του Παύλου Ξένου και της Ελένης Γούλα*

Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η αστικού τύπου εκπαίδευση είναι άμεσα εξαρτώμενη από το χρηματοοικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο του συστήματος που υπηρετεί, στο οποίο ανήκει και το οποίο προωθεί. Η όποια λοιπόν συζήτηση περί ζητημάτων εκπαίδευσης δεν αποφέρει καμιά ωφέλεια για την κοινωνία χωρίς αναφορές σε αυτό το πλαίσιο۰ όταν δε προέρχεται από τον κυρίαρχο χώρο, αυτόν που θέσπισε τις λειτουργίες του τομέα, αποβλέπει μόνο στα ίδια συμφέροντα.  Γιατί η  εκπαίδευση αποτελεί ένα από τα βασικότερα σημεία στήριξης αυτών των συμφερόντων, αν και ανά κράτος μπορεί να διαφοροποιείται ο τρόπος εφαρμογής τους από τις κυβερνητικές ελίτ. Από το πλαίσιο αυτό δεν μπορούν να εξαιρεθούν τα εκπαιδευτικά μέτρα αντιμετώπισης της επονομαζόμενης πανδημίας, έναν όρο η σημασία του οποίου μεταλλάσσεται σύμφωνα με τα οφέλη που αποδίδει σε συγκεκριμένα κέντρα από συγκεκριμένα χωροχρονικά συμβἀντα. Δεν πρόκειται για ζήτημα που περιορίζεται αποκλειστικά στον χώρο της εκπαίδευσης, αλλά αφορά όλο το κοινωνικό γίγνεσθαι, και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα.

Στην Ελλάδα τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται με πρωτοφανή ολοκληρωτισμό, φανερώνοντας δημόσια την ευτελή σημασία του όρου «δημοκρατία» στην αντιστροφή του: όχι ως ισχύ του δήμου, αλλά ως ισχύ επί του δήμου. Έτσι, η όποια αναφορά, θετική ή αρνητική, σε ζητήματα παιδείας, που εστιάζει μόνο σε εντός του συστήματος παραμέτρους, ουσιαστικά κατοχυρώνει τον κυβερνητικό τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας, ο οποίος, με απλές τροποποιήσεις, επιζητεί την καθολική αποδοχή του επιβαλλόμενου τρόπου αντιμετώπισης ως τη μόνη αποδεκτή εσωτερική πολιτική.

Η  καθολική εφαρμογή των εξαγγελλόμενων μέτρων  αποτελεί μέρος της σχεδιαζόμενης τριπλέτας  «Μάσκες – Τεστ – Εμβολιασμός» που ολοκληρώνεται σε διαδοχικά στάδια. Από την τυπικά έννομη υποχρεωτικότητα της πλήρους εφαρμογής του πρώτου επιπέδου, της μάσκας, περνάμε στην εφαρμογή του δεύτερου, των υποχρεωτικών τεστ, το οποίο θα καταλήξει στην υλοποίηση του τρίτου, του εμβολιασμού, ως την προτεινόμενη ενδεδειγμένη λύση του όλου ζητήματος.  Έτσι θα δοθεί, διά παντοίων τρόπων, το πράσινο φως για την επανεκκίνηση του συστήματος της νέας παγκόσμιας τάξης, το οποίο προς το παρόν επαφίεται  στην  διασπορά του κοινωνικού τρόμου για να εξασφαλίσει την  εθελούσια συναίνεση, διατηρώντας όμως  πάντα την δυνατότητα της πλήρους υποχρεωτικότητας και του καταναγκασμού, εφ’ όσον αυτό κριθεί απαραίτητο.

Η υποχρεωτικότητα αποτελεί το βασικό σημείο της επιτυχίας όλου του σχεδίου. Τονίζεται στο έπακρο από τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης. Σταθερή επωδός των πολιτικών και των πάσης φύσεως εντολοδόχων φερεφώνων τους, είναι πάντα το σωτήριο εμβόλιο ως μοναδική λύση για όλα τα ζητήματα που έχουν προκύψει. Το ότι η καθεστωτική πολιτική εστιάζει εκεί, βοηθά να εννοήσουμε πώς και σε ποιο βαθμό αυτή συνάδει με την εισαγωγή στο πνεύμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού και όλων όσων έπονται της ανεξέλεγκτης νομιμοφανούς καταστολής.

Ωστόσο, με βάση το υφιστάμενο Σύνταγμα της Ελλάδος, η επιβαλλόμενη υποχρεωτικότητα κάθε ιατρικής πράξης (όπως είναι ο εμβολιασμός, τα αυτέστ, τα μοριακά τεστ), είναι αντισυνταγματική παραβιάζοντας θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Η καθολική υποχρεωτικότητα, εκτός ελαχίστων ίσως ειδικών περιπτώσεων, ήταν νομικά αστήριχτη μέχρι τη δημοσίευση του νόμου περί υποχρεωτικού εμβολιασμού, δηλ. του ν. 4675/2020 («Πρόληψη, προστασία και προαγωγή της υγείας ανάπτυξη των υπηρεσιών δημόσιας υγείας και άλλες διατάξεις») που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 54/Α/11-3-2020 και ο οποίος, συγκεκριμένα στο άρθρο 4.3.iii, ορίζει:

«β) Σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ, υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια».

Ο συγκεκριμένος ν. 4675/2020 δίνει το γενικό πλαίσιο για περαιτέρω εξειδικεύσεις με επιπλέον νομοθετήματα, όπως ο ν. 4722/15-9-2020 και η πρόσφατη ΚΥΑ 1440/τ.Β/10-4-2021 (εγκύκλιος 41224/ΓΔ4/10-4-2021) για τα υποχρεωτικά τεστ στην εκπαίδευση. Τόσο ο εν λόγω νόμος όσο και όλοι οι νόμοι που τον εξειδικεύουν, αποτελούν ένα ακόμη παράδειγμα αντισυνταγματικότητας στα χρόνια των μνημονιακών δεσμεύσεων. Διότι: α)  η υποχρεωτικότητα εκτάκτου ανάγκης που προβλέπει το νομοσχέδιο είναι καθολική και αφορά όλον τον πληθυσμό, χωρίς να αποκλείεται από  ειδική, «εκτάκτου ανάγκης», να μεταστραφεί σε γενική, β) αποτελεί βία η όποια ιατρική παρέμβαση ασκείται στο ανθρώπινο σώμα χωρίς την συναίνεση του αποδέκτη, και δόλο η εκ των προτέρων ελλιπής και παραπλανητική ενημέρωσή του για τις όποιες τυχόν συνέπειες της ιατρικής πράξης γ) στους αρνητές της κρατικά επιβαλλόμενης ιατρικής πράξης (τεστ, εμβολιασμός, ανιχνευτής) μπορεί να εφαρμοστούν περιορισμοί των δικαιωμάτων τους (μετακίνησης, εργασίας κ.α.) χωρίς να αποκλείονται ποινικές κυρώσεις. Στην περίπτωση της εκπαίδευσης οι καθηγητές υποχρεούνται να δηλώσουν εγγράφως στους προϊσταμένους τούς λόγους άρνησής τους, και οι μαθητές δεν γίνονται δεκτοί στο σχολείο στερούμενοι το δικαίωμα της δημόσιας και δωρεάν μόρφωσης.

Όλο το νομικό πλαίσιο που απορρέει από τον προαναφερθέντα ν. 4675/2020, αντίκειται στο Σύνταγμα. Οι προβλεπόμενοι τρόποι εφαρμογής της υποχρεωτικότητας ιατρικών πράξεων οδηγούν κατευθείαν στην προσβολή των ανθρωπίνων αξιών. Επιπλέον, εκτός από θέματα υγείας ρυθμίζουν και μια σειρά άλλων θεμάτων που έχουν ήδη εμφανιστεί στο προσκήνιο (από ζητήματα περιορισμού μετακίνησης έως συμβάσεις αναστολών εργασίας εργαζομένων, προσαγωγές κλπ.).

Συνεπώς, για μια ακόμη φορά στην περίοδο της μνημονιακής κατοχής, το Σύνταγμα παραβιάζεται, όταν το κράτος της υποτέλειας, με πρόσχημα την μέριμνα της δημόσιας υγείας –την οποία, από όλες τις άλλες πλευρές, έχει με κάθε τρόπο καταρρακώσει- επιβάλλει υποχρεωτικά τον εμβολιασμό στον κάθε πολίτη, απειλώντας με σοβαρότατες ποινές τους μη συμμορφούμενους. Σε αντιδιαστολή με το Σύνταγμα που προασπίζει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών, ο συγκεκριμένος ν. 4675/2020 και όλοι οι νόμοι που τον εξειδικεύουν στρέφονται κατά  των ανθρωπίνων αρχών και αξιών, που όχι μόνο προσβάλλονται, αλλά κατ’ ουσίαν ακυρώνονται.

Δηλώνεται ότι πρόκειται για «προσωρινό μέτρο». Όμως, ο χαρακτηρισμός αυτός είναι πλήρως αδιαφανής, καθώς δεν διευκρινίζεται αυτή η προσωρινότητα. Η επικαλούμενη προσωρινότητα, υπό το πρόσχημα της μερικής εφαρμογής, μεταστρέφεται σε καθολικότητα, εφόσον το όλο ζήτημα επαφίεται στην προσωπική απόφαση του εκάστοτε υπουργού υγείας. Μια απόφαση υποκειμενική (και αυθαίρετη) προωθείται ως μέτρο εκτάκτου ανάγκης: υποχρεωτικότητα, ποινικές κυρώσεις, κατασταλτική βία και οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητο  για την εφαρμογή των άνωθεν και έξωθεν εντολών προς την επανεκκίνηση του συστήματος της Νέας Παγκόσμιας Τάξης. Εκπαιδευτικοί και μαθητές βρισκόμαστε στο έλεος του κάθε Υπουργού και υπουργείου με ΚΥΑ και εκφοβισμούς.

Η νέα εξαγγελία της κυβέρνησης περί της λειτουργίας των σχολείων με την συνεχή τήρηση των ατομικών τεστ ανά εβδομάδα, σε συνδυασμό με τα μοριακά τεστ τα οποία θα διενεργούνται από ειδικούς τυχαία στις σχολικές μονάδες, δεν αφορά στη στατική αντιμετώπιση της πανδημίας. Ουσιαστικά συνεχίζει δυναμικά το πρόγραμμα κοινωνικής χειρουργικής επέμβασης, το οποίο εφαρμόζεται εδώ και ένα χρόνο σε όλη την ελληνική επικράτεια, αρμοδίως προετοιμασμένο δια των νομικών παρεμβάσεων που αποτελούν την τυπική του κάλυψη. Το πρόγραμμα αυτό, δια των εξαγγελθέντων μέτρων, εξειδικεύεται στον ευαίσθητο κοινωνικά χώρο της παιδείας. Έναν χώρο ιδιαίτερα ευαίσθητο, καθώς δεν περιορίζεται  απλά στην απρόσωπη διεκπεραιωτική συναλλαγή δημοσίων υπαλλήλων και πολιτών, αλλά περιλαμβάνει δημόσιους λειτουργούς που είναι ταυτοχρόνως στη θέση του πολίτη, καθώς είναι γονείς, και εμπλέκονται τόσο με γονείς πολιτών, όσο και με τα ίδια τα παιδιά. Ο χώρος της εκπαίδευσης επηρεάζει όλη την κοινωνία.

Σε ένα περιβάλλον σύγχυσης, παραλογισμού και άγνοιας, απαιτείται η συναίνεση του κοινωνικού σώματος, απέναντι σε σοβαρά θέματα που αφορούν την προσωπική υγεία: ποια η σύνθεση και το περιεχόμενο των τεστ, ποια η αποτελεσματικότητα των μασκών , των τεστ και  των εμβολίων όσον αφορά την προστασία της ατομικής υγείας, ποια η σύνθεση και το περιεχόμενο των τεστ και των εμβολίων, ποιοι οι κίνδυνοι από τη χρήση όλων αυτών;

Θέματα που έχουν διχάσει την ίδια την επιστημονική κοινότητα. Η επίσημη ομάδα πληροφορεί διά των επισήμων μέσων ενημέρωσης και χειραγώγησης, ενώ η ανεπίσημη, κατηγοριοποιημένη ως λογοκριτέα και ανεύθυνη από τα καθεστωτικά μέσα, περιορίζεται σε όποιον τρόπο μπορεί. Η τεράστια αντίφαση μεταξύ των επιστημόνων καθρεφτίζεται και σε κάθε κυβερνητική εξαγγελία. Αυτό καταδεικνύει την αδυναμία επίλυσης του ιατρικού ζητήματος από τις αντιφάσκουσες πλευρές των ειδημόνων και ως αποτέλεσμα επαφίεται στην κρίση των αδαών και υπό σύγχυση πολιτών. Αυτοί, κατά παράδοξο τρόπο, καλούνται να αναλάβουν και την ευθύνη την οποία δεν παίρνουν ούτε οι φαρμακευτικές εταιρίες! Μια ευθύνη, όμως, που στην πράξη, εμφανιζόμενη ως προσωπική επιλογή του καθενός, συνδέεται άρρηκτα και με την επιβίωσή του, καθώς οι επιπλοκές της επιλογής σχετίζονται άμεσα με τον εργασιακό και τον κοινωνικό χώρο, ενώ ταυτόχρονα  οι πολίτες πιέζονται να παραχωρήσουν τα αναφαίρετα δικαιώματα “επί του σώματός” τους στην εξουσία.

Οι αντιφάσεις των επιστημόνων αξιοποιούνται από την κυρίαρχη ομάδα για την εδραίωση της κυριαρχίας της, η οποία, χωρίς να νιώθει καμιά υποχρέωση απέναντι στο κοινωνικό σύνολο να ανατρέψει με αποδεικτικά στοιχεία τις ενστάσεις, και παρά τα αναδυόμενα σκάνδαλα, διατηρεί τον έλεγχο της μαζικής παραπληροφόρησης διαμορφώνοντας την κοινή γνώμη.  Έτσι  μεθοδεύεται η χειραγώγηση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού υπό την επίδραση του φόβου ή και πανικού και υπό το άγχος και την ένταση, πάντα, του περιορισμένου χρόνου που απαιτείται για την ταχύτατη εφαρμογή των μέτρων που επιβάλλει η συνεχής επιδοτούμενη παραπληροφόρηση, με αποτέλεσμα την τήρηση των εντολών σε μεγάλη κλίμακα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο εισάγεται και ενισχύεται ο παράγοντας της κοινωνικής πόλωσης, τίθεται σε εφαρμογή για μια ακόμη φορά ο κοινωνικός αυτοματισμός, που τώρα όμως αφορά κυριολεκτικά ζητήματα ζωής και θανάτου. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο τροφοδοτούμενη κοινωνική αντιπαράθεση μπορεί εύκολα να αποκτήσει οξέα χαρακτηριστικά, καθώς οι εφαρμοστές των μέτρων μεταστρέφονται σε επιβολείς αυτών, ενώ η κυβερνητική επίβουλη τακτική επικαλύπτεται ως ο διευθετητής και εφαρμοστής του κοινωνικού δικαίου.

Ο διχασμός, στον οποίο καταλήγουν πολίτες-γονείς, διαλύει την κοινωνική συνοχή δημιουργώντας ευάλωτες απομονωμένες υπάρξεις εύκολα χειραγωγούμενες πλέον. Η ίδια η οικογένεια, ο βασικός πυρήνας του αστικού μοντέλου (ο οποίος κατά τη μεταφορά του στο μοντέλο της μαζικής δημοκρατίας απέδωσε και την μονογονεϊκή οικογένεια) καταλύεται, καθώς ο διχασμός διαπερνά και τον πυρήνα της. Ως αποτέλεσμα, οι σχέσεις των γονέων, ή του γονέα, με το τέκνο τους διαρρηγνύονται. Καθώς το παιδί, βιώνει μαθησιακά αυτή την κατάσταση, εισάγεται το δεύτερο επίπεδο: η άμεση εξάρτηση της εκπαίδευσης του παιδιού από το κράτος και όχι από τον γονέα. ‘Έτσι το παιδί εθίζεται στην υποταγή και τήρηση κάθε κυβερνητικής εντολής. Με την χρόνια επανάληψη συγκεκριμένων συμπεριφορών υπό της καταστολής, του φόβου ή του πανικού που  διοχετεύεται με οποιοδήποτε τρόπο και ενίοτε μπορεί να παίρνει και την όψη ενός οργάνου καταστολής, τόσο η ενήλικη ομάδα για το τώρα, όσο κυρίως η ανήλικη για το μέλλον, μαθαίνει στην πλήρη υποταγή. Υποσυνείδητα, η κάθε ομάδα βιώνει την αποκοινωνικοποίησή της η οποία καλύπτεται έντεχνα από τον διοχετευόμενο επιστημονικά υπερκαταναλωτισμό.

Η κοινωνική σχέση συμπεριλαμβανομένου και του πυρήνα αυτής, της γονεϊκής, μεταστρέφεται σε τηλεταινία και ο κοινωνικός σύντροφος σε μία οθόνη στην οποία ήδη καταργείται και η πολυθρυλούμενη σχέση δασκάλου και μαθητή. Η πόλωση μεταξύ των ομάδων των πολιτών εισάγει στον δεύτερο τρόπο δράσης: στην  πόλωση των εκπαιδευτικών, οι οποίοι θα βρεθούν στο πολεμικό πεδίο ως δημόσιοι υπάλληλοι, πολίτες και γονείς, ως τηρητές ή μη των κυβερνητικών μέτρων, δεχόμενοι πανταχόθεν πιέσεις εξωτερικές και εσωτερικές. Γονείς, εργαζόμενοι στην εκπαίδευση, μετατρέπονται, με την τήρηση των μέτρων, σε καταστολείς. Η κοινωνική πόλωση εισάγει την κρίση στην εκπαίδευση η οποία οδηγεί στη διάλυση της σχέσης δασκάλου και μαθητή, μία από τις πιο ισχυρές εκφάνσεις κοινωνικότητας, αλλά και στην αλλαγή της έννοιας της εκπαίδευσης όπως τη γνωρίζουμε, αφού απορρίπτει όλα τα ανθρωποκεντρικά χαρακτηριστικά του παιδαγωγού. Αυτό αποτελεί και το ζητούμενο που άπτεται της εκπαίδευσης. Δια της οδού αυτής η  εκπαίδευση προωθεί στην υποταγή, με υποσυνείδητη πλέον την συνεχή καταστολή, πράγμα το οποίο είναι εύκολα διακριτό στην ανάμιξή του φόβου ενός θανατηφόρου ιού ή ενός θανατηφόρου χτυπήματος της ασθένειας με την νόμιμη ποινή.

Η ιστορία διδάσκει πως ο κοινωνικός διχασμός αποτελεί τη λύση για τις κυρίαρχες τάξεις στο πρόβλημα των κοινωνικών εξεγέρσεων, οι οποίες προκαλούνται στον μεγάλο διαχωρισμό των κοινωνικών τάξεων. Αυτός ο διαχωρισμός έχει ήδη επισυμβεί χωρίς να είναι εμφανής, αλλά, λόγω των  ισχυρότατων περιοριστικών μέτρων που ισχύουν, υποβόσκει σκιώδης επισύροντας τον κοινωνικό διχασμό που σύντομα θα εκδηλωθεί εμπράκτως. Θρέφεται από τις συνέπειες των παρατεταμένων μέτρων εγκλεισμού και καραντίνας που ολοκληρώνουν το έργο των μνημονιακών πολιτικών: την επερχόμενη οικονομική διάλυση και ισοπέδωση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, την εξαφάνιση της μεσαίας τάξης, την αύξηση της ανεργίας, της φτώχιας, της εξαθλίωσης.

Εξ άλλου η υποχρεωτικότητα στην τήρηση των κρατικών εντολών η οποία επικαλύπτεται διά της διαστροφής του όρου “ελευθερία”, αφορά καθαρά στον τρόπο επιβολής της κυριαρχίας με μέσον τον κοινωνικό διχασμό. Το σύνταγμα δεν αποτελεί έκφανση της κοινωνίας αλλά θεωρητική εφαρμογή που επιβάλλεται προς διατήρηση και υπερβολή των κοινωνικών ανισοτήτων στην κυριαρχία των ίδιων των θεσμοθετητών των νόμων. Οι νόμοι, λοιπόν, δεν αποτελούν έκφραση ελευθερίας ή κατοχύρωση αυτής, αλλά κυριαρχία συγκεκριμένης τάξης. Αυτή, η κυρίαρχη, παγκόσμια πλέον ελίτ, χρησιμοποιεί με μαεστρία τη χειραγωγούμενη κοινωνία ως καλύπτρα των ιδιοτελών δράσεών της, χρησιμοποιώντας πάντα την εκπαίδευση ως βασικό εργαλείο, καθώς αυτή της αποδίδει χωροχρονικότητα. Η δράση της έχει λοιπόν εδραιωθεί και στην εκπαίδευση καταλήγοντας στην αναίρεση της ουσίας της τελευταίας.  Αποτελούν πλέον δομικά στοιχεία του εκπαιδευτικού χώρου η  αποσάθρωση της κοινωνικότητας, ο διχασμός και ο διαπληκτισμός, αφήνοντας ελεύθερη την κίνηση του συστήματος, του οποίου τα χαρακτηριστικά είναι εμφανέστατα και ορίζουν τον υπάνθρωπο, ψηφιακό υποτελή, ως τυχαία και άμεσα αντικαταστάσιμη μεταβλητή της παγκόσμιας νέας τάξης.

Συνεπώς, απέναντι στα μέτρα τα οποία εξήγγειλε η κυβέρνηση στον εκπαιδευτικό τομέα, υπάρχουν δύο τρόποι δράσης: η πλήρη υποταγή ή η ακύρωσή τους. Και η ακύρωσή τους θα πρέπει να ξεκινήσει από τον χώρο τη Παιδείας, με βασική την προϋπόθεση της μη αποδοχής ουδεμίας συζήτησης ή διαπραγμάτευσης για τα δικαιώματά μας, ειδικά τα θεμελιώδη. Διαπραγμάτευση δεν σημαίνει παρά αποδοχή της υποταγής μας. Η άρνηση στα μέτρα οφείλει να είναι καθολική χωρίς να αφήνει καμιά “κερκόπορτα” που θα επιτρέψει στο σύστημα να μπει ακόμα και στη βιολογική ζωή μας, προβάλλοντας κάθε φορά κάποιου είδους έκτακτες ανάγκες.

Με Δημοκρατία θα εμ-βολίσουμε τα μέτρα βιοελέγχου και στην Παιδεία!

*Ο Παύλος Ξένος και η Ελένη Γούλα είναι μέλη του Τομέα Παιδείας του ΕΠΑΜ.