Με την έναρξη της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» -κατά τη Μόσχα- στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, πολλοί στην πατρίδα μας, προεξάρχοντος του πολιτικού συστήματος, της ακαδημαϊκής κοινότητας και των ΜΜΕ, έσπευσαν να παραλληλίσουν τις εξελίξεις αυτές με την αντίστοιχη τουρκική εισβολή στη μαρτυρική Κύπρο το 1974. Ως εκ τούτου θεώρησαν αυτονόητη την χωρίς τον παραμικρό αστερίσκο καταδίκη της ρωσσικής επιχείρησης, φτάνοντας στο άκρο να συντρίψουν με δηλώσεις, αλλά και με την αποστολή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία κάθε σχέση με τη Ρωσσία, με μόνη την Τουρκία να επιχαίρει γι’ αυτό.
Προφανώς φαινομενικά υπάρχουν ομοιότητες. Τυπικές και ουσιαστικές. Τέτοιες που δίνουν ικανοποιητικό άλλοθι για να ισχυρίζεται κάποιος, ότι στέκεται στη «σωστή πλευρά της ιστορίας» και να στρέφεται με φανατισμό εναντίον της Ρωσσίας στη βάση μανιχαϊστικών αντιλήψεων που εν πολλοίς προωθεί η νατοϊκή προπαγάνδα.
Οι φαινομενικές ομοιότητες
Κατ’ αρχήν τυπικά και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για αιματηρή εισβολή τρίτης δύναμης στο έδαφος μιας ανεξάρτητης χώρας μέλους του ΟΗΕ και αυτό, τυπικά επίσης, παραβιάζει κατάφορα το διεθνές δίκαιο. Κάτι που είμαστε υποχρεωμένοι όλοι να το αποδεχόμαστε, διαφορετικά ο χαρακτηρισμός «ζούγκλα» στις διεθνείς σχέσεις θα ήταν εξαιρετικά ήπιος -που ουδόλως απέχει από την πραγματικότητα και ας υποκρινόμαστε πως όχι, βαυκαλιζόμενοι με ανέξοδες ηθικολογίες.
Η δεύτερη ομοιότητα μεταξύ των δύο περιπτώσεων έχει να κάνει με τη δικαιολογία στη βάση της οποίας στηρίχθηκε η εισβολή. Τόσο η Τουρκία το 1974, όσο και η Ρωσσία το 2022 επικαλέσθηκαν την προστασία δικών τους μειονοτικών πληθυσμών στο έδαφος των χωρών που εισέβαλαν.
Ο τρίτος παραλληλισμός είναι ότι μια μεγάλη και ισχυρή χώρα εισβάλλει σε μια μικρότερη και εξαιρετικά αδύναμη χώρα. Συνεπώς δεν μπορούμε παρά να στεκόμαστε στο πλευρό του «αδύναμου».
Υπάρχει όμως και μια τέταρτη πραγματική ομοιότητα που αποσιωπάται. Και στις δύο περιπτώσεις οι εξελίξεις δρομολογήθηκαν μετά από άφρονες επιλογές και ενέργειες από την πλευρά των «αμυνομένων». Όσον αφορά στην Κύπρο, προηγήθηκε το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, που έδωσε την ευκαιρία στην Άγκυρα, ως εγγυήτρια δύναμη, να επέμβει στρατιωτικά και να εισβάλει. Το ίδιο περίπου συνέβη στην Ουκρανία μετά το πραξικόπημα της πλατείας Μεϊντάν το 2014 και ότι επακολούθησε με την εθνικιστική προσπάθεια «ουκρανοποίησης» και αντίστοιχης απορωσσοποίησης.
Οι διαφορές που καθιστούν τις περιπτώσεις μη συγκρίσιμες
Εάν θεωρήσουμε ότι οι παραπάνω ομοιότητες θα μπορούσαν να ισχύουν -εν μέρει, ή εν όλω-, παρακάτω αρχίζουν οι σημαντικές διαφορές που τις καθιστούν έωλες και τις περιπτώσεις μη συγκρίσιμες.
Ως προς το πρώτο, περί εισβολής, αναφέρω -για όποιον προσέχει- «τυπικά» διότι υπάρχει και διαφορετική ανάγνωση του διεθνούς δικαίου στην περίπτωση του ουκρανικού. Στον βαθμό που αληθεύουν -έστω εν μέρει- οι πληροφορίες ότι από καιρό προετοιμάζονταν επίθεση του ουκρανικού στρατού στις αυτονομημένες περιοχές του Ντονμπάς και της Κριμαίας. Κάτι που στην πράξη αποδείχθηκε με το γεγονός της συγκέντρωσης σχεδόν του συνόλου των μάχιμων ουκρανικών δυνάμεων σε αυτές τις περιοχές, με συνέπεια να καταστεί δυνατή η εύκολη προέλαση των Ρώσσων στο βορρά, φτάνοντας στα περίχωρα του Κιέβου, ανεξάρτητα εάν τελικά υποχώρησαν επειδή δεν χρειάζονταν πλέον η παραμονή τους εκεί. Σε αυτήν την περίπτωση ο ισχυρισμός των Ρώσσων περί αμυντικής επιχείρησης, συμβατής με τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ, έχει βάση.
Όμως και κυρίως, ενώ το Κυπριακό εξελίχθηκε ως μια διένεξη μεταξύ των δύο κοινοτήτων και των χωρών (Ελλάδα και Τουρκία) που εγγυώντο την προστασία τους, με τρίτες δυνάμεις (κατά… σύμπτωση νατοϊκές – αγγλοσαξονικές) απλά να επωφελούνται της διαμάχης, την οποία αποδεδειγμένα μόχλευσαν, το ουκρανικό ζήτημα εξελίσσεται ως μια κορυφαία αντιπαράθεση μεταξύ δύο πανίσχυρων παγκόσμιων δυνάμεων, ή και συνασπισμών. Είναι αφέλεια να πιστεύει κανείς, ότι είναι μια ουκρανορωσσική διένεξη απλά, με τη δύση να παίρνει μόνον το μέρος του αδυνάτου με βάση δήθεν τις αρχές και τις αξίες του δυτικού πολιτισμού και της δημοκρατίας, απέναντι στον δικτάτορα Πούτιν. Λόγια ηθικοπλαστικής παρηγορίας για μικρά παιδιά!
Πρόκειται για έναν πόλεμο μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής», που υπέβοσκε πολλά χρόνια για να προσλάβει τώρα θερμά χαρακτηριστικά στο ουκρανικό έδαφος και αύριο ενδεχομένως (και) αλλού. Μιας χώρας δηλαδή που ευρισκόμενη μεταξύ δύο συγκρουόμενων τεκτονικών πλακών παγκόσμιας ισχύος, μόνον με απόλυτη ουδετερότητα θα μπορούσε να επιβιώσει και να ευημερήσει ο πληθυσμός της.
Η Ουκρανία προερχόμενη ιστορικά από τα σπλάχνα της ρώσσικης αυτοκρατορίας, η ένταξή της στο ΝΑΤΟ και μάλιστα με όρους «απορωσσοποίησης» επ’ ουδενί μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τη Μόσχα, ανεξαρτήτως πολιτικού καθεστώτος της τελευταίας. Ακόμη και από ένα φιλοδυτικό καθεστώς τύπου Γιέλτσιν θα υπήρχε σφοδρή αντίδραση. Πολύ περισσότερο που η Μόσχα χρόνια προειδοποιούσε, ενώ παράλληλα πρότεινε στο ΝΑΤΟ ένα ολοκληρωμένο σχέδιο μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην Ευρώπη από το Βλαδιβοστόκ έως τον Ατλαντικό στη βάση της αμοιβαιότητας και της ισότιμης συνεργασίας.
Κάτι που συστηματικά απορρίπτονταν μετά πολλών, ή εντελώς άνευ, επαίνων από τους «δυτικούς» και κυρίως τους αγγλοσάξονες. Οι οποίοι έβλεπαν πάντα τις υποθέσεις ασφαλείας υπό το πρίσμα της ιμπεριαλιστικής επέκτασης, σταδιακής υπονόμευσης και εν τέλει διάλυσης της Ρώσσικης Ομοσπονδίας. Ενός κατακερματισμού της Ρώσσικης Ομοσπονδίας και μιας διάλυσης που θα επέτρεπε με όρους στυγνής αποικιοκρατίας την καταλήστευση των ατέλειωτων πλουτοπαραγωγικών πηγών του αχανούς ρώσσικου εδάφους.
Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο φαντάζει, σε πολλούς, ως ένα πολύ μακρινό ή και σχετικά απίθανο ενδεχόμενο, η συμπεριφορά της «Δύσης» από το 1991 -που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση και διαλύθηκε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας- προς αυτήν την κατεύθυνση κατέτεινε, με το ΝΑΤΟ -παρά τις υποσχέσεις- να επεκτείνεται όλο και πιο ανατολικά και με ολοένα και πιο απροκάλυπτο τρόπο. Κάτι που εξαναγκάζει τη ρωσσική ηγεσία (και θα εξανάγκαζε κάθε σοβαρή ηγεσία οποιασδήποτε χώρας και οποιουδήποτε κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος) να το λαμβάνει στο διηνεκές υπ’ όψιν της και να καθορίζει την πολιτική της.
Αντίθετα στην περίπτωση της Κύπρου καμία τέτοια -έστω και θεωρητική- απειλή δεν υπήρχε απέναντι στην Τουρκία, ούτε από την ίδια την Κύπρο, ούτε από την Ελλάδα. Ως εκ τούτου, δεν απέχει μακράν της αληθείας ο ισχυρισμός, ότι η μεν εισβολή στην Κύπρο είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας αναθεωρητικής και επεκτατικής (ιμπεριαλιστικής) πολιτικής από την πλευρά της Άγκυρας, αποτελούσα κατάφορη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, η δε «εισβολή» στην Ουκρανία απετέλεσε προϊόν προληπτικής αποτροπής από την πλευρά της Ρωσσίας -έστω κι αν κάποιος τη θεωρήσει υπερβολική ως αντίδραση και βεβιασμένη, ενώ άλλοι πολύ καθυστερημένη.
Η Ρωσσία κάνει σήμερα στην Ουκρανία αυτό που θα έπρεπε να είχε κάνει χθες η Ελλάδα στην Κύπρο και το Αιγαίο
Θα μπορούσε μάλιστα βάσιμα να ισχυρισθεί κάποιος, ότι η Ρωσσία κάνει σήμερα, αυτό που θα έπρεπε, τηρουμένων των αναλογιών, να είχε κάνει η Ελλάδα έγκαιρα για να προστατεύσει τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματά της στη Θράκη, στο Αιγαίο, στην Κύπρο και στην Ανατολική Μεσόγειο, για να μην απειλείται τώρα με γεωπολιτική εξαφάνιση από την ολοένα και ισχυροποιούμενη, με δική μας αποκλειστικά ευθύνη, προκλητικότατη Τουρκία -ψιλά τα γράμματα….
Με τους εθνομηδενιστές έτοιμους να παραδώσουν ιερά και όσια να τρίβουν τα χέρια τους, ότι τάχα είναι με το διεθνές δίκαιο και τη σωστή πλευρά της ιστορίας, εξομοιώνοντας το κυπριακό με το ουκρανικό ζήτημα. Φτάνοντας μάλιστα στο σημείο, όπως η χούντα αφόπλισε την Κύπρο, σήμερα τα εξώγαμά της στο πολιτικό σύστημα να αφοπλίζουν τα ελληνικά νησιά για να βοηθήσουν τάχατες τους Ουκρανούς, με τη δήθεν «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά -έχοντας μπερδέψει σκόπιμα, ή μη, τις γραβάτες με τα εσώρουχα- να χειροκροτεί. Εξ ου και η ύβρις της ταύτισης των αγωνιστών του Μεσολογγίου, που σφαγιάστηκαν αγωνιζόμενοι, με τους νεοναζί του Αζόφ στη Μαριούπολη, που μόλις τα βρήκαν «σκούρα» παραδόθηκαν.
Η προστασία των μειονοτικών πληθυσμών
Ως προς το ζήτημα της προστασίας των μειονοτήτων επίσης η σχέση των δύο περιπτώσεων είναι απολύτως επιφανειακή. Διότι στη μεν Κύπρο δεν υπήρχε απειλή, ούτε κατά διάνοια καταπίεση του τουρκόφωνου ντόπιου πληθυσμού, με την Τουρκία να εισβάλλει προκειμένου -κατά τις προφάσεις της- να «προλάβει» μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου ένα απολύτως θεωρητικό ενδεχόμενο. Η άμεση εντός εβδομάδος αντίδρασή της αποδεικνύει, ότι γνωρίζοντας τις εξελίξεις προετοιμάζονταν από καιρό για την εισβολή και οι άφρονες υποκινούμενοι από τους Αμερικανούς χουντικοί, τους προσέφεραν την ευκαιρία στο πιάτο.
Αντίθετα, στην Ουκρανία, η καταπίεση των μειονοτήτων, της ελληνικής μη εξαιρουμένης, ήταν καθημερινό γεγονός, όσο κι εάν προσπαθούν τα εγχώρια νατοϊκά παπαγαλάκια να το αποσιωπούν. Πληθώρα νομοθετημάτων απαγόρευαν ακόμη και την ομιλία στη μητρική γλώσσα των κατοίκων στο όνομα της (βίαιης) «ουκρανοποίησης». Πέραν φυσικά της σφαγής στα όρια της αντιπαράθεσης μεταξύ των αυτονομημένων επαρχιών του Ντονμπάς από τα τάγματα τόσο του τακτικού στρατού, όσο και των παραστρατιωτικών νεοναζιστικών μορφωμάτων. Σε 14.000 ανέρχεται ο αριθμός των θυμάτων σύμφωνα με τις εκθέσεις του OAΣΕ, τα 8 χρόνια από το 2014, μεταξύ των κατοίκων του Ντονμπάς.
Ωστόσο, θα συμφωνήσω, ότι η ρωσσική «εισβολή» είχε πολύ λιγότερο να κάνει με αυτό το γεγονός, παρά τις βάσιμες υπόνοιες που θέλουν τους Ουκρανούς να προετοιμάζονταν για αιφνιδιαστική επίθεση στο Ντονμπάς και την Κριμαία, που προσθέτει επιχειρήματα στη ρωσσική πλευρά. Πολύ περισσότερο, η ρωσσική στρατιωτική επιχείρηση, ή εισβολή, ή όπως αλλιώς θέλει να την ονομάζει ο καθένας, είχε να κάνει με το η Ρωσσία να κινδυνεύει να βρεθεί υπό την απειλή των πυρηνικών όπλων του ΝΑΤΟ ακριβώς μέσα στην αυλή της. Εξ άλλου, πέραν της συνταγματικής πρόβλεψης για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, ο Ζελένσκι δεν έπαψε να «διαφημίζει» ότι σκοπός του ήταν να αποκτήσει πυρηνικά, έχοντας μάλιστα τις υποδομές και την τεχνογνωσία για κάτι τέτοιο από τη σοβιετική εποχή.
Περισσότερο ομοιάζει το ουκρανικό σήμερα με την κρίση των πυραύλων στη Κούβα το 1961, παρά με οτιδήποτε άλλο και πολύ λιγότερο με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Τότε, το 1961, υπήρξε σώφρων αμοιβαία υποχώρηση με την απόσυρση των αμερικανικών πυρηνικών από το Ιντζιρλίκ και των ρωσσικών πυραύλων από την Κούβα (που δεν έφτασαν ποτέ εκεί βέβαια). Σήμερα, μόνον πολεμικές κραυγές ακούμε περί ανάγκης να ηττηθεί η Ρωσσία και να αποδυναμωθεί στο έπακρο. Έτσι δεν μένει άλλος τρόπος αποκατάστασης της ισορροπίας παρά μόνον δια των όπλων. Δυστυχώς εκεί οδηγεί η παραφροσύνη των καλαμοκαβαλημένων δυτικών ηγετών και των καλοπληρωμένων πρακτορίσκων τους στις χώρες που ελέγχουν, ή επιδιώκουν να ελέγξουν.
Συνεπώς, ενώ όντως υπάρχει επιφανειακή ομοιότητα ως προς τα προσχήματα που η Τουρκία χρησιμοποίησε σε βάρος της Κύπρου το 1974 και αυτών που χρησιμοποιεί η Ρωσσία για την Ουκρανία (ενώ περιγράφει ευθαρσώς και τα πραγματικά αίτια), στην πραγματικότητα οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν σημαντικά, τόσο ως προς τα πραγματικά γεγονότα σε σχέση με τις μειονότητες, όσο και ως προς τα πραγματικά αίτιά τους.
Ο Γολιάθ εναντίον του Δαυίδ
Εξ αρχής της κρίσης, ολόκληρη η δυτική «αφήγηση» παρουσίαζε τη ρωσσική επιχείρηση ως μια μάχη ενός επιτιθέμενου πανίσχυρου Γολιάθ εναντίον ενός αδύναμου και άξιου της συμπόνοιας και της συμπαράστασής μας μικροσκοπικού Δαυίδ και συνειρμικά οδηγούμεθα να συγκρίνουμε την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο με εκείνη της Ρωσσίας στην Ουκρανία.
Η πραγματικότητα όμως είναι αρκούντως διαφορετική. Καμία σχέση δεν είχε το μέγεθος της Κύπρου και οι αμυντικές της δυνατότητες σε σχέση με την Τουρκία, με τις αντίστοιχες της Ουκρανίας σε σχέση με τη Ρωσσία.
Εάν για την περίπτωση της Κύπρου είναι δόκιμη η παρομοίωση ενός άνισου αγώνα μεταξύ Δαυίδ και Γολιάθ, μετά μάλιστα και την απόσυρση το 1968 της ελληνικής μεραρχίας, στην Ουκρανία τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Εάν εξαιρέσουμε το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσσίας (που δεν χρησιμοποιείται και ο κίνδυνος χρησιμοποίησής του είναι απολύτως θεωρητικός), οι Ουκρανοί στο έδαφος διατηρούν ακόμη και σήμερα ισχυρό αριθμητικό πλεονέκτημα απέναντι στις δυνάμεις του «εισβολέα», με αδιάληπτη την τροφοδοσία των δυνάμεών της με εξελιγμένα δυτικά όπλα.
Η Κύπρος, αντίθετα, είχε μείνει (και δυστυχώς παραμένει) ουσιαστικά απροστάτευτη. Είναι γνωστή η ρήση του Καραμανλή τότε. ότι «η Κύπρος κείται μακράν». Ήταν τον Αύγουστο του 1974 όταν ξεκίνησε η κύρια επιχείρηση κατάληψης της Κύπρου από την Τουρκία (Αττίλας 2). Τότε που είχε αποκατασταθεί η συνταγματική τάξη στην Κύπρο, είχε πέσει η δικτατορία στην Ελλάδα και καμία τουρκική πρόφαση περί προστασίας των Τουρκοκυπρίων δεν μπορούσε να σταθεί.
Πόσο μακράν βρίσκεται σήμερα η Ουκρανία από τη δύση με τις τεράστιες προμήθειες όπλων ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολλαρίων, με νατοϊκούς εκπαιδευτές και μισθοφόρους από 40 χώρες στις πρώτες γραμμές του μετώπου;
Εάν, όπως είναι γνωστό, η Ρωσσία διέθεσε ένα μικρό μέρος των δυνάμεών της -γύρω στις 180.000 μαζί με τις πολιτοφυλακές του Ντονμπάς, η Ουκρανία αντιπαραθέτει ένα στράτευμα (τακτικός στρατός και δυνάμεις εδαφικής άμυνας) που πλησιάζει το ένα εκατομμύριο, μαζί με τους επίστρατους και τους ξένους μισθοφόρους. Ένα γεγονός που έκανε τους δυτικούς και τον ίδιο τον Ζελένσκι να πιστεύουν, ότι αφού η Ρωσσία απέτυχε με έναν ισοπεδωτικό αιφνιδιασμό να ανατρέψει το ουκρανικό καθεστώς ήδη στα πρώτα εικοσιτετράωρα της επιχείρησης, εξαντλώντας το σύνολο των δυνάμεών της, τα πράγματα θα ήσαν εύκολα για μια ολοκληρωτική νίκη επί της Ρωσσίας, που θα έφτανε ακόμη και στην αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα, που υποτίθεται θα αποδυναμώνονταν από τις πρωτοφανούς σκληρότητας οικονομικές κυρώσεις.
Οι πραγματικότητες όμως επί του εδάφους (και στην οικονομία) διαψεύδουν αυτούς που συστηματικά τις συγχέουν με τις επιθυμίες τους.
Βεβαίως οι Ρώσσοι διαθέτουν σχετική υπεροχή στον αέρα και πλήρη κατίσχυση στη θάλασσα. Ο αγώνας όμως διεξάγεται στο έδαφος. Δηλαδή, εκεί που η αριθμητική υπεροχή των Ουκρανών είναι σχεδόν συντριπτική. Μπορεί η ρωσσική δύναμη πυρός -ανά μονάδα- να είναι ισχυρότερη των Ουκρανών, αλλά στο σύνολο η αριθμητική υπεροχή των τελευταίων είναι αδιαμφισβήτητη, μαζί με την καλή οργάνωση της άμυνάς τους σε δικό τους έδαφος, τα αφειδώς καταφθάνοντα δυτικά όπλα, τον πακτωλό χρημάτων που ρέει, τους ξένους «εθελοντές» κτλ. Το γιατί χάνουν είναι άλλο κεφάλαιο.
Πέραν της ευφυούς τακτικής των Ρώσσων, που παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα δείχνουν τεράστια ευελιξία, με χειρουργικού τύπου κτυπήματα για ελαχιστοποίηση των απωλειών μεταξύ αμάχων, η διαφαινόμενη ήττα των Ουκρανών έχει να κάνει με το «ηθικό», παρά την πρωτοφανούς εντάσεως προπαγάνδα. Ουδόλως το ηθικό των Ουκρανών μπορεί να συγκριθεί με εκείνο ενός λαού, που υπερασπίζεται τα πάτρια εδάφη. Είναι ενδεικτικό, ότι δεν είδαμε καμιά μαζική συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά των Ρώσσων, στην Οδησσό, στην Λβιβ, στο ίδιο το Κίεβο. Αντίθετα σε προσπάθεια συγκέντρωσης για συμπαράσταση στους εγκλείστους στο Αζόφσταλ, στο Κϊεβο, είναι ζήτημα εάν συγκεντρώθηκαν πάνω από 300 άτομα. Μπορεί οι Ουκρανοί να μην υποδέχθηκαν θερμά τους Ρώσσους (όπως πιθανά ανέμεναν οι δυτικοί και προέβλεπαν την πτώση του καθεστώτος Ζελένσκι τις πρώτες ημέρες του πολέμου), αλλά ταυτόχρονα δεν δείχνουν καμιά διάθεση να τους αντισταθούν σοβαρά. Μάλλον προσαρμόζονται εύκολα και γρήγορα στα νέα δεδομένα (που εξ άλλου δεν τους είναι ξένα)… Για τους Ουκρανούς «πρόσφυγες» με τα 4Χ4 άνω των 4.000 κ.ε. SUV που κατακλύζουν τα νότια παραθαλάσσια προάστια της Αττικής, απολαμβάνοντας τα θερμά νερά του Σαρωνικού, ας μην το σχολιάσουμε καλύτερα.
Άρα και σε αυτό το ζήτημα δεν υπάρχει η παραμικρή σχέση μεταξύ της τραγωδίας της Κύπρου με την τούρκικη εισβολή και την κατοχή με αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία, τόσο σε επίπεδο «ηθικής» υπεροχής του αμυνόμενου, όσο και σε αυτό του πραγματικού συσχετισμού δύναμης.
Η ομοιότητα μεταξύ κυπριακού και ουκρανικού που αποσιωπάται εντέχνως
Η τραγωδία της Κύπρου προέκυψε ως απόρροια της εθνικής προδοσίας που ξεκίνησε το 1968 με την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, και στη συνέχεια με το εθνοκτόνο νατοϊκά υποκινούμενο πραξικόπημα της χούντας σε βάρος του Μακαρίου που έδωσε το πρόσχημα στην Τουρκία να εισβάλλει. Στη συνέχεια ήταν το ίδιο το ΝΑΤΟ που φαίνεται ότι απέτρεψε την οποιαδήποτε αντίδραση της Ελλάδος στον «Αττίλα 2». Σε σημείο που ακόμη και ο ίδιος ο Καραμανλής υποχρεώθηκε να οδηγήσει τη χώρα σε έξοδο από το στρατιωτικό του σκέλος.
Το ίδιο περίπου και στις διαφορετικές ιστορικές αναλογίες συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία. Υποκινούμενη έξωθεν Εθνική Προδοσία!
Άφρονες πολιτικοί ηγετίσκοι, ιδεοληπτικοί φασίστες και ξεπουλημένοι στα δυτικά συμφέροντα μαυραγορίτες Ουκρανοί ολιγάρχες, οδήγησαν τη χώρα τους στην τραγωδία που υφίσταται σήμερα, σπρωγμένοι από τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών, μέσα από ψεύτικες υποσχέσεις ικανοποίησης προσωπικών φιλοδοξιών. Ο Ζελένσκι, ζει τον μύθο του. Από ένας μέτριος ηθοποιός αναδείχθηκε από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς σε παγκόσμιο ηγέτη να συνομιλεί με όλους τους «μεγάλους» του κόσμου τούτου, κάνοντας μαθήματα αντιρωσσισμού. Όταν τον πετάξουν σαν στημένη λεμονόκουπα ίσως καταλάβει -εάν προλάβει!
Αδόκιμη, παραπλανητική κι εν τέλει ύποπτη για τα εθνικά μας συμφέροντα η σύγκριση της κυπριακής τραγωδίας του 1974 με τον ρωσσοουκρανικό πόλεμο μεταξύ «Ανατολής» και «Δύσης».
Σύμφωνα με την προηγούμενη ανάλυση οι φαινομενικές ομοιότητες μεταξύ της τούρκικης εισβολής στην Κύπρο το 1974 και της σύγκρουσης Ρωσσίας – ΝΑΤΟ στο έδαφος της Ουκρανίας σήμερα, τις οποίες επικαλούνται πολλοί στην πατρίδα μας για να αιτιολογήσουν την ξεκάθαρή τους θέση υπέρ του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., στηρίζονται σε τεραστίων διαστάσεων διαφορές και δεν έχουν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους. Κι αυτό συμβαίνει τόσο με την επίκληση του διεθνούς δικαίου, όσο και με τα λοιπά ποιοτικά χαρακτηριστικά της παρούσας σύγκρουσης σε σύγκριση με την κυπριακή τραγωδία.
Δυστυχώς, ιδεοληψίες, ημιμάθεια και νοοτροπία υποτέλειας, έφεραν τη χώρα και την ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες στα πρόθυρα οικονομικής -και όχι μόνον- καταστροφής, ενώ επέτρεψε στην Άγκυρα να «γκριζάρει» το Αιγαίο και εν τω συνόλω την Αν. Μεσόγειο. Τώρα το ίδιο πολιτικό, ακαδημαϊκό και μιντιακό σύστημα που εξυπηρετεί τα ίδια συμφέροντα, χαρακτηρίζεται από τις ίδιες εθνοκτόνες παθογένειες, και την ίδια μωρία, έφερε την Ελλάδα σε σχεδόν πλήρη εχθρότητα με την μια από τις υπερδυνάμεις, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να πρωτοστατεί στον αγώνα για την αποδυνάμωσή της, τόσο σε πολιτικο-διπλωματικό επίπεδο, όσο και με απ’ ευθείας συμμετοχή στη σύγκρουση μέσω της αποστολής κρίσιμων οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία. Χωρίς να αντιλαμβάνονται -εκτός κι αν αποτελεί συνειδητή επιλογή, δηλαδή προδοσία– ότι τον χώρο που θα αφήσει κενό τυχόν αποδυνάμωση της Ρωσσίας στην ευρύτερη περιοχή μας, με τον όποιο εξισορροπητικό ρόλο ανέκαθεν έπαιζε, η μόνη δύναμη που μπορεί να καλύψει το κενό είναι η Τουρκία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια της χώρας μας και της Κύπρου.
Ως επιμύθιο λίγα λόγια γι’ αυτόν καθ’ αυτόν τον Ρωσσοουκρανικό πόλεμο και τις συνέπειές του
Η πραγματικότητα στην Ουκρανία εξελίσσεται σκληρά και είμαστε ακόμη στην αρχή του δρόμου -μια πρόβλεψη.
Νομίζω, ότι οι προθέσεις των Ρώσσων ήσαν εξ αρχής ξεκάθαρες. Η Ουκρανία να μην μπορέσει ποτέ ξανά να αποτελέσει έστω κι έμμεση απειλή για τη Ρωσσία, πολύ περισσότερο ως πολιορκητικός κριός του ΝΑΤΟ, όπως επιχειρήθηκε τα τελευταία χρόνια.
Για να επιτευχθεί αυτό, επιβάλλεται η «διόρθωση» του «λάθους» του Λένιν και η Ουκρανία να πάψει να υφίσταται ως ανεξάρτητη κρατική οντότητα.
Επειδή δεν είναι δυνατή η κατάληψη και η κατοχή στο διηνεκές ολοκλήρου του ουκρανικού εδάφους, με ένα σχετικά ισχυρό εθνικιστικό κίνημα στο εσωτερικό του -κυρίως στη δυτική πλευρά του Δνείπερου-, ο μόνος τρόπος για να πάψει να υφίσταται η Ουκρανία είναι ο διαμελισμός της μεταξύ των γειτονικών της κρατών.
Ρουμανία, Ουγγαρία και προπαντός η Πολωνία ανέκαθεν εποφθαλμιούσαν τα εδάφη στη δυτική Ουκρανία.
Η Ρωσσία ήδη κατέχει πέραν του Ντονμπάς τα ¾ της επαρχίας του Χαρκόβου, επίσης το μεγαλύτερο κομμάτι της Ζαπορίζια, την Κριμαία και ολόκληρη την Χερσόνα, με σχετικά φιλικούς προς αυτήν πληθυσμούς. Έχει δηλώσει μάλιστα ότι επιδιώκει τις περιοχές αυτές να τις ενώσει σε μια ευρύτερη περιφέρεια, αυτή της αρχαιοελληνικής Ταυρίδας, επαναφέροντας το όνομά της. Στα δυτικά υπάρχει η Υπερδνειστερία και η Μολδαβία (με την Γκαγκαουζία στο εσωτερικό της), με εν γένει επίσης φιλικά προσκείμενο προς τη Ρωσσία πληθυσμό.
Εάν η Ρωσσία επεκταθεί (σενάριο είναι, αλλά όχι και τόσο απίθανο, για να μην διακινδυνεύσω την πρόβλεψη) και καταλάβει επίσης την περιοχή της Οδησσού, ενώνοντας την Ταυρίδα με την Υπερδνειστερία, θα καταστήσει έτσι, ό,τι θα έχει απομείνει από την Ουκρανία, ένα εντελώς περίκλειστο και καθόλου βιώσιμο κράτος, που θα έχει επιπρόσθετα αποστερηθεί κάθε πλουτοπαραγωγικής πηγής και μέσου αξιοπρεπούς επιβίωσης του πληθυσμού της.
Απ’ εκεί και μετά τα πράγματα θα πάρουν αναπόδραστα τον δρόμο τους, με το μεγαλύτερο κομμάτι να περνά στην Πολωνία, ενώ η Μολδαβία επίσης θα διαμοιραστεί μεταξύ Ρουμανίας και Ρωσσίας.
Σε αυτού του τύπου τις εξελίξεις το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα για να τις αποτρέψει, δίχως να κινδυνεύσει σοβαρά η συνοχή του, με τρεις από τις χώρες του να αυξάνουν με αυτόν τον τρόπο -και μάλιστα άκοπα κι αναίμακτα- τα εδάφη υπό την κυριαρχία τους. Για το ΝΑΤΟ, όμως, είναι κορυφαίο ζήτημα η διατήρηση του ενιαίου του ουκρανικού κράτους, έστω και ελαφρώς κουτσουρεμένου, ως αιμορραγούσα πληγή στα πλευρά του Κρεμλίνου. Ο Πούτιν, όμως, δεν έχει τον παραμικρό λόγο να το διευκολύνει και ο πειρασμός για την Πολωνία, Ουγγαρία και Ρουμανία είναι μεγάλος, με ντόμινο εξελίξεων να ακολουθούν, στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη και παντού.
Οι δυτικοί ας πρόσεχαν να μην ξυπνήσει η… «αρκούδα». Τώρα μάλλον είναι αργά να το ξανασκεφθούν και να γυρίσουν τον χρόνο πίσω.
Το ερώτημα είναι εάν η Ρωσσία αρκεστεί σε αυτά τα πολύ σημαντικά κέρδη, ή στη συνέχεια θα θελήσει να «καθαρίσει» και το άλλο μέτωπο που αποτελεί απειλή γι’ αυτήν (ουσιαστικά καρφί στο μάτι της) και είναι αυτό των λεγόμενων βαλτικών δημοκρατιών (Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία), που σχεδόν την αποκλείουν από τη Βαλτική. Η ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ προσώρας δεν πολυαπασχολεί τη Ρωσσία, που οπωσδήποτε θα την είχε προϋπολογίσει ως ανεκτό κόστος της επέμβασής της στην Ουκρανία, αρκεί να μην υπάρξουν νατοϊκές βάσεις (όπως η Σούδα, ή η Αλεξανδρούπολη) στα εδάφη τους, κάτι που θα σημάνει αμέσως πολεμική αναμέτρηση, με σχεδόν βεβαία και τη χρήση πυρηνικών. Βλέπετε, η «σωστή» πλευρά της ιστορίας κοστίζει σε πόνο, δάκρυα και αίμα!
Ο κόσμος αλλάζει. Τα σύνορα αλλάζουν! Είμαστε ακόμη στην αρχή του δρόμου -κι όποιος δεν το αντιλαμβάνεται κακό της κεφαλής του.
Πηγή: Αιρετικές Ιδέες
Αφήστε ένα σχόλιο