του Γιώργου Βαζάκα
Όσο κι αν πολλοί από εμάς, όπως κι εγώ, μεγαλώσαμε τα τελευταία τριάντα με σαράντα χρόνια στην δήθεν «ισχυρή μας Ελλάδα», όσο κι αν μας πότισαν με υποσχέσεις, ότι ζούμε σε ασφαλή χώρα, όσο κι αν ακόμα και σήμερα οι πηγές πληροφόρησης μας καμπανίζουν με χρυσωμένα χάπια αλήθειας και κουτόχορτου, όσο τέλος μας κάνουν να έχουμε κοντή μνήμη αλλά και να είμαστε ανιστόρητοι, η ιστορική πραγματικότητα στέκεται αμείλικτη. Κομμάτια αυτής της πραγματικότητας θέλουμε σήμερα να παρουσιάσουμε, ευελπιστώντας να συνεισφέρουμε στην ιστορική αλήθεια, σε μια χρονική στιγμή που σύννεφα κινδύνων επελαύνουν ενάντια στην πατρίδα μας, κυρίως από την προαιώνια «φίλη» μας, την Τουρκία.
Αυτοί οι γείτονές μας, οι άσπονδοι «φίλοι» μας Τούρκοι πόσο τουλάχιστον τον τελευταίο καιρό, μα πόσο μας δημιουργούν ανησυχητικά προβλήματα!… Επιγραμματικά – θα το πούμε – ονειρεύονται αναβίωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Θα ξετυλίξουμε το κουβάρι του άρθρου μας από το εξής γεγονός: Τον περασμένο Μάιο και μάλιστα στις 29 – αποφράδα ημέρα για μας τους Ρωμιούς, διότι « η Πόλις εάλω», η Κωνσταντινούπολη δηλ. κυριεύτηκε από τους Τούρκους – αλλά ημέρα θριάμβου για τους Τούρκους. Τότε λοιπόν ο σημερινός ηγέτης της Τουρκίας έστησε ένα «σόου» – καρικατούρα αναπαριστάνοντας την επανάκτηση από τον Μωάμεθ τον πορθητή και τον Σουλεϊμάν το μεγαλοπρεπή της Κων/πολης και την είσοδο τους στην Αγια – Σοφιά. Ο Ερντογάν μιμείται τους παλιότερους σουλτάνους, το κάνει για εσωτερική κατανάλωση θέλοντας παράλληλα να θυμίσει προς κάθε κατεύθυνση, ότι η Τουρκία παραμένει μια αναθεωρητική δύναμη και ότι η κατανομή των εδαφών, που έγινε στις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. και που την αφορούσαν δεν έχει λήξει.
Φανερά η Τουρκία έχει μπει ήδη σε μια διαδικασία νέας αναθεώρησης εδαφικών δεδομένων βάσει του Δικαίου κατάκτησης. Κι αυτό το κάνει de facto, τη στιγμή που βλέπουμε τα τουρκικά στρατεύματα να κατέχουν εδάφη στη Συρία, τη Λιβύη, το Ιράκ, την Κύπρο και να εγκαθίστανται και σε τουρκικές βάσεις ως την Αφρική. Είναι σαφές το μήνυμα, πού το πάει ο γείτονάς μας.
Σημειωτέον σ’ αυτή την επετειακή φιέστα – καρικατούρα «ανακατάληψης» της Κων/πολης, που μόλις αναφέραμε, όπως διαβάσαμε σε αμερικανικά ΜΜΕ, παρέστησαν όλοι οι μεγάλοι εκπρόσωποι των χωρών της Δύσης, σα να την υιοθετούσαν κι ως δική τους εθνική επέτειο. Κι αυτό γιατί η Τουρκία σήμερα διεκδικεί το ρόλο, που έπαιξε για τη Δύση και την αποικιοκρατία της η οθωμανική αυτοκρατορία ήδη από τον 15ο αι. και μετά, διευκολύνοντας την οικονομικά με τις Διομολογήσεις.
Βέβαια για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους η σημερινή Τουρκία είναι μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη, αλλά δεν παύει να είναι και μια ημιανεξάρτητη δύναμη, που υπακούει στα κελεύσματα του ΝΑΤΟ και των Αμερικάνων και δεν μπορεί να κάνει και διαφορετικά, τα όρια της είναι δεδομένα. Κι αυτό φάνηκε πρόσφατα στο οικονομικό της πρόβλημα. Παρόλα αυτά στο νομισματικό της πρόβλημα, που έκανε Swap (σουάπ), ήταν η Βρετανία και η Ιαπωνία, που για δικούς τους λόγους την συνέτρεξαν, αλλιώς δε θα μπορούσε να κάνει «σουάπ» στο νόμισμά της, ενισχύοντας την οικονομία της. Swap είναι μια οικονομική σύμβαση ανταλλαγής, κατά την οποία ανταλλάσσονται χρηματικά ποσά σε διαφορετικά νομίσματα και σταθερά ποσά.
Αυτές οι οικονομικές ενέργειες της Τουρκίας, θυμίζουν και στην Ελλάδα, θέλοντας και μη, τι σημαίνει και τι βαθμούς ελευθερίας έχει ένα κράτος , όταν έχει το δικό του νόμισμα, έστω και με τον τρόπο, που το έχει η Τουρκία και έτσι υποστηρίζει την οικονομία της. Κι αυτά δε μας τα αναλύουν τα ελληνικά ΜΜΕ, όταν μας εμφανίζουν την πτώση της τουρκικής λίρας και το «χαντάκωμα» δήθεν της τούρκικης οικονομίας.
Και δεν μας λένε επίσης, ότι όπως με την Τουρκία έτσι συμβαίνει τώρα και με τη Βρετανία, που μετά το Βrexit παράγει αφειδώς νέο χρήμα, για να στηρίξει την οικονομία της και που τέτοια δυνατότητα δεν την έχει η Ελλάδα, επειδή είναι ενταγμένη στο ενιαίο νόμισμα, δηλ. στο ευρώ κι έχει χάσει τη νομισματική της αυτονομία
Γι’ αυτό λοιπόν η Τουρκία εκδηλώνει επεκτατικές τάσεις, γιατί έχει στα χέρια της εκτός από την ισχύ, που αντικειμενικά διαθέτει (μεγάλος ο πληθυσμός της, μεγάλο το έδαφός της συγκριτικά με την Ελλάδα), επιπρόσθετα όμως έχει πολιτικά και οικονομικά εργαλεία, με τα οποία μπορεί να διαπραγματεύεται την ισχύ της διεθνώς. Τέτοια εργαλεία η ελληνική ιθύνουσα πολιτική ελίτ ή τα έχει παραμερίσει ή τα έχει χάσει ή τα έχει ξεχάσει εντελώς.
Η πολιτική και η οικονομική ελίτ της χώρας μας, ουσιαστικά από την εποχή της Βαυαροκρατίας και μετά, ήταν πάντα εξαρτημένη σε βαθμό υποτέλειας από τους Δυτικούς. Οι ελληνικές κυβερνήσεις κατά κανόνα, εκτός φωτεινών εξαιρέσεων, ήταν πιστές στα δόγματα και τις επιταγές των δυτικών ξένων κρατών.
Όσον αφορά τη σχέση Ελλάδας Τουρκίας, όταν τυπικά έληξε η οθωμανική περίοδος , ουσιαστικά με τη συνθήκη της Λωζάννης, που στους σημερινούς καιρούς έχει μπει στο τραπέζι από την Τουρκία με αναθεωρητικό τρόπο, θα αναφέρουμε ένα γεγονός, που έχει κατά τη γνώμη μας ουσιαστική σημασία. Όταν υπογράφηκε το 1923 η συνθήκη της Λωζάννης, στα πλαίσια αυτής, στο διάδοχο κράτος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που ήταν η Τουρκία, η Δύση έκανε ένα σημαντικό δώρο στο τουρκικό κράτος: Το απάλλαξε από τον ΔΟΕ (Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο), που είχε επιβληθεί στην Οθωμανική αυτοκρατορία το 1875, πριν από τον ΔΟΕ που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα το 1898.
Το ίδιο έγινε και με την Αίγυπτο, με τη σκοπιμότητα η Αίγυπτος να μείνει προτεκτοράτο των Εγγλέζων. Στη μόνη χώρα που η Δύση δεν έκανε σκόντο στα Χρέη της ήταν η Ελλάδα. Ούτε καν κάποια αναθεώρηση στον ΔΟΕ της, μόλο που οι βασικές δυτικές δυνάμεις, που επέβαλαν τον ΔΟΕ, είχαν πια εκλείψει, όπως η Γερμανία, η Αυστρία και φυσικά η τσαρική Ρωσία –την διαδέχτηκε ήδη η Σοβιετική Ένωση– παρά ταύτα η Ελλάδα παρέμεινε υπό το καθεστώς του ΔΟΕ και δεν της έφταναν τα οικονομικά δεινά με το συσσωρευμένο χρέος, με τις πολεμικές πιστώσεις που της είχαν φορτώσει, λόγω του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, της φόρτωσαν και μέρος του χρέους των σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Κι αυτά βέβαια γιατί δυστυχώς η Ελλάδα ιδρύθηκε ως κράτος – προτεκτοράτο και συνεχίζει , ιδιαίτερα με τα μνημόνια από το 2010 και μετά, χειρότερα κι από προτεκτοράτο. Και τα λέμε αυτά, γιατί το νικηφόρο τμήμα της ελληνικής επανάστασης του 1821 – 1827 απείχε χρονικά από τη συνθήκη του Λονδίνου του 1830, που ίδρυσε την Ελλάδα. Δηλαδή η Ελλάδα ιδρύθηκε σε μια δύσκολη περίοδο, όταν ουσιαστικά είχε ηττηθεί η ελληνική επανάσταση και τους όρους δημιουργίας της Ελλάδας τους επέβαλαν πρακτικά οι Εγγλέζοι κι όχι ο επαναστατημένος ελληνικός λαός.
Κι ως προς το χαρακτήρα για το νέο κράτος – Ελλάδα, που η συνθήκη του Λονδίνου διαμόρφωσε, συνέβαλε και ένα άλλο σημαντικό γεγονός, δείγμα του συσχετισμού δύναμης των τότε μεγάλων της Ευρώπης. Συγκεκριμένα τότε έχομε την κάθοδο του ρωσικού στρατού μέχρι την Αδριανούπολη. Αυτό υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας, που έδωσε στην Ελλάδα την ανεξαρτησία. Μέχρι τότε οι Εγγλέζοι συζητούσαν τη δημιουργία ενός φόρου υποτελούς κράτους. Μπροστά όμως στο ρωσικό κίνδυνο, θεώρησαν φρονιμότερο γι’ αυτούς να δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο προτεκτοράτο, που να το ελέγχουν, και αυτό συνέβη σε πολυποίκιλες χρονικές από τότε μέχρι σήμερα.
Απ’ την άλλη μεριά, η Τουρκία διαπραγματεύτηκε επιτυχώς με την Δύση τις συνθήκες ύπαρξής της, ιδιαίτερα μετά από μια νικηφόρα επανάσταση του Κεμάλ. Το γεγονός αυτό αποτελεί μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Οι επιτυχίες του Κεμάλ δεν έχουν ιστορική αναλογία, τουλάχιστον στα Βαλκάνια. Ανέτρεψε τα δεδομένα εισβολής των δυνάμεων της Αντάντ, κυρίως όταν το 1915 στις επιχειρήσεις των Δαρδανελίων απέκρουσε τους Αγγλογάλλους και ο τότε τουρκικός τύπος επονόμασε τον Κεμάλ «υπερασπιστή του Ισλάμ και σωτήρα της Κων/πολης».
Αφού αναφέραμε κάποια κομβικά ιστορικά καθοριστικά κατά τη γνώμη μας για την πορεία Ελλάδας και Τουρκίας, θα μνημονεύσουμε και κάποια που δεν πολυλέγονται για τον Κεμάλ, αυτού του σφαγέα του Ελληνισμού της Μ. Ασίας. Το 1919 ο Κεμάλ παραβρέθηκε στο Μπακού με μεγάλη αντιπροσωπία σε συνέδριο της τότε κομμουνιστικής Διεθνούς, όπου ζήτησε την ένταξή του στην Διεθνή. Το συνέδριο έκλινε προς την αποδοχή του Κεμάλ στην ένταξή του. Όμως ο Ζηνόβιεφ τότε, που προέδρευε στο σώμα του συνεδρίου, αρνήθηκε την είσοδο του Κεμάλ στη Διεθνή λέγοντας ότι ο Κεμάλ δεν έκανε στην Τουρκία τις απαραίτητες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ενάντια στην παλιά οθωμανική αριστοκρατία.
Βλέπουμε τις πολιτικές ευελιξίες του Κεμάλ, που ταξική επανάσταση στον τούρκικο λαό δεν έκανε, όμως τα πλατύτερα λαϊκά στρώματα αυτού, αφού τα συσπείρωσε κι ενώ κινδύνευαν να χάσουν την υπόστασή τους, τα διαμόρφωσε σε κρατική οντότητα, ώστε να είναι μια ανεξάρτητη χώρα, αφανίζοντας τον Ελληνισμό της «καθ’ ημάς Ανατολής», όπως και τους Αρμένιους και τους Ασσύριους.
Απ’ την άλλη μεριά ο Βενιζέλος, πιστός μονόχνωτα στη Δύση (στην Αντάντ), στις αρχές του 1919 ανταποκρίθηκε στην προτροπή του Γάλλου πρωθυπουργού Κλεμανσό να συμμετάσχει εκστρατευτικό ελληνικό σώμα εναντίον της Ουκρανίας, με σκοπό να καταπνίξουν την ρωσική μπολσεβίκικη επανάσταση. Γι’ αυτό απέσπασε ο Βενιζέλος από τον Κλεμανσό την υπόσχεση, ότι θα είχε απ’ αυτόν την ευμενή του στάση στις ελληνικές διεκδικήσεις στην ανατολική Θράκη . Η εκστρατεία στην Ουκρανία απέτυχε παταγωδώς με την Ελλάδα να μετρά 378 νεκρούς και 857 τραυματίες. Και επί πλέον κόστισε βαρύτατα στις ελληνικές κοινότητες της νότιας Ρωσίας, διότι λόγω της συμμετοχής των Ελλήνων στην εκστρατεία της Ουκρανίας, οι σοβιετικές αρχές αμφέβαλαν για τη νομιμοφροσύνη τους κι έτσι πολλοί από τις περιοχές αυτές κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Όμως παρά τα γεγονότα της Ουκρανίας οι σοβιετικοί προφανώς για δικούς τους διπλωματικούς λόγους την Άνοιξη του 1921, δήλωσαν ότι υποστήριξαν το απελευθερωτικό κίνημα του Κεμάλ, αλλά δεν έχουν καμιά εγγύηση ότι στη πορεία δεν θα επικρατήσουν αντιδραστικές δυνάμεις στην Τουρκία των μπέηδων και των πασάδων. Με αυτή την άποψη έστειλαν αντιπροσωπεία στην Ελλάδα προτείνοντάς σ’ αυτήν να μεσολαβήσουν, ενώ ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος στη Μ. Ασία συνεχιζόταν, ώστε να επιτευχθεί δίκαιη ειρήνη ανάμεσα στην Ελλάδα και τον Κεμάλ. Το Ελληνικό πολιτικό προσωπικό, αλύγιστο στον δυτικό του προσανατολισμό, απέρριψε την πρόταση. Μετά από ένα χρόνο ήρθε η Μικρασιατική καταστροφή…
Στη πορεία βέβαια, μετά τις μεγαλουργίες του Κεμάλ, επιβλήθηκε στρατιωτική δικτατορία στην Τουρκία. Πάντα η δικτατορία γύριζε γύρω από την Τουρκία, είναι οργανικό στοιχείο του λεγόμενου κεμαλισμού. Και περίπου αυτή η κατάσταση μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει. Βλέπουμε σήμερα ότι είναι δεκάδες χιλιάδες οι πολιτικοί κρατούμενοι και άνθρωποι που πεθαίνουν από απεργία πείνας, εξαιτίας της απολυταρχίας του Ερντογάν. Η ηγεσία του αριστερού φιλοκουρδικού κόμματος και οι βουλευτές του είναι στη φυλακή, απ’ εκεί δίνουν συνεντεύξεις, απ’ εκεί έκαναν τον τελευταίο προεκλογικό αγώνα και παρά ταύτα αύξησαν σημαντικά τη δύναμή τους, παρά τις διώξεις.
Ενώ όμως αυτά συμβαίνουν στην Τουρκία, η δημοκρατική Δύση δεν έχει κανένα πρόβλημα. Συνεργάζεται ωραιότατα με το καθεστώς της, όπως ωραιότατα συνεργάστηκε και με την απριλιανή ελληνική χούντα. Κι ο πρωθυπουργός της πρώτης φοράς αριστεράς στη χώρα μας, κ. Α. Τσίπρας, μας είχε πει –θυμόμαστε– ότι οι πραξικοπηματίες εναντίον του Ερντογάν ήταν Γκιουλενιστές (Γκιουλέν = αντίπαλος του Ερντογάν), ενώ ο Ερντογάν αντιπροσωπεύει τη δημοκρατία. Πιθανόν έτσι νομίζει το ελληνικό πολιτικό προσωπικό ότι θα εξημερώσει το θηρίο–Τουρκία. Ο απλός , ο αδαής κόσμος προβληματίζεται, δεν βλέπουν ό,τι βλέπει αυτός;
Νομίζουμε ότι πρόκειται για κουλτούρα της ελληνικής μας πολιτικής ελίτ κι όχι για έλλειψη όρασης. Και αυτή η κουλτούρα είναι να μην παράγει πολιτική για τη χώρα μας. Αμετανόητα απευθύνεται για την επίλυση των υπαρξιακών της προβλημάτων στις δυτικές δυνάμεις, γι’ αυτό οι εκπρόσωποί της δε βλέπουν και δεν αναφέρονται στα κρίσιμα προβλήματα επιβίωσης της χώρας και των λαϊκών στρωμάτων της Ελλάδας. Θεωρούν, ότι αυτά είναι θέματα άλλων: είτε των Αμερικάνων στα στρατιωτικο-διπλωματικά, είτε των Γερμανών και των Γάλλων στα οικονομικά.
Αλλά και στο σήμερα στα Ελληνοτουρκικά θέματα, οι ελληνικές ελίτ ευελπιστούν σε υποστήριξη των ΗΠΑ, με την εκλογή του προέδρου Μπάιντεν, χωρίς να αναλύουν ψύχραιμα τις σχέσεις των Αμερικανών και προς την Ελλάδα και προς την Τουρκία. Σοβαροί αναλυτές εκτιμούν ότι η πολιτική Μπάιντεν στα ελληνοτουρκικά δεν θα είναι κάτι το διαφορετικό από εκείνη του Τραμπ. Πιθανώς μάλιστα να έχουμε και μια πιο άσχημη πορεία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων σε σχέση με την Τουρκία. Ο Μπάιντεν είναι δηλωμένα πιο υπέρμαχος μιας σκληρής στάσης απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα και απ’ ότι φαίνεται, μάλλον θα ενισχύσει τον προσανατολισμό προς ένα ψυχροπολεμικό διπολισμό μεταξύ Δύσης και συσπειρωμένης Ευρασίας.
Σ’ αυτή την κατάσταση ακριβώς, επειδή η Τουρκία κι όχι μόνο αυτή, αλλά ένα σύστημα κρατών που καθοδηγείται από την Τουρκία, που περιλαμβάνει και το Πακιστάν και τις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες της κεντρικής Ασίας που είναι τουρκόφωνες – τουρκογενείς και όλοι αυτοί διαμορφώνουν έναν εμβρυικό τρίτο πόλο μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Κι επειδή η πολιτική Μπάιντεν αναμένεται να ενισχύσει αυτόν τον διπολισμό, είναι εξαιρετικά πιθανόν να προσφέρει γη και ύδωρ κανονικά στην Τουρκία, έτσι ώστε να τραβήξει προς την πλευρά της Δύσης όλο αυτό το σύστημα. Όχι βέβαια να κάνει την Τουρκία οργανικό κομμάτι της Δύσης, αυτό έχει τελειώσει, αλλά να τη βάλει στο δυτικό στρατόπεδο. Και για να την ρυμουλκίσει, είναι πιθανό να της προσφέρει όσο περισσότερα ανταλλάγματα και φυσικά να παραγκωνίσει την Ελλάδα
Βέβαια στην Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να προσφέρει το παραμικρό, για τον απλούστατο λόγο, ότι η Ελλάδα υπό τη «φωτισμένη» ηγεσία των τελευταίων κυβερνήσεων όπως και της σημερινής, έχει φροντίσει να εγκιβωτίσει τον εαυτό της, να τον εντοιχίσει μέσα στο δυτικό γεωπολιτικό οικοδόμημα, να εξαφανίσει και τα όποια πλεονεκτήματα γεωπολιτικής λειτουργίας είχε, και –είναι οδυνηρό– όλη αυτή την αυτοεξάλειψη, τη βάφτισε διατυμπανίζοντάς την «γεωπολιτική αναβάθμιση». Και τώρα που δεν είναι απλώς δεδομένη η Ελλάδα, αλλά πακτωμένη στη Δύση, κανείς δεν έχει κανένα λόγο να της κάνει το χατίρι, αλλά –φοβούμαστε– έχει κάθε λόγο δώσει δώρα – κομμάτια απ’ αυτήν σε άλλους, που είναι πιο επικίνδυνοι, να το πούμε έτσι…
Θα ολοκληρώσουμε το άρθρο μας κρίνοντας απαραίτητο να αναφερθούμε σύντομα στις δραματικές εξελίξεις του πρόσφατου πολέμου των Αζέρων εναντίον των Αρμενίων, γιατί μας αφορά, επειδή σ’ αυτόν υπήρξε και νίκη της Τουρκίας. Σ’ αυτόν δεν είχαμε νίκη των Αζέρων, αλλά νίκη ενός πολυεθνικού πανίσχυρου σχηματισμού εναντίον μιας μικρής χώρας και σ’ αυτόν τον σχηματισμό ηγεμόνευε η Τουρκία. Η Αρμενία υπέστη γενοκτονία και καταστροφή του πολιτισμού της. Το Ελληνικό ΥΠΕΞ γι’ αυτόν τον πόλεμο, εξέδωσε ένα κατάπτυστο ανακοινωθέν κρατώντας ίσες αποστάσεις και προς τους επιτιθέμενους (Αζέρους) και προς τους αμυνόμενους (Αρμένιους). Συμπέρασμα: Θα καταλάβουμε επί τέλους ότι μετά το Αρμενικό, η πίεση της Τουρκία προς την Ελλάδα και την Κύπρο θα ενταθεί;…
Κι ως τελευταία κουβέντα: Επί τέλους ο προσανατολισμός της πατρίδας μας μπορεί να προσεγγίζει με πολυμορφία τον γεωπολιτικά πολυπολικό σημερινό κόσμο, με στόχο την ανεξαρτησία της, με δημοκρατία, κοινωνική προκοπή και με το λαό μας επακριβώς ενημερωμένο.
Διαφορετικά κι άλλος ποιητής παρόμοια όπως ο Δ. Σαββόπουλος θα ξανα-αναφωνίσει:
«Ελλάδα γλώσσα τυφλή στη Γεωγραφία , Ελλάδα οικόπεδο κι αποικία»
Ο Γιώργος Βαζάκας είναι φιλόλογος, μέλος του Ε.ΠΑ.Μ.
Αφήστε ένα σχόλιο