Μερικά όλως συμπληρωματικά σχόλια για την Eurovision 2024.
του Θέμη Τζήμα
Δικηγόρου, δρα δημοσ. δικαίου και πολιτικής επιστήμης ΑΠΘ
Την Eurovision που μας πέρασε μπορούμε να τη θυμόμαστε για αρκετά: πρώτα και κύρια για τη χυδαία, αιματοβαμμένη υποκρισία της με την οποία όσο μπορούσε ξέπλυνε το γενοκτονικό κράτος του Ισραήλ. Δεύτερον για την αφόρητη (καθόλου καλτ) κακογουστιά, η οποία ήταν τόσο μεγάλη ώστε σκέπασε ακόμα και το πόσο κακή είναι μουσικώς, αυτή η εκδοχή ευρωπαϊκής ποπ. Τρίτον, για το γεγονός ότι η Μαρίνα Σάττι χασμουρήθηκε και αυτό εξόργισε την πρεσβεία του Ισραήλ και τους ουκ ολίγους Ελληνόφωνους υπερασπιστές της στην πολιτική και στα ΜΜΕ. Και τέταρτον, γιατί το ουδέτερο ξαναήρθε στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης ως σηματωρός ενός κάποιου «προοδευτισμού». Ο Βασίλης Ξυδιάς σε ένα προηγούμενο άρθρο του έδωσε την πλήρη εικόνα του θέματος με το άρθρο του «Δικαιωματισμὸς: ἡ μεταφυσικὴ οὐτοπία τοῦ ἀπόλυτου αὐτοπροσδιορισμοῦ». Ας μας επιτραπούν μερικά όλως συμπληρωματικά σχόλια.
Πρώτον, έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι πλέον δε μιλούμε για ομοφυλοφιλικό κίνημα αλλά για ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Πρόκειται για μια υπόρρητη δήλωση εγκατάλειψης του όποιου παλαιότερου ριζοσπαστικού και απελευθερωτικού χαρακτήρα του αγώνα των ομοφυλοφίλων (πολύ περισσότερο των γυναικών) μέσα στο δεδομένο κοινωνικό πλαίσιο και προς την κατεύθυνση της επαναστατικοποίησής του και ανατροπής του, προς όφελος της τόσο αγαπημένης από το σύστημα εξουσίας απόπειρας δόμησης πολλών, μικρών, εναλλακτικών κοινοτήτων, με τη μία να βρίσκεται δίπλα στην άλλη αθροιζόμενη, χωρίς να συνθέτουν σε καμία περίπτωση στην πραγματικότητα οτιδήποτε το ενιαίο, σταθερό και συνεκτικό. Κάθε κοινότητα στα δικά της, με τον καθωσπρεπισμό της και την πολιτική της ορθότητα, τα δε άτομα να μετακινούνται κάθε ημέρα, μήνα ή χρόνο, από τη μια στην άλλη, χωρίς ποτέ να στρατεύονται σε οτιδήποτε επαρκώς μεγάλο ώστε να μπορεί να γίνει όντως επικίνδυνο για το σύστημα εξουσίας.
Στην πραγματικότητα ούτε καν αισθητική πρόκληση έχουμε. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ βλέπουμε πολύ περισσότερο γυμνό παρά ποτέ, καρικατούρες σατανιστικών τελετών σε prime time ζώνη και κάθε λογής ντύσιμο, τίποτε από όλα αυτά δεν είναι ούτε προκλητικό, ούτε νέο, ούτε φυσικά ριζοσπαστικό. Πρόκειται μάλλον για κουραστικές επαναλήψεις, οι οποίες απευθύνονται με όρους πουριτανισμού και πολιτικής ορθότητας στο εσωτερικό της κάθε κοινότητας υπό μορφή δηλώσεων πίστης σε εντελώς στερεοτυπικώς επαναλαμβανόμενη αισθητική.
Δεύτερον, η μόνη πραγματικά καλή ταινία του Λάνθιμου κατά τον γράφοντα είναι ο κυνόδοντας. Πατώντας πάνω σε μοτίβα του 1984 λέει κάτι πραγματικό (μεταξύ άλλων): ότι ο βιασμός της γλώσσας δια της διαστροφής της, η οποία προκαλείται από το να επανά- ονομάζουμε αυθαίρετα τις έννοιες, βιάζει και τις έννοιες και τους ανθρώπους. Πρόκειται για ένα βιοπολιτικό εργαλείο καταπίεσης. Γεννιόμαστε μέσα στη γλώσσα (δεν είναι σοφία του γράφοντος αυτή για να μην παρεξηγηθούμε). Η γλώσσα είναι ζωντανή, δυναμική και αλλάζει ομαλά, αργά, σταδιακά. Η γλώσσα αλλάζει τρόπο γραφής, σύνταξης και νοηματοδότησης, γρήγορα και απότομα μόνο από ακραίως ανόητα ή/και ακραίως τυραννικά συστήματα εξουσίας. Ανόητα διότι το να δαμάσεις τη γλώσσα είναι τόσο αποτελεσματικό όσο το να μαστιγώνεις τη θάλασσα. Από κάτω θα ζήσει η ζωντανή γλώσσα του λαού. Τυραννικά διότι επιδιώκουν δια της γλώσσας να επιβληθούν όχι στην έκφραση μόνο ή κυρίως αλλά στη σκέψη του λαού συνολικώς και κάθε μιας και ενός ατομικώς.
Εν προκειμένω, είναι προφανές δικαίωμα καθενός να αυτοπροσδιορίζεται ως -ο, -η, -το αλλά και ως -οι (γιατί όχι ως πολλοί ή πολλές) -τα (ως πολλά) ή ως ο-το, η-το κλπ. Μιλάμε για τον αυτοπροσδιορισμό ως εσωτερική διάθεση και αυτοθεώρηση. Στον ιδιωτικό-προσωπικό του χώρου. Δεν υπάρχει επίσης κανένα πρόβλημα ως performer ή στην προσωπική σου ζωή να είσαι «το». Αλλά είναι τεράστιο πρόβλημα να απαιτείς να προσαρμοστεί η γλώσσα που μιλάμε όλοι μας, οι δημόσιες αρχές, οι κώδικες επικοινωνίας μας, οι πολιτισμικές ορίζουσες στη δική σου εκάστοτε διάθεση και αυτοθεώρηση. Η ανάγκη μας όμως ως κοινωνικών όντων απαιτεί αλληλεπίδραση άρα και σεβασμό της ανάγκης σταθερών κωδίκων επικοινωνίας.
Όταν οι κώδικες επικοινωνίας μεταβάλλονται κόντρα στη ζωντανή λαϊκή, γλωσσική συνείδηση, υπέρ της ατομικής αυτοθεώρησης και διάθεσης των όποιων και όσων ατόμων, μιλούμε για έναν χυδαίο, αντιδραστικό, αντικοινωνικό, ultra- νεοφιλελευθερισμό.
Καμία κοινωνία, μόνο άτομο και για την ακρίβεια ούτε καν άτομο αλλά η εκάστοτε διάθεση του εκάστοτε ατόμου σε διαρκή και ανειρήνευτη σύγκρουση όλων μεταξύ τους. Διαρκώς νέες λέξεις, νέοι όροι, νέες ερμηνείες των λέξεων, νέες νοηματοδοτήσεις, μέχρι να μην υπάρχει κανένας κώδικας, καθόλου γλώσσα και εν τέλει καμία κοινωνία. Γιατί άλλωστε μόνο το φύλο να αποτελεί πεδίο αυτοπροσδιορισμού και όχι και η ηλικία, το είδος, το αν είμαστε οργανική ή ανόργανη ύλη, το αν δεσμευόμαστε από τους νόμους ενός κράτους ή μιας κοινότητας και πάει λέγοντας; Γιατί να μηναυτοπροσδιορίζεταικάποιος με αριθμούς ή ως αριθμός; Γιατί να μην υπάρχουν ακατανόμαστοι μεταξύ μας;
Τρίτον, το πρόβλημα γίνεται και εννοιολογικό. Το φύλο είναι θεμελιακώς το αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής. Πέρα από περιπτώσεις ερμαφρόδιτων ανθρώπων, γεννιόμαστε με μια από τις δύο πιθανότητες ως προς τα αναπαραγωγικά μας όργανα και τα όσα αυτά επηρεάζουν (μυϊκή δύναμη, λίπος, ορμόνες, κυοφορία, οργασμό, κλπ.). Όσο και να το θέλουμε δεν μπορούμε αυτό να το αλλάξουμε (στο τέλος θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά σε αυτό και ειδικότερα στο νέο “trans” και στο νέο “nonbinary”.) Πάνω σε αυτό το οργανικό (ή βιολογικό) θεμέλιο, επειδή οι άνθρωποί δεν είμαστε μόνο βιολογικά όντα αλλά (και) κοινωνικά έχει χτιστεί η ευρύτερη κοινωνική έννοια του φύλου. Οι κοινωνικές κατασκευές πάνω στο βιολογικό- οργανικό θεμέλιο δεν το αναιρούν. Χτίζουν πάνω σε αυτό, επειδή υπάρχει αυτό το πρωταρχικό θεμέλιο. Ο άνθρωπος πριν να γίνει κοινωνικό ον είναι φυσικό ον. Βεβαίως η κοινωνικότητα του ανθρώπου δίνει κοινωνικό περιεχόμενο και στο φύλο. Το γεμίζει με στερεότυπα, αποπειράται να το υποτάξει στο εκάστοτε σύστημα εξουσίας, το ωθεί στην απελευθέρωση, το εντάσσει σε μια επαναστατική ή αντιδραστική λειτουργία, το κάνει πηγή έμπνευσης για την τέχνη, το μετατρέπει σε μέσο επίδειξης και οτιδήποτε άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Αλλά δεν αναιρεί η κοινωνικότητα το βιολογικό θεμέλιο ως τέτοιο, του φύλου.
Τα παραπάνω συνεπάγονται ότι η σεξουαλική συμπεριφορά δεν είναι φύλο. Το τι αισθανόμαστε, επί της αρχής (δηλαδή πλην οριακών περιπτώσεων σωματικής ή ψυχικής νόσου οι οποίες χρήζουν ιατρικής αντιμετώπισης εξ ου και τα δημόσια συστήματα υγείας καταβάλλουν το κόστος και μάλιστα πολύ ορθώς) επίσης δεν είναι φύλο. Το πώς ντυνόμαστε ή το τι δηλώνουμε δεν είναι φύλο. Είναι ό,τι ακριβώς είναι: σεξουαλική συμπεριφορά, συναίσθημα, σκέψη, αισθητική κλπ., αλλά όχι φύλο. Εξ ου και η non-binary ή αλλιώς μη-δυαδική επιλογή δεν είναι επίσης φύλο αλλά στάση ζωής. Το ότι ο οποιοσδήποτε θέλει και ίσως χρειάζεται συναισθηματικώς να αλλάξουμε όλοι οι υπόλοιποι τη γλώσσα μας και την νοηματοδότηση της έννοιας «φύλο» δε σημαίνει ότι πρέπει να ακολουθήσουμε αυτήν την επιθυμία. Το αντίθετο: είναι αναγκαίο να θέσει η κοινωνία ένα καθαρό όριο. Το άτομο έχει κάθε δικαίωμα ατομικού αυτοπροσδιορισμού αλλά κανένα δικαίωμα επιβολής, απαίτησης αλλαγής των συλλογικών, κοινωνικών κωδίκων.
Παρεμπιπτόντως, η συγκεκριμένη στάση ζωής (μη- δυαδική) είναι θεμελιακώς αρνητική: μας λέει τι δεν είναι αλλά όχι τι είναι. Το μη- δυαδικό άτομο είναι από οργανικής απόψεως άνδρας ή γυναίκα. Είναι μη- δυαδικό λοιπόν ως προς τι; Ως προς τα συναισθήματα; Τις σκέψεις; Μα ποιος είπε ότι όλοι οι άνδρες και όλες οι γυναίκες έχουμε κοινά συναισθήματα και σκέψεις, ακόμα και μέσα στον στενό ερωτικό τομέα, πολύ περισσότερο στον ευρύτερο κοινωνικό και υπαρξιακό; Είναι και άνδρας και γυναίκα ένα τέτοιο άτομο; Και πάλι, με βάση ποιο ορισμό των δύο φύλων; Στην πραγματικότητα η non-binary στάση σηματοδοτεί ένα κενό, διογκωμένο όχι τυχαίως από την κοινωνία του θεάματος. Δεν υποστηρίζει τι είναι και ως προς τι προσδιορίζεται. Μόνο σε στερεοτυπικές, αντιδραστικές κατασκευές ή αλλιώς καρικατούρες, τα φύλα είναι στατικά ώστε να μπορούν να ετεροπροσδιοριστούν τα όποια άτομα πάνω σε μια αρνητικότητα, ως προς την καρικατούρα άνδρα ή γυναίκας. Πρόκειται για μια κορύφωση του αποδομητικού μεταμοντερνισμού ο οποίος πέρα από τη διαλυτική κυριαρχία του μερικού δεν έχει προσφέρει το παραμικρό στις κοινωνίες μας (ή τουλάχιστον όχι πια).
Ακόμα χειρότερα, αυτή η εκδοχή ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας σηματοδοτεί μια βίαιη επίθεση και στον φεμινισμό και στο κίνημα των ομοφυλοφίλων. Η εξήγηση είναι η εξής: αν μπορεί ένα άτομο όντως να είναι ούτε αρσενικό, ούτε θηλυκό, ούτε άνδρας, ούτε γυναίκα και αυτή η περιγραφή δεν αφορά μια στάση ζωής (κάτι με το οποίο δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα διότι ανήκει στη σφαίρα της προσωπικής- ιδιωτικής ζωής) αλλά έναν τύπο φύλου(οπότε και δικαίως διεκδικεί να εγκατασταθεί στο κέντρο του δημοσίου βίου), τότε εννοιολογικώς-οντολογικώς έπεται ότι τα δύο γνωστά φύλα δεν υπάρχουν. Ή υπάρχουν φύλα θεμελιωδώς βάσει οργανικών- βιολογικών ιδιοτήτων και όσων χτίζονται πάνω σε αυτές ή τα φύλα προσδιορίζονται όχι βάσει οργανικών ιδιοτήτων αλλά εσωτερικών, ατομικών διαθέσεων και επιθυμιών. Και τα δύο όμως δε γίνονται, διότι ή το ένα θεμέλιο θα έχει μια έννοια ή το άλλο. Ή αντικειμενικό θεμέλιο ή υποκειμενικό.
Αν όμως το αρσενικό και το θηλυκό, ο άνδρας και η γυναίκα δεν υπάρχουν και μάλιστα ως αντικειμενικώς διαπιστωμένες οργανικές- βιολογικές καταστάσεις στα θεμέλιά τους, τότε πώς μπορούμε να μιλούμε για φεμινισμό; Το να είσαι γυναίκα δεν είναι πια κάτι με το οποίο γεννιέσαι, πάνω στο οποίο χτίζονται καταπιεστικοί μηχανισμοί και ως το οποίο παλεύεις να απελευθερωθείς συνολικώς ως ύπαρξη αλλά γίνεται απλώς μια διάθεση. Το ίδιο και το να είσαι ομοφυλόφιλος άνδρας. Το να είσαι άνδρας δεν είναι παρά μια διάθεση από τις πολλές που θεμελιώνει σήμερα αυτό το φύλο και αύριο ένα άλλο. Οι ομοφυλόφιλοι όμως καταπιέζονται ακόμα και σήμερα επειδή ακριβώς είναι και άνδρες και ομοφυλόφιλοι. Η μηδενοποίηση της αντικειμενικότητας του θεμελίου του φύλου, μηδενοποιεί και τους αγώνες και τις διεκδικήσεις. Πτυχές της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας αφού μεγάλωσαν κάτω από τη σκιά πρώτα του φεμινισμού και έπειτα του κινήματος για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων καταπίνουν και τα δύο κινήματα προκειμένου να τα εντάξουν στη νέα θρησκεία την οποία θεμελιώνουν.
(Επαναλαμβάνουμε: άλλο η προσωπική στάση ζωής και άλλο η απαίτηση επαναδιαμόρφωσης του κοινωνικού είτε μέσα από τη γλώσσα, είτε με άλλους τρόπους).
Πρόκειται για μια νέα θρησκεία της οποίας το αποκορύφωμα για όσους παρακολουθούν τη διεθνή βιβλιογραφία δεν αφορά ούτε σεξουαλικές συμπεριφορές, ούτε φύλα. Το νέο trans είναι ο transhumanism (διά- ανθρωπισμός) ως βήμα προς τον post humanism (μετά- ανθρωπισμό). Το νέο non- binaryείναι η ρευστοποίηση των ορίων όχι μεταξύ των φύλων αλλά μεταξύ ανθρώπου και μηχανής. Η υπόσχεση είναι ίδια με όλων των θρησκειών: η αθανασία, μόνο που θα είναι ψηφιακή και θα πρωταγωνιστούν στην επίτευξή της οι εκάστοτε big-tech εταιρείες.
Η κινητήρια δύναμή της είναι η ατομική επιθυμία. Αν επιθυμείς να γίνεις μηχανή, avatar ή οτιδήποτε άλλο πρέπει να γίνεις. Και επειδή δεν υπάρχει κανένα κράτος να σου πληρώσει το κόστος πρέπει να παλέψεις όχι με το διάβολο ή με μετάνοιες αλλά με νύχια και με δόντια απέναντι στον συνάνθρωπό σου ώστε να είσαι αρκετά αρεστός και πλούσιος, προκειμένου να εξασφαλίσεις το δρόμο προς τον ψηφιακό παράδεισο. Σε όλη αυτήν την κατασκευή στην οποία θα επανέλθουμε ξανά υπάρχει ένας βαθμός δικαιοσύνης: ο άνθρωπος επιβίωσε ως κοινωνικό ον μέσα στη φύση και θα πεθάνει υπέρ ενός άλλου είδους ως άτομο έξω από τη φύση.Η ελίτ δε, για πρώτη φορά φιλοδοξεί να γίνει και βιολογικώς ανώτερη μέσα από μια ελαχίστως ραφιναρισμένη εκδοχή νέας ευγονικής. Η ιδεολογική βάση αυτής της νέας θρησκείας είναι η κάμψη κάθε μορφής εξωτερικότητας-αντικειμενικότητας, στο υπαρξιακό- κοινωνικό. Όχι μόνο είμαι ό,τι νομίζω ότι είμαι (επικίνδυνο μεν για το άτομο αλλά περιορισμένης επίδρασης) αλλά πρέπει όλοι να με αναγνωρίσετε ως ό,τι νομίζω ότι είμαι και να προσαρμοστεί το κοινωνικό σε ό,τι νομίζω ή αισθάνομαι ότι είμαι κάθε φορά. Τίποτα δεν είναι σταθερό, γνησίως διϋποκειμενικό, σταδιακώς εξελισσόμενο. Αντί για την πίστη, είναι η ατομική επιθυμία που μπορεί να κινήσει βουνά.
Το κοινωνικό πρέπει να δίνει απόλυτο χώρο στο ατομικό μέσα στην ατομική σφαίρα. Αλλά όχι μέσα στην κοινωνική. Εκεί υπάρχει ρύθμιση. Η διάλυση του κοινωνικού από το κάθε ατομικό δεν είναι μια έστω εκφυλισμένη εκδοχή αριστεράς ή προόδου: είναι αντικοινωνικός νεοφιλελευθερισμός. Η δε γλωσσική μάχη γύρω από αυτό το ζήτημα είναι και ουσιαστική και συμβολική.
Και παρεμπιπτόντως: στους μουσικούς διαγωνισμούς πρέπει να κερδίζουν τα καλά τραγούδια. Όχι οι συγκινητικές (λέμε τώρα) ιστορίες.
Πηγή: Κοσμοδρόμιο
Αφήστε ένα σχόλιο