του Δημήτρη Καζάκη*

Όλο και περισσότερο οι επίσημοι μιλούν για παγκόσμια κρίση και πιο συγκεκριμένα για ενεργειακή κρίση. Μια κρίση που στην αρχή μας την παρουσίασαν ως «προσωρινή», λόγω κορονοϊού, αλλά τώρα όλο και περισσότερο ομολογούν ότι τελικά δεν θα ξεπεραστεί εύκολα.

Καταρχάς θα πρέπει να πούμε ότι η αποκαλούμενη κρίση, δεν είναι παρά μια νέα βαθύτερη επιδείνωση της ήδη συνεχιζόμενης ύφεσης που ξέσπασε στην επιφάνεια με επίκεντρο τη Δύση το 2008 με την κατάρρευση των χρηματαγορών. Από τότε έως σήμερα, παρά τις δεκάδες τρις δολάρια που δαπανήθηκαν και δαπανούνται για την στήριξη των χρηματιστικών κολοσσών, παρά την ατελείωτη μιζέρια, φτωχοποίηση, κοινωνική και εργασιακή υποβάθμιση στην οποία έχουν καταδικάσει οι κυβερνήσεις τους λαούς ακόμη και των πιο ανεπτυγμένων χωρών, η Δύση δεν κατάφερε ούτε καν να επανέλθει σε ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης ανάλογους μ’ εκείνους της περιόδου πριν το 2007-2008.

Κι αυτό αρκεί για να μιλάμε για ύφεση χωρίς τέλος.

Τι φταίει όμως για τη νέα επιδείνωση; Φταίνε οι συγκυρίες λόγω κορονοϊού; Όσο κι αν έπαιξαν το ρόλο τους, η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι η πανδημία αποτέλεσε μια θαυμάσια ευκαιρία για τη πρωτοφανή μονοπώληση της παραγωγής και των συναλλαγών διεθνώς. Το πρόβλημα βρίσκεται στο γεγονός ότι 48.000 εισηγμένες υπερεθνικές εταιρείες παγκόσμια κατόρθωσαν, με τη άπλετη δωρεάν χρηματοδότηση των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών, να αποκτήσουν σχεδόν τον απόλυτο έλεγχο των αγορών.

Ποτέ πριν δεν είχαμε μια τόσο μεγάλη καρτελοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία εκφράζεται πρώτα και κύρια στην κυριαρχία των λεγόμενων εφοδιαστικών αλυσίδων. Οι αλυσίδες αυτές ελέγχουν πλέον το 40% έως το 70% των εσωτερικών και εξωτερικών αγορών των περισσοτέρων χωρών, κυρίως της Δύσης. Ενώ ταυτόχρονα έχουν κατορθώσει να αυξήσουν τα κεφάλαια τους από 78,8 τρις δολάρια που ήταν το 2019, στα 93,6 τρις δολάρια το 2020 για να ξεπεράσουν τα 109 τρις δολαρίων το πρώτο εξάμηνο του 2021. Όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ μόλις μετά βίας ξεπέρασε τα 84 τρις δολάρια το 2020.

Η πανδημία εν ολίγοις αποδείχτηκε χρυσωρυχείο για μια χούφτα υπερεθνικές εταιρείες, αλλά και μια εξαιρετική ευκαιρία για να κατοχυρώσουν τη μονοπωλιακή τους θέση έναντι των εθνικών οικονομιών.

Η έξαρση λοιπόν των τιμών στην ενέργεια και τη διατροφή, όπως και στα άλλα είδη πρώτης ανάγκης, δεν είναι κάτι προσωρινό, ούτε απλά συγκυριακό. Πρόκειται για μια πολιτική υψηλών τιμών, προκειμένου οι κολοσσοί των εφοδιαστικών αλυσίδων διεθνώς να αξιοποιήσουν την κατακτημένη μονοπωλιακή τους θέση. Μια πολιτική που γίνεται ακόμη πιο αδίσταχτη χάρις στην κερδοσκοπία που ενδημεί στα χρηματιστήρια της ενέργειας και των εμπορευμάτων, όπου πρωταγωνιστούν και πάλι κυρίως οι βασικοί μέτοχοι των εφοδιαστικών αλυσίδων.

Περνάμε λοιπόν σε μια περίοδο πολύ πιο ακριβής «ανάπτυξης» για τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και τους εργαζόμενους σε όλες τις χώρες της Δύσης. Πολύ περισσότερο για μια χώρα υπό κατοχή και χρεοκοπία, όπως η Ελλάδα. Κι αυτή η επιδείνωση δεν αντιμετωπίζεται με επιδόματα κρατικής επαιτείας προς αναξιοπαθούντες εν ομηρία, αλλά με εθνικοποίηση της οικονομίας και μοχλό την πραγματική ανάπτυξη της εγχώριας πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής με όρους Αριστοτέλειας αυτάρκειας και πλήρους απασχόλησης.

*Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Πρόεδρος του ΕΠΑΜ. Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην μηνιαία εφημερίδα Πένα Athens News, τεύχος Δεκεμβρίου 2021.