του Όθωνα Κουμαρέλλα

Ας δώσουμε κατ’ αρχήν τους ορισμούς.

Πληθωρισμό έχουμε όταν οι τιμές των αγαθών αυξάνουν με ρυθμούς ταχύτερους από την αύξηση των εισοδημάτων, ή όταν τα τελευταία μένουν σταθερά, ή ακόμα χειρότερα, όταν ενώ οι τιμές ανεβαίνουν, τα εισοδήματα, δηλαδή -κατά κύριο λόγο- η αμοιβή της εργασίας, μειώνονται.

Εάν οι τιμές των αγαθών παραμένουν σχετικά σταθερές και μειώνονται μόνον τα εισοδήματα, τότε τον πληθωρισμό τον λέμε -κομψά- εσωτερική υποτίμηση! Αυτό βιώνουμε 20 ολόκληρα χρόνια στην Ελλάδα με την καθιέρωση, ως νόμισμά μας, του ευρώ.

Αυτό όμως που επιπροσθέτως παρατηρούμε να συμβαίνει σήμερα είναι η ταυτόχρονη μεγάλη αύξηση και των τιμών, με κίνδυνο να οδηγηθούμε σε υπερ-πληθωρισμό.

Πολλοί το θεωρούν συγκυριακό φαινόμενο. Υπάρχουν φυσικά συγκυριακοί λόγοι ανόδου των τιμών εξ αιτίας των αναταράξεων που προκάλεσε εδώ και ενάμιση χρόνο η πανδημική κρίση. Ωστόσο το φαινόμενο οφείλεται, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, σε δομικά χαρακτηριστικά βαθιών αλλαγών που συντελέστηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια και επιτάθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας με αφορμή και επ’ ευκαιρία της.

Η κρατούσα άποψη θέλει τον πληθωρισμό ως ένα νομισματικό φαινόμενο, που έχει να κάνει με την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην αγορά και την ταχύτητα της κυκλοφορίας του.

Γι’ αυτό θέλουν τις ποσότητες του χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία να παραμένουν σχετικά σταθερές και αυτό το ονομάζουν αντιπληθωριστική πολιτική.

Επάνω σε αυτήν τη λογική έχει στηθεί όλο το οικοδόμημα της ευρωένωσης και της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας, που εισήγαγαν τον «κανόνα του χρυσού» από την πίσω πόρτα.

Η σχέση προσφοράς – ζήτησης, η κρίση υπερπαραγωγής και ο ρόλος της ποσοτικής χαλάρωσης

Έτσι, οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν με τα QE, δηλαδή την ποσοτική χαλάρωση, ως παρεκτροπή του επίσημου δόγματος, καθώς και εξ αιτίας της πανδημίας, τα τεράστια ποσά που δημιούργησαν οι κεντρικές τράπεζες για την αντιμετώπιση της κρίσης ενοχοποιούνται για την παρατηρούμενη τους τελευταίους μήνες έκρηξη των τιμών.

Και αυτό φαντάζει αληθινό, αφού έρχεται να επιβεβαιώσει τη θεωρία.

Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά.

Με μια προσεκτικότερη ματιά θα δούμε, ότι ο πληθωρισμός μόνον έμμεσα επηρεάζεται από τις ποσότητες που κυκλοφορεί το χρήμα.

Ο πληθωρισμός, είτε το αντίθετό του, ο αποπληθωρισμός, έχουν να κάνουν με τον σκληρό πυρήνα της οικονομικής λειτουργίας που αφορά και στους δύο συντελεστές της, δηλαδή την προσφορά και τη ζήτηση.

Όταν τα δύο αυτά σκέλη βρίσκονται σε σχετική ισορροπία, τότε οι τιμές παραμένουν σταθερές ανεξαρτήτως του μέσου των συναλλαγών και των ποσοτήτων του.

Οποιαδήποτε διαταραχή -και για οποιονδήποτε λόγο υπάρξει τέτοια- σε αυτήν τη σχέση προσφοράς – ζήτησης, είναι βέβαιον ότι θα προκαλέσει το αντίστοιχο φαινόμενο, στο πλαίσιο της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς και του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, όπου ισχύει ο νόμος του δούναι και λαβείν.

Εάν η προσφορά δεν είναι σε θέση, είτε συγκυριακά, είτε πιο μόνιμα, να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ζήτησης, τότε έχουμε άνοδο των τιμών, ανεξαρτήτως του μέσου που πραγματώνονται οι συναλλαγές και της ποσότητάς του στην κυκλοφορία, που βρίσκει εύκολα άλλες διεξόδους για να διοχετευθεί και να παράξει κέρδος.

Αντίθετα, εάν η προσφορά είναι υπερβάλλουσα της ζήτησης, τότε οδηγούμεθα δια μέσου της μείωσης των τιμών σε αποπληθωρισμό και οικονομική ύφεση, ενώ εάν υπάρχουν υπερβάλλουσες ποσότητες χρήματος, αυτές κατευθύνονται σε μορφές αποθησαυρισμού και λέμε ότι βρισκόμαστε σε παγίδα ρευστότητας, αφού οι παραγωγικές επενδύσεις δεν προσφέρουν προσδοκία κερδοφορίας.

Σε αυτήν την κρίση υπερπαραγωγής, την παγίδα ρευστότητας και την υπερσυσσώρευση χρηματικού κεφαλαίου μέσω της χρηματιστικοποίησης της οικονομίας, βρίσκεται το δυτικό ημισφαίριο του πλανήτη, ήδη από την ανατολή του 21ου αιώνα.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος δεν μπορεί -αφ’ εαυτού της- να επηρεάσει φαινόμενα όπως ο πληθωρισμός.

Ο παράγων που διαμεσολαβεί για να επηρεαστεί η σχέση προσφοράς και ζήτησης και να έχουμε πληθωρισμό, ή το αντίθετό του, από τις ποσότητες του χρήματος που κυκλοφορεί, είναι το που κατευθύνεται το χρήμα και πως αυτό χρησιμοποιείται.

Βλέπουμε ότι τόσα χρόνια, παρά τη διοχέτευση τεραστίων ποσοτήτων «αέριου» φρέσκου χρήματος από την ΕΚΤ και τη FED, αλλά και άλλες κεντρικές τράπεζες, δεν κατάφεραν να δώσουν ώθηση στην οικονομία της δύσης, η οποία σταδιακά έχασε τον κυρίαρχο παραγωγικό της χαρακτήρα, με τη σταδιακή μεταφορά της παραγωγικής βάσης του πλανήτη στις χώρες χαμηλού εργατικού κόστους της ανατολής. Αυτό φυσικά είχε ως συνέπεια και τη σταδιακή αλλαγή του γεωπολιτικού συσχετισμού δύναμης με την πρωτοκαθεδρία της δύσης να αμφισβητείται πλέον σοβαρά.

«Σοβιετοποίηση»

Είναι, τελικά, η συστηματική προσπάθεια απαξίωσης του σκέλους της ζήτησης με την υποβάθμιση της αγοραστικής δύναμης των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων σε μια προσπάθεια ανταγωνισμού, ολοένα και πιο χαμηλά, με τις χώρες της ανατολής. Χώρες που εκκινώντας από πολύ χαμηλά, είχαν το πλεονέκτημα του ελάχιστου εργατικού κόστους, να αποτελεί τον «μαγνήτη» συγκέντρωσης εκεί των παραγωγικών επενδύσεων, με την επικράτηση της ελεύθερης διακίνησης των κεφαλαίων. Καθώς επίσης, με την υποκατάσταση της αποδοτικότητας των παραγωγικών επενδύσεων, μέσω της χρηματιστικοποίησης και της διοχέτευσης στα χρηματιστήρια ολοένα και περισσοτέρων ποσοτήτων χρήματος, δημιουργώντας ταυτόχρονα τη φούσκα του χρέους που κινδυνεύει να σκάσει οποιαδήποτε ώρα και στιγμή.

Επί της ουσίας πρόκειται για μια χιμαιρική προσπάθεια υπέρβασης του θεμελιώδους νόμου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αυτού της προσφοράς και της ζήτησης.

Κάποιοι μάλιστα φιλελεύθεροι αναλυτές έσπευσαν να ονοματίσουν τη διαδικασία αυτή ως «σοβιετοποίηση». Η σύγχυσή τους μάλιστα είναι τέτοια, που ενώ ομνύουν στον ελεύθερο ανταγωνισμό και εξορκίζουν την κατ’ αυτούς «σοβιετοποίηση», υπερθεματίζουν στις πολιτικές που οδηγούν στην καταστροφή της μεσαίας τάξης και της ελεύθερης αγοράς, θεωρώντας ότι είναι οι υψηλές αμοιβές, οι μισθοί, οι συντάξεις και οι κοινωνικές παροχές που δημιουργούν το πρόβλημα, αντιμετωπίζοντας την εργασία ως φτηνό αγοραίο είδος.

Οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι υπερπλούσιοι συγκρότησαν σταδιακά ένα άτυπο κονσόρτσιουμ περίπου 30 υπερμεγεθών επενδυτικών κεφαλαίων (θεσμικών επενδυτών), ελέγχοντας άμεσα, ή έμμεσα, ένα πλήθος περίπου 55.000 επιχειρήσεων διεθνώς, κατευθύνοντας έτσι κατά το δοκούν περίπου όλες τις αλυσίδες παραγωγής και διακίνησης προϊόντων και αξιών. Μαζί με τις κυβερνήσεις -που δείχνουν να εξαγοράζονται πιο εύκολα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς-, υπό το κράτος της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας τους επίσης, έδωσαν στην ανισορροπία της σχέσης μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, που οι αδιέξοδες πολιτικές τους προκάλεσαν, απάντηση με την περαιτέρω χρηματιστικοποίηση της οικονομίας. Καθώς και με την αυξανόμενη μονοπωλιοποίηση της αγοράς, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος ελεύθερου ανταγωνισμού.

Το… ανύπαρκτο «λεφτόδενδρο» στην εποχή του άκρατου κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού

Το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης του κορωναϊού και ό,τι επακολούθησε ήλθαν ως ο από μηχανής θεός, για να ληφθούν μέτρα που διαφορετικά θα ήταν αδιανόητο να ληφθούν σε καθεστώς φιλελεύθερου κοινοβουλευτισμού και όσο ακόμη θα μπορούσε να λειτουργεί ο ανέκαθεν «ανάπηρος» ελεύθερος ανταγωνισμός, ο οποίος σήμερα πνέει κυριολεκτικά τα λοίσθια..

Οι κεντρικές τράπεζες με προεξάρχουσες την αμερικανική FED και την ΕΚΤ δημιούργησαν νέα εκ του μηδενός ασύλληπτα ποσά, υποτίθεται για να αντισταθμίσουν τις συνέπειες της υγειονομικής κρίσης και τις αναταράξεις που αυτή προκάλεσε στην παγκόσμια οικονομία.

Που πήγε όμως όλος αυτός ο πακτωλός χρημάτων που συνεχίζει να δημιουργείται εκ του μηδενός;

Τι από αυτόν έφτασε στην πραγματική οικονομία;

Αν δούμε τις λεπτομέρειες, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις ΗΠΑ, όλος αυτός ο πακτωλός χρημάτων -οι ατελείωτοι καρποί του «λεφτόδενδρου» που κάποιοι αναφέρονται περιπαικτικά, διότι τόσο τους «κόβει»- πολύ λίγο είχε και έχει να κάνει με την πραγματική οικονομία και τους συντελεστές της, δηλαδή την προσφορά και τη ζήτηση.

Υπολογίζεται ότι από τα 6 περίπου τρισεκατομμύρια δολλάρια φρέσκου χρήματος που «έκοψε» το τελευταίο διάστημα η FED, λιγότερο από το 10% διοχετεύθηκε στα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είτε ως απ’ ευθείας επιδότηση, είτε με την μορφή χαμηλότοκων δανείων, για να ανταποκριθούν στην κρίση. Το ίδιο συνέβη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με αντίστοιχα, ή και μεγαλύτερα ποσά, μέσω της αγοράς ομολόγων.

Η μερίδα του λέοντος κατευθύνθηκε, χωρίς την παραμικρή προϋπόθεση μέσω των τραπεζών σε μια χούφτα μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, της big tech, της big farma, των εφοδιαστικών αλυσίδων κτλ, φτάνοντας στα χρηματιστήρια και κυρίως στη Wall Street.

Εκεί έγινε το πάρτυ του αιώνα, με όλους τους δείκτες να χτυπάνε ρεκόρ, ενόσω η παγκόσμια οικονομία κατέρρεε λόγω της υγειονομικής κρίσης, αφού τεράστια κεφάλαια άλλαζαν χέρια από τη μια στιγμή στην άλλη, με τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές επιχειρήσεων μέσω της αγοράς, ή πώλησης μετοχών, να ξεπερνούν κάθε προηγούμενο, δημιουργώντας ένα πρωτόφαντο μονοπωλιακό καρτέλ πλήρους ελέγχου της αγοράς, που όλοι την θέλουν ελεύθερη, αλλά όλοι κερδοσκοπούν με τη μονοπώλησή της.

Η «παγκόσμια» διακυβέρνηση

Έτσι και κάτω από τα ραντάρ των περισσοτέρων ΜΜΕ, ή και με την απροκάλυπτη συμμετοχή τους, καθώς και όσων μηχανισμών ελέγχου υποτίθεται ότι υπάρχουν για να αποτρέπουν τη δημιουργία μονοπωλίων, στήθηκε το μεγαλύτερο καρτέλ μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών, όπου με υποχείρια τις κυβερνήσεις και τα ΜΜΕ ως τον ισχυρότατο πυλώνα προπαγάνδας και διαμόρφωσης κοινής γνώμης, δίνουν σάρκα και οστά σε αυτό που μέχρι τώρα λειτουργούσε παρασκηνιακά ως «παγκόσμια» διακυβέρνηση.

Είναι η πεμπτουσία του Great Reset του Klaus Schwab και του παγκόσμιου οικονομικού φόρουμ του Νταβός.

Η συγκέντρωση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας σε όσο το δυνατόν λιγότερα χέρια, μέσω (και) του βιοπολιτικού ελέγχου των μαζών -και καθορίζοντας οι ίδιοι κατά το δοκούν τους θεμελιώδεις οικονομικούς συντελεστές της προσφοράς και της ζήτησης.

Τελικά για να κάνουν τα πάντα, επειδή πλέον θα μπορούν να κάνουν τα πάντα, διότι δεν θα υπάρχει κανείς για να τους αντισταθεί.

Στην πραγματικότητα βέβαια δεν πρόκειται για «παγκόσμια» διακυβέρνηση, αλλά για μονολιθική διακυβέρνηση του δυτικού «κόσμου» ως απέλπιδα προσπάθεια απέναντι στις γεωπολιτικά και γεωοικονομικά αντίπαλες δυνάμεις, πρωτίστως της Κίνας (απ’ όπου «δανείζονται» αντιδημοκρατικότητα και μέτρα βιοπολιτικού ελέγχου), της Ρωσίας, αλλά επίσης άλλων αναδυόμενων δυνάμεων, όπως της Ινδίας κτλ.

Οι προσδοκίες φυσικά είναι το σύμπλοκο αυτό ακατάλυτης «δυτικής» εξουσίας (λέγε το και ιμπεριαλισμό νέας κοπής -μέσα θα είσαι), να επεκταθεί και να κυριεύσει τον πλανήτη μέσα από την δημιουργία επαναλαμβανόμενων κρίσεων, που θα αναφέρονται πάντα σε ένα τρομακτικό «εξωτερικό» αίτιο, όπως η πανδημία, η κλιματική κρίση κτλ, με τον θερμό πια πόλεμο να φαντάζει αναπόφευκτος.

Η ουσία όμως έχει να κάνει με την οικονομία και την απληστία για ολοένα μεγαλύτερα κέρδη που η πραγματική παραγωγή δεν μπορεί να τα προσφέρει πια. Αφού η εκθετική αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας μέσω των τεχνολογικών επιτευγμάτων έφερε τον πλανήτη να μπορεί να παράξει πολύ περισσότερα από αυτά που δύναται να καταναλώνει. Κι αυτό, όσο κι εάν αυξάνονται οι αγορές, που εξ άλλου διεκδικούνται από αντίπαλες δυνάμεις, οι οποίες επίσης κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της παραγωγικής βάσης του πλανήτη.

Έτσι, η πλήρης μονοπωλιοποίηση της οικονομίας, που επιτεύχθηκε με την σύμπραξη φίλων και αντιπάλων, αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί. Αντί το αέναο κυνήγι για διεύρυνση του τζίρου μέσω της αύξησης της ζήτησης, που προϋποθέτει «σπατάλη» πόρων σε μισθούς και κοινωνικές παροχές, μειώνονται τα ρίσκα, καθώς και τα λειτουργικά έξοδα, ενώ πολλαπλασιάζονται τα κέρδη μέσω του μη αντισταθμιζόμενου με παροχή εισοδήματος πληθωρισμού και του περιορισμού έτσι της ζήτησης.

Και πως γίνεται αυτό, που -εν πρώτοις- φαντάζει αντιφατικό;

Μα μέσω της αύξησης των τιμών στην «αγορά» που πρέπει να παραμένει «ελεύθερη» και χωρίς παρεμβάσεις από τα πάνω, ή ελέγχους από διάφορους κρατικούς μηχανισμούς -που πλέον έχουν καταστεί τα απόλυτα υποχείρια-, αφήνοντας την να αυτορυθμίζεται μέσω της «αοράτου» χειρός.

Έτσι έχουμε και τον σκύλο χορτάτο της ικανοποίησης των φιλελεύθερων δοξασιών, και την πίτα ολάκερη με την σχετικά άκοπη αύξηση των κερδών.

Σατανικό λιγάκι ακούγεται, όμως είναι τρομακτικά απλό. Τόσο απλό που ο ανθρώπινος νους δυσκολεύεται να το κατανοήσει.

Η λειτουργία του μονοπωλίου

Ας δώσουμε ένα παράδειγμα.

Ας πούμε, ότι παράγω και διαθέτω στην αγορά ένα προϊόν που το αποτιμώ 10 ευρώ. Το προϊόν αυτό το αγοράζουν πχ 100 πελάτες. Ο τζίρος μου φτάνει τα 1.000 ευρώ και ας πούμε ότι από αυτά το κέρδος μου είναι 200 ευρώ.

Για να αυξήσω τον τζίρο και την πελατεία μου, προκειμένου να επιτύχω μεγαλύτερη κερδοφορία, ξοδεύω χρόνο, χρήμα, καταναλώνω πόρους και φαιά ουσία και εξαρτάται από τις επιλογές μου, σωστές ή λάθος, από τον ανταγωνισμό, και λίγη τύχη, εάν θα τα καταφέρω, με πάντα παρόν το ρίσκο της αποτυχίας.

Εάν όμως κατορθώσω και ελέγξω την αγορά επιβάλλοντας μονοπώλιο, τότε δεν έχω καμία ανάγκη και τα πάντα είναι εξασφαλισμένα.

Αυξάνοντας την τιμή του προϊόντος και ας πούμε από 10 το πάω στα 15 ευρώ. Τότε, αυτομάτως ο τζίρος μου αυξάνει κατά 50% φτάνοντας από τα αρχικά 1.000 στα 1.500 (λέγεται και αύξηση του ΑΕΠ για να επιχαίρουν οι πολιτικοί) και τα κέρδη μου από 200 που ήταν θα φθάσουν τα 700 ευρώ, δηλαδή θα αυξηθούν κατά 350%! Εάν δεν έχω κάτι να με εμποδίσει γιατί να μην το κάνω;

Θα πει κάποιος ότι στην τιμή των 15 ευρώ μερικοί δεν θα θελήσουν, ή δεν θα μπορούν να αγοράσουν.

Με αφήνει παγερά αδιάφορο. Όποιος θέλει και μπορεί! Λίγοι και… καλοί! Για την «πλέμπα» ποιος νοιάζεται;

Εάν, ας πούμε, δεν θελήσουν να αγοράσουν στη νέα τιμή από τους 100 οι 20, οι υπόλοιποι 80 που θα αγοράσουν θα μου αποφέρουν έναν -έτσι κι αλλιώς- αυξημένο τζίρο 1.200 ευρώ (80Χ15), που μεταφράζεται σε επίπεδο επικράτειας σε αύξηση του ΑΕΠ -και το κέρδος μου από 200 αρχικά θα φτάσει τα 400 ευρώ, δηλαδή θα διπλασιαστεί (λέγεται και μεταφορά πλούτου από τα κάτω προς τα πάνω).

Επίσης, δεν θα χρειαστεί να επενδύσω, να απασχολήσω προσωπικό, εγκαταστάσεις κτλ, συνεπώς θα μειώσω ταυτόχρονα τα κόστη μου και τα ρίσκα που αναλαμβάνω, καθιστώντας, επιπροσθέτως, τις ονειρώξεις των αριστερών οικολόγων περί αποεπένδυσης πραγματικότητα, εξασφαλίζοντας πολύτιμους υποστηρικτές στο εγχείρημά μου!

Επέστρεψαν και η γη τρέμει!

Για την ανεργία που θα προκληθεί, ποιος νοιάζεται αλήθεια; Κάποια επιδόματα αρκούν.

Εξ άλλου ο πλανήτης πάσχει από υπερπληθυσμό, επιβαρύνοντας και το… κλίμα. Δεν θα πρέπει να… αραιώνουμε λιγάκι και σιγά-σιγά;

Ως μονοπώλιο πια είναι μονόδρομος η αύξηση των τιμών μέχρις ότου φτάσουν σε μια «κόκκινη» γραμμή όπου η μείωση της ζήτησης θα είναι τόσο μεγάλη, ώστε αντί για όφελος να έχω ζημιά.

Αυτή η «κόκκινη» γραμμή απομακρύνεται και ο πήχης τίθεται ολοένα και ψηλότερα εάν πρόκειται για προϊόντα άμεσης ανάγκης, όπως τρόφιμα, πρώτες ύλες, καύσιμα, ενέργεια κτλ.

Διότι όσο και να αυξηθούν οι τιμές, ο καθένας θα κάνει κυριολεκτικά «το σκατό του παξιμάδι» προκειμένου να επιβιώσει, μετατρεπόμενος κυριολεκτικά σε δούλο. Χωρίς κανένα δικό του περιουσιακό στοιχείο, που θα μεταφέρεται ολοένα ψηλότερα και σε λιγότερα χέρια, έρμαιο των αποφάσεων μιας σκληρής και απόμακρης εξουσίας στο όνομα του… καλού «του λαού και του κράτους»!.

Να γιατί λοιπόν αυτός ο «οίστρος» γύρω από την πανδημία, την υποχρεωτικότητα των εμβολίων και η στο μέγιστο βαθμό εργαλειοποίηση ενός, κατά τα άλλα, ήπιου φυσικού φαινομένου.

Σε αυτή ακριβώς τη γραμμή κινείται, επίσης, σύσσωμο το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας με επικεφαλής την κυβέρνηση Μητσοτάκη -υπερθεματίζοντας μάλιστα. Πέραν της εργαλειοποίησης της πανδημίας και επ’ ευκαιρία της. Προσφέρει, ως δούρειο ίππο, φοροαπαλλαγές και επιχορηγήσεις για εξαγορές και συγχωνεύσεις εταιρειών, στο όνομα της επίτευξης οικονομιών κλίμακας. Προσπαθεί, μέσω «γλυκαντικών» του είδους, να δώσει το συντριπτικό και τελειωτικό χτύπημα στη ραχοκοκαλιά της μεσαίας τάξης, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν μετά την τραγωδία των μνημονίων, διαλύοντας οριστικά τη μικρομεσαία επιχείρηση και παραδίδοντας ολοκληρωτικά την εσωτερική αγορά στα μεγάλα μονοπώλια των εφοδιαστικών αλυσίδων και της ενέργειας, μετατρέποντας τον πληθυσμό σε νομάδες τροφοσυλλέκτες που θα ανταγωνίζονται αδιέξοδα τους, εισαγόμενους από τα ημινόμιμα πια -υπό τη μορφή ΜΚΟ- υπερκερδοφόρα δίκτυα διακίνησης ανθρώπων (trafficking), μετανάστες.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρισκόμαστε σήμερα, επέστρεψαν -κατά τον Γκαίμπελς- και η γη τρέμει!

Εάν δεν αντιδράσουμε τώρα (χθες), αύριο θα είναι πολύ αργά.