934 στο 20,5% το 1945. Είναι κρίμα που δεν έχουμε στοιχεία από τη Γερμανία, αλλά αν τα παραπάνω δεν μιλάνε από μόνα τους…
Αυτή η σχέση στις ΗΠΑ, καλώς ή κακώς, συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ΕΣΣΔ αλλά, το 1995, όλα γύρισαν πίσω στην περίοδο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» το 1989, η οποία θέσπισε την παγκοσμιοποίηση του νεοφιλελευθερισμού σύμφωνα με τη «Σχολή του Σικάγου», συμπίπτει με το έτος κατά το οποίο το πλουσιότερο 1% συγκεντρώνει και πάλι περισσότερο από το 14% του ετήσιου εισοδήματος, κάτι που δεν είχε συμβεί από τη δεκαετία του ’50. Από το 1989 και μετά, η συγκέντρωση συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όταν: το 2022, το πλουσιότερο 10% κατείχε το 48,3% του ετήσιου εισοδήματος, το πλουσιότερο 1% το 20,9% και το φτωχότερο 50% μόνο το 10,4%. Πρέπει να σημειωθεί ότι το φτωχότερο 50% δεν είχε ποτέ τόσο μικρό ετήσιο εισόδημα από τότε που ξεκίνησαν να τηρούνται αρχεία. Το χαμηλότερο που είχαν ποτέ στις ΗΠΑ ήταν 11% γύρω στο 1850!
Επιστροφή στις γερμανικές εκλογές. Ζούμε σε μια περίοδο της σύγχρονης δυτικής ιστορίας κατά την οποία η διανομή του παραγόμενου πλούτου (αν μιλάμε για τον υπάρχοντα πλούτο, είναι ακόμα χειρότερα) βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό. Στην Ευρώπη, η κατάσταση δεν είναι ακόμα τόσο σοβαρή όσο στις ΗΠΑ, αλλά αυτοί οι 4 κρίσιμοι επιταχυντές που έχω εντοπίσει (Πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, Κρίση Δημόσιου Χρέους, Covid-19, Ψυχρός Πόλεμος 2.0), θα έχουν αναγκαστικά το ίδιο αποτέλεσμα στη συγκέντρωση πλούτου που ήδη υποβαθμίζει και καταστρέφει το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας, χτισμένο στη βάση μιας αναδιανομής που, καλώς ή κακώς, εξακολουθεί να διατηρεί ορισμένα πρότυπα δικαιοσύνης.
Αν και δεν υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στο ποσό του πλούτου που κερδίζει το φτωχότερο 50% στις κύριες ευρωπαϊκές χώρες που αναφέρονται στην Έκθεση Παγκόσμιας Ανισότητας, είναι η λεγόμενη «μεσαία τάξη» που αποτελεί την πηγή πολλών διαμαρτυριών. Σε χώρες όπως η Σουηδία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία και άλλες, η τάση είναι το φτωχότερο 50% να χάνει έδαφος έναντι του πλουσιότερου 10%, αν και πιο αργά από ό,τι στις ΗΠΑ στα τέλη του περασμένου αιώνα. Με άλλα λόγια, σταδιακά αναπτύσσονται οικονομικές σχέσεις που παράγουν μια υλική πραγματικότητα τυπική της περιόδου που διαμορφώθηκε ο φασισμός.
Γι’ αυτό ήρθε η ώρα να καταρρίψουμε έναν από τους πιο σημαντικούς μύθους, ή δόγματα, που διαδίδει η επίσημη αφήγηση για τον φασισμό: το κύριο χαρακτηριστικό του φασισμού δεν είναι η καταστολή, αλλά η επιτάχυνση της συγκέντρωσης του πλούτου και η παράδοσή του σε όλο και λιγότερους ανθρώπους. Όλο και λιγότεροι άνθρωποι αποκτούν περισσότερη οικονομική ισχύ, με την οποία αγοράζουν πολιτική εξουσία και κάνουν το πολιτικό σύστημα, ακόμη και εκείνους που αυτοαποκαλούνται «δημοκρατικοί», να λειτουργούν με τους όρους τους. Τα λόμπι, η χρηματοδότηση πολιτικών εκστρατειών και οι Δεξαμενές Σκέψης, ή ακόμα και η ίδια η ακαδημαϊκή κοινότητα, είναι μερικά από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα μέσα παρέμβασης και διαμόρφωσης πολιτικών λύσεων.
Αντίθετα από τη διαδικασία συγκέντρωσης του πλούτου, η καταστολή μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε σύστημα όταν βρίσκεται σε κρίση ή αισθάνεται ότι απειλείται. Εκτός από ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις, η καταστολή είναι μια οργανική απάντηση που δικαιολογείται από μια εξωτερική ή εσωτερική επίθεση. Μόνο κάποιος πολύ αποκομμένος ή αποξενωμένος από την πραγματικότητα πιστεύει ότι δεν υπάρχει καταστολή στις ΗΠΑ και, πιο πρόσφατα, εντεινόμενη καταστολή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλα τα κρατικά συστήματα έχουν στη διάθεσή τους έναν κατασταλτικό μηχανισμό και η χρήση του — των μέσων καταναγκασμού — εξαρτάται από το επίπεδο της απειλής. Σε ένα φασιστικό κράτος, ο κατασταλτικός μηχανισμός είναι στη διάθεση των πλουσιότερων ελίτ.
Το ίδιο ισχύει και για τις εκλογές. Δεν είναι η ύπαρξη εκλογών που καθορίζει τον φασιστικό ή δημοκρατικό χαρακτήρα ενός συστήματος. Αυτό που καθορίζει τον δημοκρατικό του χαρακτήρα είναι ο σκοπός των πολιτικών του. Αν καλύπτουν τα συμφέροντα της πλειοψηφίας είτε όχι. Η επιλογή μεταξύ ίσων, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, δεν είναι δημοκρατία, είναι ψηφοφορία. Στο τέλος, αυτός που αποφασίζει είναι το στρατιωτικό-βιομηχανικό συγκρότημα και η Wall Street. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της δημοκρατίας είναι η ικανότητά της να αλλάζει οικονομική πολιτική όταν δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της πλειοψηφίας. Οι στείρες, με μικρή συμμετοχή εκλογές στις οποίες κυβερνούν τα μειοψηφικά κόμματα, όπως συμβαίνει όλο και περισσότερο στην Ευρώπη, δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη δημοκρατία. Αυτά τα μειοψηφικά κόμματα κυβερνούν επειδή η οικονομική βάση που υπηρετούν τους επιτρέπει να το κάνουν, ακόμη και ως μειοψηφία. Εν ολίγοις, ο φασισμός μπορεί να υπάρξει και με εκλογές. Αν και δεν θα δεις ποτέ φασίστα να το παραδέχεται.
Εάν η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ΗΠΑ εξηγεί ήδη την εμφάνιση ενός Τραμπ, μια «απάντηση» που είναι αδύναμη να βάλει τέλος στις στρατιές των αστέγων, των τοξικομανών και των ανθρώπων που ζουν σε αυτοκίνητα, τροχόσπιτα ή σκηνές, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή η διαδικασία δεν είναι διαφορετική και, παρότι με αργότερο βήμα, συμβαίνει τώρα. Και στην Ευρώπη επίσης, η απάντηση του συστήματος στην κρίση αναδύεται ως αποτέλεσμα του βαθέματος της αντίφασης στην αναδιανομή του πλούτου. Όσο μεγαλύτερη είναι η αντίφαση, τόσο πιο άδικη η αναδιανομή, τόσο περισσότερο το σύστημα θα παράγει δημαγωγούς, αντιδραστικούς πράκτορες που θα γοητεύουν τις φτωχότερες μάζες κατηγορώντας τους φτωχότερους: μετανάστες, πρόσφυγες και άλλους, που έφεραν εδώ ακριβώς εκείνοι που συσσωρεύουν τον περισσότερο πλούτο.
Επομένως, είναι απαράδεκτο για οποιονδήποτε υπεύθυνο, που γνωρίζει την κοινωνική δυναμική και έχει αξιόπιστες πληροφορίες να εκπλήσσεται από την εκλογική προτίμηση προς την «άκρα δεξιά». Γίνεται ακόμη πιο σοβαρό όταν οι πολιτικοί εκπρόσωποι του νεοφιλελεύθερου κέντρου, που εκτείνεται από τον γουοκισμό[4] στον υπερφιλελευθερισμό (τα γουόκιστ, ευρωσοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κατηγορούν τον Μαδούρο ότι διέπραξε απάτη, αλλά θεωρούν τον Μιλέι καθαρό παίκτη!), για άλλη μια φορά, όπως στη δεκαετία του 1920 και τη δεκαετία του 1930, φαίνεται να δημιουργούν τις υλικές συνθήκες για να υποκύψουν στη δυναμική της συγκέντρωσης πλούτου, μέσω της διαφθοράς, της γοητείας ή του φόβου ότι θα καταστραφούν (και έχουν λόγους να φοβούνται), παρέχοντας, με τη σειρά τους και για άλλη μια φορά, την ευκαιρία στον φασισμό να αναδυθεί (είτε στην περίπτωση του AFD είτε όχι). Δηλ. τη στιγμή που οι υπερπλούσιοι χρησιμοποιούν την κρατική καταστολή για να προστατεύσουν τη διαδικασία συγκέντρωσης πλούτου.
Έτσι, κανείς δεν μπορεί να εκπλαγεί που οι δυσαρεστημένες, εξαθλιωμένες εργατικές μάζες, τα θύματα της λεηλασίας, μεγάλο μέρος της οποίας εκτελέστηκε από την Ουάσιγκτον, ψηφίζουν υπέρ της «ακροδεξιάς». Μετά από κύματα ιστορικού αναθεωρητισμού που συνέκρινε τον φασισμό με τον κομμουνισμό (και τον σοσιαλισμό) και την ΕΣΣΔ με τη ναζιστική Γερμανία, ήταν το ίδιο το νεοφιλελεύθερο κέντρο που νομιμοποίησε την ακροδεξιά. Όταν συγκρίνουμε αποδεκτά κόμματα, που ποτέ δεν προώθησαν το μίσος και τις διακρίσεις, με κόμματα που κάνουν σημαία τους το δόγμα του μίσους και των διακρίσεων, καταλήγουμε να εμφανίζουμε σαν φυσιολογικά τα δεύτερα.
Επιπλέον, σε αντίθεση με την ψήφο στα προοδευτικά κόμματα (με οικονομική, μαρξιστική έννοια), τα οποία απορρίπτουν και καταγγέλλουν τον γουοκισμό ως αποκλίνον χαρακτηριστικό της δεξιάς, τα κόμματα της «άκρας δεξιάς», από την άλλη, δεν αποτελούν κίνδυνο για την οικονομική βάση που συντηρεί το νεοφιλελεύθερο κέντρο. Κανένα φασιστικό καθεστώς δεν άλλαξε τη διαδικασία συγκέντρωσης πλούτου, αντίθετα την ενίσχυσε. Ακόμη και σήμερα, η «ακροδεξιά» υπερασπίζεται μόνο την εμβάθυνση του υπάρχοντος οικονομικού μοντέλου που, όπως έδειξα, οδήγησε εξαρχής στην εμφάνισή της.
Και εδώ βλέπουμε ότι ο ιστορικός αναθεωρητισμός δεν είναι αθώος. Στοχεύει να δημιουργήσει μια οδό διαφυγής, μια εναλλακτική στο νεοφιλελεύθερο κέντρο αλλάζοντας πρόσωπα, χωρίς να διαταράσσει την πραγματική εξουσία, τη δύναμη του συσσωρευμένου πλούτου στην οικονομία. Με αυτόν τον τρόπο, οι μεγάλοι συγκεντρωτές κερδίζουν χρόνο, εξαπατώντας για άλλη μια φορά τις μάζες, εγκλωβίζοντάς τις στη φασιστική καταστολή. Όταν το φασιστικό πραξικόπημα, η φασιστική παρέκκλιση ή η νεοφιλελεύθερη εξτρεμιστική μετατόπιση ανατρέπεται, οι μάζες εξαπατώνται ξανά με το νεοφιλελεύθερο κέντρο, όσο δεν αναγνωρίζουν ότι ανήκει στην ίδια οικονομική βάση που τροφοδοτεί το φασιστικό κράτος. Και έτσι διαιωνίζουν την εκμετάλλευσή τους, κινούμενοι ανάμεσα σε περισσότερο ή λιγότερο επιθετικές μορφές της ίδιας συνταγής.
Προς το παρόν, οι γερμανικές εκλογές επιβεβαιώνουν μόνο αυτόν τον φαύλο κύκλο. Και ο εγκλωβισμός σε αυτόν τον κύκλο, για άλλη μια φορά, σε μια διαδικασία ιστορικής επανάληψης, κρύβει το μεγαλύτερο επίτευγμα της νεοφιλελεύθερης, φεντεραλιστικής, χρηματιστικοποιημένης παγκοσμιοποίησης: τη σχηματοποίηση της γνώσης σε σημείο που οι ειδικοί, οι οποίοι είναι εξαιρετικά ικανοί στον τομέα τους, να μην μπορούν να κοιτάξουν πέρα από αυτό που έχουν διδαχθεί. Υπό αυτή την έννοια, ο φασισμός δεν είναι παρά μια εξειδίκευση, μια εμβάθυνση του σημερινού σταδίου του παγκοσμιοποιητικού νεοφιλελευθερισμού. Η ίδια η πολεμοκαπηλία, είτε στις ΗΠΑ (και δεν θα τελειώσει με τον Τραμπ) είτε στο νεοφιλελεύθερο κέντρο (προς το παρόν), είναι επίσης μια από τις συνέπειες της διαδικασίας «οικονομικού εκφασισμού» της πολιτικής ζωής. Είναι το αποτέλεσμα μιας ολοένα και πιο επιθετικής τάσης για ιδιοποίηση πλούτου, ακόμη και μέσω πολέμου.
Όταν ακούω πολύ ικανούς οικονομολόγους (δεν ειρωνεύομαι), με δημοφιλή κανάλια, να επικρίνουν τη Δύση ότι υπέκυψε, μεταξύ άλλων, σε υψηλούς μισθούς, συνειδητοποιώ ότι η νεοφιλελεύθερη ιδεολογική κληρονομιά είναι πράγματι πολύ βαριά. Κανένας από αυτούς τους εξαιρετικά ικανούς οικονομολόγους δεν είναι ικανός να κοιτάξει πέρα από το νεοφιλελεύθερο σχήμα που διδάχτηκε. Απλώς αναπαράγουν ό,τι τους έχουν διδάξει, όντας απλώς όργανα της λογικής της δυτικής συσσώρευσης και λεηλασίας.
Η αδυναμία να ονειρευόμαστε και να στοχεύσουμε σε αυτό που σήμερα θεωρείται αδύνατο είναι η πιο βαριά κληρονομιά των τελευταίων 100 ετών που μας παρέδωσαν οι ΗΠΑ. Οι γερμανικές εκλογές, στον διαχωρισμό τους ανάμεσα σε ονειροπόλους, άβουλους[5] και αποκοιμισμένους, καταδεικνύουν αυτή τη λανθάνουσα ένταση. Δείχνουν ότι υπάρχουν και αυτοί που ονειρεύονται, αλλά οι δυνάμεις του φόβου, του μίσους και της αντίδρασης είναι πιο δυνατές από ποτέ. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η αγαπημένη τους τροφή.
Ο νεοφιλελευθερισμός: ο προθάλαμος του φασισμού! Αυτό κρύβεται πίσω από τις γερμανικές εκλογές.
Σημειώσεις:
[1] Η Συναίνεση της Ουάσιγκτον είναι ένα σύνολο δέκα συνταγών οικονομικής πολιτικής που θεωρείται ότι συνιστούν το «τυποποιημένο» πακέτο μεταρρυθμίσεων, που προωθείται για τις αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν υποστεί κρίση, από ιδρύματα που εδρεύουν στην Ουάσιγκτον, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα και το Υπουργείο Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα δέκα αυτά σημεία που έχει υποστεί πλήρως και η δική μας χώρα είναι:
- Δημοσιονομική πειθαρχία με αυστηρό περιορισμό στο δημόσιο έλλειμμα.
- Ανακατεύθυνση των δημόσιων δαπανών από «πολιτικά δημοφιλείς περιοχές» (δηλ. υγεία, παιδεία, δημόσιες επενδύσεις κ.λπ.) σε περιοχές με υψηλή απόδοση κέρδους (δηλ. για τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα).
- Φορολογική μεταρρύθμιση, διεύρυνση της φορολογικής βάσης και υιοθέτηση μέτριων οριακών φορολογικών συντελεστών.
- Απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και διαμόρφωση της πολιτικής επιτοκίων από την αγορά.
- Καμία κρατική παρέμβαση στις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
- Απελευθέρωση του εμπορίου: απελευθέρωση των εισαγωγών, με ιδιαίτερη έμφαση στην εξάλειψη των ποσοτικών περιορισμών και κατάργηση οποιασδήποτε εμπορικής προστασίας.
- Απελευθέρωση των εισερχόμενων ξένων επενδύσεων.
- Ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων.
- Απορρύθμιση: κατάργηση κανονισμών που εμποδίζουν την είσοδο στην αγορά ή περιορίζουν τον ανταγωνισμό.
- Νομική ασφάλεια για δικαιώματα ιδιοκτησίας (προφανώς των παραπάνω «επενδυτών»). (ΣΤΜ).
[2] Uberization: Από την εταιρεία Uber, η οποία διέσπασε τον κλάδο των ταξί δημιουργώντας ένα επιχειρηματικό μοντέλο που επιτρέπει σε ιδιώτες οδηγούς απλών επιβατηγών αυτοκινήτων να παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες. Καθιερώθηκε στην οικονομική ορολογία ως η διαδικασία εισαγωγής μιας πλατφόρμας σε μια υπάρχουσα αγορά ή κλάδο που παρέχει άμεσες συναλλαγές μεταξύ πωλητών και αγοραστών, συχνά χρησιμοποιώντας τεχνολογία κινητής τηλεφωνίας: καθιστώντας π.χ. την εξυπηρέτηση από τα τραπεζικά υποκαταστήματα και τους υπαλλήλους τους «πλεονάζουσα και περιττή». (ΣΤΜ).
[3] Δηλ. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία και τη δημιουργία της ΕΣΣΔ. (ΣΤΜ).
[4] Γουοκισμός (Wokeism/Wokism): Αυτοαποκαλούμενες προοδευτικές ή αριστερές στάσεις και πρακτικές (π.χ. στάσεις που εναντιώνονται σε είδη κοινωνικής αδικίας ή διακρίσεων), οι οποίες θεωρούνται δογματικές, αυτοδικαιωμένες, ολέθριες, φαρισαϊκές και ανειλικρινείς. Ως εκ τούτου, τέτοιες συμπεριφορές ή πρακτικές θεωρούνται ότι αποτελούν ένα συλλογικό κοινωνικό κίνημα ή ατζέντα.
Προέρχεται από το επίθετο Woke που στα αφροαμερικανικά αγγλικά αρχικά σήμαινε εγρήγορση σε φυλετικές προκαταλήψεις και διακρίσεις. Από τη δεκαετία του 2010, άρχισε να χρησιμοποιείται ως αργκό για άλλες κατηγορίες κοινωνικών ανισοτήτων όπως η φυλετική αδικία, ο σεξισμός και η άρνηση των δικαιωμάτων LGBT. Το Woke έχει επίσης χρησιμοποιηθεί ως συντομογραφία για ορισμένες ιδέες της Αμερικανικής Αριστεράς που αφορούν στην πολιτική διαφοροποίησης ταυτότητας και αντιλήψεις για την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως τα προνόμια των λευκών και οι αποζημιώσεις για τη δουλεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στα μέσα της δεκαετίας του 2010, η γλώσσα που σχετίζεται με το Woke είχε ήδη εισέλθει στα κύρια μέσα ενημέρωσης και χρησιμοποιήθηκε για μάρκετινγκ.
Οι κοινωνικοί επιστήμονες (όπως οι Akane Kanai και Rosalind Gill) περιγράφουν τον «Woke καπιταλισμό» ως τη «δραματικά εντεινόμενη» τάση να συμπεριληφθούν ιστορικά περιθωριοποιημένες ομάδες (επί του παρόντος κυρίως όσον αφορά τη φυλή, το φύλο και τη θρησκεία) σαν μασκότ στη διαφήμιση με ένα μήνυμα ενδυνάμωσης για να σηματοδοτήσουν προοδευτικές αξίες. Από τη μια πλευρά, υποστηρίζουν οι επιστήμονες, αυτό δημιουργεί μια εξατομικευμένη και αποπολιτικοποιημένη ιδέα κοινωνικής δικαιοσύνης, μειώνοντάς την σε θέμα ενίσχυσης της ατομικής αυτοπεποίθησης. Από την άλλη πλευρά, η πανταχού παρούσα προβολή στη διαφήμιση καθιστά αυτές τις μειονότητες μασκότ όχι μόνο των εταιρειών που τις χρησιμοποιούν, αλλά και του αδιαμφισβήτητου νεοφιλελεύθερου οικονομικού συστήματος και της ίδιας της κοινωνικά άδικης τάξης του. (ΣΤΜ).
[5] Situationists στο κείμενο: άνθρωποι που προσαρμόζουν τη βούλησή τους ανάλογα με την εκάστοτε κατάσταση. Ο ορισμός συμπεριλαμβάνει τόσο τους επηρεαζόμενους από την κυρίαρχη προπαγάνδα, όσο και τους «βολεψάκηδες» και τους ανθρώπους που επωφελούνται από την κατάσταση. Επιλέχθηκε στη μετάφραση η λέξη «άβουλοι» ως η πλησιέστερη και για την οικονομία του κειμένου. (ΣΤΜ).
Αφήστε ένα σχόλιο