Εισαγωγικό της Λέσχης Βαλντάι: Οι περιορισμοί στην ομαλοποιητική συμπεριφορά της Ευρώπης είναι κυρίως οι αμερικανικές πιέσεις, η κρίση στην οποία βρίσκονται οι δικές της ελίτ και το νεοαποικιακό μοντέλο συμμετοχής της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία. Η μείωση της πίεσης από τις ΗΠΑ, η οποία αναγκάζει σταθερά την Ευρώπη να ανταγωνιστεί τη Ρωσία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ταχεία αλλαγή όχι μόνο στη ρητορική αλλά και στην πρακτική εφαρμογή της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, όπως πιστεύει ο Τιμοφέι Μπορντάτσεφ, Διευθυντής Προγράμματος της Λέσχης Βαλντάι.
του Τιμοφέι Μπορντάτσεφ*
μετάφραση SEISAXTHIA – Multiporal World**
Ru.Valdai.Club 10/2/2025
Seisaxthia 11/2/2025
Ανεξάρτητα από το πόσο θα διαρκέσει η στρατιωτική και πολιτική κρίση σε σχέση με το πρόβλημα της Ουκρανίας, οι σχέσεις της Ρωσίας με τους άμεσους γείτονές της στη Δύση -τα ευρωπαϊκά κράτη- θα παραμείνουν ένα ζήτημα που θα ήταν επιπόλαιο να αγνοηθεί. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και καθώς αναπτύσσουμε τις πολιτικές, εμπορικές και οικονομικές μας σχέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, πρέπει να κατανοήσουμε πώς εξελίσσεται η ζωή στην περιοχή, η αντιπαράθεση με την οποία διαμορφώθηκε μεγάλο μέρος του προσανατολισμού της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής επί αιώνες. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που η θέση της Ευρώπης στον σύγχρονο κόσμο αλλάζει πλέον ριζικά.
Ο σημαντικότερος παράγοντας αυτής της αλλαγής, εκτός από την εξέλιξη της υπόλοιπης ανθρωπότητας, είναι η σχέση των Ευρωπαίων με τους κορυφαίους εταίρους τους στην Αμερική. Οι σχέσεις αυτές ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα ο σημαντικότερος παράγοντας για την ανάπτυξη της Ευρώπης και τη θέση της στη διεθνή πολιτική. Τώρα έχουν καταστεί κεντρικές για την πολιτική εξέλιξη στο εσωτερικό των άμεσων γειτόνων μας στη Δύση και καθορίζουν τη φύση των διεργασιών και των αλλαγών που λαμβάνουν χώρα εκεί.
Το πώς θα εξελιχθεί αυτή η αλληλεπίδραση σε όλα τα επίπεδα θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την πιθανότητα της θετικής συμβολής της Ευρώπης στην ασφάλεια ολόκληρης της Ευρασίας, η οποία τώρα φαίνεται να είναι όχι απλώς ελάχιστη αλλά αρνητική.
Το επίκεντρο της άνισης εταιρικής σχέσης ΗΠΑ-Ευρώπης είναι ο τομέας της ασφάλειας. Εν προκειμένω μάλιστα, ο ρόλος των ΗΠΑ έναντι των ευρωπαϊκών κρατών περιοριζόταν πάντα σε δύο ζητήματα. Πρώτον, την αποτροπή από την αποκατάσταση της ευρωπαϊκής υπερδύναμης και του μιλιταρισμού. Δεύτερον, η εκμετάλλευση της Ευρώπης ως εδαφικής βάσης για την αντιπαράθεσή τους με τη Ρωσία.
Οι ΗΠΑ ουδέποτε επεδίωξαν άλλους στόχους στον Γηραιό Κόσμο και ο λόγος περί «αμερικανικής ομπρέλας ασφαλείας» δεν είναι παρά ένας μύθος, που επαναλαμβάνεται επιμελώς από παρατηρητές που δεν έχουν καμία διάθεση να ασκήσουν κριτική. Αυτή η απλουστευτική άποψη έχει νόημα για προπαγανδιστικούς σκοπούς, αλλά όταν πρόκειται για την πραγματική πολιτική, το να παραμένει κανείς δέσμιος της έννοιας μιας αμερικανικής ομπρέλας ασφαλείας πάνω από την Ευρώπη σημαίνει ότι περιορίζει τεχνητά τα όρια της διανοητικής του έρευνας.
«Είναι καιρός να αναγνωρίσουμε ότι δεν υπάρχει καμία ομπρέλα, αλλά μάλλον ένα αμερικανικό προτεκτοράτο πάνω από την Ευρώπη, το οποίο εγκαθιδρύθηκε χωρίς ενθουσιασμό αλλά με την υποστήριξη ορισμένων ευρωπαϊκών ελίτ και το οποίο οδηγεί την περιοχή σε περαιτέρω υποβάθμιση».
Τα πιο ζωντανά παραδείγματα αυτής της υποβάθμισης είναι οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες – η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία και η Γαλλία. Όλες τους έχουν υποστεί μια αργή αλλά αναπόφευκτη διάβρωση του ρόλου τους στην παγκόσμια πολιτική. Όλες τους εκτελούν πλέον, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καθήκοντα που εξυπηρετούν ακόμη και τις πιο παρανοϊκές φαντασιώσεις των ΗΠΑ.
Όλες τους δεν κερδίζουν τίποτα από αυτό, το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει στην επιβίωση της κρατικής τους υπόστασης και των πολιτών τους τόσο σε τακτικό όσο και σε στρατηγικό επίπεδο. Επιπλέον, τα οικονομικά τους οφέλη από αυτή την ταπεινωμένη θέση γίνονται όλο και πιο αμελητέα. Και δεν πρέπει να πιστεύει κανείς ότι η διολίσθηση της Ευρώπης στη στρατηγική ασημαντότητα αποτελεί επιβράβευση των δικών της κακών προθέσεων.
Η Ευρώπη θα ήταν απολύτως ικανή να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την πρόοδό της, πλην όμως δεν μπορεί να το κάνει επειδή αναγκάζεται διαρκώς να ακολουθεί μια αυτοκαταστροφική εξωτερική πολιτική.
Κατ’ αρχάς, φαίνεται ότι η ίδια η έννοια της ομπρέλας ασφαλείας είναι παράλογη όταν μιλάμε για μια φυσική απειλή από έναν σχετικά ισότιμο αντίπαλο. Και επειδή απέχουμε πολύ από το να σκεφτούμε ότι οι χώρες της Βόρειας Αφρικής, η Κίνα ή τα κράτη της Μέσης Ανατολής μπορούν να αποτελέσουν απειλή για την Ευρώπη, ο μόνος τέτοιος αντίπαλος θα μπορούσε να είναι η Ρωσία.
Ωστόσο, συνδέεται με τις ΗΠΑ με μια σχέση στρατηγικής αποτροπής που βασίζεται στην ευθεία και άμεση απειλή απαράδεκτης ζημιάς στο έδαφος και τον πληθυσμό των (σ. μ. υπερατλαντικών) εταίρων της, παρ’ όλο που κάθε κράτος, ιδίως ένα εύρωστο και ισχυρό, είναι υπεύθυνο μόνον απέναντι στους πολίτες του σε θέματα τόσο θεμελιώδους σημασίας.
Πάντως είναι παράξενο να σκεφτεί κανείς ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν ποτέ να θέσουν σε κίνδυνο τη δική τους επιβίωση προς χάριν της προστασίας των Ευρωπαίων από μια μαζική επίθεση, για παράδειγμα, από τη Ρωσία. Αυτό ισχύει ακόμη και για εκείνες τις χώρες που έχουν εκουσίως εκχωρήσει ένα σημαντικό μέρος των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων στους Αμερικανούς, όπως έχει συμβεί με τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Βρετανία ή την Τουρκία που δέχθηκαν την ανάπτυξη αμερικανικών πυρηνικών όπλων στο έδαφός τους.
Οι χώρες αυτές θυσίασαν την εθνική τους κυριαρχία, αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί ότι σε αντάλλαγμα πήραν κάτι χειροπιαστό όσον αφορά την ασφάλειά τους. Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος είναι σίγουρα παρούσα στις χώρες αυτές, γεγονός που μας δείχνει το βαθμό στον οποίο η στρατηγική επιβίωσης του Βερολίνου, της Ρώμης, της Άγκυρας ή του Λονδίνου υποτάσσεται στα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, έχει σημασία για τις ΗΠΑ ως έδαφος από το οποίο μπορούν να αναπτύξουν την εχθρική πολιτική τους απέναντι στα ρωσικά συμφέροντα. Τίποτε περισσότερο όμως από αυτό. Και αποτελεί αξίωμα το ότι οι ΗΠΑ ουδέποτε πρόκειται να θυσιαστούν για τους Ευρωπαίους συμμάχους τους.
Πολύ περισσότερο που οι μεγάλες δυνάμεις είναι κατ’ αρχήν σχετικά ψύχραιμες απέναντι στις αλλαγές του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των ασθενέστερων εταίρων τους. Γι’ αυτές δεν πρόκειται για παράγοντα που επηρεάζει άμεσα την επίλυση των σημαντικότερων στόχων της εξωτερικής πολιτικής τους. Ως εκ τούτου, κατηγορίες όπως η «ομπρέλα ασφαλείας» μπορούν να λειτουργήσουν μόνο όταν πρόκειται για μια πιθανή σύγκρουση με έναν πολύ πιο αδύναμο εχθρό που δεν είναι ικανός να απειλήσει σοβαρά τον πυρήνα της επικράτειας της μεγάλης (σ. μ. προστάτιδας) δύναμης.
Με αυτόν τον τρόπο λειτουργούν και οι συμμαχικές σχέσεις της Ρωσίας με τις χώρες του ΟΣΣΑ (σημ: Οργανισμός της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας), αν και εν προκειμένω, όπως είδαμε, υπεισέρχονται επίσης περιορισμοί που σχετίζονται με τις αποφάσεις του ίδιου του μικρότερου εταίρου. Στην ίδια περίπτωση, εάν οι ενέργειες μιας συμμαχικής χώρας δεν είναι παράλογες, η μεγάλη δύναμη θα προστρέξει βεβαίως προς βοήθειά της, όπως συνέβη κατά την επαπειλούμενη απόπειρα κατάλυσης της κρατικής υπόστασης στο Καζακστάν τον Ιανουάριο του 2022.
Δεδομένου ότι είναι αδύνατον να υπάρξει μια τέτοια κατηγορία όπως η «ομπρέλα ασφαλείας» στο τρίγωνο Ρωσία-ΗΠΑ-Ευρώπη, ακόμη και σε θεωρητικό επίπεδο, το μόνο που εισπράττουν ως αντίτιμο οι Ευρωπαίοι είναι μια απατηλή αυτοπεποίθηση για την ατιμωρησία της δικής τους ανεύθυνης συμπεριφοράς.
Μέχρι στιγμής, εξακολουθεί να ισχύει, και ακόμη και οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες συμπεριφέρονται όπως οι πρώην σοβιετικές βαλτικές δημοκρατίες. Ωστόσο, ουδείς μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί όταν τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ δεν θα απαιτούν πλέον μια τόσο σοβαρή εδαφική εκπροσώπηση στο δυτικό τμήμα της Ευρασίας.
Ειδικά από τη στιγμή που η αντιπαλότητα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας έχει όλες τις πιθανότητες να βρεθεί στο επίκεντρο της διεθνούς πολιτικής τις επόμενες δεκαετίες, απέχουμε πολύ από το να πιστεύουμε ότι η ίδια η Ευρώπη είναι σε θέση να διατηρήσει μια κατάσταση ψυχρού πολέμου με τη Ρωσία. Και αν οι αμερικανικές πιέσεις εν προκειμένω αμβλυνθούν, είναι πιθανό ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ θα αρχίσουν να επιδεικνύουν τη σύνεση στην οποία τις ωθεί ήδη η διάθεση των απλών πολιτών.
Μέχρι στιγμής, οι αποτρεπτικοί παράγοντες για την εξομάλυνση της συμπεριφοράς της Ευρώπης είναι κυρίως οι αμερικανικές πιέσεις και η κρίση στην οποία βρίσκονται οι ίδιες οι ελίτ των χωρών της, καθώς και το νεοαποικιακό μοντέλο συμμετοχής της ΕΕ στην παγκόσμια οικονομία. Η άμβλυνση των πιέσεων από τις ΗΠΑ, οι οποίες αναγκάζουν συστηματικά την Ευρώπη να ανταγωνιστεί τη Ρωσία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ραγδαία αλλαγή όχι μόνο της ρητορικής αλλά και της πρακτικής της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.
Το ζήτημα των ελίτ θα είναι κάπως πιο περίπλοκο: βλέπουμε τι εκπροσωπούν πολλοί πολιτικοί σε εθνικό επίπεδο και κυρίως οι υποψήφιοί τους στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αναξιοκρατική επιλογή, βασισμένη στην ανικανότητα και τις διεφθαρμένες σχέσεις με αμερικανικές εταιρείες, έχει δημιουργήσει μια γενιά πολιτικών που δεν έχουν καμία σχέση με τα συμφέροντα των χωρών τους.
Ωστόσο, σε περίπτωση που η μόνη αντικειμενική λειτουργία της εξωτερικής πολιτικής της Ευρώπης – ως χώρος για την ανάπτυξη αμερικανικών δυνάμεων και μέσων σε περίπτωση σύγκρουσης με τη Ρωσία – συρρικνωθεί, θα αναζητηθούν νέοι πολιτικοί με νέες προοπτικές και επαγγελματικές δεξιότητες.
* Ο Τιμοφέι Μπορντάτσεφ (Тимофей Бордачёв) είναι Διευθυντής Προγράμματος της Διεθνούς Λέσχης Συζητήσεων Valdai. Ασχολείται με επίκαιρα ζητήματα παγκόσμιας πολιτικής, με τις ευρω-ρωσικές σχέσεις, την εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ευρασιατική οικονομική ολοκλήρωση, την ευρωπαϊκή και ευρασιατική διεθνή ασφάλεια. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων και επιστημονικών εργασιών που εκδόθηκαν στη Ρωσία και στο εξωτερικό.
** Πηγή: Σεισάχθεια
Μετάφραση από το Ru. Valdai. Club
Αφήστε ένα σχόλιο