του Θέμη Τζήμα

Ο χουλιγκανισμός είναι μια οργανωμένη «μπίζνα». Τίποτα όμως, δε θα είχε συμβεί αν η ελληνική αστυνομία δεν ήταν εγκληματικώς ανίκανη και διεφθαρμένη.

Πριν από δύο μήνες περίπου 57 άνθρωποι σκοτώθηκαν από το δυστύχημα στα Τέμπη. Έκτοτε, τουλάχιστον δύο ακόμα φορές κινδύνεψαν οι άνθρωποι να σκοτωθούν στον σιδηρόδρομο από την ίδια αιτία και σώθηκαν απλώς και μόνο γιατί τα τρένα πλέον κινούνται περίπου σαν «Μουτζούρης 2.0».

Ένα χρόνο και κάτι πριν, ο Άλκης Καμπανός δολοφονήθηκε από χουλιγκάνους. Ήταν άλλη μια κορύφωση της σήψης που κατατρώγει το ελληνικό ποδόσφαιρο. Μιας σήψης η οποία ξεκινά από τις μικρές κατηγορίες, από διεφθαρμένους παράγοντες (αθλητικούς και πολιτικούς σε αγαστή σύμπνοια) και αγκαλιάζει τη μαφία, λούμπεν και αντικοινωνικά εν γένει στοιχεία.

Μιας σήψης η οποία προκύπτει από το συγκεκριμένο, ελληνικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα εξουσίας και η οποία εκδηλώνεται όπου υπάρχουν λεφτά και εξουσία, άρα και στο ποδόσφαιρο.

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από το ελληνικό «Σουσουρλούκ» όταν με την κάλυψη έως και σήμερα της ελληνικής αστυνομίας, αποκαλύφθηκε ότι ο Αλαφούζος δάνειζε θωρακισμένα αυτοκίνητα στους μαφιόζους που βρίσκονται στη δούλεψη του Μαρινάκη και του Μώραλη. Ακόμα δε, παραμένουν υπό διερεύνηση από μια σειρά υπηρεσιών, οι στημένοι αγώνες των ελληνικών πρωταθλημάτων και ενώ όλες οι προηγούμενες αντίστοιχες περιπτώσεις «θάφτηκαν» από την ελληνική δικαιοσύνη, προς δικαίωση των ολιγαρχών και των μαφιόζων.

Μετά τη δολοφονία Καμπανού, ακολούθησαν και άλλα περιστατικά χουλιγκανικής βίας, χωρίς κανένας να ενδιαφερθεί για πραγματικές πολιτικές αντιμετώπισης της βίας. Το μόνο που έχουμε είναι χουλιγκανικές επιθέσεις από την αστυνομία σε γήπεδα, πορείες, πανεπιστήμια όπως και εναντίον κάθε κινήματος, αλλά και την καταφανή διαφθορά της ΕΛ.ΑΣ, με τις αδιερεύνητες καταγγελίες για το ρόλο της μαφίας στην επιλογή ανωτάτων αξιωματικών. Κοινώς, κάθε προηγούμενη δολοφονία και εγκληματική πράξη στρώνει το δρόμο για την επόμενη, επαναβεβαιώνοντας τη διαφθορά στον πυρήνα του ελληνικού κράτους.

Κάπως έτσι, εν μέσω απαγόρευσης μετακίνησης οπαδών, ένα λεωφορείο γεμάτο χούλιγκανς- νεοναζί (γιατί δεν πρέπει να σταματήσουμε να λέμε ότι είναι νεοναζί οι δολοφόνοι) διέσχισε όλη τη διαδρομή από τα σύνορα στο μετρό της Αθήνας και κατόπιν στη Νέα Φιλαδέλφεια, όχι φυσικά για να δει ποδόσφαιρο αλλά για να δείρει και για να σκοτώσει. Η αστυνομία «παρακολουθούσε διακριτικά» τους ναζί χούλιγκανς και όταν ξέσπασαν τα επεισόδια περπάτησε με το πάσο της για να πιστοποιήσει τον θάνατο. Θα μπορούσε από ώρες πριν η ελληνική αστυνομία, η ελληνική αστυνομία των ρουσφετιών της πανεπιστημιακής αστυνομίας και της βίας εναντίον φοιτητών, να έχει σταματήσει την κάθοδο των δολοφόνων και τελικώς τη δολοφονία. Δεν το έκανε λόγω της ανικανότητάς της, η οποία είναι επακόλουθο στοιχείο της διαφθοράς της.

Σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη ομάδα, τη Ντιναμό Ζάγκρεμπ, η οποία ξέρει ότι οι οπαδοί της βρωμάνε ναζισμό, δε θα είχε καμιά δουλειά σε ένα ποδόσφαιρο στοιχειωδώς καθαρό. Αλλά στις μέρες μας, ελέω ΝΑΤΟ, το να είσαι ναζί σε κάνει έως και ήρωα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Το να είσαι ρωσική ομάδα είναι το πρόβλημα. Για τους δε, Έλληνες, ενδεχομένως χούλιγκανς που επικαλούνται σε βίντεο που κυκλοφόρησαν τον Παναθηναϊκό, μόνο ντροπή μπορεί να νιώθει κανείς για το ότι έχει μοιραστεί την κερκίδα μαζί τους.

Ας μην είμαστε αφελείς όμως: ο χουλιγκανισμός δεν είναι κατά βάση οι κάποιες δεκάδες ή εκατοντάδες λούμπεν τύποι. Ο χουλιγκανισμός είναι μια οργανωμένη «μπίζνα» η οποία τροφοδοτείται από την κοινωνική αποσύνθεση, από την υποχώρηση των οργανωμένων, πολιτικών συλλογικοτήτων και χρηματοδοτείται αδρά από τους διεφθαρμένους ολιγάρχες, τόσο της χώρας μας όσο και από άλλους του εξωτερικού, μέσα από κυκλώματα εκατέρωθεν προστασίας. Τίποτα όμως, δε θα είχε συμβεί και ο Μιχάλης θα ζούσε αν η ελληνική αστυνομία δεν ήταν εγκληματικώς ανίκανη και διεφθαρμένη.

Περιττεύει τέλος, να πούμε ότι και ο νέος υπουργός θα έπρεπε ήδη να έχει φύγει. Πρόκειται για μια κυβέρνηση άλλωστε, η οποία αποσυντίθεται υπό το βάρος του 41%, παίρνοντας στην άβυσσο όλη τη χώρα μαζί της.

Πηγή: Κοσμοδρόμιο