Οι εκλογές αυτές δεν είναι ορόσημο, ούτε καμπή, διότι τα βασικά τους γνωρίσματα έχουν ήδη αποφασιστεί στις εκλογές της 21ης Μαΐου. Λειτουργούν περισσότερο ως επαναληπτικές, τόσο στη συνείδηση του περισσότερου κόσμου, όσο και στις επιδιώξεις των κομματικών σχηματισμών.
Ποιο λοιπόν είναι το επίδικο ζήτημα αυτών των εκλογών; Να αναδειχθεί μια άλλη, ριζικά διαφορετική πατριωτική-δημοκρατική διακυβέρνηση; Όχι. Να μπει στη βουλή μια ή περισσότερες δυνάμεις ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης, που δεν θα επιτρέψει να περάσουν τα χειρότερα; Όποιος έχει σώας τα φρένας, ξέρει πώς αυτό κρίθηκε ήδη στις εκλογές της 21ης Μαΐου.
Επομένως τι απομένει; Η αυτοδυναμία του Μητσοτάκη. Κι όπως μας πληροφορεί ένα πρόσφατο δημοσίευμα της γερμανικής Handelsblatt (9/6/2023) «οι επενδυτές ποντάρουν σε ακόμη μια θητεία του Κυριάκου Μητσοτάκη». Ας τους χαλάσουμε λοιπόν τα σχέδια. Ας μην τους επιτρέψουμε να τα έχουν όλα δικά τους.
Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Πρώτα και κύρια με το να πάμε να ψηφίσουμε. Ο Μητσοτάκης και οι επενδυτές του, ποντάρουν στην αύξηση της αποχής. Όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο πιο εύκολα θα πετύχουν το πολυπόθητο ποσοστό της αυτοδυναμίας.
Δεύτερο, να ψηφίσουμε κατά προτίμηση τα κόμματα που βρίσκονται στο κατώφλι της εισόδου στη Βουλή. Κι αυτά είναι η Νίκη, η Πλεύση της Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου και το Μέρα 25 του Γιάννη Βαρουφάκη. Όσο μεγαλύτερο ποσοστό πετύχουν τα κόμματα αυτά για να εισέλθουν στο κοινοβούλιο και όσο μικρότερο ποσοστό οδηγηθεί στα κόμματα της «χαμένης ψήφου», δηλαδή στα κόμματα ειδικού σκοπού – όπως τα είχαμε ονομάσει προεκλογικά της 21ης Μαΐου – τόσο πιο δύσκολα θα μπορέσει να επιτευχθεί η αυτοδυναμία του Μητσοτάκη.
Επίσης βοηθώντας να μπουν κόμματα σαν το Νίκη, την Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου και το Μέρα 25, και μάλιστα με όσο το δυνατόν υψηλότερα ποσοστά, τόσο πιο πολιτικά ασταθής θα αποδειχθεί η οκτακομματική βουλή που θα προέλθει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Τόσο πιο βραχύβια θα αποδειχθεί. Με την προϋπόθεση βέβαια την ανάδειξη μιας ουσιαστικής κοινωνικής αντιπολίτευσης, εκτός κοινοβουλίου, η οποία θα αποδειχθεί στην πράξη αρκετά συνεπής, ενωτική και πολιτικά συνεκτική προκειμένου να δημιουργηθούν οι κοινωνικοπολιτικές βάσεις για μια άλλη, πατριωτική-δημοκρατική διακυβέρνηση της Ελλάδας.
Γιατί όμως αυτά τα συγκεκριμένα κόμματα; Διότι συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες εισόδου, αφενός και αφετέρου, τουλάχιστον όσον αφορά το Νίκη και την Πλεύση, δεν έχουν δοκιμαστεί ως αντιπολίτευση κι επομένως η είσοδός τους στη βουλή θα χαλάσει τις ήδη κατεστημένες ισορροπίες. Ιδίως αν πάρουν υψηλότερα ποσοστά από εκείνα του Βελόπουλου και του ΚΚΕ.
Ενώ μεγάλη επιτυχία των εκλογών θα θεωρήσω την τυχόν επιβεβαίωση της «πρόβλεψης» της Le Monde diplomatique (10/6/2023) που θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ να οδηγείται στο 5%. Η τύχη του κόμματος Νταλέμα είναι ότι κάτι καλύτερο αξίζει και στο κόμμα Τσίπρα.
Αν με ρωτήσει κανείς για το αν πιστεύω ότι τα κόμματα αυτά μπορούν να ασκήσουν αποτελεσματική αντιπολίτευση υπέρ του λαού και της πατρίδας, θα απαντούσα πως κατά τα φαινόμενα, όχι. Δεν έχουν κανένα από τα εχέγγυα. Δεν έχουν την οργάνωση, ιδίως «από τα κάτω» μέσα στη κοινωνία και «απ’ έξω», δηλαδή εκτός βουλής. Δεν έχουν το αναγκαίο πολιτικό πρόγραμμα, δεν έχουν ούτε τα ικανά στελέχη για μια τέτοια ανένδοτη αντιπολίτευση ρήξης και ανατροπής.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ως κόμματα είναι μια από τα ίδια με τα άλλα που για χρόνια τώρα εντός κοινοβουλίου έχουν αποδείξει στην πράξη τι «καπνό φουμάρουν», για ποιον και για ποια συμφέροντα δουλεύουν. Ακόμη λοιπόν κι αν συνθλιβούν από τις μυλόπετρες του υφιστάμενου δοτού και κολοβού κοινοβουλευτισμού, ακόμη κι αν συνθηκολογήσουν όπως έκαναν τόσοι και τόσοι άλλοι επίδοξοι σωτήρες, δεν σημαίνει ότι δεν αξίζουν να ψηφιστούν σ’ αυτήν τη φάση.
Η πράξη θα δείξει ποιος είναι ποιος. Σε κάθε περίπτωση μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η αήθης επίθεση από τα γνωστά μέσα, ενάντια κυρίως στη Νίκη. Αναρωτιέμαι γιατί ο θρησκευτικός «σκοταδισμός» της Νίκης είναι χειρότερος από τον επίσημο σκοταδισμό που έχουν επιβάλει τα κόμματα του δολοφονικού πανδημικού ολοκληρωτισμού; Άραγε πόσες εκατόμβες αδικοχαμένων συνανθρώπων μας στοίχισε η Νίκη έναντι των δεκάδων χιλιάδων νεκρών που έστειλε άδικα στον τάφο η διακομματική συμπαιγνία της εργαλειοποιημένης πανδημίας;
Γιατί είναι χειρότερος ο «σκοταδισμός» της Νίκης από τον υστερικό παροξυσμό της ξενόφερτης woke culture, η οποία στο όνομα της δήθεν «επαγρύπνησης εναντίον φυλετικών προκαταλήψεων και διακρίσεων» έχει βαλθεί να επιβάλει με το βούρδουλα της αυθαιρεσίας νέους φυλετικούς διαχωρισμούς με κριτήριο το σεξουαλικό προσανατολισμό, να ξεριζώσει τη ισονομία και ισοπολιτεία για όλους ανεξάρτητα φύλου, θρησκεύματος, ιδεολογίας, καταγωγής, οικοδομώντας νέα γκέτο. Και κυρίως να τσακίσει το δικαίωμα στη μητρότητα και την οικογένεια. Να υποκαταστήσει την οικογένεια με τη «συμβίωση», που κρύβει πρώτα και κύρια την εμπορευματοποίηση του παιδιού και της μητρότητας.
Ποιος λοιπόν είναι ο αληθινός σκοταδιστής;
Επίσης, γιατί η θρησκευτική προσήλωση της Νίκης είναι χειρότερη από τον γνωστό αρχηγό κοινοβουλευτικού κόμματος, ο οποίος πουλώντας τα χειρόγραφα του Ιησού, βότανα και κάθε λογής ματζούνια δια τηλεοράσεως έγινε ευυπόληπτο μέλος του κοινοβουλίου; Ποιος είναι πιο θρησκόληπτος, ή πιο ορθά, ποιος είναι πιο Θεομπαίχτης; Εκείνος που, σαν τον επικεφαλής της Νίκης, διαδηλώνει την πίστη του με ολόκληρη τη ζωή του – έστω κι αν διαφωνούμε μαζί του – ή εκείνος που ντύνεται τον θεοσεβούμενο για να εξαπατήσει τους αφελείς πιστούς;
Άλλωστε, ας θυμηθούμε τον Ανδρέα Λασκαράτο πόσο εύστοχα περιέγραφε τον Θεομπαίχτη: «Ὁ Θεομπαίχτης κάνει ἔργο του τὴ θρησκεία. Ἐκμεταλλεύεται τὸν Οὐρανό, διὰ νὰ ζήσῃ στὴ Γῆ. Τὰ λόγια του πνένε φόβον Θεοῦ. Προσέχει αὐστηρᾶ στὲς νέες ιδέες μὴν ἔχουν τίποτε ἀντιθρησκευτικὸ ἢ ἀλλόθρησκο· καὶ ὅταν δὲν τὸ εὕρῃ, τὸ πλάθει. Καὶ εἶν’ ἐκεῖνο ἕνα τὶ ἀξιοζητούμενο δι’ αὐτόν, ἐπειδὴ τοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ κατηγορήσῃ τὸν νεοτεριστὴν ὡς ἄθρησκον, καὶ μὲ ἐκεῖνον τὸν τρόπον νὰ δείξῃ ἀφοσίωσιν εἰς τὰ θεῖα. Ἔτσι, ἄν ἦναι τοκογλύφος ρίχνει πέπλον παχυλόν ἀπάνου στά στραγγουλήσματα πού κάνει στούς ὀφειλέτας του. Ἄν ἦναι τραπεζορρίχτης, ξαναποχτά ἐμπιστοσύνη καί νέα κεφάλαια παρακαταθήκης. Ἄν κερδοσκοπή ἀπάνου στάς ψήφους τῶν χυδαίων, ἀποχτά ὑπόληψιν μέσα στόν ἄλλο, γίνεται κομματάρχης, καί λαβαίνει θέσην σπουδαίου ἀνθρώπου εἰς τήν κοινωνίαν.»[1]
Κι όταν βλέπουμε εν μέσω προεκλογικής περιόδου τους χειρότερους εν τοις πράγμασι Θεομπαίχτες της κομματικής πολιτικής, του ράσου και του δημόσιου λόγου να έχουν εκστρατεύσει εναντίον του «σκοταδισμού» της Νίκης, τότε, να μου επιτρέψετε, δεν θα τους κάνω τη χάρη. Δεν πρόκειται να συνταχθώ μαζί τους.
Όχι δεν θα επιτρέψω οι διαφωνίες μου για την θρησκευτική περιχαράκωση της Νίκης, αλλά και για την άρνηση κάθε συνεργασίας στο όνομα της δικής της μίας και μόνης αποκαλυπτικής αλήθειας, της δικής της ιδεολογικής και θρησκευτικής καθαρότητας – η οποία αντικειμενικά επειτείνει το διαίρει και βασίλευε μέσα στο λαό – να με ταυτίσουν με τον κύριο εχθρό μου, δηλαδή τους εξ επαγγέλματος πολιτικού, εκκλησιαστού, ή ακαδημαϊκού, Θεομπαίχτες.
Άλλωστε, δεν είμαι τόσο ανόητος, ώστε να θεωρώ την πολιτική θρησκοληψία πάνω στην οποία θεμελιώνεται σήμερα το κόμμα εκ Περισσού, καλύτερη, ή πιο προοδευτική από εκείνη που αποδίδουν στη Νίκη. Γιατί είναι καλύτερη; Επειδή χάρις σ’ αυτήν μπορούν οι επιτήδειοι της κομματικής αργομισθίας να εξαπατούν τους πιστούς οπαδούς; Επειδή διευκολύνουν τον κ. Κουτσούμπα να δίνει γη και ύδωρ στα υπερεθνικά μονοπώλια, όπως έκανε πρόσφατα επισκεπτόμενος τα γραφεία της Pfizer για να εκθειάσει τα «θαύματά» της;
Επίσης, τα γνωστά για τη φιλαλήθεια τους μέσα μαζικής εξαπάτησης διαρυγνύουν τα ιμάτιά τους για τις αποχωρήσεις από τη Νίκη και από την Πλεύση Ελευθερίας. Με όλο το σεβασμό σ’ αυτούς που αποχωρούν, κατανοώ την αγανάκτησή τους γιατί η ηγεσία του κόμματός τους αρνήθηκε να τιμήσει τους σταυρούς που πήραν στις πρόσφατες εκλογές. Όμως, αναρωτιέμαι, δεν ήξεραν που πήγαιναν; Δεν ήξεραν ότι εντάσσονται σε κομματικά ψηφοδέλτια όπου το κουμάντο το κάνουν οι αργηγοί και τα κλειστά επιτελεία τους; Δεν γνώριζαν ότι εντάσσονται σε σχήματα όπου δεν υφίστανται κανενός είδους εσωκομματικές διαδικασίες πέραν όσων ορίζουν οι αργηγοί; Δεν γνώριζαν ότι πρόκειται για κόμματα χωρίς οργανωμένη βάση μελών με εσωτερική ζωή και διαδικασίες εκλογής;
Άγνοια κινδύνου, αφέλεια, αδιαφορία, ή φιλοδοξία;
Μπήκαν εξαρχής σε κόμματα που λειτρουργούν εξ ορισμού ως «μονοπρόσωπη ΕΠΕ», όπου ένας κλειστός κύκλος προεπιλεγμένων προσώπων αποφασίζουν για όλα. Συχνά κεκλεισμένων των θυρών και εν αγνοία όλων των άλλων. Γιατί δέχθηκαν να ενταχθούν σε τέτοια κόμματα; Γιατί αποδέχθηκαν το πλαίσιο αυτό και τώρα που στράφηκε εναντίον τους διαμαρτύρονται;
Ούτε βέβαια κριτήριο για το αν ξεπουλήθηκε κάποιο κόμμα είναι η αποχώρηση των δυσαρεστημένων. Ειδικά όταν πρόκειται για σταυρούς και ψήφους. Το ποιος ξεπουλιέται, ή όχι κρίνεται από τις επιλογές που κάνει στα μεγάλα ζητήματα που καταδυναστεύουν το λαό και τη χώρα, αλλά και από την πορεία που θα ακολουθήσει σύμφωνα με αυτές τις επιλογές.
Εδώ είμαστε για να βρεθούμε με όλους στους κοινούς αγώνες της επομένης των εκλογών. Κι εκεί θα κριθούμε όλοι μας. Τόσο οι ηγεσίες, όσο και οι οπαδοί.
Τέλος, μεγάλη συνεισφορά στη δημοκρατία, αλλά και στην ενότητα ενός αυθεντικά λαϊκού κινήματος θα είναι η εκλογική εξόντωση όλων των υπολοίπων κομμάτων ευκαιρίας, ή κομμάτων ειδικού σκοπού, όπως τα έχουμε χαρακτηρίσει. Όσο λιγότεροι πετάξουν την ψήφο τους στο καλάθι των αχρήστων της «χαμένης ψήφου», τόσο αυξάνουν οι πιθανότητες να τα βρει σκούρα ο Μητσοτάκης και οι επενδυτές του.
Όταν πρωτομιλήσαμε για κόμματα ειδικού σκοπού, κάποιοι παρεξηγήθηκαν. Σήμερα μόνο τυφλοί και ανεγκέφαλοι δεν βλέπουν το ρόλο τους. Ο αρχικός στόχος τους ήταν να πετάξουν εκτός του κοινοβουλίου περίπου το 16% των εγκύρων ψηφοδελτίων, προκειμένου να μπορέσει ο Μητσοτάκης με τη συνεπικουρία της αποχής να αποκτήσει ποσοστό που θα του εξασφάλιζε άνετα την αυτοδυναμία στις αμέσως επόμενες εκλογές.
Το γεγονός είναι ότι τα κόμματα αυτά σχηματίστηκαν από το πουθενά, ως τυπικές φατρίες χωρίς κανένα σαφές πολιτικό πρόγραμμα για τα μεγάλα ζητήματα της χώρας «ἤτοι ἔχουσιν αὐτοὺς ἐκείνους τοὺς χαρακτῆρας οὓς ὁ ποινικὸς νόμος ἐν ἄρθρ. 57 δίδωσι τῇ συστάσει τῶν κακούργων,»[2] όπως έγραφε δεικτικά ο Ν. Ι. Σαρίπολος για τα κόμματα χωρίς πολιτικό πρόγραμμα, που σχηματίζονται για να ικανοποιήσουν ιδιοτέλειες.
Σε τι εξυπηρετεί η ψήφος στο κόμμα επί παραδείγματι του κ. Κούβελα; Σε τι διαφέρει από το κόμμα της κ. Κωνσταντοπούλου; Γιατί θα πρέπει να ψηφιστεί κάποιος ο οποίος προσπάθησε να ενταχθεί στο ψηφοδέλτιο της Πλεύσης, εγκαταλείποντας το κόμμα του, αλλά όταν απέτυχε η προσπάθειά του προφασίστηκε χιλιάδες λόγους για να μην υπάρξει ευρύτερη συνεργασία;
Ο ίδιος ο κ. Κούβελας μας έκανε ολόκληρη διάλεξη για την αντιστασιακή στάση της κ. Κωνσταντοπούλου, για το γεγονός ότι δεν έχει καμιά σοβαρή πολιτική διαφορά με το κόμμα της και γιατί δεν αξίζει να κατέβει κανείς στις εκλογές της 25ης Ιουλίου, εκτός κι αν είναι βέβαιος ότι θα πιάσει 4,5% ώστε να μπει στη Βουλή. Διαφορετικά, δουλεύει για τον Μητσοτάκη, όπως μας είπε χαρακτηριστικά. «Αν είναι να βοηθήσουμε τον Μητσοτάκη, τότε γιατί να μην πάμε απευθείας για να του ζητήσουμε κανένα υπουργείο,» όπως μας είπε ειρωνικά για να υπογραμμίσει τη θέση του.
Προσωπικά πιστεύω ότι είχε δίκιο. Με δεδομένο μάλιστα ότι δεν υπήρξε – και με υπαιτιότητα του ίδιου του κ. Κούβελα – αποφασιστική διεύρυνση της Συμμαχίας Ανατροπής. Επομένως, αναρωτιέμαι για ποιον λόγο κατεβαίνει σ’ αυτές τις εκλογές.
Το ίδιο ισχύει και για τον αποκαλούμενο Πατριωτικό Συνασπισμό, όπου η συνεύρεση και συνουσία σχημάτων είχε εξαρχής ως κίνητρο τα χρήματα του κ. Εμφιετζόγλου. Κι αυτό ισχύει τόσο για εκείνους που έχουν την ειλικρίνεια και το ομολογούν, όσο και για όσους καμώνονται πώς δεν είναι έτσι.
Από τη δεύτερη ουσιαστικά ημέρα των μετεκλογικών συνεννοήσεων, δεν συζητούσαν τίποτε άλλο εκτός από έναν «Συνασπισμό» υπό τον κ. Εμφιετζόγλου που βάζει τα λεφτά. Δεν δέχτηκαν να συζητήσουν καμιά άλλη συνεργασία, εκτός απ’ αυτήν.
Πέρα όμως από τα χρήματα του κ. Εμφιετζόγλου δεν υπάρχει ίχνος πατριωτικού και δημοκρατικού προγράμματος. Πρόκειται για σχήματα από το πουθενά, όπου κυριαρχεί η ιδεολογία του «εθνοφυλετισμού» χιτλερικής έμπνευσης και οι διαχωρισμοί του εμφυλίου πολέμου. Ανάμεσα σ’ αυτούς που αγόρασε με τα χρήματά του ο κ. Εμφιετζόγλου για να αποκτήσει ψηφοδέλτιο, υπάρχουν ορισμένοι, που είναι αδύνατον να συνεννοηθείς μαζί τους χωρίς ψυχιατρική συνδρομή. Αρχηγίσκοι που μέσα στη φασιστική ιδεοληψία τους ακούνε φωνές από το υπερπέραν, φαντάζονται ότι αν δεν είναι μετενσάρκωση του Τζαβέλα, ή κάποιου άλλου οπλαρχηγού, σίγουρα έχουν ως θεόπνευστη αποστολή την «απελευθέρωση των Ελλήνων».
Όχι οποιονδήποτε Ελλήνων, αλλά μόνο εκείνων των φυλετικά καθαρών κατά το πρότυπό τους. Για όλους τους άλλους υπάρχει η πόρτα, αν δεν υπάρξει ο Άδης, κατά το πρότυπο των ιδεολογικών προπατόρων τους.
Γι’ αυτό και επιμένω πώς η εκλογική εξαφάνιση όλων αυτών των σχημάτων έχει μόνο να προσφέρει στη δημοκρατία, το λαό, την πατρίδα. Ενώ η ψήφος σ’ αυτά δεν είναι απλά χαμένη, αλλά ουσιαστικά βοηθά τον Μητσοτάκη να πετύχει την πολυπόθητη για τους επενδυτές και κερδοσκόπους αυτοδυναμία.
Και η Συμμαχία Ανατροπής;
Η Συμμαχία Ανατροπής κατά τη γνώμη μου είναι ο μοναδικός τρόπος προκειμένου να συσπειρωθούν ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, ακόμη κι αν σήμερα ψηφίζουν άλλα κομματικά σχήματα, προκειμένου να υπάρξει αφενός κοινωνική αντιπολίτευση, αφετέρου ισχυρή δύναμη διεκδίκησης μιας άλλου τύπου διακυβέρνησης. Όμως δεν μπορεί να συνεχίσει με τη μορφή που είχε έως σήμερα.
Η φάση με βάση την οποία η Συμμαχία Ανατροπής επιχείρησε να αποτελέσει πεδίο συνεργασίας ευρύτερων κομματικών σχημάτων, απέδωσε ότι ήταν να αποδώσει και τελείωσε οριστικά. Από εδώ και μπρος η Συμμαχία θα συνεχίσει να έχει τις πόρτες της ανοιχτές για όλους όσοι θέλουν να παλέψουν από τις γραμμές της, αλλά η βασική της αποστολή οφείλει να είναι η «από τα κάτω» ανοικοδόμησή της με επιτροπές κατά τόπους, σαν ένα εκτεταμένο δίκτυο φορέων και κινημάτων που έχουν κοινωνικό εκτόπισμα και αποτύπωμα.
Το ΕΠΑΜ μετεκλογικά κι αφού απέτυχαν όλες οι προσπάθειες για αποφασιστική διεύρυνση της Συμμαχίας, είχε δύο επιλογές: Είτε να ξανακατέβει με τραυματισμένη σοβαρά τη Συμμαχία, μιας και δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε εκείνους που την έβλεπαν ευκαιριακά και με σκοπό μόνο τα εκλογικά οφέλη. Είτε να κατέβει στις εκλογές μόνο του το ΕΠΑΜ, κάτι που ναι μεν θα ήταν σύμφωνο με το θυμικό μας, αλλά θα κάναμε ότι κατηγορούσαμε ευθύς εξαρχής όλους τους άλλους.
Επιλέξαμε να μην κατέβουμε, αλλά και μην επιτρέψουμε και στη Συμμαχία Ανατροπής να συρθεί σε παζάρια χωρίς αρχές για να ικανοποιηθούν φιλοδοξίες που δεν είχαν καμιά σχέση με όσα λέγαμε προεκλογικά. Το ΕΠΑΜ εξ ιδρύσεως δεν υπήρξε ποτέ πολιτικός χώρος αυτοϊκανοποίησης, ούτε αυτοεπιβεβαίωσης, εν είδει πολιτικού αυνανισμού. Πιστεύουμε στην ανάγκη της οργανωμένης πολιτικής δουλειάς μέσα στην κοινωνία, πρωτίστως «από τα κάτω» και εκεί θεωρούμε ότι κρίνεται όχι μόνο το ΕΠΑΜ, αλλά οποιοσδήποτε μιλά εξ ονόματος, ή προς το συμφέρον του λαού, της δημοκρατίας και της πατρίδας. Όλα τα άλλα είτε είναι φύκια για μεταξωτές κορδέλες, είτε άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.
Το ΕΠΑΜ είναι η μοναδική οργανωμένη δύναμη – με τα χιλιάδες προβλήματα, ελλείμματα και αδυναμίες του – που δρα μέσα στην κοινωνία, χωρίς επαγγελματικό κομματικό μηχανισμό και εσωτερικές διαδικασίες που κανείς άλλος δεν διαθέτει. Σκοπός του ήταν εξαρχής να λειτουργήσει ως καταλύτης στην οργανωτική ανασυγκρότηση της κοινωνίας, προκειμένου να είναι σε θέση να ανατρέψει το καθεστώς κατοχής και εκποίησης.
Να γιατί η Συμμαχία Ανατροπής υπήρξε για εμάς, το ΕΠΑΜ, στρατηγική επιλογή. Να γιατί ήδη έχουμε ξεκινήσει περιοδείες συνάντησης με ομάδες πολιτών και κινήματα βάσης προκειμένου σε κάθε περιοχή να συγκροτηθεί μια ανοιχτή επιτροπή της Συμμαχίας, η οποία θα συνενώσει πολίτες ανεξάρτητα της ψήφου, ή και της πολιτικής ένταξής τους. Στόχος μας είναι σύντομα – ίσως, νωρίς το ερχόμενο Φθινόπωρο – να είναι δυνατή η συγκρότηση μιας Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης των κατά τόπους επιτροπών της Συμμαχίας, προκειμένου να συντονίσουμε τις δράσεις της έως την επόμενη εκλογική ή πολιτική μάχη, αλλά και να ορίσει την ηγεσία της.
[1] Χαρακτήρες Α. Λασκαράτου. Παρνασσός. Σύγγραμμα Περιοδικόν κατά μήνα εκδιδόμενον. Τόμος Θ, τεύχος Α, 31η Ιανουαρίου 1885, 151-152.
[2] Ν. Ι. Σαρίπολου: Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου, τόμος Δεύτερος. Αθήνησι: Εκ του τυπογραφείου Μιχαήλ Ν. Αγγελίδου, 1874, 342.
Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Πρόεδρος του ΕΠΑΜ και Επικεφαλής της Συμμαχίας Ανατροπής. Πρώτη δημοσίευση του άρθρου στο ιστολόγιο του Δ. Καζάκη στις 13/6/2023.
Αφήστε ένα σχόλιο