Στη φωτο: “Les Halles”. Πίνακας του Leon Augustin Lhermitte (1895).

Σημείωση Ξαστεριάς: Στην «Επιστροφή των “Πληβείων” στην Παγκοσμιοποίηση» ο αρθρογράφος Diego Fusaro αναφέρεται στις μάζες των εκατομμυρίων σύγχρονων προλεταρίων (πληβείων) όπου γης, που η «επιστροφή» τους στο προσκήνιο της Ιστορίας καθίσταται αναγκαία αν δεν θέλουμε ως ανθρωπότητα να βιώσουμε την κόλαση στην οποία μας οδηγούν οι παγκόσμιες ελίτ. Με εξαιρετικά εναργή τρόπο ο αρθρογράφος, με γραφή συμπυκνωμένη αλλά κατανοητή, μας δίνει να καταλάβουμε τον τρόπο που λειτουργεί ο σύγχρονος καπιταλισμός σε πλανητικό επίπεδο (αναφέροντας ορισμένα παραδείγματα μοντέλων εφαρμογής, όπως π.χ. η Uber, το Airbnb κ.λπ.), με στόχο την «δουλοπαροικιοποίηση» ολόκληρων πληθυσμών χωρίς αυτό να γίνεται άμεσα αντιληπτό από τους κυριαρχούμενους οι οποίοι αδυνατούν να δουν τις δυνατότητες, αλλά πολλές φορές και τους λόγους ενεργούς αντίστασής τους. Καταλήγοντας ο συγγραφέας ότι η αποδιάρθρωση των κυρίαρχων εθνικών κρατών με την εξάλειψη του εθνικού κυρίαρχου κράτους – που επιδιώκει και πετυχαίνει σε ευρεία κλίμακα σήμερα το μεγάλο κεφάλαιο – αφαιρεί τη δυνατότητα του κυρίαρχου λαού να αποφασίζει για την οικονομία, την κοινωνία και εντέλει για την οργάνωση της ίδιας του της ζωής, ζητήματα δηλ. καθοριστικά που τα επαφίενται πλέον στη βούληση «οντοτήτων» της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας που συναποτελούν τις απάτριδες αγορές.
       Συνεπώς η ταξική πάλη, που θα πρέπει να βρει και πάλι το βηματισμό της σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου, δεν μπορεί παρά να είναι διεθνική μεν στους στόχους της, αλλά ωστόσο εθνική στις πρακτικές μορφές έκφρασης που θα λάβει. Δηλαδή να οργανωθεί αποτελεσματικά μέσα στις κρατικές οντότητες των εθνικών κρατών, να έχει εθνική συγκρότηση και όραμα, για να έχει έτσι ελπίδες να περιορίσει τις καταστροφικές επιπτώσεις του διεθνούς κεφαλαίου, και ακόμη και να καταφέρει να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους οι πληβείοι. Προκειμένου ο Diego Fusaro να κάνει σαφές στο τι ακριβώς εννοεί, χρησιμοποιεί αυτολεξεί μια φράση από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς: «Αφού το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική κυριαρχία, να ανυψωθεί σε μια εθνική τάξη, να συγκροτηθεί σε έθνος, είναι επίσης εθνικό, αν και σίγουρα όχι με την έννοια της αστικής τάξης».
Η εξαιρετική μετάφραση του άρθρου όπως και κατατοπιστικές υποσημειώσεις είναι της Φλώρας Παπαδέδε. Έγινε από την The Postil Magazine, στην οποία δημοσιεύθηκε ως ευγενική παραχώρηση από την ισπανική Posmodernia.

Βιογραφικά στοιχεία για τον Diego Fusaro θα βρείτε στο τέλος της ανάρτησης.

του Diego Fusaro*
μετάφραση Φλώρα Παπαδέδε

01/10/2024

Η Παγκοσμιοποίηση ως «Δουλοπαροικιοποίηση» των Μαζών

Εδώ και χρόνια γινόμαστε μάρτυρες της επανα-πληβειοποίησης των μαζών, που για ένα διάστημα προστατεύονταν από δικαιώματα, που κατακτήθηκαν στο πλαίσιο κυρίαρχων εθνικών κρατών και που τώρα επαναπροσδιορίζονται ως ένας τεράστιος στρατός δουλοπάροικων στο έλεος του κεφαλαίου χωρίς σύνορα, στον οποίο στηρίζεται η ουσία αυτής της «δουλοπαροικιοποίησης» ως θεμέλιο της Νέας Ρευστοποιητικής – Χρηματιστικής Φεουδαρχίας.

Η παγκοσμιοποίηση της αγοράς συμβαίνει σε συνδυασμό με την δουλοπαροικιοποίηση των εργατών και των φτωχοποιημένων μεσαίων στρωμάτων, σύμφωνα με εκείνη την ολοκληρωτική προλεταριοποίηση της κοινωνίας που ήδη είχε προβλέψει ο Μαρξ και, μετά από αυτόν, το «Πρόγραμμα της Ερφούρτης» (1891): η παγκοσμιοποίηση του κυρίαρχου είναι η δουλοπαροικιοποίηση του κυριαρχούμενου. Οι εργαζόμενοι υποβιβάζονται στους νέους πληβείους του πλανητικού συστήματος των μη αντικειμενικών αναγκών: θεωρούνται από κάθε άποψη «περιττές ζωές» και αντιμετωπίζονται ως τέτοιες, τη στιγμή που η θεωρία της ευημερίας από τον συμβιβασμό μεταξύ κράτους και αγοράς έχει αντικατασταθεί από τη φιλελεύθερη ποινικοποίηση της κοινωνικής εξαθλίωσης.

Σήμερα, η εργασιακή ευελιξία των μαζών παράγει, στην πραγματικότητα, ένα γιγάντιο μεταμοντέρνο και μεταναστευτικό πλήθος πληβείων (τον όχλο -Pöbel, της εγελιανής μνήμης), που αποτελείται από τηλεφωνητές και ερευνητές, εργάτες και υγειονομικούς, υποτρόφους και χειρώνακτες. Δηλαδή, ένα πλήθος από εξίσου ξεριζωμένες φιγούρες, αστρικά απομακρυσμένες μεταξύ τους και όμως ενωμένες στην απόσπαση της υπεραξίας, στον αποκλεισμό τους από την πλήρη ιδιότητα του πολίτη, στην αδυναμία σταθεροποίησης μιας ηθικής ύπαρξης και στην παροχή διακοπτόμενης και χρονικά περιορισμένης υπερεργασίας.

Είναι αυτή η μάζα που υποφέρει στη σάρκα της, σε καθημερινή βάση, τις συνέπειες – ή καλύτερα, κατά τον Χέγκελ, τις «ηθικές τραγωδίες» – της παγκοσμιοποίησης, της ελεύθερης αγοράς, της ανταγωνιστικότητας, της ιδιωτικοποίησης και του ανταγωνισμού, δηλαδή εκείνων των διαστάσεων που υμνούν πάντα ο νεοφεουδάρχης Κύριος και οι «ρήτορες» που τον υπηρετούν. Το κίνημα της παγκοσμιοποίησης είναι, από τη φύση του, μια «παγκοσμιοποίηση της ανασφάλειας» και, επομένως, μια «δουλοπαροικιοποίηση» ολόκληρου του πλανήτη.

Ως έμβλημα της αλχημικής σχέσης μεταξύ της απελευθέρωσης των αγορών και της παγκοσμιοποίησης της εξαθλίωσης, μπορούμε να αναφέρουμε, ενδεικτικά, την περίπτωση της Uber, τόσο υποδειγματική που, σε πολλούς τομείς, έχει χρησιμοποιηθεί ο τύπος «ουμπεροποίηση της εργασίας» για να παραπέμπει στη γενική τάση του τεχνοκαπιταλισμού.

Ως μια ειδική έκφραση της οικονομίας διαμοιρασμού, η Uber είναι μια εφαρμογή που συνδέει οδηγούς και επιβάτες μέσω κινητού τηλεφώνου. Επιτρέπει στους τελευταίους να κάνουν κράτηση για διαδρομές σε τιμές ελαφρώς χαμηλότερες από αυτές των παραδοσιακών ταξί.

Αντιμέτωπη με το μοντέλο της Uber, η συντεχνία των οδηγών ταξί, ειδικά στην Ευρώπη, έχει ξεσηκωθεί ενάντια σε αυτή τη μορφή αθέμιτου ανταγωνισμού. Από την πλευρά της, η προαναφερθείσα Uber έχει επικαλεστεί τις αξίες του φιλελευθερισμού και του ανταγωνισμού, ισχυριζόμενη ότι βρίσκονται σε αντίθεση με τα εταιρικά μονοπώλια και την αντίσταση των επαγγελματιών: αυτές οι αξίες – υποστήριξαν οι εκπρόσωποι της εταιρείας – εγγυώνται συμφέρουσες τιμές για τους καταναλωτές.

Ωστόσο, μετά από προσεκτικότερη εξέταση, το πραγματικό σενάριο είναι διαφορετικό. Οι οδηγοί της Uber δεν είναι υπάλληλοι: είναι επισφαλείς εποχικοί εργαζόμενοι που πρέπει να εκτελούν κι άλλες δραστηριότητες για να συμπληρώσουν ένα σαφώς ανεπαρκές εισόδημα. Τελικά, το μοντέλο Uber –η απειροστή προσπάθεια φιλελεύθερης αμερικανοποίησης της Γηραιάς Ηπείρου– προτείνει στην Ευρώπη ένα παράδειγμα επικεντρωμένο στον πόλεμο μεταξύ των φτωχών: ένα παράδειγμα σύμφωνα με το οποίο όσοι βρίσκονται στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα υποφέρουν από τον ανταγωνισμό εκείνων που είναι ακόμη πιο χαμηλά, προκειμένου να επιτραπεί στον υπεράκτιο ιδιοκτήτη να έχει περισσότερα κέρδη. Άλλωστε, είναι ελάχιστα τα χρήματα που εξοικονομούν τελικά όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να συνεχίσουν να πληρώνουν για τα παραδοσιακά ταξί.

Η Uber – ειπώθηκε – αντιπροσωπεύει το έμβλημα της τεχνοκαπιταλιστικής οικονομίας του διαμοιρασμού, της οποίας συνοψίζει τα κύρια χαρακτηριστικά. Πρώτα απ’ όλα, η εργασία γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρα ευέλικτη, εξατομικευμένη και απορρυθμισμένη. Προκειμένου να αποκτήσουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα, όλοι οι κάτοικοι της παγκοσμιοποιημένης «έξυπνης πόλης»[1] αναγκάζονται να αναπτύξουν ένα ετερογενές «πακέτο» διαφοροποιημένων δραστηριοτήτων, όπου η κάθε μία από μόνη της είναι ελάχιστα κερδοφόρα.

Για άλλη μια φορά, με το μοντέλο Uber διαλύεται κάθε ταξική ταυτότητα και διαμορφώνεται μια άμορφη μάζα ανεξάρτητων ατόμων που, στο αφηρημένο επίπεδο, ανταγωνίζονται μεταξύ τους ως μικροεπιχειρηματίες[2] και που, με πραγματικούς όρους, είναι καταδικασμένα σε έναν καθημερινό αγώνα για επιβίωση μέσω ενός συνόλου τρελών δραστηριοτήτων. Δραστηριότητες που -ενισχύοντας σε αυτούς που τις αναπτύσσουν την ψευδαίσθηση ότι είναι αυτοαπασχολούμενοι και δεν ανήκουν στην κατώτερη τάξη- δεν προσφέρουν σταθερότητα, ούτε ασφαλές εισόδημα, ούτε επαγγελματική προβολή, ούτε έλεγχο στον αναγκαίο χρόνο για την ίδια τους την ύπαρξη.

Εν ολίγοις, με την Uber γίνεται εμφανής η νέα τάση του κεφαλαίου να βασίζεται στην παρασιτική δραστηριότητα της κερδοσκοπίας σε βάρος της εργασίας των άλλων και, ταυτόχρονα, στην αυξανόμενη ανισότητα μεταξύ των εισοδημάτων των πολυεκατομμυριούχων κορυφαίων μάνατζερ και των εργαζόμενων, οι οποίοι πολύ συχνά αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες για να επιβιώσουν αξιοπρεπώς. Στην πραγματικότητα, ο τεχνοκαπιταλισμός εκμεταλλεύεται τις νέες τεχνολογίες για να αποσπάσει εισόδημα από την περιουσία άλλων ανθρώπων (αυτοκίνητα στην περίπτωση της Uber, διαμερίσματα στην περίπτωση της Airbnb κ.λπ.) και για να κερδίσει μονοπωλιακές θέσεις ακόμη λιγότερο επιρρεπείς σε οποιαδήποτε κοινωνική πίεση από αυτές των εθνικών εταιρειών (στην περίπτωση που εξετάζουμε, των εταιρειών ταξί).

Ως αποθέωση της αρχής της απόδοσης και της ψυχρής λογικής, η τούρμπο-καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση επιβεβαιώνεται πάνω στην καταστροφή των εναπομεινάντων πολιτικά κατοχυρωμένων κοινωνικών δικαιωμάτων. Μια τέτοια καταστροφή λαμβάνει χώρα χάρη στη λογική της παγκοσμιοποιημένης ανταγωνιστικότητας, την οποία ο Paul Krugmann δικαίως όρισε ως την «επικίνδυνη εμμονή» της κοσμοπολίτικης ελίτ και εκείνων που υποφέρουν από την ηγεμονία της.

Τα τρία κύρια δόγματα του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού μπορούν έτσι να συμπυκνωθούν: α) δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς μείωση του δημόσιου χρέους, β) ιδιωτικοποιήσεις, δηλαδή η διάλυση της δημόσιας περιουσίας, γ) είναι απαραίτητο να παραχθεί ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις και κανονιστική απλούστευση.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη που εξακολουθούν να προστατεύουν τα κοινωνικά δικαιώματα αναγκάζονται να τα «απελευθερώσουν» καταργώντας τα, για να επιβιώσουν στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης (ή, όπως έχει προταθεί, των «παγκοσμιοποιήσεων» στον πληθυντικό). Πρέπει να προσκολληθούν στον παντοδύναμο ρυθμό του πλανητικού ανταγωνισμού που διαβρώνει τα πάντα και την χωρίς σύνορα απορρύθμιση, δηλαδή σε αυτό που ο Μάικ Φέδερστοουν περιέγραψε ως «από-μονοπώληση των εθνικών οικονομικών δομών μέσω της απορρύθμισης και της παγκοσμιοποίησης των αγορών, του εμπορίου και της εργασίας».

Αν για τις «αγνές ψυχές», που έχουν συσκοτιστεί από την ιδεολογία, η παγκοσμιοποίηση ταυτίζεται ιδανικά με τον «πόθο της καρδιάς» για χαμηλού κόστους διαπολιτισμικά ταξίδια και με τα ενωμένα χρώματα μιας επιφανειακής και δολερής πολυπολιτισμικότητας, στο δομικό επίπεδο η παγκοσμιοποίηση αντιστοιχεί στην πραγματικότητα στην αποπολιτικοποίηση της οικονομίας, στην ηγεμονία του παγκοσμιοποιητή Κυρίου επί του επισφαλούς Υπηρέτη, στο θρίαμβο της απορυθμισμένης εθνικής αγοράς και, επομένως, στην εξάλειψη των κοινωνικών δικαιωμάτων και την πλανητική κυριαρχία του κεφαλαίου στην εργασία και στην ανθρώπινη ζωή.

Έτσι, η παγκοσμιοποίηση αποτελεί, στην πραγματικότητα, την ουσία της ταξικής πάλης που επαναπροσδιορίζεται ως μια πλανητική σφαγή των από πάνω εναντίον των από κάτω, του παγκοσμιοποιητή Κυρίου ενάντια στον παγκοσμιοποιημένο Υπηρέτη.

Το γεγονός ότι σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη η εργασία κοστίζει λιγότερο, λόγω της απουσίας δικαιωμάτων και αναγνώρισης των εργαζομένων και ότι κατά συνέπεια, τα αγαθά που προέρχονται από αυτούς τους τόπους είναι οικονομικά συμφερότερα, καθορίζει την μετεγκατάσταση της παραγωγής και, σε συνέργεια, τη σταδιακή εξάλειψη των δικαιωμάτων και της αναγνώρισης και για τους εργαζόμενους των άλλων περιοχών του πλανήτη.

Ας φανταστούμε τους εργάτες της FIAT Mirafiori στο Τορίνο, το ναό της φορντιστικής καπιταλιστικής παραγωγής. Χάρη στους ταξικούς αγώνες του 20ου αιώνα και τα κέρδη που αποκόμισε από αυτούς το εργατικό κίνημα, οι εργαζόμενοι ωφελήθηκαν από μια σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων που σχετίζονται με τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, με την αξιοπρέπεια του αναγνωρισμένου μισθού, με το δικαίωμα στην απεργία και την οργάνωση σε συνδικαλιστικές ενώσεις. Το ιταλικό εθνικό κράτος αποτέλεσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο διασφαλίζονταν οι κατακτήσεις των εργαζόμενων τάξεων μέσω της κανονιστικής δύναμης της πολιτικής και της εκπροσώπησής τους.

Αν τώρα οι εργαζόμενοι της FIAT Mirafiori βρεθούν στην κατάσταση να πρέπει να ανταγωνιστούν σε παγκόσμια κλίμακα με εργάτες, ας πούμε, στην Ινδία, το Πακιστάν ή το Μπαγκλαντές, οι οποίοι δεν έχουν ελευθερία συνδικαλιστικής οργάνωσης και θεμελιώδη δικαιώματα και παράγουν τα ίδια αγαθά με χαμηλότερο κόστος, ποια θα είναι η συνέπεια;

Αντίθετα με την απολογητική ρητορική της παγκοσμιοποίησης, σίγουρα δεν θα είναι τα δικαιώματα και τα κέρδη της ιταλικής εργατικής τάξης που θα μεταφερθούν στην Ανατολή και θα δοθούν ως δώρο στους εργάτες της Ινδίας, του Πακιστάν ή του Μπαγκλαντές. Η δυναμική θα είναι ακριβώς η αντίθετη, σύμφωνα με εκείνη τη διαλεκτική μεταξύ Κέντρου και Περιφέρειας που εξετάστηκε έγκαιρα από τον Wallerstein στο βιβλίο του «Το Σύγχρονο Παγκόσμιο Σύστημα» (The Modern World-System).

Στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και της ενοποιημένης παγκόσμιας αγοράς, θα είναι οι Ιταλοί εργαζόμενοι που θα στερηθούν την προστασία, τα δικαιώματά τους και τις κατακτήσεις τους για να είναι ανταγωνιστικοί με τους ανατολικούς ανταγωνιστές τους. Η υπερεκμετάλλευση των τελευταίων, όχι μόνο δεν θα σβήσει ή δεν θα εξασθενήσει, αλλά θα μολύνει και το ιταλικό εργατικό δυναμικό.

Αρκεί να υπενθυμίσουμε εδώ, παρεμπιπτόντως και μόνο για λόγους ενημέρωσης, ότι το 1994 το κόστος εργασίας στη Γερμανία ήταν περίπου 44 μάρκα την ώρα, 36 στην Ιαπωνία, 3,5 στην Πολωνία και μόλις 1 στην Ινδονησία. Η παγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να γίνει κατανοητή ως η επιλογή, εκ μέρους των κοσμοπολιτών επιχειρηματιών (που κρύβονται πάντα πίσω από την ανωνυμία των αγορών και τους αντικειμενικούς νόμους της οικονομίας), να βάλουν τους εργαζόμενους αυτών των διαφορετικών χωρών σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, με τις καταστροφικές συνέπειες που έχουν ήδη περιγραφεί.

Σε αυτό το σφαγείο, που διαφημίζεται ιδεολογικά ως Πρόοδος, βρίσκεται το μυστικό της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας ως ο εξαναγκασμός σε πληβειοποίηση των εργαζόμενων τάξεων, αναγκασμένων να ανταγωνίζονται μεταξύ τους σύμφωνα με μια λογική που, αντιλαμβανόμενη μόνο το κέρδος, θα υποβαθμίζει αμείλικτα τις συνθήκες ζωής τους.

Το ίδιο θα μπορούσε δίκαια να επιβεβαιωθεί όσον αφορά στον κυρίαρχο πόλο: χάρη στην παράλογη λογική της παγκοσμιοποίησης, οι μεγάλες παγκόσμιες επιχειρήσεις αναγκάζουν επιτυχώς τις κυβερνήσεις να ανταγωνίζονται στη μείωση των φόρων προς τις κυνικές πολυεθνικές. Οι οποίες με τη σειρά τους λειτουργούν στα εθνικά εδάφη στην ίδια λογική με τον καρκίνο, καταστρέφοντας το σώμα που τις στεγάζει για να μετασταθούν αλλού, σε νέα ορυχεία εξόρυξης κέρδους.

Χωρίς την προστατευτική πολιτική των εθνικών κρατών και τη λειτουργία της πολιτικής εντός των εθνικών συνόρων, το αποπολιτικοποιημένο «οικονομικό» σε κοσμοπολίτικη κλίμακα γίνεται γρήγορα θεμελιώδης μοχλός της ανεξέλεγκτης ταξικής σφαγής του κυρίαρχου εναντίον του κυριαρχούμενου.

Χωρίς το στοιχείο του εθνικού κράτους ως τρίτου παράγοντα, που περιορίζει την επιθετικότητα του κυρίαρχου και εγγυάται την αξιοπρεπή ύπαρξη των κυριαρχούμενων (καθιστώντας τις κατακτήσεις τους λειτουργικές σε νομικό επίπεδο), κυριαρχούν αποκλειστικά η ελεύθερη αγορά και ο ελεύθερος ανταγωνισμός, δηλαδή ο ελεύθερος κανιβαλισμός και ο νόμος του ισχυρότερου.

Από αυτή την άποψη, υπάρχει πλήρης σύγκλιση μεταξύ του θεωρήματος του Θρασύμαχου και αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αξίωμα του Καλλικλή, όπως περιγράφεται στον Γοργία του Πλάτωνα (481 b – 506 b). Ο Θρασύμαχος αποκαλύπτει τον ψευδώς οικουμενικό χαρακτήρα του νόμου, ακριβώς όπως ο Καλλικλής αντιτίθεται στην ιδέα μιας συμβατικής δικαιοσύνης που ισχύει πραγματικά για όλους: αυτό θα ήταν, κατά την άποψή του, ένα άδικο τέχνασμα του ασθενέστερου για να κυριαρχήσει στη φυσική αριστοκρατία του ισχυρότερου.

Έτσι, η παγκοσμιοποίηση ως ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση της αγοράς αποκαλύπτεται στο πλαίσιο της ταξικής σύγκρουσης ως όργανο στα χέρια του κυρίαρχου, ως μέσο καταστολής των εργατών και ως μέθοδος θριάμβου του αξιώματος του Καλλικλή.

Μέσω της πλανητικής ανταγωνιστικότητας και της υποτίμησης των μισθών, καθιστά δυνατή την εκ νέου κατάληψη από το κεφάλαιο της σφαίρας των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων που ο Υπηρέτης, μέσω συγκρούσεων και ταξικών οργανώσεων, ήταν σε θέση να επιτύχει στη διαλεκτική φάση.

Η πλουτοκρατική ελίτ και η παρέα του ιερατείου της το αποκαλούν παγκοσμιοποίηση: είναι ταξική πάλη ή, ακριβέστερα, σφαγή τάξεων που εκτελείται ξεκάθαρα από τον ανταγωνιστικό Κύριο. Είναι, λοιπόν, ο αγώνας που εξαπολύει το τούρμπο-κεφάλαιο και η παγκοσμιοκρατική τάξη που αναφέρεται σε αυτό για: α) να γίνει ανεξάρτητο από το χώρο και άστατο χωρίς περιορισμούς, β) να είναι αδέσμευτο από την πολιτική, γ) να κατακτήσει και να επιβάλει κατοχή σε ολόκληρο τον πλανήτη, δ) να επωφεληθεί από την καθοδική και χωρίς σύνορα ανταγωνιστικότητα στο πεδίο της κυκλοφορίας της εργασίας.

Απόδειξη αυτών των «παράδοξων της ανταγωνιστικής κοινωνίας» αποτελεί, εξάλλου, ότι οι εργαζόμενοι, οι μεσαίες τάξεις και τα Κράτη είναι οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης. Σε αντίθεση με την αποκοιμιστική φιλελεύθερη αφήγηση και την καρικατούρα της ευτυχισμένης παγκοσμιοποίησης, η παγκοσμιοποίηση ευνοεί στην πραγματικότητα την εκθετική αύξηση των ανισοτήτων ανάμεσα και μέσα στα κράτη. Όσο περισσότερο ανοίγουν οι αγορές και γίνονται πιο ευέλικτες, τόσο περισσότερος πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια της περιορισμένης και ήδη πλουσιότατης παγκοσμιοποιητικής ελίτ των μετα-αστών αρχόντων.

Πράγματι, η παγκοσμιοποίηση της αγοράς δεν συμπίπτει απλώς με την Απορρύθμιση, η οποία είναι επίσης παρούσα σε πολλούς τομείς και με πολλές προσωπίδες. Παράλληλα με αυτή, μπορούμε επίσης να δούμε ένα προφανές σχέδιο «Επαναρρύθμισης» που στοχεύει στην παραγωγή πληθώρας διατάξεων και νόμων που, σε νομικό επίπεδο, θεσπίζουν λειτουργικούς κανόνες για την περαιτέρω μετατροπή της εργασίας σε περιστασιακή, ενώ ταυτόχρονα διαφυλάσσουν τα συμφέροντα του Κυρίου.

Όπως θα δούμε εκτενέστερα παρακάτω, η απορρύθμιση του παλιού συστήματος που αντιστοιχεί στο κοινωνικό κράτος και η επαναρρύθμιση με τη φιλελεύθερη έννοια προς όφελος της οικονομικής ολιγαρχίας είναι αμοιβαία συνυφασμένες.

Ακολουθώντας την κεντρική διαίσθηση του βιβλίου «Η Νέα Λογική για τον Κόσμο» (The New Reason for the World, 2009) των Dardot και Laval, ο αυθορμητισμός της αγοράς πρέπει, στην πραγματικότητα, να οικοδομηθεί μέσω ενός εξελιγμένου συστήματος δικαιωμάτων και κυρώσεων που – διαμορφώνοντας την κοινωνία και την οικονομία μέσω της παραγωγής συγκεκριμένων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, μορφών ζωής και υποκειμενικότητας – απαγορεύουν συγκεκριμένες παρεμβάσεις και εγγυώνται τον θρίαμβο του ORDOφιλελευθερισμού.[3]

Στην πιο γενική έννοια, η βασιλική μέθοδος, ο τέλειος κανόνας διακυβέρνησης του φιλελεύθερου κράτους, είναι αυτός σύμφωνα με τον οποίο «οι επιχειρήσεις μπορούν να παρεμβαίνουν στην κυβέρνηση όπως θέλουν, αλλά όχι το αντίστροφο». Με άλλα λόγια, το κράτος επαναπροσδιορίζεται ως οντότητα στην υπηρεσία της αγοράς.

Χάρη στους ρυθμούς της παγκοσμιοποίησης, ο Κύριος Κεφάλαιο καταφέρνει γρήγορα να ανακτήσει ό,τι του είχε αφαιρεθεί από τη σύγκρουση και την δικαιολογημένη ανυπακοή του Υπηρέτη, αλλά και από την εμπειρία, όχι χωρίς αντιφάσεις, του κομμουνισμού του 19ου αιώνα: υψηλοί μισθοί και κοινωνικά δικαιώματα, Κράτος Πρόνοιας και νομοθετικοί περιορισμοί στις απολύσεις, ισχυρή συνδικαλιστική προστασία και δικαίωμα στην απεργία.

Οι κατακτήσεις των εργαζομένων, τα κοινωνικά δικαιώματα, η αναγνώριση του Υπηρέτη, οι ίδιες οι επιταγές των Συνταγμάτων, είναι για το κεφάλαιο ένα «φρούριο» που περιορίζει την ανταγωνιστικότητα και που, ως εκ τούτου, πρέπει να κατακτηθεί στο όνομα του πλανητικού ανταγωνισμού: είναι, κατά τη σύνταξη των Grundrisse του Μαρξ, εκείνο το όριο όπου ο κανόνας της υπερσυσσώρευσης και της άπειρης ανάπτυξης πρέπει αναγκαστικά να υπερκεράσει για να μπορέσει να επιβληθεί απόλυτα.

Η απέραντη αγάπη της οικονομίας, στην πραγματικότητα περιποιητική μόνο προς την ψυχρή φασματική αξία του κέρδους, βασίζεται αποκλειστικά στη δυνατότητα προμελετημένης τροποποίησης ωραρίων, μισθών, απολύσεων και προσλήψεων, κάτι που ακριβώς εμποδίζει το προαναφερθέν φρούριο. Είναι το αποκορύφωμα της αλλοτρίωσης, του μηδενισμού και της απανθρωποποίησης των ανθρώπινων σχέσεων: τίποτα δεν έχει απομείνει από το ανθρώπινο και η διαδικασία αξιοποίησης της αξίας γίνεται το μόνο υποκείμενο και ο μόνος κανόνας.

Η παγκόσμια αγορά λειτουργεί με τριπλή μόχλευση για να ευνοήσει αυτήν την παράλογη λογική της απελευθέρωσης του κεφαλαίου και της κατά συνέργεια καταστροφής των δικαιωμάτων του Υπηρέτη: (α) μέσω της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών πάντα επιβραβεύει, στο παιχνίδι του ανταγωνισμού, τα πλέον φθηνά προϊόντα, ανεξάρτητα από την ποιότητά τους και τις συνθήκες υπό τις οποίες παράγονται, (β) μέσω της υπέρβασης των συνόρων των εθνικών κρατών, δημιουργεί και διευκολύνει τις διαδικασίες μετεγκατάστασης, δυνάμει των οποίων η παραγωγή μεταφέρεται σε μέρη όπου η εργασία είναι διαθέσιμη σε χαμηλότερες τιμές και όπου τα εργασιακά δικαιώματα είναι λιγότερα κι από ανύπαρκτα, (γ) μέσω των μεταναστευτικών ροών εισάγει στις δυτικές χώρες έναν νέο «βιομηχανικό εφεδρικό στρατό», σύμφωνα με τη διατύπωση Του Κεφαλαίου,[4] πάντα εκβιάσιμο, χωρίς δικαιώματα, συνείδηση, κατανόηση της γλώσσας και δυνατότητα σωστής χρήσης της, έτοιμο να κάνει τα πάντα για να επιβιώσει.

Το μόνο «αόρατο χέρι» της παγκόσμιας αγοράς φαίνεται να είναι, λοιπόν, αυτό μιας βίας που μπορεί να φανεί μόνο από τα αποτελέσματά της, τις «ηθικές τραγωδίες» που δημιουργεί στον κόσμο της εργασίας και στις ανθρώπινες κοινότητες.

Υπό αυτή την έννοια, η εξάλειψη του εθνικού κυρίαρχου κράτους κατέστησε δυνατή τη διαλεκτική ανάπτυξη του κεφαλαίου, όχι μόνο επειδή εξουδετέρωσε την εναπομείνασα δύναμη πειθάρχησης της οικονομίας στην πολιτική, αλλά και επειδή ευνόησε την υπερίσχυσή του την κατάλληλη στιγμή της σύγκρουσης στη διαλεκτική φάση.

Στην πραγματικότητα, πέτυχε να αφήσει την εκμετάλλευση να παραμείνει αμετάβλητη, ενώ ταυτόχρονα εξάλειψε την αντιθετική και συγκρουσιακή στιγμή που ήταν εφικτή στην αρένα του εθνικού κράτους, όπου ο Υπηρέτης και ο Κύριος μπορούσαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο κατά πρόσωπο και να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλον στο πεδίο.

Οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα ήταν καρπός των πρακτικών σύγκρουσης μέσα στους καθορισμένους και κυβερνήσιμους χώρους του εθνικού Κράτους και της οργανωτικής ικανότητας του Υπηρέτη με συνείδηση ​​του εαυτού του και των δικών του αιτημάτων. Γι’ αυτό, στη νεωτερικότητα, δεν υπάρχει πραγματική πρόοδος ή κοινωνικό, οικονομικό ή πολιτικό επίτευγμα που να μην έχει επιτευχθεί χάρη στο Κράτος και εντός του επιχειρησιακού του πεδίου.

Εάν το κυρίαρχο εθνικό Κράτος είναι το σκηνικό της ανοιχτής σύγκρουσης μεταξύ Υπηρέτη και Κυρίου, ο φιλελεύθερος κοσμοπολιτισμός, ξεπερνώντας την κυριαρχία του εθνικού κράτους, ξεπερνά τη διμερή σύγκρουση ή, καλύτερα, τη δυνατότητα του Υπηρέτη να πολεμήσει: ο τελευταίος υφίσταται πλέον μονοσήμαντα την απο-τοπικοποιημένη και απρόσωπη βία της απο-πολιτικοποιημένης, υπερεθνικής και ριζωματικής[5] οικονομίας.

Η ταξική πάλη – σημειώνει ο Μαρξ στις εμπρηστικές σελίδες του Μανιφέστου – είναι διεθνής στο «περιεχόμενο» (Inhalt) και εθνική σε «μορφή» (Form). Είναι διεθνής σε περιεχόμενο, αφού ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, όπως ξεκαθαρίζει ο Μαρξ από την αρχή του έργου, είναι από την ουσία του παγκοσμιοποιητικός και ικανός να γίνει ο κόσμος. Έτσι, για να νικηθεί, θα χρειαστεί να νικηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι εθνική στη μορφή, γιατί «το προλεταριάτο κάθε χώρας (das Proletariat eines jeden Landes) πρέπει φυσικά να λογαριαστεί πρώτα απ’ όλα με τη δική του αστική τάξη»: πρέπει δηλαδή να οργανωθεί σε εθνικά εδάφη για να μπορέσει να περιορίσει, να κυβερνήσει και τελικά να καταστρέψει το κεφάλαιο. Έτσι εκφράζεται στο Μανιφέστο: «Ο αγώνας του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη είναι αρχικά, όσον αφορά στη μορφή του, ένας εθνικός αγώνας (ein nationaler Kampf). Το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει φυσικά να λογαριαστεί πρώτα απ’ όλα με τη δική του αστική τάξη».

Μόνο μέσα από την πρακτική της συγκεκριμένης σύγκρουσης στα πολιτικά εδάφη του εθνικού κράτους, όπου καταπιεσμένοι και καταπιεστές μπορούν να αντιπαρατεθούν πρόσωπο με πρόσωπο, υπάρχει αποτελεσματική δυνατότητα για τους πρώτους να ανατρέψουν την κυριαρχία του δεύτερου.

Μπορεί να είναι αλήθεια ότι «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα (haben kein Vaterland)», αλλά εφόσον πρέπει να κατακτήσουν το κράτος, δηλαδή την πολιτική κυριαρχία, πρέπει ταυτόχρονα να συγκροτηθούν ως εθνική τάξη και να γίνουν κυριολεκτικά έθνος. Σύμφωνα με τα λόγια του Μανιφέστου: «Αφού το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική κυριαρχία, να ανυψωθεί σε μια εθνική τάξη (nationale Klasse), να συγκροτηθεί σε έθνος, είναι επίσης εθνικό (ist es selbst noch national), αν και σίγουρα όχι με την έννοια της αστικής τάξης».

Ο Μαρξ έχει πλήρη επίγνωση –θα το δηλώσει ρητά κυρίως στο πρώτο βιβλίο του Κεφαλαίου– του γεγονότος ότι οι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος γίνονται πάντα στο πλαίσιο των εθνικών κρατών, μέσω των περιορισμών των ωρών εργασίας, της εισαγωγής κανόνων για την υπεράσπιση των συνθηκών ζωής των προλεταρίων και την προστασία της εργασίας. Το να υποστηρίζεις ότι «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα» σημαίνει, λοιπόν, όπως έχει προτείνει ο Löwy, ότι οι προλετάριοι όλων των εθνών έχουν τα ίδια συμφέροντα.

Με την αποδιάρθρωση των κυρίαρχων εθνικών κρατών, η σφαίρα στην οποία αναπτύχθηκε μια σύγκρουση -η έκβαση της οποίας δεν ήταν προφανής, επειδή προήλθε ακριβώς από τις συγκεκριμένες πρακτικές της αντίθεσης- έχει εξαλειφθεί. Η δομή του εθνικού Κράτους ήταν ικανή να αναγκάσει το κεφάλαιο να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των κατώτερων τάξεων, στο βαθμό που αυτά ήταν οργανωμένα στα ενδιάμεσα σώματα μεταξύ Κράτους και αγοράς (συνδικάτα, κόμματα, απεργίες κ.λπ.).

Μένει πλέον μια μονόδρομη σφαγή, την οποία οι κυριαρχούμενοι υφίστανται χωρίς καν να βλέπουν το πρόσωπο των εκτελεστών τους και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να πολεμήσουν ενεργά εναντίον τους. Εδώ έγκειται η πονηριά του φιλελεύθερου λόγου και η σφοδρή του αποστροφή προς κάθε εθνικό σύνορο και κάθε μορφή κυριαρχίας, που ταυτίζεται αμέσως με την επιστροφή ενός πιθανού δημοκρατικού ελέγχου στην οικονομία. Η εθνική κυριαρχία ήταν στην πραγματικότητα το απαραίτητο πλαίσιο για τις κοινωνικές κατακτήσεις των κυρίαρχων τάξεων και για τους αγώνες του Υπηρέτη. Μέσα σε αυτήν αναπτύχθηκε ιστορικά η αντιπαράθεση μεταξύ οργανωμένων πολιτικών μορφών δεξιάς και αριστεράς, αντιπάλων σε σχέση με τη διαφορετική ιδέα της διανομής, που προϋποθέτει τη νομισματική κυριαρχία του ίδιου του κράτους.

Συνθετικά, η εθνική κυριαρχία συνδέεται με τη δυνατότητα ύπαρξης αυτού που θα μπορούσαμε να ορίσουμε γενικά ως «πολιτικό σώμα» – ο λαός ή το έθνος – που βρίσκεται σε μια περιοχή και σε ένα ιστορικό πλαίσιο και είναι προικισμένο με τη δική του βούληση για δράση. Η εθνική κυριαρχία, επομένως, συνεπάγεται το θεμελιώδες ζήτημα του δεσμού μεταξύ ενότητας και πολλαπλότητας, μεταξύ πολιτικής και οικονομίας, μεταξύ κοινωνίας και ατόμου, μεταξύ πολιτικής και δικαίου, μεταξύ ταυτότητας και κοσμοπολιτισμού.

Ομοίως η εθνική κυριαρχία —που πρέπει να είναι συγκεκριμένη εδαφικά (με βάση σύνορα και οριοθετημένα εδάφη) και, ταυτόχρονα, διαχρονικά αέναη— καθορίζει το συμφέρον του μέρους και της συλλογικότητας. Και συνεπάγεται τόσο τη συμπερίληψη, μέσω της δημιουργίας μιας γεωμετρικής τάξης, όσο και αποκλεισμό, δηλαδή την εκδίωξη ενός πραγματικού ή δυνητικού εχθρού αυτής της τάξης. Ελλείψει εθνικής κυριαρχίας, το κράτος πεθαίνει, επειδή χάνει την «ψυχή» του, σύμφωνα με την εικόνα που χρησιμοποιούσε ήδη ο Χομπς στο Λεβιάθαν για να καταδείξει την ισορροπία μεταξύ κυριαρχίας και ζωής.

Με μια συνειρμικά γόνιμη εικόνα, θα μπορούσε κανείς να συγκρίνει την εθνική κυριαρχία με μια φωτιά που καίει. Ή, αν προτιμά κανείς, με τη ζωτική ενέργεια ενός μοναδικού συλλογικού υποκειμένου, που επιδιώκει ρυθμικά τους δικούς του στόχους. Στο εσωτερικό της, μια τέτοια υποκειμενικότητα διασχίζεται από ετερογενείς εντάσεις και οράματα, που συνδέονται με τις διάφορες τάξεις που συνθέτουν τον κοινωνικό ιστό.

Η εθνική κυριαρχία είναι, λοιπόν, το προϊόν της τάξης (ή των τάξεων) που κατακτά την ηγεμονία εντός του εθνικού Κράτους και, με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να σχηματίσει το ζωντανό Όλον του έθνους.

Επομένως – αξίζει να επιμείνουμε – δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική χωρίς εθνική κυριαρχία. Και το να επιβεβαιώνουμε, ακολουθώντας σαν πρόβατα την Τάξη του Λόγου,[6] ότι ο χώρος της πολιτικής είναι πλέον η υφήλιος, και όχι πια το κράτος, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά έναν άσχημα συγκαλυμμένο τρόπο να υποστηρίξουμε ότι η πολιτική δεν έχει πλέον ή, μάλλον, δεν θα πρέπει να έχει πλέον χώρο, το χώρο δράσης της. Αυτό είναι το όνειρο του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού, με επίκεντρο τη διττή εικόνα της αγοράς που αυτορυθμίζεται και του οικονομικού που αφαιρείται από το πολιτικό.

Η δημοκρατία συνεπάγεται, από τη φύση της, τη δυνατότητα του κυρίαρχου λαού να αποφασίζει για την οικονομία και την κοινωνία, για την οργάνωση της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της δικής του κοινότητας. Στην εποχή του εκτεταμένου πνευματικού τέλματος και του οικονομικού συστήματος της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας, οι αποφάσεις στην οικονομική και πολιτική σφαίρα εγκαταλείπονται στην κυρίαρχη βούληση εκείνων των πέρα από τις αισθήσεις μας οντοτήτων που είναι οι απάτριδες αγορές.

Υποσημειώσεις:

[1] Smart Cities: Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της ΕΕ: «Μια έξυπνη πόλη είναι ένα μέρος όπου τα παραδοσιακά δίκτυα και οι υπηρεσίες γίνονται πιο αποτελεσματικά με τη χρήση ψηφιακών λύσεων προς όφελος των κατοίκων και των επιχειρήσεων.» Στο πλαίσιο αυτό ιδρύθηκε η Αγορά Έξυπνων Πόλεων, μια ηλεκτρονική πλατφόρμα ανταλλαγής πληροφοριών με στόχο «να φέρει κοντά πόλεις, βιομηχανίες, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, επενδυτές, τράπεζες, ερευνητές και πολλούς άλλους παράγοντες των έξυπνων πόλεων.»
Οι τρεις μεγαλύτερες δραστηριότητες που χρηματοδοτήθηκαν το 2022 σε σχέση με τις έξυπνες πόλεις ήταν η οπτική επιτήρηση (κάμερες), η συγκοινωνία και ο εξωτερικός φωτισμός.
Οι πρωτοβουλίες για «έξυπνες πόλεις» έχουν επικριθεί ως καθοδηγούμενες από εταιρείες, μη προσαρμοσμένες στις ανάγκες των κατοίκων, σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχείς και σαν κίνηση προς την ολοκληρωτική επιτήρηση. (ΣτΜ).

[2] Startuppers στο κείμενο, δηλ. νέοι επιχειρηματίες με μια εταιρεία στα αρχικά στάδια της λειτουργίας της, που πιστεύουν ενθουσιωδώς ότι μπορούν να αναπτύξουν ένα προϊόν ή μια υπηρεσία για την οποία θεωρούν ότι υπάρχει ζήτηση. (ΣτΜ).

[3] Ordoliberalism στο κείμενο: Ο ορδοφιλελευθερισμός είναι η γερμανική παραλλαγή του οικονομικού φιλελευθερισμού που τονίζει την ανάγκη της κυβέρνησης να διασφαλίσει ότι η ελεύθερη αγορά παράγει αποτελέσματα κοντά στις θεωρητικές διακηρύξεις της, αλλά δεν συνηγορεί υπέρ ενός κράτους πρόνοιας.
Ο όρος «ορδολιμπεραλισμός» (γερμανικά: Ordoliberalismus) επινοήθηκε το 1950 από τον Hero Moeller και αναφέρεται στο ακαδημαϊκό περιοδικό ORDO – Επετηρίδα Οικονομικής και Κοινωνικής Τάξης. (ΣτΜ).

[4] Das Kapital: Αναφέρεται στο Κεφάλαιο του Μαρξ. (ΣτΜ).

[5] Ριζωματική οικονομία: Το ρίζωμα είναι μια μεταμοντέρνα έννοια που περιγράφει ένα μη γραμμικό δίκτυο. Εμφανίζεται στο έργο των Γάλλων θεωρητικών Deleuze και Guattari, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τον όρο για να αναφερθούν σε δίκτυα που δημιουργούν «συνδέσεις χωρίς εμφανή σειρά ή συνοχή μεταξύ σημειωτικών αλυσίδων, οργανώσεων εξουσίας και περιστάσεων σχετικά με τις τέχνες, τις επιστήμες και τους κοινωνικούς αγώνες». Ένα ρίζωμα είναι καθαρά ένα δίκτυο πολλαπλάσιων που δεν είναι δενδρώδη (δενδρόμορφες ή ιεραρχικές μορφές) κι έχει ιδιότητες παρόμοιες με τα πλέγματα.
Στην κοινωνική θεωρία, το ρίζωμα, αντί να αφηγείται την ιστορία και τον πολιτισμό, παρουσιάζει την ιστορία και τον πολιτισμό ως έναν χάρτη ή μια ευρεία σειρά από αξιοθέατα και επιρροές χωρίς συγκεκριμένη προέλευση ή γένεση, γιατί ένα ρίζωμα δεν έχει αρχή ή τέλος. «Βρίσκεται πάντα στη μέση, ανάμεσα στα πράγματα, ανάμεσα στο να υπάρχεις και να μην υπάρχεις, στο μεσοδιάστημα.» Η επίπεδη κίνηση του ριζώματος αντιστέκεται στη χρονολογία και την οργάνωση και ευνοεί ένα νομαδικό σύστημα ανάπτυξης και διάδοσης.
Η οικονομική θεωρία του ριζώματος αναφέρεται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της ανάπτυξης των εταιρικών συνδέσεων. Δεδομένου ότι τα ριζώματα δεν έχουν αρχή ή τέλος και υπάρχουν στη μέση, τα νήματα που συνδέουν τα μέρη μπορούν να κινηθούν και να αλλάξουν. Η βασική ιδέα είναι ότι οποιοδήποτε σημείο μπορεί να συνδέεται με οποιοδήποτε άλλο σημείο, χαρακτηριστικά που δεν συνδέονται απαραίτητα με χαρακτηριστικά της ίδιας φύσης (για παράδειγμα, τμήματα σαπουνιού και παγωτού της Unilever) και πολλαπλάσια που δεν προέρχονται απαραίτητα από το Ένα. Οι εταιρείες συχνά κάνουν αναδιάρθρωση και αποκτούν ή εκποιούν ολόκληρα τμήματα. Αυτές οι οντότητες μπορεί να διασπαστούν στη δική τους εταιρεία τύπου ριζώματος (επαναεδαφοποίηση) ή να απορροφηθούν σε άλλη εταιρεία (αποεδαφοποίηση). Ακόμη και με έναν χάρτη που δείχνει τις συνδέσεις, είναι δύσκολο με μια ματιά να κατανοηθεί πλήρως η ιεραρχία και οι σχέσεις μεταξύ καθεμιάς από τις εταιρείες που φαίνεται να αποτελούν μέρος της μητρικής εταιρείας. Μπορούν να λειτουργούν ως εντελώς ξεχωριστός οργανισμός. Ακριβώς όπως για να βρεις την κεντρική ρίζα ενός φυτού στον κήπο, ίσως χρειαστεί να σκάψεις σε πολλά σημεία για να βρεις πού ξεκινούν όλα.
Υποστηρίζεται ότι η ριζωματική δομή του σημερινού εταιρικού κόσμου προκύπτει από την παγκόσμια οικονομία. Φαινομενικά άσχετες βιομηχανίες αρχίζουν να συνδέονται προκειμένου να διαφοροποιήσουν τις επενδύσεις και να προστατευθούν από την κατάρρευση οποιουδήποτε κλάδου. Τα μη κερδοφόρα τμήματα μπορούν να ξεπουληθούν για να βελτιωθούν τα αποτελέσματα. Οι εργαζόμενοι είναι ένα άλλο ρίζωμα που μπορεί να αποκοπεί και να ξαναφυτευτεί κάπου αλλού στον οργανισμό ή, σε χειρότερα σενάρια, να αφαιρεθεί όλο μαζί και να αφεθεί στην τύχη του. Αν υπήρξε ποτέ μια δενδρώδης δομή στον εταιρικό κόσμο, πιθανότατα έχει διαλυθεί οριστικά και έχει αντικατασταθεί από τη νέα δομή της παγκόσμιας τάξης, το ρίζωμα. (ΣτΜ).

[6] Αναφορά στο βιβλίο του Michel Foucault «Η Τάξη του Λόγου» (The Order of Discourse). Ο Foucault όρισε τον λόγο ως μια συλλογή ή ομάδα από «αληθινές» δηλώσεις που δεν υπάρχουν αλλά δημιουργούνται απλώς μέσω του λόγου. Αυτές οι δηλώσεις μπορούν να είναι γραπτές ή προφορικές και συμβάλλουν στην κατασκευή γνώσης και λόγου που διαμορφώνουν τη δομή της κοινωνίας.

Πηγή: The Postil Magazine

*Ο Ντιέγκο Φουσάρο είναι καθηγητής της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο IASSP του Μιλάνου (Ινστιτούτο Προηγμένων Στρατηγικών και Πολιτικών Σπουδών), του οποίου είναι και επιστημονικός διευθυντής. Είναι μελετητής της Φιλοσοφίας της Ιστορίας, με ειδίκευση στη σκέψη του Φίχτε, του Χέγκελ και του Μαρξ. Το ενδιαφέρον του προσανατολίζεται προς τον γερμανικό ιδεαλισμό, τους προδρόμους του (Σπινόζα) και τους οπαδούς του (Μαρξ), με ιδιαίτερη έμφαση στην ιταλική σκέψη (Γκράμσι και Τζεντίλε, μεταξύ άλλων). Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, μεταξύ των οποίων το «Ο Φίχτε και το επάγγελμα του διανοούμενου», «Ο Χώρος της Πιθανότητας: Προς μια Νέα Φιλοσοφία της Πράξης» και «Μαρξ, πάλι!: Το Φάντασμα επιστρέφει».