του Δημήτρη Καζάκη

Η οργή, η διαμαρτυρία, η αγανάκτηση ξεχείλιζε καθώς χιλιάδες άνθρωποι και νοικοκυριά έμειναν εκτεθειμένα στην τελευταία θεομηνία. Όπως άλλωστε έγινε με τις φονικές πλημμύρες και τις φωτιές τα προηγούμενα χρόνια. Ο πρωθυπουργός ζήτησε συγνώμη και μας διαβεβαίωσε ότι η Ελλάδα «πετάει» για να ακολουθήσει με αφορμή την «πρόταση μομφής» της αξιωματικής αντιπολίτευσης μια κοινοβουλευτική πρόζα τόσο χαμηλού επιπέδου, που είναι αδύνατον να την χαρακτηρίσει κανείς επαρκώς.

Αυτό που προσωπικά μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι το γεγονός πώς κανείς και από πουθενά δεν έθεσε τον τύπο επί των ήλων. Πώς είναι δυνατόν να διαθέτει η Ελλάδα αποτελεσματικό σχέδιο πολιτικής προστασίας, όταν οι υποδομές της χώρας έχουν ξεπουληθεί σε ιδιωτικά συμφέροντα; Και μάλιστα κατ’ επιταγή των δανειστών.

Ο δρόμος για την καταστροφή

Πώς είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι μπορούν να γίνουν πράγματα στη χώρα, να βελτιωθούν αποφασιστικά οι υποδομές της, να αναβαθμιστεί το δημόσιο σύστημα υγείας και παιδείας, να έχουμε δουλειές της προκοπής και να περισώσουμε εισοδήματα και συντάξεις, όσο κράτος και οικονομία βυθίζονται στα χρέη; Και εξακολουθούν να τελούν υπό την κατοχική κηδεμονία των δανειστών.

Πώς είναι δυνατόν να νομίζει κανείς ότι θα βελτιωθεί η θέση του όσο η χώρα συνθλίβεται από τις όλο και βαρύτερες υποχρεώσεις προς τους δανειστές; Εκτός κι αν ανήκει στην ειδική κατηγορία των διαπλεκόμενων, που νέμονται τον κρατικό κορβανά, ή των ηλιθίων εκείνων που νοιάζονται μόνο να κάνουν τη δουλίτσα τους κι ας αφήσουν όλους τους άλλους να πάνε να πνιγούν. Μαζί τους κι ολόκληρη τη χώρα.

Πρόκειται για μια νοοτροπία δεκαετιών, η οποία καλλιεργήθηκε συστηματικά τόσο από τα εκφυλισμένα συνδικάτα και τις διαπλεκόμενες ηγεσίες τους, όσο και από τα κρατικομονοπωλιακά μορφώματα, που συνηθίζουμε να αποκαλούμε κόμματα, τόσο της δεξιάς, όσο και της αριστεράς. Την είδαμε να πρυτανεύει ειδικά από τότε που η Ελλάδα τέθηκε υπό μνημονιακή κατοχή και εκποίηση.

Κάθε ιδιαίτερος κλάδος νοιάστηκε μόνο για την πάρτη του. Να γλυτώσει, ή έστω να εξαιρεθεί από τις μνημονιακές πολιτικές κι ας πάνε όλοι οι άλλοι κατά διαόλου. Να μείνω εγώ στη δουλειά κι ας πάνε όλοι να πνιγούν.

Οι περισσότεροι κλάδοι άρχιζαν να διαμαρτύρονται μόνο όταν το πρόβλημα έφτανε να απειλεί άμεσα τους ίδιους και με τη βοήθεια των διαπλεκόμενων του συνδικαλισμού και της εξωνημένης κομματικής πολιτικής, έμεναν απλά να διεκδικούν από την εκάστοτε μνημονιακή κυβέρνηση κατοχής, το γνωστό: απελθέτω απ΄ εμού το ποτήριον τούτο. Ας το πιούν όλοι οι άλλοι.

Ακόμη και σήμερα υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν τις φρούδες υποσχέσεις των διαπλεκόμενων που εναλλάσσονται – υπό την αυστηρή κηδεμονία των δανειστών – στη διακυβέρνηση της χώρας. Έτσι καταφέραμε να οδηγηθούμε στα πολύ χειρότερα. «Μην ανησυχείτε, σας έδιωξε η κυβέρνηση, εγώ, αν με ψηφίσετε, θα σας αποκαταστήσω με κάποιον τρόπο». Απελπισία, ή απόλυτη βλακεία; Ίσως και τα δυο.

Η σιωπή των αμνών λίγο πριν το σφαγείο

Κι όλα αυτά γιατί; Διότι δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να συζητηθεί το «ιερό δισκοπότηρο» της κατάστασης της χώρας. Δηλαδή, το γεγονός ότι 11 χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται υπό καθεστώς κηδεμονίας, επίσημης πτώχευσης, κατοχής και εκποίησης με τα χρέη να καλπάζουν όσο ποτέ άλλοτε.

Όλοι μας θα πρέπει να πιστέψουμε πώς το μαύρο είναι άσπρο. Πώς μπορεί να υπάρξει δημόσια υγεία, παιδεία, δουλειές, εισόδημα, σύνταξη σε μια χώρα όπου ακόμη και το κρατικό ταμείο της έχει τεθεί υπό την διαχείριση μιας εταιρείας ειδικού σκοπού των δανειστών, που αποκαλείται ΑΑΔΕ. Σε μια χώρα όπου ακόμη και η Ακρόπολη έχει παραδοθεί σε μια άλλη εταιρεία ειδικού σκοπού με κυριαρχικά δικαιώματα έναντι του ελληνικού κράτους, το Υπερταμείο, το οποίο έχει αναλάβει να συγκεντρώσει προς όφελος των δανειστών το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της Ελλάδας. Υλικών και άυλων.

Πώς γίνεται στ’ αλήθεια να πιστεύει κανείς τις υποσχέσεις ότι θα αυξηθούν οι μισθοί και οι συντάξεις, ότι οι υγειονομικοί που τέθηκαν σε εκτοπισμό θα γυρίσουν στις δουλειές τους, ότι οι υπόλοιποι υγειονομικοί, εκπαιδευτικοί, κρατικοί υπάλληλοι δεν θα απολυθούν, κοκ., όταν για να αναχρηματοδοτηθεί το δημόσιο χρέος της χώρας, το οποίο καλπάζει, λεηλατούνται συστηματικά τα ταμειακά διαθέσιμα ασφαλιστικών ταμείων, νοσοκομείων, πανεπιστημίων και γενικά όλων των ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ.

Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν πρέπει να συζητά ο ελληνικός λαός. Το νέο κύμα της επίσημης χρεωκοπίας της χώρας πρέπει να του έρθει σαν κεραμίδα, ξαφνικά σαν αερόλιθος, ως τετελεσμένο, ώστε να καλλιεργηθεί ο πανικός, η υστερία και να επιβληθεί ο μονόδρομος της καταστροφής που προετοιμάζουν ήδη οι δανειστές, τα μεγάλα συμφέροντα και οι κυβερνώντες. Και σ’ αυτό ευθυγραμμίζονται όλοι. Δημοσιολόγοι, ΜΜΕ και κόμματα. Άλλωστε, δεν είναι της επικαιρότητας. Τώρα μας απασχολεί ο κορωνοϊός και το εμβόλιο, δεν έχουμε χρόνο για άλλα.

Η εκτίναξη του χρέους υπό καθεστώς χρεωκοπίας

Το δημόσιο χρέος της χώρας μας στα τέλη του 2021 ξεπέρασε τα 408 δις ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σχεδόν στο 230% του ΑΕΠ. Ας θυμηθούμε ότι στα τέλη του 2009 το δημόσιο χρέος της χώρας ήταν 298 δις ευρώ, ή το 155% του ΑΕΠ. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία των χρεών και των χρεωκοπιών της χώρας μας στα 200 χρόνια από την Παλιγγενεσία δεν είμασταν χειρότερα απ’ ότι σήμερα.

Ας δούμε το διάγραμμα που παραθέτει τα διαθέσιμα στοιχεία δημοσίου χρέους της Ελλάδας ως % του ΑΕΠ στην περίοδο 1884-2021. Όπου λείπουν διαθέσιμα στοιχεία ήταν για την Ελλάδα περίοδοι πολέμων και επαναστάσεων.

Η Ελλάδα οδηγήθηκε σε επίσημη χρεωκοπία 5 φορές. Η 1η επίσημη χρεωκοπία του ελληνικού κράτους ταυτίζεται με την ίδρυσή του το 1827. Η 2η επίσημη χρεωκοπία συνέβη το 1844. Η 3η το 1894 και η 4η το 1932. Το 2010 επιβλήθηκε η 5η επίσημη χρεωκοπία και η χειρότερη μιας και η Ελλάδα τέθηκε υπό καθεστώς κατοχής και εκποίησης των δανειστών, το οποίο διατηρείται έως σήμερα χάρις στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Λέμε ότι η σύγχρονη 5η επίσημη χρεωκοπία είναι η χειρότερη, γιατί, όπως παρατηρεί κανείς στο διάγραμμα, αφενός η χώρα μας δεν ελαφρύνθηκε στο ελάχιστο από την υπερχρέωση. Και αφετέρου γιατί το καθεστώς χρεωκοπίας που της επιβλήθηκε το 2010 με την κατάλυση κάθε έννοιας εθνικής ανεξαρτησίας, κυριαρχίας, αλλά και συνταγματικής έννομης τάξης έχει ξεπεράσει κάθε ιστορικό προηγούμενο. Είναι πολύ πιο αδίστακτο ακόμη και από την πρώτη δεκαετία της επιβολής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, ο οποίος υπήρξε προϊόν του στημένου ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.

Ο νέος δανεισμός ξεπερνά το 1 τρις ευρώ ετήσια

Το τεράστιο πρόβλημα της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους φαίνεται στο ύψος που έχουν οδηγηθεί τα πιστωτικά έσοδα (δανεισμός τρέχοντος έτους), τα οποία ανήλθαν για το 2021 στο ποσό του 1,1 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος;

Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, σημειώνουμε ότι τα πιστωτικά έσοδα του 2009 ανήλθαν στα 105,3 δις ευρώ. Με άλλα λόγια το ύψος του αναγκαίου ετήσιου νέου δανεισμού του κράτους, που απαιτείται για να αναχρηματοδοτηθεί το δημόσιο χρέος και τα ταμειακά ελλείμματα του κράτους είναι πάνω από 10 φορές μεγαλύτερο απ’ ότι το 2009.

Μετά από 11 χρόνια επίσημου «προγράμματος διάσωσης» το ελληνικό κράτος είναι αναγκασμένο να δανείζεται ετήσια όσο δανείζονται κράτη σαν την Ισπανία, ή την Ιταλία. Κι αυτό συμβαίνει όλα τα χρόνια επί Τσίπρα και συνεχίζει επί Μητσοτάκη.

Από πού προέρχεται κυρίως ο νέος δανεισμός; Μήπως από το «άνοιγμα στις αγορές», όπως ισχυρίζονται οι μνημονιακές κυβερνήσεις από το 2018 κι έπειτα προκειμένου να πουλήσουν στους αφελείς κι ανόητους το παραμύθι της «εξόδου από τα μνημόνια»; Όχι βέβαια.

Για παράδειγμα το 2021 ο νέος δανεισμός προήλθε κυρίως από δάνεια ύψους λίγο πάνω από 1 τρις ευρώ. Πρόκειται πρωτίστως για «συμφωνίες επαναγοράς» (repos) με βάση τις οποίες το υπουργείο οικονομικών λεηλατεί συστηματικά τα ταμεία των ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ (ασφαλιστικά ταμεία, πανεπιστήμια, ιδρύματα κάθε λογής, νοσοκομεία, κοκ).

Με τον τρόπο αυτό η εκάστοτε κυβέρνηση δεσμεύει τα ρευστά διαθέσιμα των νομικών προσώπων δίνοντας ένα υποσχετικό (repos) ότι εντός ολίγων ημερών θα τα επιστρέψει. Φυσικά μόλις περάσει η ολιγοήμερη προθεσμία, η κυβέρνηση αντί να επιστρέψει τα ταμειακά ρευστά, αντικαθιστά το προηγούμενο υποσχετικό με ένα νέο και πάει λέγοντας. Το νομικό πρόσωπο του οποίου δεσμεύτηκαν τα ταμειακά διαθέσιμα, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να περιμένει να του επιστραφούν.

Το υποσχετικό της κυβέρνησης δεν έχει καμιά αξία στην αγορά τίτλων. Με άλλα λόγια δεν είναι όπως τα έντοκα γραμμάτια, ή τις επιταγές, που μπορούν να «σπάσουν» στην αγορά προκειμένου ο κάτοχός τους να αποκομίσει μέρος έστω των ρευστών που του έχει δεσμεύσει η κυβέρνηση.

Με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει τέτοια ταμειακή ασφυξία σε ιδρύματα, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, ασφαλιστικά ταμεία, που μόλις και μετά βίας μπορούν αυτά τα Νομικά Πρόσωπα να συνεχίζουν υποτυπωδώς τη λειτουργία τους. Οι κυβερνήσεις Τσίπρα επί παραδείγματι λειτουργούσαν όλα τα προηγούμενα χρόνια τα δημόσια νοσοκομεία της χώρας με 600 εκατ. ευρώ και πλέον ταμειακό έλλειμμα.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέλαβε να νοικοκυρέψει τα πράγματα και επιχείρησε από την πρώτη στιγμή να λειτουργήσει τους φορείς της γενικής κυβέρνησης εξαλείφοντας τα μεγάλα ταμειακά ελλείμματα. Όχι βέβαια σταματώντας να λεηλατεί τα ταμειακά ρευστά για να πληρώνει το χρέος, αλλά περιορίζοντας δραστικά τα λειτουργικά κόστη. Κι επομένως περιορίζοντας όλο και περισσότερο τις παρεχόμενες υπηρεσίες.

Η ασυδοσία με το χρέος ξεπερνά κάθε προηγούμενο

Η πανδημία ήρθε ως μάνα εξ ουρανού. Αφενός, γιατί επέτρεψε εν λευκώ και χωρίς κανενός είδους έλεγχο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να λεηλατήσει το κράτος προς όφελος των ημετέρων συμφερόντων, δημιουργώντας ένα δημοσιονομικό έλλειμμα στη διετία 2020-2021 της τάξης των 37,7 δις ευρώ. Απ’ αυτό είναι ζήτημα αν τα 2,5 δις ευρώ πήγαν σε επιπλέον δαπάνες που σχετίζονταν άμεσα με το σύστημα υγείας και σε αποζημιώσεις όσων πλήγηκαν από τα απανωτά lockdown. Τα υπόλοιπα τα θυλάκωσαν ειδικά συμφέροντα για τα οποία δουλεύει η κυβέρνηση.

Βέβαια, χωρίς την έγκριση των Ευρωπαίων δανειστών δεν θα μπορούσε να συμβεί αυτή η λεηλασία υπέρ γνωστών, αλλά και αφανών κυκλωμάτων. Οι Ευρωπαίοι μάλιστα φρόντισαν να εξασφαλίσουν το νέο δανεισμό της Ελλάδας βάζοντας την ΕΚΤ να αγοράζει κρατικούς τίτλους ύψους 35 δις ευρώ για να μην αναγκαστεί η κυβέρνηση να «βγει στις αγορές» να δανειστεί. Και τότε θα βλέπαμε πόσα απίδια χωρά ο σάκος.

Έτσι εκτινάχθηκε το δημόσιο χρέος της χώρας κατά 18 δις ευρώ το 2020 και περίπου άλλα 17 δις ευρώ το 2021. Αν δεν αγόραζε η ΕΚΤ το επιπλέον αυτό χρέος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα είχε αναγκαστεί από τους πρώτους μήνες της πανδημίας να κηρύξει παύση πληρωμών. Κι επειδή την παύση πληρωμών δεν υπήρχε περίπτωση να την κηρύξει σε βάρος των δανειστών, θα την κήρυττε σε βάρος των πιο επειγουσών αναγκών της χώρας σε υγεία, παιδεία, μισθούς και συντάξεις. καταλαβαίνει ο καθένας τι θα γινόταν.

Η πανδημία λοιπόν έδωσε την τρομακτική ευκαιρία στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να ξεφορτωθεί μια σειρά δημοσιονομικά βάρη, όπως τα αντιλαμβάνεται η ίδια και οι δανειστές. Διέλυσε την παιδεία και δρομολόγησε το κλείσιμο σχολείων και την απόλυση εκπαιδευτικών. Διέλυσε κυριολεκτικά το σύστημα υγείας και προχώρησε στον εκτοπισμό μερίδας των υγειονομικών με σκοπό να προχωρήσει σε μαζικές απολύσεις στο χώρο της υγείας.

Όλα αυτά δεν είναι απλά κεντρικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά επιτακτικές ανάγκες προκειμένου να αναχρηματοδοτηθεί ένα χρέος το οποίο είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί. Όποιος λέει ότι μπορούν να επανέλθουν π.χ. στη δουλειά τους οι υγειονομικοί που τέθηκαν υπό καθεστώς εκτοπισμού, απλά δεν έχει ούτε καν αίσθηση της τραγικής δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας. Εκτός κι αν δεν του καίγεται καρφί για το τι συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα.

Αντίθετα, όχι μόνο οι υγειονομικοί που εκτοπίστηκαν θα απολυθούν, αλλά θα αυξηθούν οι πιέσεις και σ’ όσους εμβολιάστηκαν για να κρατήσουν τη δουλειά τους, προκειμένου να προχωρήσουν σε πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, σε παραιτήσεις, μέχρι να έρθει η ώρα νέων απολύσεων λόγω επιβολής ΣΔΙΤ στο χώρο της δημόσιας υγείας. Το ίδιο θα συμβεί σ’ ολόκληρο τον κρατικό τομέα.

Απλά με την αμέριστη συνδρομή των διαπλεκόμενων συνδικαλιστικών ανδρεικέλων τύπου Παγώνη, Γιαννακού & Σία, κυβέρνηση και κόμματα θα πουλάνε εκδούλευση σε μερίδες εργαζομένων, για να προχωρούν στην εκπαραθύρωση άλλων. Όπως έκαναν όλα τα προηγούμενα χρόνια. Κι ο λόγος είναι απλός. Δεν μπορεί η Ελλάδα να διαθέτει δημόσιες υποδομές σε κανέναν τομέα και ταυτόχρονα να αναχρηματοδοτεί ένα διαρκώς διογκούμενο μη εξυπηρετήσιμο χρέος, που την έχει μετατρέψει σε δεύτερη χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος παγκόσμια.

Πρώτη είναι η Ιαπωνία, αλλά ποιος είναι τόσο αδαής ή ανόητος για να την συγκρίνει με την κατάσταση της Ελλάδας; Γι’ αυτό και θα ήταν πιο δίκαιο να πούμε ότι για πρώτη φορά στην ιστορία μας, έχουμε κατακτήσει την πρώτη θέση παγκόσμια στην υπερχρέωση του κράτους. Και μάλιστα υπό καθεστώς επίσημης χρεωκοπίας και ξένης κηδεμονίας.

Η κυβέρνηση προχωρά ήδη σε μερική παύση πληρωμών

Ένα ελάχιστο δείγμα για το τι πρόκειται να συμβεί μέσα στους επόμενους μήνες, είναι και η μερική στάση πληρωμών στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη προς το εσωτερικό της χώρας, προκειμένου – κατ’ εντολή των Ευρωπαίων – να περιοριστεί το δημοσιονομικό έλλειμμα. Ο Προϋπολογισμός για το 2022 προέβλεπε δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης των 17,5 δις. Πράγμα που θα έσπρωχνε το δημόσιο χρέος πολύ πάνω από τα 410 δις ευρώ, αναγκάζοντας την ΕΚΤ σε νέες αγορές κρατικών τίτλων από την Ελλάδα.

Ωστόσο, η ευρωζώνη είναι ουσιαστικά υπό καθεστώς χρεωκοπίας. Επιβιώνει γιατί χρηματοδοτείται άμεσα από το ενεργητικό της ΕΚΤ, αγοράζοντας τόσο κρατικούς τίτλους χρέους, όσο και εταιρικούς με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα που παραθέτουμε, το ενεργητικό της ΕΚΤ έφτασε το Δεκέμβριο του 2021 στο πρωτοφανές ύψος των 8,5 τρις ευρώ, ήτοι στο 62% του ΑΕΠ της ευρωζώνης.

Με δεδομένη την εκτίναξη του πληθωρισμού, o οποίος τον Δεκέμβριο του 2021 έφτασε να κινείται στην ευρωζώνη με ρυθμό 5% σε ετήσια βάση, το ευρωσύστημα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα πρώτα και κύρια ως προς το κόστος δανεισμού. Η ΕΚΤ πιέζεται πρώτα και κύρια από τις ΗΠΑ να αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού αφενός, και αφετέρου να σταματήσει τις αγορές κρατικών και εταιρικών τίτλων.

Η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει ότι τον Μάρτιο θα σταματήσει τις αγορές τίτλων και θα αποφασίσει για την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού. Ήδη το κόστος δανεισμού άρχισε να αυξάνεται με την τελευταία έκδοση κρατικών τίτλων στην Ελλάδα να επιβαρύνονται με 1,8%, από σχεδόν μηδενικά επιτόκια μέχρι πρόσφατα.

Η κυβέρνηση πανικόβλητη επέλεξε φυσικά να προχωρήσει σε μερική παύση πληρωμών μην αποδίδοντας περίπου 671 εκατομμύρια ευρώ, που είχαν προϋπολογιστεί ως «πιστώσεις υπό κατανομή» και αφορούσαν κυρίως την έκτακτη επιχορήγηση της υγείας. Όπως επίσης και να μην προχωρήσει σε προβλεπόμενες μεταβιβάσεις κυρίως σε υγεία και παιδεία ύψους 567 εκατ. ευρώ.

Ταυτόχρονα ενέγραψε αυξημένα φορολογικά έσοδα της τάξης 1,2 δις ευρώ έναντι αυτών που προϋπολογίζονταν, έστω κι αν τα εικονικά έσοδα αυτά θα επιβαρύνουν τελικά τον προϋπολογισμό του 2022.

Οι κινήσεις αυτές της κυβέρνησης προκαθόρισαν ότι ακόμη κι αν είχε την πρόθεση θα ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί σε έκτακτες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα η θεομηνία που γνωρίσαμε. Όπως επίσης και το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν έχει καμιά πρόθεση να επαναπροσλάβει τους υγειονομικούς που έχει θέσει σε αναστολή.

Αντίθετα, μέσα στο 2022 όπου θα ενταθεί η πίεση από τους Ευρωπαίους να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός της Ελλάδας, θα πρέπει να προχωρήσει σε νέες αναστολές και απολύσεις προσωπικού στην υγεία, την παιδεία και τη διοίκηση, δηλαδή στα υπουργεία. Τα κατάστιχα είναι ήδη έτοιμα.

Άλλωστε, η αποστολή σχεδόν του μισού προσωπικού των υπηρεσιών διοίκησης στα σπίτια του με μειωμένες απολαβές, είχε ακριβώς αυτή την σκοπιμότητα. Να προσαρμοστεί η λειτουργία της διοίκησης στην απασχόληση των μισών περίπου υπαλλήλων από όσους απασχολεί σήμερα.

Το μόνο ερώτημα είναι η ταχύτητα με την οποία θα επιτρέψουν οι συνθήκες και τα συμφέροντα των Ευρωπαίων να προχωρήσουν όλα.

Τι επιλογές έχει η κυβέρνηση μέσα στο επόμενο εξάμηνο;

Τον Μάρτιο, αν η ΕΚΤ εξαναγκαστεί να σταματήσει τις αγορές τίτλων και να αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού, τότε η Ελλάδα θα βρεθεί σε τραγική θέση. Θα έχει μπροστά της τρεις επιλογές:

(α) Να επιχειρήσει να δανειστεί από τις αγορές με τίτλους σε ανοιχτή δημοπρασία. Κάτι τέτοιο η Ελλάδα δεν μπόρεσε να πετύχει από το 2018. Δανείζεται σχεδόν πάντα με κοινοπρακτικές εκδόσεις τίτλων που αγοράζονται με προκαταρκτική συμφωνία με τις εγχώριες συστημικές τράπεζες υπό την εγγύηση της ΕΚΤ. Κι όλα αυτά για να μην επιτρέψουν τον εκτροχιασμό των επιτοκίων δανεισμού. Πώς θα το επιχειρήσει τώρα με τόσο δυσμενείς συνθήκες στην διεθνή αγορά ομολόγων και ορατό τον κίνδυνο να εκτιναχθεί το κόστος δανεισμού;

(β) Να απευθυνθεί για μια ακόμη φορά στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για το άνοιγμα πιστοληπτικής γραμμής. Πράγμα δύσκολο με δεδομένη την κατάσταση του ευρωσυστήματος. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ακόμη κι αν οι Ευρωπαίοι δώσουν το πράσινο φως, καταλαβαίνει ακόμη και ο πιο αφελής ότι οι προϋποθέσεις και δεσμεύσεις που θα τεθούν στη χώρα μας δεν θα αφήσουν λίθο επί λίθου.

(γ) Να προχωρήσει σε παύση πληρωμών. Κι επειδή μια παύση πληρωμών προς τους δανειστές, θα τινάξει την ευρωζώνη στον αέρα, οι Ευρωπαίοι προετοιμάζονται ήδη για την διαδοχή της σημερινής κυβέρνησης με κάποιου είδους συγκυβέρνηση ανάλογη μ’ εκείνη του Ντράγκι της Ιταλίας.
Ενδεχομένως ταυτόχρονα με το άνοιγμα της συζήτησης για μια νέα «αναδιάρθρωση» του ελληνικού χρέους. Μόνο που αυτή τη φορά θα γίνει με πολύ χειρότερους όρους, ακόμη κι από εκείνη που μεθόδευσαν οι δανειστές το 2012.

Η ευρωζώνη ποτέ δεν ήταν τόσο ευάλωτη, όσο σήμερα. Και μόνο το γεγονός ότι χρειάζεται το ενεργητικό της ΕΚΤ για να χρηματοδοτεί το 62% του ΑΕΠ της, λέει πολλά για την κατάστασή της. Συνεπώς η πρώτη προτεραιότητα των Ευρωπαίων είναι να μην επιτρέψουν στην Ελλάδα να προχωρήσει σε παύση πληρωμών προς τους δανειστές. Και σ’ αυτό συμφωνούν άπαντα τα κόμματα της Βουλής. Μηδενός εξαιρουμένου.

Το ερώτημα που τίθεται είναι εξαιρετικά απλό. Μπορεί να υπάρξει μια διαφορετική πολιτική απ’ αυτήν που περιγράψαμε, όσο η χώρα και ο λαός της συνεχίζουν να δεσμεύονται από ένα χρέος που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί; Αρκεί το διώξιμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη για να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα και τις αδικίες; Ούτε κατά διάνοια.

Όσο θεωρούμε ως θέσφατο το καθεστώς κατοχής και εκποίησης που επέβαλε με τα μνημόνια η ΕΕ, όσο δεσμευόμαστε από ένα χρέος που είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί, ακόμη κι αν πουληθεί μέχρι την τελευταία σπιθαμή ολόκληρη η ελληνική επικράτεια, ένα είναι απολύτως σίγουρο. Όποιο κόμμα κι αν έρθει στην κυβέρνηση, ό,τι κι αν έχει υποσχεθεί προεκλογικά, θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε νέες εκποιήσεις, σε νέες ακόμη πιο δραστικές περικοπές και νέες πιο εκτεταμένες απολύσεις.

Αυτός είναι ο μονόδρομος του χρέους υπό καθεστώς κηδεμονίας, κατοχής και εκποίησης υπέρ των δανειστών. Είναι επιτέλους καιρός να συζητήσουμε σοβαρά τις εναλλακτικές, που προϋποθέτουν την καταγγελία του χρέους και την άμεση έξοδο από την ευρωζώνη. Διαφορετικά η τύχη μας είναι προκαθορισμένη.