Ένα εξαιρετικά επίκαιρο στο σήμερα κείμενο, που είχε γράψει στη φυλακή ο Ντήτριχ Μπονχόφερ*
Η ηλιθιότητα είναι πιο επικίνδυνος εχθρός του καλού από την κακία. Το κακό μπορεί να προκαλέσει διαμαρτυρία, μπορεί να αποκαλυφθεί, μπορεί να αποτραπεί με τη βία αν χρειαστεί, το κακό πάντα φέρει μέσα του το μικρόβιο της αυτοδιάλυσης, αφήνοντας πίσω του τουλάχιστον μια ενόχληση στον άνθρωπο. Όμως είμαστε ανυπεράσπιστοι απέναντι στην ηλιθιότητα. Ούτε οι διαμαρτυρίες ούτε η βία μπορούν να πετύχουν τίποτα εδώ. Η λογική δεν πιάνει. Τα γεγονότα που έρχονται σε αντίθεση με τη δική του προκατάληψη απλά δεν χρειάζεται να τα πιστέψει κανείς –σε τέτοιες περιπτώσεις ο ηλίθιος γίνεται ακόμη και επικριτικός– κι αν είναι αναπόφευκτα, μπορούν απλώς να παραμεριστούν ως ανούσιες μεμονωμένες περιπτώσεις. Σε αντίθεση με το κακό, ο ηλίθιος είναι απόλυτα ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όντως, γίνεται ακόμη και επικίνδυνος περνώντας στην επίθεση όταν εύκολα εκνευρίζεται. Απαιτείται λοιπόν περισσότερη προσοχή απέναντι στους ηλίθιους παρά στους κακούς. Ποτέ ξανά δεν θα προσπαθήσουμε να πείσουμε τους ηλίθιους με τη λογική. Είναι άσκοπο και επικίνδυνο.
Για να ξέρουμε πώς να αντιμετωπίσουμε την ηλιθιότητα, πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την ουσία της. Το βέβαιο είναι, ότι δεν είναι ουσιαστικά διανοητικό ελάττωμα, αλλά ανθρώπινο. Υπάρχουν διανοητικά εξαιρετικά εύστροφοι άνθρωποι που είναι ηλίθιοι, και πνευματικά πολύ νωθροί που είναι κάθε άλλο παρά ηλίθιοι… Έτσι, η ηλιθιότητα φαίνεται να είναι λιγότερο ψυχολογικό πρόβλημα και περισσότερο κοινωνιολογικό. Είναι μια ειδική μορφή επιρροής των ιστορικών περιστάσεων πάνω στον άνθρωπο, μια ψυχολογική παρενέργεια ορισμένων εξωτερικών συνθηκών. Μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι κάθε έντονη επίδειξη εξωτερικής δύναμης, είτε είναι πολιτική είτε θρησκευτική, μολύνει με ηλιθιότητα ένα μεγάλο μέρος του λαού. Ναι, φαίνεται ότι πρόκειται για σχεδόν κοινωνικοψυχικό νόμο. Η δύναμη ορισμένων χρειάζεται την ηλιθιότητα άλλων. Η διαδικασία δεν είναι ότι οι σίγουρες – για παράδειγμα, οι πνευματικές – ικανότητες του ανθρώπου ξαφνικά μαραίνονται, ή αποτυγχάνουν, αλλά ότι κάτω από τη συντριπτική εντύπωση της ανάπτυξης της εξουσίας ο άνθρωπος στερείται την εσωτερική του ανεξαρτησία και ότι τώρα –λίγο ως πολύ ασυνείδητα– αρνείται να δει στη δική του συμπεριφορά τις καταστάσεις ζωής που προκύπτουν.
Το γεγονός ότι ο ηλίθιος γίνεται συχνά πεισματάρης δεν πρέπει να μας κρύβει το ότι δεν είναι ανεξάρτητος [δεν διαθέτει ανεξάρτητη σκέψη]. Μπορεί κανείς να αισθανθεί στη συνομιλία μαζί του ότι το πρόβλημα δεν ο ίδιος προσωπικά, αλλά με τα συνθήματα, τα κλισέ κοκ, που έχουν κυριαρχήσει πάνω του. Είναι υπό την επιρροή τους, είναι τυφλωμένος, καταστρατηγεί το είναι του, το κακομεταχειρίζεται. Καθώς γίνεται ένα άβουλο όργανο, ο ηλίθιος γίνεται επίσης ικανός για κάθε κακό και ταυτόχρονα ανίκανος να το αναγνωρίσει ως κακό. Εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος της διαβολικής κατάχρησης. Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι μπορούν να καταστραφούν για πάντα.
Όμως, είναι επίσης πολύ σαφές εδώ ότι δεν είναι μια πράξη κατήχησης, που θα μπορούσε να υπερνικήσει την ηλιθιότητα, αλλά μόνο μια πράξη απελευθέρωσης. Με αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει να συμβιβαστούμε με το γεγονός ότι, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, η πραγματική εσωτερική απελευθέρωση θα είναι δυνατή μόνο αφού έχει προηγηθεί η εξωτερική απελευθέρωση.
Μέχρι τότε, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε προσπάθεια να πείσουμε τους ηλίθιους. Παρεμπιπτόντως, θα είναι επίσης δικαιολογημένο σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες είναι μάταιο να προσπαθούμε να μάθουμε τι πιστεύει πραγματικά ο «λαός» και γιατί αυτή η ερώτηση είναι ταυτόχρονα τόσο περιττή για τον υπεύθυνο στοχαστή, όσο και για τον αγωνιστή– πάντα υπό τις δεδομένες συνθήκες. Ο λόγος της Βίβλου, ότι ο φόβος του Θεού είναι η αρχή της σοφίας, λέει ότι η εσωτερική απελευθέρωση του ανθρώπου να ζει υπεύθυνα ενώπιον του Θεού είναι η μόνη πραγματική υπέρβαση της ηλιθιότητας.
Παρεμπιπτόντως, αυτές οι σκέψεις για την ηλιθιότητα έχουν το παρηγορητικό, ότι δεν επιτρέπουν να θεωρηθεί ηλίθια η πλειοψηφία των ανθρώπων υπό οιεσδήποτε συνθήκες. Στην πραγματικότητα εξαρτάται από το αν αυτοί που έχουν τα ηνία περιμένουν περισσότερα από την ηλιθιότητα, ή από την εσωτερική ανεξαρτησία και σοφία των ανθρώπων.
* Το πιο πάνω κείμενο είναι από εκείνα που έγραψε στη φυλακή ο Ντήτριχ Μπονχόφερ (4 Φεβρουαρίου 1906 – 9 Απριλίου 1945), Γερμανός Λουθηρανός πάστορας, θεολόγος και αντιναζί. Ο Μπονχόφερ συνελήφθη πολλές φορές από τους ναζί για αντιναζιστική προπαγάνδα. Κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε στη συνωμοσία της 20ής Ιουλίου 1944 για τη δολοφονία του Χίτλερ και δικάστηκε μαζί με άλλους. Απαγχονίστηκε τελικά στις 9 Απριλίου 1945 λίγο πριν την ολοκληρωτική κατάρρευση του ναζιστικού καθεστώτος.
Για τον Μπονχόφερ, ηλίθιος ήταν εκείνος που επέμενε να μην σκέφτεται έξω των άνωθεν δεδομένων πλαισίων, να μην αναζητά τις ρίζες των προβλημάτων και υιοθετεί τη λογική του «τίποτε άλλο δεν γίνεται». Ηλίθιος είναι εκείνος που προτάσσει την προσωπική του τυφλή πίστη σε ιδεολογία, θρησκεία, σύμβολα και συνθήματα και θεωρεί εχθρούς όλους όσοι δεν πιστεύουν το ίδιο μ’ αυτόν τυφλά.
Ο ίδιος υπήρξε θύμα αυτής της ηλιθιότητας, μιας και απαγχονίστηκε όχι κατ’ εντολή του Χίτλερ, αλλά από τους ηλίθιους του καθεστώτος, δηλαδή απ’ εκείνους που λειτουργούσαν ως πειθήνια όργανα. Απ’ εκείνους που θεωρούσαν πώς δεν έχει νόημα να πολεμάς το ναζιστικό καθεστώς, γιατί είναι πανίσχυρο. Καθώς οι σοβιετικές δυνάμεις ολοκλήρωναν την κατάληψη του Βερολίνου, οι δεσμοφύλακες του Μπονχόφερ – όλοι τους ένας κι ένας ηλίθιοι, όπως είχε γράφει ο ίδιος – φοβήθηκαν ότι θα κατηγορηθούν για τα εγκλήματα στα οποία συνέπραξαν, ότι το «εκτελούσα εντολές» δεν θα έπιανε, κι έτσι βάλθηκαν να εξαφανίσουν τα πειστήρια, αλλά και τους μάρτυρες των αποτρόπαιων εγκλημάτων.
Το κείμενο είναι εξαιρετικά επίκαιρο σήμερα, για τη σημερινή Ελλάδα. Αν και απευθύνεται όχι τόσο στους ηλίθιους, οι οποίοι άλλωστε είτε δεν πρόκειται να το καταλάβουν, είτε θα θεωρήσουν ότι αφορά άλλους, όσο περισσότερο σ’ εκείνους που επιμένουν να αντιστέκονται στην επιδημία ηλιθιότητας που καλλιεργούν με τέτοια μανία ΜΜΕ, μορφωτικά ιδρύματα, επίσημη εκκλησία και κόμματα.
Το κείμενο μεταφράστηκε από την έκδοση, Dietrich Bonhoeffer: Widerstand und Ergebung. Briefe und Aufzeichnungen aus der Haft. München: Chr. Kaiser Verlag, 1951, S. 17-20.
Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Πρόεδρος του ΕΠΑΜ. Πρώτη δημοσίευση του άρθρου στο ιστολόγιο του Δ. Καζάκη στις 30/7/2023.
Αφήστε ένα σχόλιο