Με μια μεσολαβημένη από τις ΗΠΑ εκεχειρία να σταματά προσωρινά τις άμεσες εχθροπραξίες μεταξύ Τελ Αβίβ και Τεχεράνης, τα κράτη του Περσικού Κόλπου αντιμετωπίζουν μια νέα στρατηγική εξίσωση: Ένα ταπεινωμένο Ιράν είναι επικίνδυνο, αλλά ένα Ισραήλ θριαμβευτής είναι χειρότερο.
του Mohamad Hasan Sweidan*
μετάφραση Φλώρα Παπαδέδε
The Cradle, 25/06/2025
Στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε στις 16 Ιουνίου, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου δήλωσε τολμηρά «Αλλάζουμε το πρόσωπο της Μέσης Ανατολής», καθώς οι δυνάμεις κατοχής χτυπούσαν στόχους του Άξονα της Αντίστασης σε πολλαπλά μέτωπα. Η «αλλαγή» του Νετανιάχου ξεκίνησε τρεις ημέρες νωρίτερα με σφοδρές επιθέσεις στην Τεχεράνη, στις στρατιωτικές και πυρηνικές εγκαταστάσεις της και με τις δολοφονίες κορυφαίων στρατιωτικών διοικητών και πυρηνικών επιστημόνων της.
Οι άμεσες συγκρούσεις του Τελ Αβίβ με την Τεχεράνη είχαν ως στόχο να ωθήσουν αποφασιστικά την περιοχή στα πρόθυρα ενός ευρύτερου πολέμου – ενός πολέμου που προς το παρόν έχει σταματήσει μόνο λόγω της εκεχειρίας που επέβαλαν οι ΗΠΑ στο Τελ Αβίβ.
Για τα αραβικά κράτη του Περσικού Κόλπου – και ειδικά για τους συμμάχους της Ουάσινγκτον – η ξαφνική παύση αποκάλυψε μια σκληρή πραγματικότητα: Εάν το Τελ Αβίβ βγει κυρίαρχο από αυτή την αντιπαράθεση, ο αραβικός κόσμος χάνει τον τελευταίο του ουσιαστικό μοχλό πίεσης.
Μια αποφασιστική νίκη του Ισραήλ επί του Ιράν και των συμμάχων του στη Γάζα, τον Λίβανο, το Ιράκ και την Υεμένη θα εξαφάνιζε τα τελευταία αποτρεπτικά στοιχεία για την ανοιχτά διαφημιζόμενη, περιφερειακή εδαφική επέκταση του Τελ Αβίβ στη Συρία, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη – ακόμη και την Ιορδανία και το Ιράκ. Η παλαιστινιακή υπόθεση – που αποτελούσε για καιρό ένα στρατηγικό χαρτί πίεσης για τις αραβικές κυβερνήσεις – θα χάνονταν εν μία νυκτί. Και οι ηγέτες του Κόλπου, που κρύβονταν κάποτε πίσω από περιφερειακούς ανταγωνισμούς, θα βρίσκονταν όμηροι ενός ισχυροποιημένου κράτους κατοχής.
Αλλά μόλις 11 ημέρες αργότερα και παρά τον ισχυρισμό του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για «ισοπέδωση» του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι επιθέσεις του Τελ Αβίβ – και αργότερα της Ουάσινγκτον – είχαν καθυστερήσει τον κύκλο εμπλουτισμού της Τεχεράνης μόνο κατά μερικούς μήνες, οι βασικές εγκαταστάσεις παρέμειναν άθικτες και το Ιράν είχε καταφέρει να μετακινήσει μεγάλο μέρος του εμπλουτισμένου ουρανίου του πριν από τις επιθέσεις.
Ακόμα και μετά την εφαρμογή της εκεχειρίας, το Ιράν φέρεται να εκτόξευσε πυραύλους προς το Ισραήλ – αν και γρήγορα το αρνήθηκε, ενώ ο Τραμπ επέπληξε δημόσια και τις δύο πλευρές και χαιρέτισε την παύση.
Οι μεταπολεμικές φιλοδοξίες του Νετανιάχου
Πολύ πριν από οποιονδήποτε άμεσο πόλεμο με το Ιράν, εξέχοντες Ισραηλινοί υπουργοί είχαν ήδη ζητήσει την επίσημη προσάρτηση της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, είχαν σχεδιάσει τη μακροπρόθεσμη ανακατάληψη της Γάζας, είχαν διανείμει χάρτες που διέγραφαν την Πράσινη Γραμμή του 1967 και είχαν επιταχύνει την κατασκευή οικισμών αποίκων.
Ακόμη και πριν από την Επιχείρηση Αλ-Άκσα [της Χαμάς], στις 7 Οκτωβρίου 2023, το υπουργικό συμβούλιο του Νετανιάχου είχε πιέσει για την προσάρτηση της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, τη διάλυση της Παλαιστινιακής Αρχής και τη μόνιμη κατοχή της Γάζας. Ισραηλινοί αξιωματούχοι έχουν ανακοινώσει την ετοιμότητά τους για το 2025 ως το «Έτος Ισραηλινής Κυριαρχίας» επί της «Ιουδαίας και της Σαμάρειας» (δηλ. της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης), αφού κάνουν τις αναγκαίες προετοιμασίες για αυτό.
Πίστευαν ότι αν το Ιράν μπορούσε να παραγκωνιστεί, με τη Χεζμπολάχ αποδυναμωμένη και τη Συρία να κυβερνάται πλέον από μια κυβέρνηση εγκατεστημένη από τη Δύση με βαθιές ρίζες στην Αλ Κάιντα, το Τελ Αβίβ θα ήταν ελεύθερο να αναδιαμορφώσει τα σύνορα, να οχυρώσει οικισμούς αποίκων και να επιδιώξει μαζικούς εκτοπισμούς με ελάχιστη αντίσταση.
Ακόμη και η απειλή περιφερειακής αντίδρασης θεωρούνταν μικρό πρόβλημα στο μυαλό των δεξιών κυβερνητικών αξιωματούχων του Ισραήλ. Η ήττα ή η περιθωριοποίηση του Άξονα της Αντίστασης θα εξαφάνιζε και το τελευταίο ουσιαστικό φρένο στις ισραηλινές φιλοδοξίες – επιτρέποντας στο Τελ Αβίβ να αναδιαμορφώσει την πολιτική γεωγραφία της περιοχής από τον ποταμό Ιορδάνη μέχρι τη Μεσόγειο σύμφωνα με τους μαξιμαλιστικούς σιωνιστικούς στόχους ενός «Μεγάλου Ισραήλ».
Η ρεαλιστική σχολή διεθνών σχέσεων προτείνει μια έννοια που ονομάζεται «Αξιοποίηση της Στρατιωτικής Νίκης», που είναι στην πραγματικότητα αρκετά απλή: Όταν ένα μέρος κερδίζει έναν μεγάλο πόλεμο, μπορεί να χρησιμοποιήσει τη νεοαποκτηθείσα δύναμη και φήμη του για να πιέσει για προηγουμένως αδύνατες αλλαγές πολιτικής. Ο νικηφόρος στρατός είναι ισχυρότερος, οι εχθροί του είναι πιο αδύναμοι και όλοι μόλις έχουν δει ότι είναι έτοιμος και ικανός να πολεμήσει – έτσι, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ο χάρτης των περιφερειακών βάσεων γίνεται μαλακός πηλός που ο νικητής μπορεί να διαμορφώσει κατά βούληση.
Αν το Ισραήλ είχε αναδειχθεί ως σαφής νικητής, θα προσπαθούσε σκόπιμα να ανατρέψει τη στρατηγική ισορροπία που έχει καθορίσει τα σύνορα και τα κέντρα ισχύος στη Δυτική Ασία εδώ και δεκαετίες. Τα αραβικά κράτη που κάποτε εν αγνοία τους βασίζονταν στην αποτρεπτική ομπρέλα του Ιράν για να περιορίσουν τις τεράστιες περιφερειακές βλέψεις του Ισραήλ θα έχαναν και την τελευταία τους ζώνη άμυνας αν η Ισλαμική Δημοκρατία κατέρρεε.
Το Τελ Αβίβ θα ασκούσε ανεξέλεγκτη επιρροή, όχι μόνο πάνω στην Παλαιστίνη, αλλά και στους Άραβες γείτονές του, μέσω οικονομικού καταναγκασμού, πολιτικών υπαγορεύσεων και μιας αναδιαμορφωμένης περιφερειακής τάξης ασφαλείας με επίκεντρο τη δική του κυριαρχία.
Γιατί τα Αραβικά κράτη έχουν ανάγκη να επιβιώσει το Ιράν
Σχεδόν εν μία νυκτί, οι «άσπονδοι φίλοι» του Ιράν στον Περσικό Κόλπο και τον Αραβικό κόσμο συνειδητοποίησαν πλήρως ότι η επί δεκαετίες επιθυμία τους να εξουδετερώσουν την ιρανική ισχύ έπρεπε να επανεξεταστεί. Είχαν ευημερήσει χάρη στην ομπρέλα ασφαλείας που τους είχε παράσχει η Τεχεράνη και, χωρίς αυτήν, θα κινδύνευαν να γίνουν πιόνια στην ηγεμονική ατζέντα του Ισραήλ.
Για δεκαετίες, μια λεπτή ισορροπία δυνάμεων καθόριζε τη Δυτική Ασία. Ούτε το Ιράν, ούτε το Ισραήλ μπορούσαν να κυριαρχήσουν πλήρως, επειδή και τα δύο αντιμετώπιζαν σοβαρό κόστος σε περίπτωση επιθετικότητας. Το δίκτυο συμμάχων του Ιράν – από τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο μέχρι τις ένοπλες δυνάμεις των Ανσάρ Αλλάχ στην Υεμένη – χρησίμευσε ως αντίβαρο στα σχέδια ΗΠΑ-Ισραήλ. Αυτή η ισορροπία έδινε στα αραβικά κράτη του Περσικού Κόλπου χώρο για ελιγμούς, ακόμη και όταν αντιτίθεντο ρητορικά στην Τεχεράνη.
Σήμερα, αυτός ο υπολογισμός έχει αλλάξει. Η εκεχειρία που υποστήριξε ο Τραμπ μπορεί να σταμάτησε τις χειρότερες συγκρούσεις, αλλά υπογράμμισε επίσης πόσο κοντά έφτασε το Ισραήλ στο να αναδιαμορφώσει μονομερώς την περιοχή. Μια ισραηλινή νίκη θα διέλυε την υπάρχουσα ισορροπία και θα καθιστούσε το Τελ Αβίβ τον μοναδικό ηγεμόνα της περιοχής. Στη θέση της θα αναδυόταν ένα κράτος κατοχής ενθαρρυμένο να ενεργεί ατιμώρητα. Η αντοχή του Ιράν δεν είναι απλώς μια στρατηγική προτίμηση – είναι μια αναγκαιότητα για να διατηρηθούν τα τελευταία απομεινάρια αραβικής δύναμης στην περιοχή.
Το Ισραήλ θέτει άμεσες απειλές για τα γειτονικά κράτη. Η Ιορδανία αντιμετωπίζει το φάσμα της προσάρτησης της Δυτικής Όχθης και πιθανές μαζικές ροές προσφύγων από τη Γάζα. Η Αίγυπτος ανησυχεί για την πιθανότητα οι Παλαιστίνιοι να απωθηθούν στο Σινά, ένα σενάριο που ο πρόεδρος Άμπντελ Φατάχ ελ-Σίσι έχει χαρακτηρίσει κόκκινη γραμμή.
Σε περιφερειακό επίπεδο, η αποδυνάμωση του Ιράν θα μείωνε την ικανότητα της Τεχεράνης να χρηματοδοτεί και να εξοπλίζει τις παλαιστινιακές αντιστασιακές ομάδες, μειώνοντας την ανάγκη του Ισραήλ και των Δυτικών για Αιγυπτιακή – και Καταριανή – διαμεσολάβηση σε μελλοντικές συγκρούσεις. Η Αίγυπτος βασίζεται στο ισραηλινό φυσικό αέριο, το οποίο αντιπροσωπεύει περίπου το 15-20% της κατανάλωσής της. Το Τελ Αβίβ έχει ήδη σταματήσει τις προμήθειες μετά το κλείσιμο των κοιτασμάτων φυσικού αερίου Λεβιάθαν και Κράις κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κλιμάκωσης, αφήνοντας τα αιγυπτιακά εργοστάσια χωρίς καύσιμα. Έτσι, η Αίγυπτος μπορεί να βρεθεί αναγκασμένη να διαπραγματεύεται από ασθενέστερη θέση για ζητήματα συνόρων, ενέργειας και ρυθμίσεων ασφαλείας.
Ο Λίβανος παραμένει υπό την απειλή συνεχών ισραηλινών προκλήσεων, με τα ισραηλινά πλήγματα να αυξάνονται κατά τη διάρκεια του πολέμου με το Ιράν. Δεν είναι μυστικό ότι το Τελ Αβίβ ονειρεύεται εδώ και καιρό να προσαρτήσει λιβανέζικο έδαφος για πρόσβαση στον ποταμό Λιτάνι. Και γιατί να σταματήσει εκεί, όταν όλα τα εμπόδια θα έχουν αφαιρεθεί;
Η Συρία έχει ήδη υποστεί την κατοχή μεγάλων περιοχών των νότιων εδαφών της από ισραηλινές κατοχικές δυνάμεις, με τις αναφορές πεδίου να επιβεβαιώνουν ότι το Τελ Αβίβ έχει επεκταθεί ώστε να καταλάβει ολόκληρα τα Υψίπεδα του Γκολάν (περίπου 1200 km²) συν περίπου 500 km² στη νοτιοδυτική Συρία. Οι ισραηλινές δυνάμεις έχουν επίσης πάρει τον έλεγχο του φράγματος Μαντάρα, της κύριας πηγής νερού της Κουνέιτρα[1], που τους παρέχει ένα σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα απέναντι σε οποιαδήποτε πιθανή απειλή.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα κράτη του Κόλπου θα χάσουν τη στρατηγική τους σημασία. Εάν το Ιράν εξουδετερωθεί, η Ουάσιγκτον δεν χρειάζεται πλέον τη Σαουδική Αραβία, τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα ή το Κατάρ για να περιορίζει την Τεχεράνη. Η χρησιμότητά τους ως στρατηγικών εταίρων θα συρρικνωθεί. Στη θέση της θα αναδυθεί ένας νέος άξονας ισχύος ΗΠΑ-Ισραήλ όπου τα κράτη του Περσικού Κόλπου θα είναι απλώς πελάτες, όχι εταίροι.
Η επιρροή τους στην Ουάσιγκτον θα μειωνόταν κατακόρυφα, όπως και η ικανότητά τους να αποσπούν εγγυήσεις ασφαλείας, συμφωνίες όπλων ή διπλωματική υποστήριξη.
Μεταξύ αποτροπής και κυριαρχίας
Ο πόλεμος στη Γάζα και η κλιμάκωση της σύγκρουσης Ισραήλ-Ιράν έχουν αναγκάσει τις πρωτεύουσες του Περσικού Κόλπου να επανεκτιμήσουν σοβαρά την κατάσταση. Ενώ τα κράτη αυτά θεωρούσαν εδώ και καιρό το Ιράν ως αντίπαλο και απειλή, το φάσμα της ισραηλινής υπεροχής έχει αποκαλύψει την αποτρεπτική αξία της Τεχεράνης. Η ικανότητα του Ιράν να εξοπλίζει τις αντιστασιακές ομάδες, να αμφισβητεί την κυριαρχία των ΗΠΑ και να διαταράσσει την ισραηλινή επέκταση έδωσε στα αραβικά κράτη χώρο να αναπνεύσουν. Χωρίς αυτήν, οι επιλογές τους περιορίζονται δραματικά.
Αυτός είναι ο λόγος που, πίσω από κλειστές πόρτες, πολλοί αξιωματούχοι του Κόλπου ελπίζουν τώρα σιωπηλά σε ένα αποτέλεσμα που θα διατηρήσει τον ρόλο του Ιράν. Όχι επειδή θαυμάζουν την Τεχεράνη, αλλά επειδή φοβούνται ένα μέλλον που υπαγορεύεται από το Τελ Αβίβ. Ένα αποδυναμωμένο Ισραήλ – που ελέγχεται από έναν ανθεκτικό Άξονα Αντίστασης – διασφαλίζει τη συνεχή σημασία και τη διαπραγματευτική ισχύ των αραβικών μοναρχιών.
Πράγματι, αρκετοί αναλυτές του Κόλπου έχουν ήδη προειδοποιήσει ότι η κατάσταση μετά την κατάπαυση του πυρός θα μπορούσε να σηματοδοτήσει το τέλος οποιασδήποτε αραβικής στρατηγικής ανεξαρτησίας. Το κύμα ομαλοποίησης με το Ισραήλ, που κάποτε θεωρούνταν οικονομικό αντιστάθμισμα, θεωρείται πλέον ως ζημία. Αυτό το συναίσθημα είναι ολοένα και πιο κοινό μεταξύ των αραβικών ελίτ, οι οποίες πλέον βλέπουν την ισορροπία – και όχι την κυριαρχία – ως τον μόνο δρόμο προς την ασφάλεια.
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η νέα κατανόηση μπορεί να οδηγήσει σε μια στρατηγική απομάκρυνση από την αναζήτηση προστασίας από τις ΗΠΑ και να ωθήσει αυτούς τους ηγέτες να αναζητήσουν τη μεσολάβηση από παγκόσμιες δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία για να βοηθήσουν στην εφαρμογή νέων περιφερειακών ρυθμίσεων ασφάλειας. Άλλωστε, η συμφιλίωση Σαουδικής Αραβίας-Ιράν, με τη μεσολάβηση του Πεκίνου, έφερε μια επιτυχημένη και διαρκή ειρήνη μεταξύ των περιφερειακών αντιπάλων, μια συμφωνία που δεν έχει περάσει απαρατήρητη στις αραβικές πρωτεύουσες. Ήταν μια συμφωνία που η Ουάσινγκτον δεν θα μπορούσε και δεν θα είχε ποτέ επιδιώξει.
Κατά τη διάρκεια της επικίνδυνης στρατιωτικής αντιπαράθεσης της περασμένης εβδομάδας, το Ιράν εξαπέλυσε αντίποινα με βαλλιστικούς πυραύλους που στόχευαν την αεροπορική βάση Al-Udeid στο Κατάρ – τη μεγαλύτερη στρατιωτική εγκατάσταση της Ουάσινγκτον στον Περσικό Κόλπο και την έδρα της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ (CENTCOM[2]). Η επίθεση, την οποία το Ιράν ονόμασε «Επιχείρηση Χαρούμενα Νέα της Νίκης», σηματοδότησε μια σημαντική κλιμάκωση και αποκάλυψε πόσο γρήγορα τα κράτη του Κόλπου – ειδικά εκείνα που φιλοξενούν αμερικανικές δυνάμεις – θα μπορούσαν να παρασυρθούν σε έναν άμεσο πόλεμο.
Αυτή τη στιγμή, μετά την κατάπαυση του πυρός, το πραγματικό σχίσμα στη Δυτική Ασία δεν είναι πλέον απλώς το Ιράν εναντίον του υπόλοιπου Περσικού Κόλπου. Είναι μεταξύ εκείνων που επιδιώκουν μια πολυπολική περιοχή, με χώρο για αραβική αυτονομία και εκείνων που θα ανέχονταν να κυβερνάται από το Τελ Αβίβ.
Για τους Άραβες συμμάχους της Ουάσιγκτον, η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι μια διαρκής Ιρανική αποτροπή ίσως αποτελεί την τελευταία προστασία ενάντια σε μια εποχή ισραηλινής κυριαρχίας.
Υποσημειώσεις της Μεταφράστριας:
[1] Η Κουνέιτρα, είναι μια εγκαταλελειμμένη πόλη στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη που παρακολουθείται από τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ) μεταξύ Συρίας και Ισραήλ. Ήταν ένας σημαντικός περιφερειακός κόμβος και διοικητικό κέντρο στη νοτιοδυτική Συρία μέχρι τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, τον Ιούνιο του 1967, όταν καταλήφθηκε από ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις. Όταν οι Ισραηλινοί αποσύρθηκαν το 1974, απογύμνωσαν και κατέστρεψαν συστηματικά την πόλη. Οι Σύριοι αποφάσισαν να μην την ανοικοδομήσουν, προτιμώντας να την αφήσουν ερειπωμένη για να χρησιμεύει ως υπενθύμιση της ισραηλινής κατοχής.
[2] Η Κεντρική Διοίκηση των Ηνωμένων Πολιτειών (CENTCOM) ιδρύθηκε το 1983 και έχει υπό την ευθύνη της τη Μέση Ανατολή (συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου), την Κεντρική Ασία και μέρη της Νότιας Ασίας. Η διοίκηση συνιστά τις κύριες αμερικανικές δυνάμεις σε πολλές στρατιωτικές επεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένου του Πολέμου του Περσικού Κόλπου το 1991, του πολέμου στο Αφγανιστάν, του πολέμου στο Ιράκ, του πολέμου στη Συρία και τώρα του πολέμου με το Ιράν. Από το 2009 το επιχειρησιακό αρχηγείο της βρίσκεται στην αεροπορική βάση Al Udeid στο Κατάρ.
* Ο Mohamed Sweidan, με έδρα τη Βηρυτό, είναι ερευνητής στρατηγικών σπουδών, αρθρογράφος για διάφορες πλατφόρμες μέσων ενημέρωσης και συγγραφέας αρκετών μελετών στον τομέα των διεθνών σχέσεων. Το κύριο ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στις ρωσικές υποθέσεις, την τουρκική πολιτική και τη σχέση μεταξύ ενεργειακής ασφάλειας και γεωπολιτικής.
Πηγή: The Cradle
Αφήστε ένα σχόλιο