Ήσασταν από τους πρώτους που προειδοποιήσατε, το 1983 και ξανά το 2006, για το μίσος ενάντια στη Δύση. Πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα από τότε; Έχουμε περάσει σε νέο επίπεδο;
Η κατάσταση συνεχώς επιδεινώνεται. Το 1983, οι υπερασπιστές του Τρίτου Κόσμου αναφέρονταν σε πολιτικές δομές: καταγγέλλονταν ο ιμπεριαλισμός ή η νεοαποικιοκρατία. Σήμερα, δεν παίρνουμε πλέον αυτές τις προφυλάξεις, περιορίζουμε το κακό στο χρώμα του δέρματος. Τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου, έχουμε καταληφθεί από μια αμερικανική ερμηνεία της καταπίεσης, η οποία δεν συνδέεται πλέον με οικονομικές ή πολιτικές δομές, αλλά απλώς με την επιδερμίδα. Αυτή η εστίαση στο χρώμα του δέρματος οφείλεται στην κατάρρευση της κλασικής Αριστεράς. Ο κομμουνισμός είναι νεκρός και η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Αντικαταστήσαμε λοιπόν την πάλη των τάξεων με την πάλη για τη φυλή, το φύλο και την ταυτότητα. Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές είναι η αντικατάσταση της εργατικής τάξης από τις μειονότητες. Αυτό μας έρχεται απευθείας από τις ΗΠΑ μέσω Γαλλίας, αφού ήμασταν εμείς που εξάγαμε εκεί, τη δεκαετία του 1970, μερικούς από τους πιο σημαντικούς φιλόσοφους της «Γαλλικής Θεωρίας», τους αποδομιστές Foucault, Derrida, Deleuze. Και οι ΗΠΑ μας τους στέλνουν πάλι πίσω με τη μορφή φεμινιστικών, αντιρατσιστικών ή αποικιακών θεωριών: μια επιχείρηση εισαγωγής-εξαγωγής απόλυτα επιτυχημένη.
Γιατί ο λευκός γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος;
Η τοποθέτηση του λευκού άνδρα στο ικρίωμα είναι μία πρακτική πολύ δημοφιλής στα ΜΜΕ που εισάγεται, για άλλη μια φορά, από τις ΗΠΑ, και που βασίζεται σε δύο πράγματα. Σε ένα είδος νεοαποικιακής μνησικακίας εκ μέρους των πληθυσμών που ζουν στη Γαλλία και που είναι γεμάτοι μίσος για τη χώρα μας, την οποία και θεωρούν υπεύθυνη για όλες τις ατυχίες τους. Αλλά επίσης και στο γεγονός ότι ο λευκός άνθρωπος αυτοκατηγορείται εθελοντικά για όλα τα κακά της γης. Δεν αναλαμβάνει την ευθύνη μόνο για τα δικά του εγκλήματα, αλλά και για τα εγκλήματα όλων των άλλων. Ένα μέρος της λευκής ελίτ είναι έτοιμο να αυτομαστιγωθεί για χάρη των εχθρών του. Μπορεί να μην είμαστε πλέον οι κυρίαρχοι του κόσμου, η Ευρώπη να μην είναι πλέον παρά μόνο μια επαρχία στην άκρη της Ασίας, αλλά είμαστε υπερήφανοι που ενσαρκώνουμε το άκρον άωτον της αθλιότητας. Και απαιτούμε να είμαστε οι μόνοι και αποκλειστικοί κάτοχοι της βαρβαρότητας. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να παραμείνουμε ανώτεροι από τους άλλους, έστω μέσω μιας μορφής αντίστροφης υπερηφάνειας.
Φαίνεται ότι μερικοί δεν μπορούν να κάνουν χωρίς αυτό το δεκανίκι. Γιατί;
Ο «Λευκός» αποτελεί, σε κάθε νεο-φεμινιστικό, αντιρατσιστικό ή φυλετικό λόγο, έναν απαραίτητο στόχο για τη διατήρηση της συνοχής των μειονοτήτων. Μπορούμε να το δούμε ξεκάθαρα σε ορισμένα προάστια όπου δεν υπάρχει καμία αρμονία μεταξύ των κοινοτήτων: οι Τσετσένοι συγκρούονται με τους Μαγκρέμπιους, οι Μαγκρέμπιοι με τους τσιγγάνους, οι μαύροι με τους Κινέζους… Το μόνο πράγμα που ενώνει όλες αυτές τις κοινότητες είναι η ιδέα ότι ο Λευκός είναι υπεύθυνος για όλα. Όπως το ανέλυσε ο S. Freud και ο R. Girard, ο αποδιοπομπαίος τράγος είναι το μέσο εκδίωξης του κακού από μια κοινότητα, το οποίο και μεταφέρεται σε έναν τρίτο που πρέπει να παραμείνει εκτός της κοινότητας.
Μετά το σύνθημα «απαγορεύεται να απαγορεύεται» του ΄68, φαίνεται να αναπτύσσεται ένα πάθος για την απαγόρευση. Πώς φτάσαμε ως εδώ;
Νομίζω ότι πολλές γυναίκες κατάλαβαν ότι η σεξουαλική απελευθέρωση είχε αποβεί σε βάρος τους και ότι αυτές ήταν τα κύρια θύματα ενός ταμπού που έσπασε προς όφελος τελικά μόνο των ανδρών, των μοναδικών κυνηγών. Βέβαια, αυτός ο συλλογισμός δεν είναι εντελώς λανθασμένος, υπό την προϋπόθεση όμως να αναγνωρίζουμε ότι στο ερωτικό παιχνίδι κανείς δεν μπορεί να προσφέρει πλήρη ασφάλιση από τα ρίσκα και ότι οι πληγές της καρδιάς δεν μπορούν να αποδοθούν μόνο στην πατριαρχία. Εδώ και σαράντα χρόνια, γινόμαστε μάρτυρες μιας συσσώρευσης ακραίων απελευθερώσεων που ακολουθούνται κατόπιν από ακραίες απαγορεύσεις. Η ρητορική σήμερα είναι ακόμα αυτή της χειραφέτησης, αλλά τα μέσα είναι αυτά της ζώνης αγνότητας. Όπως είπε ο Philippe Muray, μετά τον «φθόνο του πέους» του Φρόιντ, φτάσαμε στον «φθόνο του ποινικού δικαστηρίου». Έχει κανείς την εντύπωση ότι ορισμένες ακτιβίστριες χρησιμοποιούν το νόμο και τα μέσα ενημέρωσης για να χτυπήσουν τους άντρες που κατηγορούν και να τους αποκλείσουν από τον κοινωνικό χώρο. Βλέπουμε ότι οι άντρες που κατηγορούνται για βιασμό ή σεξουαλική επίθεση εξοστρακίζονται εντελώς από την κοινωνία, δεν υφίστανται καν. Μερικές υπολήψεις βρέθηκαν κατεστραμμένες. Οι Philippe Caubère, Luc Besson ή Ibrahim Maalouf κατονομάστηκαν με αυτόν τον τρόπο ως ένοχοι και εξοστρακίστηκαν από την κοινωνία χωρίς ποτέ να αποδειχτεί η ενοχή τους. Πρόσφατα, ένας Ιάπωνας σεφ, κατηγορούμενος για σεξουαλική παρενόχληση, αυτοκτόνησε. Οι καταδότες έχουν ήδη κερδίσει. Έτσι αυτό το δικαίωμα διαποτίζει τα πάντα, αλλά χωρίς δικαιοσύνη. Χρησιμοποιείται για εκδίκηση και για αυτοδικία. Είναι η επαναφορά μιας μορφής λιντσαρίσματος.
Σχετικά με τον μανιχαϊσμό που επικρατεί, τί εντύπωση σας κάνουν τα λόγια της λεσβίας και φεμινίστριας Alice Coffin, «δεν παρακολουθώ πλέον ταινίες αντρών, δεν ακούω πλέον τη μουσική τους», ή ο τίτλος του βιβλίου της Pauline Harmange , «Μισώ τους άντρες»;
Λυπάμαι γι’ αυτές, αποκαλύπτουν πολλή εσωτερική δυστυχία. Φανταστείτε το αντίθετο, ένας άντρας να εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο για τις γυναίκες! Τουλάχιστον έχουν το προτέρημα να λένε δυνατά αυτό που πολλές φεμινίστριες σκέφτονται σιωπηλά: η καταστροφή της πατριαρχίας στην πραγματικότητα σημαίνει γι’ αυτές απαλλαγή από τους άντρες. Ότι μια γυναίκα θα μπορούσε να επιθυμεί έναν άνδρα είναι μια παρέκκλιση στα μάτια τους. Και όλες όσες αγαπούν ακόμα τους άντρες είναι στα μάτια τους «δωσίλογοι», «τσούλες» ή «πουτάνες» για να χρησιμοποιήσουμε το ευαίσθητο λεξιλόγιο της συγγραφέως Virginie Despentes, η οποία καταφέρνει να αντισταθμίζει την λογοτεχνική της διασημότητα με ισόποση χυδαιότητα. Έχει κανείς την εντύπωση ότι ένα ταμπού έσπασε: τώρα μπορεί κανείς πλέον να πει σε όλα τα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια ότι οι άντρες πρέπει να «εξαλειφθούν» και ένα μέρος του αριστερού τύπου εκστασιάζεται με αυτό το όνειδος. Μια μικρή μειοψηφία φεμινιστών θέλει να πάρει την εξουσία στο όνομα όλων των γυναικών και πολύ λίγοι τολμούν να εκφράσουν ανοιχτά τη διαφωνία τους. Υπάρχουν μια Peggy Sastre, μια Catherine Deneuve ή μια Élisabeth Badinter, αλλά συγκεντρώνουν την οργή αυτής της μειονότητας.
«Η αντιναζιστική ρητορική χρησιμοποιείται σήμερα για την προώθηση της ίδιας της ιδεολογίας του Ναζισμού. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τίποτα για τα σημερινά κινήματα εάν δεν λάβουμε υπόψη αυτή τη μετατόπιση». Μπορείτε να μας το εξηγήσετε;
Εκείνοι που αυτοαποκαλούνται “antifa” μοιράζονται τις ίδιες προκαταλήψεις και μεθόδους με την ακροδεξιά της δεκαετίας του ’30, ιδίως το μίσος για τους Εβραίους που μετατράπηκε σήμερα σε αντισιωνισμό. Η λέξη «φασισμός» σημαίνει για αυτούς οτιδήποτε με το οποίο διαφωνούν. Για παράδειγμα, πέρσι στην Τουλούζη, στις 14 Δεκεμβρίου, διέκοψαν την αναπαράσταση μιας παιδικής φάτνης θεωρώντας την «φασιστικό» θέαμα. Οτιδήποτε σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την παράδοση αξίζει, γι’ αυτούς, το χαρακτηρισμό «φασιστικό» και πρέπει να εξαλειφθεί. Είμαι επιφυλακτικός με τους antifa επειδή είναι και οι ίδιοι μολυσμένοι από το δηλητήριο που ισχυρίζονται ότι πολεμούν. Ομοίως, η μεγάλη έκπληξη σήμερα είναι ότι ο αντιρατσισμός είναι ένας αντίστροφος ρατσισμός. Ένας επίσημα εγκεκριμένος ρατσισμός, ο οποίος έχει ενσωματώσει κάθε αντίθετη κριτική και έτσι δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτα. Όταν, για παράδειγμα, οι ακτιβιστές λένε ότι ένας λευκός είναι εκ φύσεως ρατσιστής, επειδή ο ρατσισμός εκπέμπεται ακούσια από αυτόν, τότε βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα κατεξοχήν ρατσιστικό επιχείρημα: αποδίδουμε έναν χαρακτηρισμό σε ένα άτομο λόγω της βιολογίας του, του γενετικού του υλικού. Και όμως αυτοί οι άνθρωποι πιστεύουν ότι έχουν δίκιο. Αν τους πιστέψουμε, θα πρέπει να θεωρήσουμε την ίδια την ύπαρξή μας ως μια προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αυτά τα σχόλια γίνονται αποδεκτά επειδή προέρχονται από «φυλετικά καταπιεσμένους» ανθρώπους, δηλαδή από ψευδο-θύματα που έχουν επομένως το δικαίωμα να ισχυρίζονται κάθε είδους υπερβολή. Ας υπογραμμίσουμε τέλος κι αυτή την αντίφαση: οι μεγαλύτεροι κατήγοροι της δυτικής αθλιότητας ζουν στο Παρίσι, το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και ανήκουν στις λευκές ελίτ…
Πώς να αντισταθούμε στον εκβιασμό;
Χρειάζεται πολύ διαπαιδαγώγηση: πρέπει να μιλήσουμε με τους αντιπάλους μας για να τους πείσουμε ότι κάνουν λάθος και ότι θα ήταν καλύτερα να εμπνευστούν από στις αρχές της Γαλλικής Δημοκρατίας, αντί να εξεγείρονται ενάντια στην ίδια την ύπαρξη αυτού του έθνους. Τα μέσα ενημέρωσης, συχνά κονφορμιστικά, διψούν για μια καινούρια άποψη πάνω στο θέμα. Οι άνθρωποι όμως δειλιάζουν να την προφέρουν, καθώς καθιστά αμέσως αδύνατη τη συζήτηση, είμαστε δηλαδή καταδικασμένοι να σιωπήσουμε εξαιτίας και μόνο της εμφάνισής μας, εξαιτίας του ότι ανήκουμε στον δυτικό κόσμο. Σαν τους παλιούς αποικιοκράτες, αρνούνται την ύπαρξη κάθε αξιοπιστίας στον «Λευκό» απλά γιατί είναι λευκός. Όμως αυτό δεν είναι πρόοδος, είναι εκδίκηση. Τέλος, είναι σημαντικό να υπερασπιστούμε την Ευρώπη και τον υπέροχο πολιτισμό της ενάντια σε όλους εκείνους, από όπου και αν προέρχονται, που εγκαθίστανται στη χώρα μας για να μας εξηγήσουν ότι είμαστε εγκληματίες και καθάρματα και ότι πρέπει να εκλιπαρούμε για εξιλέωση, να εκλιπαρούμε ασταμάτητα εις τους αιώνας των αιώνων. Σε όλα αυτά οφείλουμε να αντιταχθούμε με ευγένεια αλλά και σθεναρότητα.
Πηγή: ResPublica
Αφήστε ένα σχόλιο