Σημείωση Ξαστεριάς: Δείτε προηγούμενες αναλύσεις του Kit Klarenberg στην Ξαστεριά, σε μετάφραση πάντα της Φλώρας Παπαδέδε:
Στις
24 Νοεμβρίου 2024 δημοσιεύσαμε με τίτλο Διαρροές αποκαλύπτουν μυστικό βρετανικό στρατιωτικό πυρήνα που συνωμοτεί για “να συνεχίσει η Ουκρανία τον πόλεμο”.
Στις 2 Ιουνίου 2025 δημοσιεύσαμε με τίτλο Πώς η Ρωσία Σιωπηλά έφερε Επανάσταση στον Πόλεμο

του Kit Klarenberg *
μετάφραση Φλώρα Παπαδέδε

Kit Klarenberg.com, 20/05/2025

Στις 12 Μαΐου, οι New York Times δημοσίευσαν μια λεπτομερή αυτοψία για την αποτυχία των πρόσφατων εχθροπραξιών της κυβέρνησης Τραμπ εναντίον του κινήματος Ανσάρ Αλλάχ[1] στην Ερυθρά Θάλασσα. Η έρευνα βρίθει από εξαιρετικές αποκαλύψεις, που εξηγούν με κάθε λεπτομέρεια πώς η συνδυασμένη αεροπορική και ναυτική προσπάθεια – που ξεκίνησε με τεράστιες φανφάρες και πομπώδη ρητορική από τους Αμερικανούς αξιωματούχους – ήταν μια ακόμη μεγαλύτερη πανωλεθρία και καταστροφική ήττα για την Αυτοκρατορία από ό,τι πιστευόταν μέχρι τώρα. Η κατακλυσμιαία κλίμακα της ήττας μπορεί να εξηγήσει την ξαφνική αποφασιστικότητα της Ουάσιγκτον να καταλήξει σε μια διευθέτηση με το Ιράν μέσω διαπραγματεύσεων.

Ίσως η πιο εντυπωσιακή αποκάλυψη είναι ότι ο πόλεμος-αστραπή του Τραμπ εναντίον της Υεμένης είχε αρχικά σχεδιαστεί ως μια μακροπρόθεσμη, μεγάλης κλίμακας εμπλοκή, που θα κορυφωνόταν με χερσαία εισβολή, χρησιμοποιώντας δυνάμεις δι’ αντιπροσώπων. Ο στρατηγός Μάικλ Κουρίλα, διοικητής της Κεντρικής Διοίκησης του Πενταγώνου, η οποία καλύπτει την Κεντρική, Νότια και Δυτική Ασία, τάχθηκε υπέρ ενός ολοκληρωτικού πολέμου με τους Ανσάρ Αλλάχ από τότε που ξεκίνησαν τον δίκαιο αποκλεισμό της Ερυθράς Θάλασσας, στα τέλη του 2023. Όμως, σύμφωνα με πληροφορίες, ο Τζο Μπάιντεν ήταν επιφυλακτικός, φοβούμενος ότι μια «ισχυρή εκστρατεία» θα ανέβαζε κι άλλο τους Αντάρτες του Θεού «στα μάτια του κόσμου».

Με την επανεκλογή του Τραμπ, «ο Κουρίλα είχε έναν νέο αρχιστράτηγο» και μια ευκαιρία να ανεβάσει σημαντικά τον πήχη εναντίον του κινήματος Αντίστασης. Ξεκίνησε μια προσπάθεια 8-10 μηνών, αρχίζοντας με βομβαρδισμούς κορεσμού[2] των συστημάτων αεράμυνας της Υεμένης, πριν από ένα κύμα στοχευμένων δολοφονιών ηγετών της Ανσάρ Αλλάχ, εμπνευσμένων άμεσα από τις επιθέσεις με τηλεειδοποιητές του Ισραήλ εναντίον ανώτερων στελεχών της Χεζμπολάχ τον Σεπτέμβριο του 2024. Η μεγάλη επιχείρηση του Κουρίλα υποστηρίχθηκε ένθερμα από στοιχεία της κυβέρνησης Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ και του συμβούλου εθνικής ασφάλειας Μάικ Βαλτς.

Συμμετείχαν επίσης Σαουδάραβες αξιωματούχοι παρέχοντας στην Ουάσινγκτον μια λίστα-στόχων με 12 ηγέτες του Ανσάρ Αλλάχ «των οποίων οι θάνατοι, όπως είπαν, θα παραλύσουν το κίνημα». Ωστόσο, τα Ηνωμένα αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), τα οποία σε συνεργασία με το Ριάντ είχαν βομβαρδίσει αδιάκοπα την Υεμένη από το 2015 έως το 2023 χωρίς απτό αποτέλεσμα, «δεν ήταν και τόσο σίγουρα». Αρκετά μέλη της κυβέρνησης Τραμπ ήταν επίσης επιφυλακτικά ως προς τις προοπτικές του σχεδίου και ανησυχούσαν ότι μια παρατεταμένη επίθεση στη Σαναά θα εξαντλούσε πολύτιμους, πεπερασμένους πόρους – συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Προέδρου.

Φωτο: Οι συνέπειες μιας σαουδαραβικής αεροπορικής επιδρομής με αμερικανικές βόμβες σε κηδεία στην Υεμένη, τον Οκτώβριο του 2016.

Ωστόσο, μετά από συντονισμένη άσκηση πιέσεων, ο Τραμπ «υιοθέτησε μέρος του σχεδίου του στρατηγού Κουρίλα – αεροπορικές επιδρομές εναντίον συστημάτων αεράμυνας των Χούθι και επιθέσεις εναντίον των ηγετών της ομάδας». Έτσι, στις 15 Μαρτίου, τα αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη άρχισαν να χτυπούν ξανά την Υεμένη, ενώ μια δύναμη αεροπλανοφόρων με επικεφαλής το USS Harry S. Truman εισέβαλε στην Ερυθρά Θάλασσα. Αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου καυχήθηκαν ότι η επίθεση θα συνεχιζόταν «επ’ αόριστον», ενώ ο Τραμπ κόμπαζε ότι οι Ανσάρ Αλλάχ θα «αποδεκατίζονταν», μέσω «συντριπτικής θανατηφόρας βίας μέχρι να επιτύχουμε τον στόχο μας».

Φωτο: Το Αμερικανικό Αεροπλανοφόρο Χάρι Τρούμαν κατευθύνεται προς την Ερυθρά Θάλασσα.

«Κάποια υποβάθμιση»

Στην πραγματικότητα, οι New York Times υποδηλώνουν ότι ο Τραμπ κατ’ ιδίαν ξεκαθάρισε ότι ήθελε οι Ανσάρ Αλλάχ να βομβαρδιστούν «μέχρι υποταγής» μέσα σε 30 ημέρες και η αποτυχία σε αυτόν τον στόχο θα σήμαινε τον τερματισμό της επιχείρησης. Την 31η ημέρα των εχθροπραξιών, ο Πρόεδρος «απαίτησε μια έκθεση προόδου». Όπως καταγράφει η εφημερίδα, ​​«δεν υπήρχαν αποτελέσματα εκεί» – κάτι που συνιστά απλά ευφημισμό. Οι ΗΠΑ «δεν είχαν κατορθώσει ούτε καν να εδραιώσουν αεροπορική υπεροχή» έναντι των Ανσάρ Αλλάχ, ενώ το κίνημα Αντίστασης «πυροβολούσε αδιάκοπα σκάφη και μη επανδρωμένα αεροσκάφη, οχύρωνε τα καταφύγιά του και μετακινούσε αποθέματα όπλων υπόγεια».

Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων 30 ημερών, οι Αντάρτες του Θεού «κατέρριψαν επτά αμερικανικά drones MQ-9» κόστους περίπου 30 εκατομμυρίων δολαρίων το καθένα, «εμποδίζοντας την ικανότητα της Κεντρικής Διοίκησης να παρακολουθεί και να χτυπά» το κίνημα Αντίστασης. Εν τω μεταξύ, πολλά αμερικανικά F-16 και ένα stealth μαχητικό αεροσκάφος F-35 «παραλίγο να χτυπηθούν από την αεράμυνα των Χούθι, καθιστώντας πραγματική την πιθανότητα ύπαρξης αμερικανικών απωλειών». Σε όλη αυτή την περίοδο, οι ΗΠΑ «μόνο τον πρώτο μήνα, έκαψαν όπλα και πυρομαχικά κόστους περίπου 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων»:

«Το κόστος της επιχείρησης ήταν συγκλονιστικό. Το Πεντάγωνο είχε αναπτύξει δύο αεροπλανοφόρα, επιπλέον βομβαρδιστικά B-2 και μαχητικά αεροσκάφη, καθώς και συστήματα αεράμυνας Patriot και THAAD… Χρησιμοποιήθηκαν τόσα πολλά πυρομαχικά ακριβείας και ειδικά προηγμένα πυροβόλα μεγάλου βεληνεκούς, που ορισμένοι υπεύθυνοι έκτακτης ανάγκης του Πενταγώνου ανησυχούσαν ολοένα και περισσότερο για τα συνολικά αποθέματα και τις επιπτώσεις σε τυχόν περίπτωση κατά την οποία οι ΗΠΑ θα αναγκάζονταν να αποτρέψουν μια απόπειρα εισβολής της Κίνας στην Ταϊβάν».

Φωτο: Συντρίμμια ενός αμερικανικού drone MQ-9 Reaper στην Υεμένη, Απρίλιος 2024.

Ανησυχώντας, «ο Λευκός Οίκος άρχισε να πιέζει την Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση για μετρήσεις επιτυχίας στην εκστρατεία». Τραγική ειρωνεία: οι αξιωματούχοι του Πενταγώνου «απάντησαν παρέχοντας στοιχεία που έδειχναν τον αριθμό των πυρομαχικών που έριξαν» για να αποδείξουν ότι επιτύγχαναν τους στόχους τους. Ισχυρίστηκαν επίσης, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, ότι έπληξαν πάνω από 1.000 στρατιωτικούς στόχους, ενώ σκότωσαν «περισσότερους από δώδεκα ανώτερους ηγέτες των Χούθι». Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες δεν πείστηκαν. Αναγνώρισαν ότι υπήρξε «κάποια υποβάθμιση» των Ανταρτών του Θεού, αλλά σίγουρα «το κίνημα θα μπορούσε εύκολα να ανασυνταχθεί».

Ως αποτέλεσμα, «ανώτεροι αξιωματούχοι εθνικής ασφάλειας» άρχισαν να διερευνούν «δρόμους» είτε για την αποχώρηση από το θέατρο επιχειρήσεων με την ελάχιστη δυνατή αμηχανία, είτε για τη συνέχιση του φιάσκου χρησιμοποιώντας τοπικές δυνάμεις αντιπροσώπων. Μια επιλογή ήταν να «εντατικοποιηθούν οι επιχειρήσεις για ένα μήνα και στη συνέχεια να διεξαχθούν ασκήσεις “ελευθερίας ναυσιπλοΐας” στην Ερυθρά Θάλασσα, χρησιμοποιώντας δύο ομάδες αεροπλανοφόρων, το Carl Vinson και το Truman». Εάν οι Ανσάρ Αλλάχ δεν άνοιγαν πυρ κατά των πλοίων, «η κυβέρνηση Τραμπ θα διακήρυττε νίκη».

Μια άλλη επιλογή ήταν η επέκταση της εκστρατείας, δίνοντας στις δυνάμεις υπό τον έλεγχο του Συμβουλίου Προεδρικής Ηγεσίας της Υεμένης[3], με έδρα το Ριάντ, «χρόνο για να επανεκκινήσουν μια επιχείρηση για την εκδίωξη των Χούθι από την πρωτεύουσα και τα βασικά λιμάνια» με χερσαία επίθεση. Το σχέδιο εκπονήθηκε παρά την εμπειρία από τις προηγούμενες εισβολές στην Υεμένη υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, που κατέληξαν πάντα σε ολοκληρωτική καταστροφή. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί οι συνομιλίες μεταξύ του Χέγκσεθ και αξιωματούχων της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ, στα τέλη Απριλίου, «για να καταλήξουν σε ένα βιώσιμο δρόμο προς τα εμπρός… που θα μπορούσαν να το παρουσιάσουν στον Πρόεδρο», δεν απέδωσαν καρπούς.

«Μεγάλη Ικανότητα»

Όπως τα έφερε η τύχη, ακριβώς τη στιγμή που αποτύγχαναν οι τελευταίες προσπάθειες του Χέγκσεθ να δώσει πνοή στην καταρρέουσα προσπάθεια, ο απεσταλμένος του Τραμπ στη Δυτική Ασία, ο Στιβ Γουίτκοφ, βρισκόταν στο Ομάν, συμμετέχοντας σε συνομιλίες για τα πυρηνικά με το Ιράν. Αξιωματούχοι του Ομάν, εκτός των συνομιλιών, πρότειναν στην Ουάσινγκτον ένα «τέλειο παράδρομο» στον πόλεμό της με τους Αντάρτες του Θεού. Οι ΗΠΑ «θα σταματούσαν την εκστρατεία βομβαρδισμού και η πολιτοφυλακή των Χούθι δεν θα στοχοποιούσε πλέον αμερικανικά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα, αλλά χωρίς καμία συμφωνία να σταματήσουν τη διατάραξη της ναυτιλίας που το κίνημα θεωρούσε ότι εξυπηρετεί το Ισραήλ».

Τα συνεχή φιάσκο, που είχαν λάβει μεγάλη δημοσιότητα εκείνη την περίοδο, όπως η απώλεια ενός επιθετικού αεροσκάφους Σούπερ Σφήκα (F/A-18 Super Hornet), κόστους 67 εκατομμυρίων δολαρίων, λόγω των ελιγμών αποφυγής που πραγματοποιούσε το αεροπλανοφόρο Χάρι Τρούμαν για να αποφύγει μια επίθεση με drone και πυραύλους του Ανσάρ Αλλάχ, μείωσαν περαιτέρω τον ενθουσιασμό του Λευκού Οίκου για την επιχείρηση. Σύμφωνα με τους New York Times, «ο Τραμπ είχε βαρεθεί». Αποδέχτηκε δεόντως την πρόταση του Ομάν και στις 5 Μαΐου, η Κεντρική Στρατιωτική Διοίκηση των ΗΠΑ «έλαβε μια ξαφνική εντολή… να “παύσει” τις επιθετικές επιχειρήσεις» στην Ερυθρά Θάλασσα.

Φωτο: Οι Αντάρτες του Θεού επιτίθενται στο αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν του Τελ Αβίβ, 4 Μαΐου 2025.

Το γεγονός ότι την προηγούμενη ημέρα ένας βαλλιστικός πύραυλος που εκτόξευσαν οι Αντάρτες του Θεού διέφυγε της αεράμυνας της σιωνιστικής οντότητας και έπληξε το Διεθνές Αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν του Τελ Αβίβ, πιθανότατα παρείχε περαιτέρω κίνητρο για τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Έτσι, στις 6 Μαΐου, ο Τραμπ κήρυξε νίκη εναντίον των Ανσάρ Αλλάχ, ισχυριζόμενος ότι το κίνημα Αντίστασης είχε «συνθηκολογήσει» και «δεν επιθυμεί να πολεμήσει άλλο». Παρ’ όλα αυτά, ο Πρόεδρος εξέφρασε σαφή θαυμασμό για τους Αντάρτες του Θεού, υποδεικνύοντας ότι θέτει υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης στις διαβεβαιώσεις του Ανσάρ Αλλάχ ότι τα αμερικανικά πλοία δεν θα βρίσκονταν πλέον στο τρομερό τους στόχαστρο:

«Τους χτυπήσαμε πολύ σκληρά και είχαν μεγάλη ικανότητα να αντέχουν την τιμωρία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπήρχε μεγάλη γενναιότητα εκεί. Μας έδωσαν τον λόγο τους ότι δεν θα πυροβολούν πλέον πλοία και το εκτιμούμε αυτό».

Σύμφωνα με τους New York Times, η «ξαφνική διακήρυξη νίκης από τον Τραμπ… καταδεικνύει πώς ορισμένα μέλη της ομάδας εθνικής ασφάλειας του Προέδρου υποτίμησαν ένα κίνημα γνωστό για την ανθεκτικότητά του». Βαθύτερα όμως, σίγουρα αντανακλά το γεγονός πως η οδυνηρή, δαπανηρή εμπειρία αποτελεί ένα σκληρό μάθημα  για τις κραυγαλέες ελλείψεις της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ και το πόσο μοιραία ευάλωτη είναι η Αυτοκρατορία σε περίπτωση ολοκληρωτικού πολέμου εναντίον ενός αντιπάλου που είναι πραγματικά ικανός να αμυνθεί. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει την ξαφνική απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να ολοκληρώσει μια συμφωνία για τα πυρηνικά με την Τεχεράνη.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πριν καν αναλάβει τα καθήκοντά του, ο Τραμπ και το υπουργικό του συμβούλιο σχεδίαζαν ανοιχτά μια σημαντική κλιμάκωση στην επιθετικότητά τους κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Μεταξύ άλλων, καυχιόντουσαν ότι κατέστρωναν σχέδια για να «χρεοκοπήσουν το Ιράν» μέσω «μέγιστης πίεσης». Ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, ο οποίος εδώ και καιρό ζητά την αυστηροποίηση των ήδη καταστροφικών κυρώσεων κατά της Τεχεράνης, ήταν βασικός υποστηρικτής αυτής της προσέγγισης και στηρίχθηκε ένθερμα -μεταξύ άλλων- και από τον Μάικ Βαλτς.

Τον Οκτώβριο του 2024, σε μια εκδήλωση που διοργανώθηκε από το Ατλαντικό Συμβούλιο, το παρακλάδι του ΝΑΤΟ, ο Βαλτς καυχήθηκε ότι ο Πρόεδρος είχε σχεδόν καταστρέψει το νόμισμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας και ανέμενε την πρόκληση ακόμη πιο σοβαρής ζημιάς στη χώρα μετά την ορκωμοσία του Τραμπ. Σήμερα, ωστόσο, μια τέτοια ρητορική έχει εξαφανιστεί από την κυρίαρχη δυτική συζήτηση. Φαίνεται ότι ο Τραμπ και η ομάδα του όχι μόνο εγκατέλειψαν τις προηγούμενες δηλωμένες φιλοδοξίες τους απέναντι στο Ιράν, αλλά και μοιάζουν αποφασισμένοι να αποφύγουν τον πόλεμο.

Επιπλέον, όπως ακριβώς η Ουάσινγκτον δεν συμβουλεύτηκε τη σιωνιστική οντότητα πριν συνάψει εκεχειρία με το Ανσάρ Αλλάχ, αντίστοιχα την έχει αποκλείσει εντελώς από τις διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν. Σε περίπτωση που τελικά επιτευχθεί συμφωνία, δεν θα ληφθεί υπόψη η πολεμοχαρής στάση του Ισραήλ απέναντι στην Ισλαμική Δημοκρατία. Ακριβώς όπως η Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα μετέτρεψε το γεράκι  του Ψυχρού Πολέμου, Τζον Φ. Κένεντι, σε περιστέρι της ειρήνης, έτσι και η συντριβή του Τραμπ στην Ερυθρά Θάλασσα μπορεί κάλλιστα να έχει επισπεύσει μια σεισμική μετατόπιση στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησής του.

Σημειώσεις της μεταφράστριας

[1] Αραβικά: أنصار الله, λατινικά: AnsarAllah, κυριολεκτικά: Αντάρτες του Θεού. Το εθνικό-λαϊκό και στρατιωτικό κίνημα της Υεμένης, που διέσωσε την τιμή της ανθρωπότητας μπροστά στη γενοκτονία των Παλαιστινίων από ΗΠΑ-Ισραήλ-ΕΕ.
Στη Δύση, τα μέλη του κινήματος αποκαλούνται συχνά ως Χούθι, λόγω της ομώνυμης ηγεσίας τους που προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τη φυλή Χούθι. Ιδρύθηκε το 1994 κυρίως από Ζαϊντί Σιίτες, με πρώτο ηγέτη τον Χουσεΐν αλ Χούθι, ο οποίος δολοφονήθηκε το 2004 κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων εναντίον της επέμβασης των ΗΠΑ στο Ιράκ. Το κίνημα ιδρύθηκε ως αντίδραση στις αμερικανικές παρεμβάσεις και στη μετατροπή της Υεμένης σε προτεκτοράτο των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας με τη συνεργασία της πρώην κυβέρνησης της Υεμένης και ενάντια στην περιθωριοποίηση των περιοχών των Χούθι στη Σάαντα.
Το 2004 υπό την ηγεσία του Ανσάρ Αλλαχ ξέσπασε λαϊκή εξέγερση και ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του λαού της Υεμένης και των κυβερνητικών στρατευμάτων που υποστηρίζονταν από τη Σαουδική Αραβία. Ο πρώτος εμφύλιος έληξε με νίκη του Ανσάρ Αλλάχ το 2010, που εδραίωσε τις θέσεις του στη Βόρεια Υεμένη.
Το 2011 ξέσπασε η Επανάσταση της Υεμένης στην οποία συμμετείχε και στη συνέχεια ηγήθηκε το Ανσάρ Αλλάχ. Το λαϊκό κίνημα κατακτούσε όλο και περισσότερες περιοχές της Υεμένης και στις 6 Φεβρουαρίου 2015 κατέλαβε την πρωτεύουσα Σαναά και την εξουσία, μαχόμενο εναντίον μισθοφορικών στρατευμάτων του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) και της Αλ Κάιντα, που χρηματοδοτούνταν από τη Σαουδική Αραβία.
Στις 27 Μαρτίου 2015, η Συμμαχία του Κόλπου (ΗΠΑ, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αίγυπτος, Σουλτανάτο του Μπαχρέιν, Κατάρ, Κουβέιτ, Ιορδανία, Μαρόκο και Σουδάν) κήρυξαν τον πόλεμο στον λαό της Υεμένης, καταγγέλλοντάς τους ως τρομοκράτες (sic!) και ξεκίνησαν τις αεροπορικές επιδρομές και το ναυτικό αποκλεισμό της χώρας. Το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ συμμετείχε ενεργά στον ναυτικό αποκλεισμό, που όπως αναγνωρίζουν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις, ήταν ο κύριος παράγοντας για το ξέσπασμα λιμού στην Υεμένη, που είχε σαν συνέπεια 150.000 νεκρούς από πείνα (7,5% του πληθυσμού). Η Συμμαχία αποσύρθηκε στις αρχές του 2023 και η Σαουδική Αραβία σύναψε εκεχειρία, μη κατορθώνοντας να καταβάλει το λαϊκό κίνημα της Υεμένης.
Μετά το ξέσπασμα της γενοκτονίας στη Γάζα, οι Ανσάρ Αλλάχ άρχισαν να εκτοξεύουν πυραύλους κατά του Ισραήλ και να επιτίθενται σε πλοία που μεταβαίνουν στο Ισραήλ στα ανοικτά των ακτών της Υεμένης στην Ερυθρά Θάλασσα, σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους, με αίτημα το σταμάτημα της γενοκτονίας και με στόχο τη διευκόλυνση της εισόδου ανθρωπιστικής βοήθειας στη Λωρίδα της Γάζας.
Το εθνικό-λαϊκό κίνημα των Ανταρτών του Θεού, όπως δηλώνει στο πρόγραμμά του, συνιστά εθνική δύναμη αντίστασης, υπερασπιζόμενο όλους τους Υεμενίτες από εξωτερικές επιθέσεις και επιρροές. Οι Ανσάρ Αλλάχ αγωνίζονται «για πράγματα που όλοι οι Υεμενίτες λαχταρούν: κυβερνητική λογοδοσία, τέλος στη διαφθορά, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, δίκαιες τιμές καυσίμων, ευκαιρίες εργασίας για τους απλούς Υεμενίτες και το τέλος της δυτικής επιρροής.»
Το κίνημα δε συνιστά αποκλειστικά ομάδα Ζαϊντί Σιϊτών. Έχει καταφέρει να συσπειρώσει στον σκοπό του πολλούς ανθρώπους έξω από τις παραδοσιακές τους πεποιθήσεις και κατόρθωσε να συμμαχήσει και να στρατολογήσει πολλούς  Σουνίτες Μουσουλμάνους. Το Ανσάρ Αλλάχ πέτυχε να κινητοποιήσει όχι μόνο τους βόρειους Ζαϊντί Σιίτες, αλλά και τους κατοίκους των περιοχών που κατοικούνται κυρίως από Σουνίτες Σαφίτες. (Οι Ζαϊντί αποτελούν περίπου το 25% του πληθυσμού της Υεμένης και οι Σουνίτες το 75%.)
Μετά την άνοδό τους στην εξουσία το 2015, οι Ανσάρ Αλλάχ συνέτριψαν τους Σαλαφιστές στην Περιφέρεια Σάαντα και εξάλειψαν την παρουσία της Αλ Κάιντα στις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους. Οι Ανσάρ Αλλάχ θεωρούν την Αλ Κάιντα ως «Σαλαφιστές τζιχαντιστές» και ως εκ τούτου «θανάσιμους εχθρούς».
Ακόμα και τα Δυτικά ΜΜΕ αναγνωρίζουν ότι το Ανσάρ Αλλάχ συνιστά τη σημαντικότερη εθνική δύναμη και αποτελεί πλέον ένα από τα πιο σταθερά και οργανωμένα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα στην Υεμένη.

[2] Βομβαρδισμοί ή επιθέσεις κορεσμού: στρατιωτική τακτική όπου μια περιοχή-στόχος κατακλύζεται από τεράστια ποσότητα πυρός ή στρατιωτικών δυνάμεων. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τη χρήση μεγάλου αριθμού βομβών για την κάλυψη μιας ευρείας περιοχής (βομβαρδισμός κορεσμού) ή την υπερνίκηση της άμυνας ενός εχθρού με υπερβολικό αριθμό επιθέσεων.

[3] Μέλη της πρώην κυβέρνησης της Υεμένης που ανατράπηκε από την Επανάσταση, τα οποία πολέμησαν μαζί με τη Σαουδική Αραβία επί χρόνια εναντίον του λαού «τους» και «φιλοξενούνται» στο Ριάντ, παριστάνοντας την «εξόριστη κυβέρνηση».

* Ο Kit Klarenberg είναι δημοσιογράφος-ερευνητής που διερευνά τον ρόλο των μυστικών υπηρεσιών στη διαμόρφωση της πολιτικής και των αντιλήψεων. Αποκαλυπτικά ρεπορτάζ του για τον πόλεμο στην Ουκρανία, τη γενοκτονία στη Γάζα και πολλά άλλα δημοσιεύονται στον ανεξάρτητο ιστότοπο ειδήσεων The Grayzone (https://thegrayzone.com/) και στο Al-Mayadeen Media Network, ένα ανεξάρτητο αραβικό δορυφορικό ειδησεογραφικό κανάλι, που εδρεύει στην πρωτεύουσα του Λιβάνου, τη Βηρυτό (https://english.almayadeen.net/).

Πηγή: kitklarenberg.com