Τουρνάκη Γεωργία

Μέλος του Εθνικού Συντονιστικού Συμβουλίου του ΕΠΑΜ

Βιώνουμε την πιο δύσκολη ίσως περίοδο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας πολιτικά και κοινωνικά αλλά και με τόσες ασάφειες και διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας, που  οδηγεί το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου σε απόλυτη σύγχυση. Δεν είναι και πολύ δύσκολο να κάνουμε μία σύγκριση με παλαιότερες περιόδους όπου αν και υπήρχαν πολλές δυσκολίες και πολιτικές αναταραχές τέτοια αμφισβήτηση ή και αλλοίωση των εννοιών που γνωρίζαμε δεν υπήρχε τουλάχιστον στον βαθμό που την συναντάμε σήμερα.

Σκόπιμα καλλιεργήθηκε αυτή η ασάφεια και η παραποίηση των νοημάτων ειδικά από την εποχή του πρώτου μνημονίου ώστε να προκαλέσει περισσότερη ασυνεννοησία μεταξύ μας που οδηγεί εύκολα στην απομόνωση. Η κορύφωση αυτής την τακτικής επικράτησε τα τελευταία τρία χρόνια της λεγόμενης «πανδημίας» όπως την ονόμασαν οι «ειδικοί».

Αν μπορούμε να βρούμε ένα καλό στοιχείο στην πράγματι σκοτεινή αλλά και συνάμα πολύ ενδιαφέρουσα περίοδο που διανύουμε και οι ιστορικοί του μέλλοντος θα προσπαθήσουν να ερευνήσουν σε βάθος, είναι οι συνεχείς ζυμώσεις και η δημιουργία ομάδων τόσο κοινωνικών όσο και πολιτικών, που ίσως με μία πρώτη ματιά να είναι συγκεχυμένο ως φαινόμενο, αλλά εν τέλει είναι και το ζητούμενο.

Είναι πολύ λογικό μέσα στο γενικότερο χαοτικό πλαίσιο να αμφισβητούνται έννοιες και όροι που υποτίθεται εδώ και χρόνια έχουν επιλυθεί. Από την άλλη μεριά σκόπιμα τέτοιες έννοιες αναλύονται εκ νέου έτσι ώστε να προκαλέσουν ακόμα περισσότερες διαφωνίες και διάσπαση. Άλλωστε είναι γνωστό πως μεγαλύτερη διάσπαση της κοινωνίας σε μικρότερες ομάδες εξυπηρετεί συγκεκριμένα πλάνα μίας πολιτικής και οικονομικής ελίτ που δρα παρά και ενάντια της θέλησης και των συμφερόντων του λαού.

Πολύς λόγος εδώ και χρόνια και σχεδόν σε κάθε εκλογική περίοδο ιδιαιτέρως μετά την εποχή των μνημονίων για την Αποχή. Από την πρώτη στιγμή που ο λαός με το μνημόνιο και τους εφαρμοστικούς του νόμους βγήκε στους δρόμους να διαδηλώσει την αντίθεσή του με την κατεύθυνση της τότε πολιτικής ελίτ, πολλές ομάδες προσπαθούσαν να διαδώσουν ότι η καλύτερη και σωστότερη δράση και αντίδραση είναι η μη συμμετοχή στις εκλογικές αναμετρήσεις και η απαξίωση κάθε πολιτικής δράσης. Τόσο ως απάντηση στα υπάρχοντα καθεστωτικά κόμματα, αλλά και σε κάθε νέα προσπάθεια δημιουργίας κινημάτων/κομμάτων που οι πολίτες θέλησαν να οργανωθούν σε αυτά με σκοπό να διεκδικήσουν νέες πολιτικές λύσεις και ιδεολογικές προσεγγίσεις, από αυτές που το κατεστημένο προστάζει και προπαγανδίζει. Έτσι υπήρξαν πολλά κινήματα, υποκινούμενα πολλές φορές και από καθεστωτικά κόμματα, που ως στόχο είχαν να ισοπεδώσουν και να αποδυναμώσουν κάθε νέα λαϊκή δράση θέτοντας στους πολίτες το δίλημμα αν πρέπει να συμμετέχουν στις εκλογές μέσα σε ένα ουσιαστικά διεφθαρμένο πολιτικό προσωπικό όπου έχει την εξουσία να ορίζει τα πάντα ακόμα και το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης. Αυτό φυσικά δεν είναι και απολύτως ψευδές και ως γνωστό η προπαγάνδα για να δουλέψει σωστά πρέπει να περιέχει και μερικές δόσεις αλήθειας. Από την άλλη όμως το δίλλημα έχει αρχίσει να παίρνει την μορφή μίας ακόμη πόλωσης.

Ας προσπαθήσουμε ωστόσο να δούμε κατά πόσο η επιλογή της αποχής μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα προς όφελος της κοινωνίας και όχι των κυρίαρχων κατεστημένων κομμάτων.

Πρώτον πρέπει να λάβουμε υπόψη μας έναν σοβαρό προβληματισμό. Την αποχή δεν την πολεμούν τα «μεγάλα» κόμματα (ή για να είμαστε πιο ακριβής, τα κόμματα του γνωστού δίπολου). Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία πως οι εκάστοτε εκλογικοί νόμοι που φέρνουν κάθε τόσο τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία είναι «κομμένοι – ραμμένοι» στα μέτρα τους. Έχουμε αναρωτηθεί γιατί δεν υπάρχει καμία προσέγγιση μέσα στην εκλογική καμπάνια των μεγάλων κομμάτων προς τους πολίτες- ψηφοφόρους αν είναι υποχρεωτική ή όχι η ψήφος; Γιατί τελικά το ποσοστό της αποχής προφανώς εξυπηρετεί τα «πρώτα» σε ψήφους κόμματα και τους δίνει και μεγαλύτερο προβάδισμα. Πώς γίνεται αυτό;

Μα είναι απλό. Διότι το ποσοστό των κομμάτων υπολογίζεται με βάση το εκλογικό μέτρο, δηλαδή τον αριθμό των έγκυρων ψηφοδελτίων. Στην πράξη, δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι από τα 10 εκ. ψηφοφόρους τα 2 εκ. επιλέξουν την αποχή, το λευκό ή το άκυρο, τότε το εκλογικό μέτρο θα γίνει 8 εκ. από τα 10 εκ. που είναι αρχικά. Από την στιγμή που μειώνεται το εκλογικό μέτρο, διαμορφώνεται διαφορετικά και το τελικό ποσοστό των κομμάτων που βρίσκονται μέσα στην βουλή. Να σημειώσουμε ως σημαντικό παράγοντα ότι από το ίδιο εκλογικό μέτρο αφαιρούνται και οι ψήφοι κομμάτων που έχουν μικρότερο ποσοστό από 3%. Προφανώς και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση πλέον ότι τόσο ο εκλογικός νόμος που τροποποιείται πάντα προς το συμφέρον συγκεκριμένων πολιτικών και ιδεολογικών κατευθύνσεων αλλά και η επιλογή της μη συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία ικανοποιούν τον ίδιο σκοπό.

Το ερώτημα που προκύπτει εύλογα σε πολλούς σκεπτόμενους είναι γιατί τόση επιμονή κάποιων στην επιλογή της αποχής;

Καλό είναι προκειμένου να απαντήσουμε στο ερώτημα να διαχωρίσουμε τους ψηφοφόρους εκείνους, στους οποίους κι εγώ κάποια στιγμή έχω βρεθεί στην αντίστοιχη θέση, που αντιμετωπίσαμε το δίλημμα ότι εφόσον οι επιλογές που μας δίνονται είναι πολύ συγκεκριμένες και δεν εκφράζουν ούτε την ιδεολογία μας αλλά ούτε τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα του μεγαλύτερου μέρους του συνόλου, η καλύτερη απάντηση είναι να απέχουμε. Από το πρώτο μνημόνιο και μετά την κορυφαία απογοήτευση που μας προκάλεσε ειδικά η στάση του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 και έπειτα, λόγω της κατάχρησης της ελπίδας του λαού που εκμεταλλεύτηκε με τον χειρότερο τρόπο, πολλοί συμπολίτες μας έχουν αποστασιοποιηθεί εντελώς από τον χώρο της πολιτικής και προτίμησαν να αφήσουν την κατάσταση ως έχει.

Από την άλλη δεν έχουν λείψει όλα αυτά τα χρόνια της ιδιότυπης μνημονιακής κατοχής και πολλοί που προπαγανδίζουν πως η αποχή είναι η μόνη λύση, χωρίς όμως να εξηγούν πως νομικά και συνταγματικά μπορεί να επιτευχθεί αυτό.

Ως προς την πρώτη κατηγορία των σκεπτόμενων απογοητευμένων που θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε, θα λέγαμε πως οι συνέπειες μίας τέτοιας επιλογής δεν δικαιώνουν σίγουρα το μεγάλο μέρος του Ελληνικού λαού. Δεδομένου ότι το ποσοστό της αποχής αφαιρείται από το εκλογικό μέτρο, όπως παραπάνω αναφέραμε, το εκλογικό αποτέλεσμα μέχρι σήμερα δίνει το μεγαλύτερο προβάδισμα στα κόμματα του δίπολου, των οποίων οι πολιτικές επιλογές μας οδήγησαν στην σημερινή κατοχή και στις μνημονιακές δεσμεύσεις που ψευδώς διαδίδουν ότι έχουμε πλέον φύγει από αυτές, ενώ τα τραγικά επακόλουθά τους τα ζούμε 12 και πλέον έτη.

Η δεύτερη όμως κατηγορία μάλλον έχει και την μεγαλύτερη ηθική ευθύνη διότι δίνει παραπλανητικές αποδείξεις ότι ένα μεγάλο ποσοστό αποχής μπορεί να ακυρώσει το αποτέλεσμα των εκλογών. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε εδώ ότι μερικές από αυτές τις ομάδες πολιτών που προπαγανδίζουν την αποχή ως το μόνο βασικό δικαίωμα επιλογής, ενδεχομένως και να σχετίζονται με κάποιο από τα λεγόμενα «μεγάλα» κόμματα, εφόσον αυτά κυρίως αποκτούν περισσότερη δυναμική.  Ωστόσο, δεν έχει υπάρξει κάποια περίπτωση ακύρωσης εκλογικού αποτελέσματος που να δικαιολογείται από το ποσοστό αποχής του εκλογικού σώματος από την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Επομένως, δεν ευσταθεί και η όποια προτροπή από οποιονδήποτε, άτομο ή ομάδα για αποχή.

Τουναντίον μπορούμε να ισχυριστούμε πως ένα μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής, είναι ικανό να προκαλέσει την μεγάλη ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος και να δώσει φωνή και σε πιο μικρές πολιτικές ομάδες ή συνδυασμούς. Ως παράδειγμα για το τελευταίο θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την μεγάλη ανατροπή στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2015, που ενώ οι δημοσκόποι της περιόδου εκείνης διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους για την σίγουρη νίκη του «ΝΑΙ» έχοντας λάβει υπόψη τους ένα ποσοστό αποχής ανάλογο με προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, το ποσοστό του «ΟΧΙ» ωστόσο ξεπέρασε τις προσδοκίες των υποστηρικτών του και άφησε άφωνη την τότε αντίθετη πλευρά. Εκείνο που στις δημοσκοπήσεις, όσο κατευθυνόμενες κι αν ήταν από τους υποστηρικτές του ΝΑΙ και τους υποκινητές του παιχνιδιού εκείνης της περιόδου, δεν ελήφθει σοβαρά υπόψη ήταν ότι αν και καλοκαίρι οι πολίτες αποφάσισαν να δώσουν την απάντηση τόσο στους ξενόδουλο πολιτικό προσωπικό αλλά και σε όσους επιβουλεύονται την δημόσια και ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Λαού.

Θα τολμούσαμε λοιπόν να βγάλουμε ένα συμπέρασμα πως η εμμονή κάποιων για την αποχή από το εκλογικό δικαίωμα ζημιώνει ακόμα περισσότερο τον ίδιο τον λαό γιατί στο τέλος υπακούει σε ένα κοινοβούλιο που ενώ φαίνεται «πολυκομματικό» ουσιαστικά εξυπηρετεί συγκεκριμένα ολιγαρχικά συμφέροντα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία όλα τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία υπηρετούν τις επιταγές των «δανειστών» στους οποίους ένας ολόκληρος λαός έχει τεθεί υπό καθεστώς ομηρίας και υποταγής, ενώ τα ελάχιστα αντιπολιτευτικά κόμματα ουσιαστικά με την ανοχή που δείχνουν σε κάθε συνταγματική εκτροπή που ακολουθεί, ουσιαστικά υποβοηθούν περισσότερο της πολιτικές επιλογές της εκάστοτε εξουσίας.

Τελευταία παρακολουθήσαμε όλοι ένα κακό θέατρο στο κοινοβούλιο με στόχο τον αποκλεισμό από την εκλογική διαδικασία κομμάτων που δεν συνάδουν με τα κόμματα του «συνταγματικού τόξου» όπως ο Ευ. Βενιζέλος ονόμασε το σύνολο των καθεστωτικών κομμάτων που υπηρετούν το σημερινό κατεστημένο με κύριο αφήγημα την διατήρηση της «δημοκρατικής σταθερότητας». Είναι απολύτως σαφές λοιπόν, ότι είναι ικανοί να εμποδίσουν πάση θυσία την συμμετοχή στο κοινοβούλιο οποιασδήποτε πολιτικής φωνής εναντιώνεται κι έχει στόχο την πλήρη ανατροπή της εκποίησης της χώρας και του λαού που ακολουθεί το υπάρχον πολιτικό προσωπικό μέσα από τις μνημονιακές δεσμεύσεις.

Με την μη συμμετοχή όχι μόνο δεν ακυρώνεται το κατάπτυστο αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών επιλογών, απεναντίας έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι ενισχύεται η πεποίθηση πως ζητήματα που αφορούν τη χώρα και το μέλλον των επόμενων γενεών αφορούν μόνο ελάχιστους που φαινομενικά, έστω, κατέχουν εξουσία και δύναμη. Η πραγματική δύναμη όμως όπως και η εξουσία είναι και πρέπει να παραμείνει στα χέρια ενός λαού που είναι αποφασισμένος να διεκδικήσει με κάθε μέσο ο,τι έχει στερηθεί με κατασκευασμένα διλλήματα και ψεύτικες υποσχέσεις. Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά θα πρέπει να κερδίσει η μεγαλύτερη συμμετοχή ενός πραγματικά αποφασισμένου λαού που διψάει για αληθινή Δημοκρατία και Ελευθερία.