Γκράφιτι, Βερολίνο, περ. 2017.
Σημείωμα Ξαστεριάς: Το ζήτημα της μαζικής μετανάστευσης στην εποχή μας, που μεθοδεύεται από την παγκόσμια ελίτ και χρησιμοποιείται ως ένας νέος εκπατρισμός σκλάβων από την οποία αντλούν υπερ-αξία τα υπερατλαντικά αφεντικά του χρήματος, αναδεικνύει εξαίρετα από μια σταθερά μαρξιστική σκοπιά το άρθρο αυτό του Diego Fusaro. Την απάνθρωπη αυτή πρακτική σε μαζική κλίμακα, η οποία στη συνέχεια νομιμοποιείται πολιτισμικά από τα ΜΜΕ και την συμβιβασμένη με το κεφάλαιο «ελευθεριακή προοδευτική Αριστερά του Ήθους» όπως την αποκαλεί ο Φουσάρο, μια απόλυτα εκμεταλλευτική πρακτική που ωθεί στον ξεριζωμό μάζες ανθρώπων αλλά καθαγιάζεται μέσα από την επαναλαμβανόμενη κατηγορία για ξενοφοβία και ρατσισμό εναντίον οποιουδήποτε τολμήσει να την επικρίνει, αναλύει ο συγγραφέας. Επισημαίνοντας την αναγκαιότητα για την εκ νέου κατάκτηση της εθνικής κυριαρχίας που ισοδυναμεί με την ανάκτηση της συνταγματικής δύναμης των αδύναμων κοινωνικών τάξεων, και προσδιορίζοντας την ύπαρξη του εθνικού κράτους ως «το τελευταίο φρούριο αντίστασης» που έχει μπροστά της και επιχειρεί την κατάλυσή του η σύγχρονη αναρχοκαπιταλιστική παγκοσμιοποίηση.
Πρόκειται για «μια σημαντική ανάλυση του Diego Fusaro για την ανάγκη υπεράσπισης και πάλης για την εθνική κυριαρχία» όπως γράφει η μεταφράστρια του άρθρου, Φλώρα Παπαδέδε, στην οποία ανήκει και το κατατοπιστικό εισαγωγικό σημείωμα που ακολουθεί.
Σημείωμα της μεταφράστριας: Το παρακάτω άρθρο αποτελεί μια σημαντική ανάλυση του Diego Fusaro για την ανάγκη υπεράσπισης και πάλης για την εθνική κυριαρχία. Ο Fusaro ήταν ένας από τους αγαπημένους διανοούμενους του Κινήματος των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, όσο αυτό ήταν κίνημα.
Ίσως βρείτε το άρθρο λίγο κουραστικό. Όχι γιατί τα άρθρα και οι ομιλίες του Fusaro είναι κουραστικές. Αντίθετα, είναι ζωντανά, απλά και κατανοητά. (Υπάρχουν αρκετά στο διαδίκτυο και στο YouTube, στα Ιταλικά φυσικά. Υπόσχομαι να μεταφράσω σύντομα μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του.)
Το συγκεκριμένο άρθρο είναι κουραστικό γιατί είναι προφανές ότι απευθύνεται σε αριστερό κοινό. Κι αυτό του δημιουργεί τρία προβλήματα:
α) Την ανάγκη επίκλησης των γραφών (Μαρξ, Λένιν και διαφόρων σύγχρονων διανοουμένων) για να «νομιμοποιήσει» τα επιχειρήματά του.
β) Τον απαραίτητο βερμπαλισμό με διάφορες έννοιες, εννοιούλες και διύλιση του κώνωπα, απαραίτητες όμως για τη στοιχειώδη συνεννόηση με το λεξικό της κοινής νέο-αριστερής γλώσσας. (Θα βρείτε πιο κάτω στο κείμενο τον όρο «πλανητικός ταξισμός». Ομολογώ ανερυθρίαστα ότι δεν γνωρίζω τι σημαίνει επακριβώς. Και ομολογώ ακόμα πιο ανερυθρίαστα πως ούτε έψαξα να βρω τι σημαίνει, ούτε με ενδιαφέρει. Με την κλινική περίπτωση της αριστερής φρασεολογίας έχω πάρει οριστικό διαζύγιο εδώ και χρόνια και δεν επιθυμώ αναθέρμανση των σχέσεων._)
γ) Την ανάγκη να τα πει όλα μαζί, σε μια αγωνιώδη (ή εξοργισμένη…) προσπάθεια να ανοίξουν τα αυτιά και τα μάτια τους. Δείτε ειδικά την παράγραφο που ξεκινά «Πρέπει να τονιστεί ξανά και ξανά, …» Γι’ αυτό, επαναλαμβάνει πολλές φορές τα ίδια.
Μάταιος κόπος. Δεν ακούν και δεν βλέπουν. Όσοι προερχόμαστε από την Αριστερά (όλου του φάσματος), έχουμε περάσει από αυτήν την κατάσταση και έχουμε κάνει τις αντίστοιχες αγωνιώδεις προσπάθειες που κατέληξαν φυσικά σε οργή. Οι ηγεσίες των αριστερών κομμάτων, ομάδων, πρωτοβουλιών κ.ο.κ. και οι αριστεροί διανοούμενοι ούτε μπορούν, ούτε θέλουν να ακούσουν. Μια από τις αιτίες είναι η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση που περιγράφει ο Fusaro.
Ας συγχωρήσουμε έτσι στο συγγραφέα το λίγο στρυφνό κείμενο κι ας το διαβάσουμε γιατί έχει πολύ ουσιαστικά πράγματα να μας πει.
του Diego Fusaro*
μετάφραση Φλώρα Παπαδέδε
The Postil.com
1/11/2024
Η περίοδος της ευέλικτης συσσώρευσης αντιστοιχεί στην έλευση μιας επαναφεουδοποιημένης και μετα-δημοκρατικής εποχής, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται κυρίαρχα από μια ανεξέλεγκτη οικονομική ελίτ που λειτουργεί με την πιο αυστηρή ανωνυμία, στα εσωτερικά περιβάλλοντα των εταιρειών και των ριζωματικών[1] πολυεθνικών και αποκλειστικά προς το δικό της συμφέρον.
Οι διαδικασίες αφαίρεσης της εθνικής κυριαρχίας και αποεθνικοποίησης, που έγιναν κεντρικές μετά το 1989 και συνέπεσαν με το «τέλος του κράτους» που επικαλέστηκε ο Hobsbawm (αν και θα ήταν καλύτερο να μιλήσουμε για φιλελεύθερη επανα-εργαλειοποίηση του κράτους), αντιστοιχούν στα αναγκαία ορόσημα κατεδάφισης τόσο των -σε μεγάλο βαθμό- ώριμων δημοκρατιών (μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν πραγματικά δημοκρατικές υπερεθνικές οντότητες), όσο και της εναπομείνασας σταθεροποιητικής δύναμη της πολιτικής, ικανής να πειθαρχήσει και να διοικήσει μια οικονομία που βρίσκεται σε διαδικασία να καταστεί απόλυτη εξουσία.
Σήμερα ο Υπηρέτης δεν μπορεί να νικήσει, γιατί στην παρούσα κατάσταση δεν μπορεί πια να πολεμήσει, αναγκασμένος καθώς βρίσκεται σε παγκόσμιους χώρους, να υπομείνει παθητικά στο πετσί του μια συσσώρευση εκμεταλλεύσεων και αδικιών που, όπως η παραγωγή σε αυτήν την παγκόσμια εποχή, ολοένα και περισσότερο μετεγκαθίστανται από τόπο σε τόπο και διαφεύγουν.
Υποβιβασμένος σε έναν καθαρά παθητικό κοινωνικό πόλο, στερημένος από συνείδηση, σε έναν απλό πάροχο ευέλικτης και επισφαλούς εργατικής δύναμης, ο μεταπρολετάριος Υπηρέτης υποφέρει σιωπηλά, ανίκανος να βάλει ένα πρόσωπο και ένα όνομα στην πηγή των βασάνων του.
Ο τελευταίος προέρχεται συχνά από την άλλη πλευρά του ωκεανού ή, σε κάθε περίπτωση, από πολύ μακρινά μέρη, γεγονός που καθιστά αδύνατη την ανταλλαγή ματιάς μεταξύ Υπηρέτη και Κυρίου που, όπως θυμίζει ο Χέγκελ, αποτελεί την πρώτη στιγμή της «αναγνώρισης» (Anerkennung) και, θα προσθέταμε, της σύγκρουσης που αποσκοπεί στην υπέρβαση της σχέσης μεταξύ Αρχόντων και Υπηρετών.
Η πράξη σε απόσταση, που θα μπορούσε να οριστεί πιο σωστά ως βία εξ αποστάσεως, επιτρέπει στον παγκοσμιοποιητή Κύριο χωρίς σύνορα να αποφύγει τη στιγμή της αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης και, ταυτόχρονα, να ασκεί την καθημερινή του βία χωρίς αντίποινα.
Συνοψίζοντας όσα τόνισε με ενθουσιασμό ο Χάγιεκ σε σχέση με τις ομοσπονδιακές εμπειρίες περιορισμού των εθνικών κυριαρχιών, «ακόμη και νομοθετικά μέτρα για τη μείωση της παιδικής εργασίας και των ωρών εργασίας καθίστανται δύσκολο να υιοθετηθούν από ένα μόνο κρατίδιο της ομοσπονδίας».
Και έτσι τελικά, ο Νόμος του καθαρού ανταγωνισμού μπορεί να επικρατήσει, χωρίς περιορισμούς στα αποτελέσματά του, ακολουθώντας το διώνυμο που πρότεινε ο Χάγιεκ, το οποίο επικεντρώνεται στην πίστη στην αυθόρμητη τάξη της αγοράς και στη δαιμονοποίηση ως ανηθικότητας κάθε μορφής ισότητας (η διανεμητική δικαιοσύνη, στην πράξη, αρνείται την ιερή φιλελεύθερη εντολή του ανταγωνισμού).
Η υπέρβαση των κυρίαρχων εθνών-κρατών επιδιώκεται από το κεφάλαιο και τους συγκαλυμμένους παράγοντές του (με την πλήρη υποστήριξη της νέας προοδευτικής και μετακομμουνιστικής αριστεράς), με σκοπό μόνο την εντατικοποίηση σε πλανητική κλίμακα των διαδικασιών απόσπασης της υπεραξίας σε βάρος της καταραμένης μάζας των ηττημένων της παγκοσμιοποίησης.
Η «μεγάλη μεταμόρφωση» που κήρυξε ο Karl Polanyi ή ο Σουμπέτερ έφτασε, αλλά όχι σε σοσιαλιστική κατεύθυνση – έχει θέσει σε κίνηση τον νέο απόλυτο καπιταλισμό με την πλήρη εμπορευματοποίηση τόσο του πραγματικού, όσο και του φανταστικού. Η υπέρβαση των εθνικών κρατών, που οι κυρίαρχοι της συζήτησης και οι ταξιαρχίες με το ουράνιο τόξο του αιώνιου αντιφασισμού την δικαιολογούν με όρους αποτροπής μιας πιθανής επιστροφής του φασισμού, αντιπροσωπεύει μια αποφασιστική στιγμή στον θρίαμβο του νέου παγκοσμιοποιητικού ολοκληρωτισμού των κερδοσκοπικών αγορών.
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας συνεπάγεται, μέσω της γενικής επέκτασης της ευελιξίας, «τον έλεγχο της συγκρουσιακής διάθεσης των εργαζομένων και του κοινωνικού ανταγωνισμού γενικότερα». Συνεπάγεται επίσης, μέσω των πρακτικών μετεγκατάστασης χωρίς σύνορα, τη μετάβαση σε παγκόσμια κλίμακα του καθεστώτος των νόμων της αγοράς, αλλά σίγουρα όχι των δικαιωμάτων. Ακριβολογώντας, ακριβώς το αντίθετο. Η παγκοσμιοποίηση των κανόνων της αγοράς και του ανταγωνισμού προϋποθέτει, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, τη δυναμική της διάβρωσης των δικαιωμάτων. Ο ανταγωνισμός αναγκάζει την παραγωγή να μετακινηθεί, με μετεγκατάσταση εκεί όπου το κόστος εργασίας είναι περισσότερο συγκρατημένο, λόγω της απουσίας ή του περιορισμού στα δικαιώματα.
Έτσι, για να μην ηττηθούν στον ανταγωνισμό που έχει γίνει πλέον πλανητικός, οι περιοχές όπου τα κοινωνικά δικαιώματα ήταν ιστορικά παρόντα χάρη στις κατακτήσεις του Υπηρέτη, προσαρμόζονται με εκείνες της «περιφέρειας», όπως το περιέγραψε ο Wallerstein. Η τελευταία, λόγω της έλλειψης δικαιωμάτων, μπορεί να παράγει με χαμηλότερο κόστος, επωφελούμενη όχι μόνο από την παρουσία ακόμη εκεί του φορντικού εργοστασιακού μοντέλου, αλλά και από καταστάσεις αληθινής άμεσης σκλαβιάς. Σύμφωνα με τα λόγια του Κεφαλαίου του Μαρξ, «τα βάσανά μας δεν προέρχονται μόνο από τους ζωντανούς, αλλά και από τους νεκρούς».
Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης ως φυσικής κατάστασης στην υφήλιο, ο νικητής είναι ο κανόνας του κεφαλαίου – ο ελεύθερος κανιβαλισμός που απαιτεί τη μόνιμη αναζήτηση νέων εργατών πρόθυμων να παράγουν το ίδιο με χαμηλότερο κόστος.
Από το παραπάνω που περιγράφεται ως ο νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας απορρέουν οι διαδικασίες εξωχώριας ανάθεσης (offshoring), εξωτερικής ανάθεσης (outsourcing) και ανταγωνιστικής πίεσης στους μισθούς του πενιχρού αριθμού εργαζομένων που εξακολουθούν να ωφελούνται από δικαιώματα και ώρες εργασίας περιορισμένες από το νόμο.
Η απορυθμισμένη ανταγωνιστικότητα[2], συνήθως, δεν συνδυάζεται με τη δημοκρατία και τα δικαιώματα, αλλά με την διάλυση των σχέσεων μισθωτής εργασίας[3] και την κατακόρυφη πτώση του κόστους παραγωγής. Στην πραγματικότητα, η εξωχώρια ανάθεση αντιστοιχεί, από τεχνική άποψη, στη «χωρική διασπορά των σταδίων παραγωγής, ειδικά σε έθνη με χαμηλό κόστος εργασίας».
Από όποια οπτική γωνία κι αν διερευνηθεί, η παγκοσμιοποίηση παροτρύνει την ανταγωνιστικότητα στην κυκλοφορία του κεφαλαίου και των αγαθών, συμπεριλαμβανομένων αυτών των ιδιόμορφων αγαθών που, κατά την άποψη του κεφαλαίου, αποτελούν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Ευνοεί σε πλανητική κλίμακα τη συρρίκνωση των μισθών, την κατεδάφιση των κοινωνικών δυνάμεων και την ακύρωση της ικανότητας αντίστασης των εργαζόμενων τάξεων.
Για το λόγο αυτό, στη νέα σύντομη χιλιετία, που νομιμοποιήθηκε από το γνωστικό πλαίσιο που παρήγαγαν οι μαχητικοί φουκουγιαμιστές του τέλους της ιστορίας, ο νόμος της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, αλλά και αυτός της συσσώρευσης του πλεονάζοντος υπερπληθυσμού, που πιέζει για να ενσωματωθεί στον κόσμο της εργασίας, αντανακλάται σε παγκόσμιο επίπεδο σε διαρκώς αυξανόμενο βαθμό.
Ο μόνος ωφελούμενος από αυτό είναι το ίδιο το κεφάλαιο, στο πλαίσιο της προγραμματισμένης αποδιάρθρωσης της οικονομικής ρυθμιστικής λειτουργίας του εθνικού κράτους και της οικονομικής ανισότητας, η οποία διευρύνεται εκθετικά και απεριόριστα από ένα περιβάλλον διάλυσης κάθε ηθικής αξίας.
Όπως έχουμε δείξει στο Storia e coscienza del precariato (Ιστορία και συνείδηση του Πρεκαριάτου[4]), η μαζική μετανάστευση διατίθεται από μόνη της ως όπλο στα χέρια της άρχουσας τάξης. Ακριβέστερα, η μετεγκατάσταση της παραγωγής και η μαζική μετανάστευση παρουσιάζονται ως οι δύο όψεις του ίδιου παγκοσμιοποιημένου νομίσματος. Δηλαδή, σαν δύο διαδικασίες, οργανικά συνδεδεμένες μεταξύ τους, στη λογική της ανταγωνιστικής παγκοσμιοποίησης, που στοχεύει να μειώσει όλο και περισσότερο το κόστος και τα δικαιώματα του εργατικού δυναμικού, προκειμένου να επιβάλει την απόλυτη κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία και του Κύριου πάνω στον Υπηρέτη.
Από τη μια πλευρά, το κεφάλαιο μεταφέρει την παραγωγή όπου του είναι βολικότερο, χωρίς να ενδιαφέρεται για το σεβασμό του περιβάλλοντος ή των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Αυτή είναι, στην ουσία της, η λογική των πολυεθνικών, που κατά καιρούς μετακινούνται σε νέες περιοχές, τις λεηλατούν και τελικά τις εγκαταλείπουν για να μετεγκατασταθούν, αναζητώντας συνεχώς νέες περιοχές στις οποίες επιφυλάσσουν την ίδια μεταχείριση.
Από την άλλη πλευρά, με συμμετρική κίνηση, το κεφάλαιο προσελκύει μετανάστες εργαζόμενους στους ίδιους ακριβώς τόπους παραγωγής, με μοναδικό στόχο την προμήθεια χεριών και νευρώνων με χαμηλό κόστος, που είναι απροστάτευτοι από δικαιώματα και μη επιρρεπείς σε συλλογικές διεκδικήσεις. Έτσι, σύμφωνα με τον ορισμό της Saskia Sassen, «η μετανάστευση είναι η ιδρυτική διαδικασία της νέας υπερεθνικής οικονομικής πολιτικής».
Η μετεγκατάσταση της παραγωγής και η αναγκαστική μετανάστευση αντιστοιχούν, επομένως, στις δύο συμμετρικές κινήσεις με τις οποίες η Αγορά του Κόσμου μετακινεί την παραγωγή σε χώρες όπου το κόστος μειώνεται ή προσελκύει εργατικό δυναμικό πρόθυμο να εργαστεί σε χαμηλότερες τιμές και με την εγγύηση λιγότερων δικαιωμάτων.
Ο κοσμοπολιτισμός του απεριόριστου ανοίγματος στην αγορά του υλικού και του άυλου, με τη συναφή δαιμονοποίηση οποιασδήποτε μορφής ορίου, νόμου και συνόρων, αντιπροσωπεύει το πολιτιστικό εποικοδόμημα αναφοράς της παγκοσμιοποιητικής δομής προς όφελος των πλανητικών Αρχόντων.
Η δυναμική είναι πάντα η ίδια -ακόμα κι αν εξευγενίζεται με τη πομπώδη ρητορική του καλωσορίσματος και της ενσωμάτωσης- και σύμφωνα με τα λόγια του Bales, είναι ζωτικής σημασίας, για την διατίμηση της αξίας, την προσφορά «ανθρώπων μιας χρήσης» και ανθρώπων που είναι διαθέσιμοι ως «νέοι δούλοι στην παγκόσμια οικονομία». Μεταξύ των στόχων του ανταγωνιστικού κεφαλαίου και της καταραμένης του πείνας για χρυσό[5] είναι να βρεθεί πάντα κάποιος πρόθυμος να παράγει το ίδιο πράγμα με χαμηλότερο κόστος.
Εάν οι εργαζόμενοι ζητούν αυξήσεις μισθών ή πιο αξιοπρεπείς συνθήκες, οι αδίστακτοι καπετάνιοι της απορυθμισμένης παγκοσμιοποίησης και των κόμβων τεχνοκαπιταλιστικής καινοτομίας απαντούν είτε αντικαθιστώντας το εργατικό δυναμικό με τον βιομηχανικό εφεδρικό στρατό μεταναστών, είτε μεταφέροντας το εργοστάσιο στο εξωτερικό, όπου τέτοια δικαιώματα δεν γίνονται σεβαστά ή απλώς δεν υπήρξαν ποτέ.
Η ίδια λογική που διέπει την ανάπτυξη των κύκλων παραγωγής και κυκλοφορίας αγαθών (εξωχώρια ανάθεση, εξωτερική ανάθεση, ξέφρενη αναζήτηση νέων αγορών και νέων πλεονεκτικότερων εργαστηρίων παραγωγής) διέπει τώρα και την καπιταλιστική διαχείριση της μάζας των παγκοσμιοποιημένων πληβείων, υποβιβασμένη στην κατηγορία των απλών εμπορευμάτων σε κινητικότητα, μετεγκατεστημένη και αναγκασμένη σε αναγκαστική μετανάστευση σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αξίας διατίμησης.
Η δυναμική της εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας και της αποξένωσης, που επαινείται σε κάθε βήμα από τους κυνικούς δημοσιογράφους περί του μέλλοντος των λαών, φτάνει έτσι στον υψηλότερο βαθμό έντασης.
Η μεταναστευτική μετεγκατάσταση καθιστά δυνατές μορφές υπερεκμετάλλευσης και νέο-δουλικής εργασίας, σε βάρος πάντα των επισφαλών και των απάτριδων της σύμβασης και της ύπαρξης. Και, με όλα αυτά, ολοκληρώνεται η διαδικασία της πραγμοποίησης[6] (η μετατροπή του ανθρώπου σε εμπόρευμα) και της αποξένωσης (η αποξένωση από τη φύση του ως ανθρώπου, που αντικαθίσταται από αυτή ενός εμπορεύματος) – τώρα ο άνθρωπος επαναπροσδιορίζεται ανεπιφύλακτα ως ένα εμπόρευμα, που κινείται ελεύθερα, διαρκώς και τυχαία σαν σωματίδιο σκόνης μέσα στο ομογενοποιημένο τοπίο της αποεθνικοποιημένης και ανταγωνιστικής παγκόσμιας αγοράς, σύμφωνα με εκείνες τις απαιτήσεις παραγωγής και κυκλοφορίας από τις οποίες καμία οντότητα δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να γλιτώσει (από τα πράγματα και τα ζώα, ως τη φύση και τον άνθρωπο).
Οι νέοι υπερεκμεταλλευόμενοι και κακοπληρωμένοι πληβείοι πρέπει να είναι επισφαλείς και μεταναστευτικοί, εξαναγκασμένοι σε μια πλανητική «ελεύθερη κυκλοφορία» -στην πραγματικότητα, στην αέναη διάσπαρτη περιπλάνηση- που προωθείται από την ενιαιοποιημένη σκέψη ως το μέγιστο σχήμα χειραφέτησης για λαούς και άτομα. Ο ξεριζωμός και η αδυναμία επαναρίζωσης εμφανίζονται λοιπόν ως οι δύο συμπληρωματικές λειτουργίες του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού και της συγκεκριμένης βιοπολιτικής μηχανικής του.
Η δυναμική με την οποία ασκείται η εξωτερική ανάθεση, η μετεγκατάσταση και η υποτίμηση των μισθών είναι, εν ολίγοις, η ίδια ακριβώς που κυριαρχεί στους μαζικούς εκπατρισμούς νέων σκλάβων εργασίας, που ιδεολογικά αποκαλούνται «μαζικές μεταναστεύσεις».
Το νόμισμα του οποίου οι δύο όψεις είναι η «εξωτερική ανάθεση» και η «μαζική μετανάστευση» είναι, επομένως, αυτό της ταξικής σύγκρουσης, την οποία το κεφάλαιο κερδίζει χωρίς να συναντήσει αντίσταση και με την πλήρη πολιτιστική υποταγή των τάξεων των διανοουμένων και των σαγηνευτικών προοδευτικών δυνάμεων, που είναι γεωπολιτικά ευρω- Ατλαντιστές, μεταφυσικά μηδενιστές, ηθικά σχετικιστές και πολιτικά νεοφιλελεύθεροι.
Τα νέα κοσμοπολίτικα και αποεθνικοποιημένα αφεντικά (η φιλελεύθερη Δεξιά του Χρήματος) προωθούν την υπέρ-μεταναστευτικότητα και, στο όνομα του δόγματος της ελεύθερης κυκλοφορίας, την χρησιμοποιούν ως ένα νέο εκπατρισμό σκλάβων από τον οποία αντλούν υπέρ-αξία. Ο οποίος στη συνέχεια νομιμοποιείται πολιτισμικά από τους κορυφαίους της Προόδου (η ελευθεριακή προοδευτική Αριστερά του Ήθους), που τον αγιάζουν μέσα από την άμεση και επαναλαμβανόμενη κατηγορία για ξενοφοβία και ρατσισμό, εναντίον οποιουδήποτε τολμήσει να τον επικρίνει.
Οι ταξιαρχίες με το ουράνιο τόξο της νέας Αριστεράς, που συμπληρώνουν την κοσμοπολίτικη φιλελεύθερη και χρηματιστική Δεξιά, έχουν ξεχάσει την ταξική αντίθεση μεταξύ Κεφαλαίου και Εργασίας, αντικαθιστώντας την με τον «νόμο της καρδιάς» -Gesetz des Herzens, θα λέγαμε με τον Χέγκελ- της συναισθηματικής αντίθεσης μεταξύ υποδοχής και ενσωμάτωσης, με την παράδοξη συνέπεια: οι κοσμοπολίτες εκμεταλλευτές της εργασίας, οι υποστηρικτές του ανοίγματος των συνόρων και της ελεύθερης κυκλοφορίας, να δοξάζονται ως «φιλόξενοι», ενώ εξοστρακίζονται ως «ξενοφοβικοί» και «μισαλλόδοξοι» όσοι, στο όνομα της ταξικής πάλης, αντιτίθενται στον εκπατρισμό, την εμπορία ανθρώπων και την εκμετάλλευση της γηγενούς και μεταναστευτικής εργασίας και απαιτούν πολιτικό έλεγχο της ροής κεφαλαίων και μεταναστών.
Οι αναγκαστικές μεταναστεύσεις, που ευνοούνται από την ευέλικτη συσσώρευση και τον ιμπεριαλισμό που δεν έχει πάψει να βρωμίζει τον τόπο, είναι μια στιγμή στον παγκόσμιο ανταγωνισμό που, στο ομογενοποιημένο τοπίο του, το γεγονός της μετανάστευσης δεν είναι, από μόνο του, πιο χειραφετητικό από την παραμονή στην περιοχή της καταγωγής, ούτε ο νομάδας είναι πιο επαναστάτης από το μόνιμα εγκατεστημένο πολίτη.
Σε αντίθεση με εκείνους που γιορτάζουν τη σημερινή μετανάστευση ως ένα εγγενώς θετικό, ενοποιητικό και χειραφετητικό μοντέλο, είναι απαραίτητο να επαναλάβουμε με έμφαση, από μια σταθερά μαρξιστική σκοπιά, ότι αυτό συμβαίνει πάντα και μόνο υπέρ του κεφαλαίου και του παγκοσμιοποιητή Κυρίου, που μπορεί με αυτόν τον τρόπο να απασχολεί ανεπιφύλακτα μετανάστες στις αλυσίδες παραγωγής του σε τιμή ευκαιρίας και χωρίς αναγνώριση κανενός δικαιώματος.
Επιπλέον, μπορούν εύκολα να αντικαταστήσουν το εργατικό δυναμικό που προστατεύεται από κοινωνικά δικαιώματα και είναι προικισμένο με μια εναπομείνασα αντίπαλη ταξική συνείδηση, από ένα νέο εργατικό δυναμικό που δεν έχει τίποτα από τα δύο και το οποίο, επιπλέον, υπόκειται πάντα στον εκβιασμό της απέλασης (μέσω της καταγγελίας για παράνομη μετανάστευση επειδή δεν διαθέτει έγγραφα) και είναι έτοιμο να κάνει τα πάντα για να επιβιώσει.
Τέλος, χάρη στο «όπλο της μαζικής μετανάστευσης», οι παγκοσμιοκράτες του απερίσκεπτου υπολογισμού εξουδετερώνουν εύκολα την κάθετη ταξική σύγκρουση μεταξύ του Υπηρέτη και του Κυρίου – η σύγκρουση μεταφέρεται στην οριζόντια αντιπαράθεση μεταξύ μεταναστών υπηρετών και αυτόχθονων υπηρετών, που χρηματοδοτείται και γιορτάζεται από τους διαχειριστές της συναίνεσης, από το τσίρκο των μέσων ενημέρωσης και από όλους τους άλλους πραιτοριανούς της «προπαγάνδας αποσιώπησης», οι οποίοι κατάφεραν με επιτυχία να μεταμορφώσουν τον κόσμο σε παραμύθι και που τραγουδούν χαρούμενα, όπως τα ζώα του Ζαρατούστρα, χορεύοντας το γαϊτανάκι.
Μέσω των πρακτικών της μαζικής μετανάστευσης και του καπιταλιστικού ξεριζωμού που συνδέεται με αυτήν, αυτοί που κερδίζουν δεν είναι ούτε οι μετανάστες ούτε οι εργάτες, και οι δύο αποτελούν συνεχιζόμενο στόχο για τη διαμόρφωση του νέου επισφαλούς Υπηρέτη. Οι μετανάστες χάνουν, γιατί αναδύονται ως εκβιαζόμενοι σκλάβοι και ως ανθρώπινο υλικό στερημένο δικαιωμάτων και αξιοπρέπειας. Οι μετανάστες, που είναι θύματα, καταλήγουν να αντιμετωπίζονται ως ένοχοι από τα άλλα τμήματα της κυριαρχούμενης τάξης – που τείνουν να ξεχνούν ότι ο εχθρός δεν είναι ο μετανάστης, αλλά εκείνοι που προκαλούν τη μετανάστευση. Δεν είναι οι απελπισμένοι, αλλά αυτοί που προκαλούν την απελπισία. Δεν είναι αυτοί που φεύγουν, αλλά αυτοί που αναγκάζουν τους ανθρώπους να φύγουν και να ξεριζωθούν. Οι αυτόχθονες εργαζόμενοι είναι επίσης χαμένοι, καθώς τώρα πρέπει να ανταγωνιστούν τους μετανάστες εργάτες, οι οποίοι ασκούν ανταγωνιστική πίεση που τους τραβά προς τα κάτω.
Η φιλελεύθερη-ελευθεριακή παγκοσμιοποιητική ελίτ κερδίζει, γιατί μπορεί να επωφεληθεί κυρίαρχα από αυτή τη συνθήκη ανταγωνισμού μεταξύ των τελευταίων, αλλά και από τον κατακερματισμό της ταξικής συνείδησης και τις νέες οριζόντιες συγκρούσεις μεταξύ αυτόχθων εργατών και μεταναστών εργατών.
Επομένως, αυτοί που θριαμβεύουν για άλλη μια φορά είναι ο νεοφεουδάρχης Κύριος και το κεφάλαιο, με την ακόρεστη αναζήτηση για χέρια και νευρώνες πρόθυμους να κάνουν το ίδιο σε χαμηλότερη τιμή. Εκμεταλλεύονται την παράτυπη και χαμηλού κόστους εργασία που προσφέρουν οι μετανάστες για δύο λόγους: α) εντείνει την υπεραξία, β) μειώνει συνολικά το κόστος εργασίας.
Όπως έδειξε ο Jacques Ellul, η ανώδυνη έκφραση «αφήστε να κάνουμε» (laissez-faire), στην οποία βασίζεται ο θεός του ανταγωνισμού, κρύβει την κάθε άλλο παρά ουδέτερη επιταγή του κυρίαρχου οικονομικού πόλου, η οποία μπορεί έτσι να συμπυκνωθεί: «αφήστε να κάνουμε», χωρίς όρια, χωρίς κανενός είδους περιορισμό.
Τα συμφέροντα του τούρμπο-παγκοσμιοποιητή Κυρίου και εκείνα του υπερεκμεταλλευμένου Υπηρέτη είναι εκ διαμέτρου αντίθετα και δομικά ασυμβίβαστα. Για τους πρώτους, «ανταγωνιστικότητα» σημαίνει να μπορεί κανείς να μεγιστοποιήσει το δικό του κέρδος, να παρακάμψει τους ηθικούς περιορισμούς του κράτους, να μετεγκαταστήσει την παραγωγή και, με μια λέξη, να βρει πάντα κάποιον πρόθυμο να παράγει με χαμηλότερο κόστος (μισθολογική υποτίμηση, εξωτερική ανάθεση κ.λπ. ).
Από την άλλη πλευρά, για τον Υπηρέτη, «ανταγωνιστικότητα» σημαίνει την ανάγκη να πουλά κανείς τη δική του εργατική δύναμη στην τάξη των φιλελεύθερων-παγκοσμιοποιητών Κυρίων κάτω από ολοένα και πιο δυσμενείς συνθήκες, επειδή στερημένος από την προστασία του κράτους και των ηθικών ριζών της κοινωνίας, θα υποστεί ένα μειοδοτικό ανταγωνισμό από τους εργάτες των πιο απομακρυσμένων περιοχών του κόσμου.
Και πάλι, το γεγονός ότι η ανταγωνιστικότητα υμνείται παντού ως θετική αξία από μόνη της και ωφέλιμη για την κοινωνία γενικότερα, αποκαλύπτει την πανταχού παρούσα μονολιθική σκέψη και τη συμβολική κυριαρχία του νέου οικονομικού ηγεμόνα.
Δεδομένης της ουσίας της, η τούρμπο-καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση συμπίπτει με την τάση να γίνει ο κόσμος σαν το κεφάλαιο και, πιο συγκεκριμένα, με την ενοποίηση του πλανήτη υπό το πρόσημο της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, με την εξουδετέρωση της δυνατότητας των εθνικών πολιτικών να ελέγχουν την οικονομία σε μια φάση καθολικής απορρύθμισης και, ως εκ τούτου, με θέση σε λειτουργία των βέλτιστων συνθηκών για τη σφαγή των κυριαρχούμενων από τους κυρίαρχους, οι οποίοι έχουν πλέον εξασφαλίσει πλήρως την ηγεμονία.
Πρέπει να τονιστεί ξανά και ξανά, ακολουθώντας τα βήματα του Μαρξ, πως, στο πλαίσιο της ταξικής κοινωνίας, ό,τι είναι κακό για τον κυρίαρχο είναι καλό για τον κυριαρχούμενο. Αντίθετα, ό,τι ωφελεί τον πρώτο καταπιέζει τον δεύτερο.
Για παράδειγμα, η κινητικότητα, η οποία για τον παγκοσμιοποιημένο ελιτιστή Κύριο είναι συνώνυμη με την εξωτερική ανάθεση, την υποτίμηση των μισθών, τον απορυθμισμένο χώρο ανταγωνισμού και την αναζήτηση κατάλληλων δημοσιονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών συνθηκών για την εξασφάλιση της αύξησης των κερδών, για τον εθνικό-λαϊκό Υπηρέτη μεταφράζεται σε ακόμα πιο τεράστιες δόσεις εκμετάλλευσης, μειοδοτικού ανταγωνισμού, αναγκαστικής μετανάστευσης, ευελιξίας και εξαθλίωσης.
Αυτό το ζήτημα, ο ακρογωνιαίος λίθος της πολεμικής αντίληψης δύο τάξεων του Μαρξ, ισχύει πολύ περισσότερο σήμερα για το θέμα της εθνικής κυριαρχίας και γίνεται αντιληπτό σε οικονομικό, νομισματικό, πολιτιστικό, γεωπολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Για την χρηματο-οικονομική ελίτ, η εθνική κυριαρχία είναι το υπέρτατο κακό, στο βαθμό που συνεπάγεται την πιθανή επανα-πολιτικοποίηση της οικονομίας, την αναπόφευκτη βάση για έναν εκ νέου περιορισμό του κεφαλαίου και τον κοινοτικό και δημοκρατικό έλεγχό του.
Και γι’ αυτό, χάρη στη συνενοχή των πνευματικών υπηρεσιών του τακτικού δημοσιογραφικού ιερατείου και της κοσμικής ακαδημαϊκής κοινότητας, τους θεματοφύλακες της χειραγωγημένης και ελεγχόμενης μέχρι χιλιοστού κοινής συναίνεσης, η εθνική κυριαρχία ταυτίζεται ανεπιφύλακτα με το ψευδές πρόβλημα της επιστροφής του φασισμού και του κομμουνισμού «σε μια χώρα μόνη της».
Για τους κυριαρχούμενους ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Η εκ νέου κατάκτηση της εθνικής κυριαρχίας ισοδυναμεί με την ανάκτηση της συνταγματικής δύναμης των αδύναμων κοινωνικών τάξεων και την επανενεργοποίηση της πραγματικής βάσης για μια επανάσταση ενάντια στη δυναμική της παγκοσμιοποίησης της αγοράς και του πλανητικού ταξισμού. Είναι η εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για μια αποτελεσματική αμφισβήτηση της παγκόσμιας χρηματιστικοποίησης.
Η αποδοχή του πραγματικού και συμβολικού πεδίου της απορυθμισμένης παγκοσμιοποίησης και η συνακόλουθη απονομιμοποίηση των εθνικών κυριαρχιών συνεπάγεται, αυτόματα, την εξουδετέρωση κάθε πιθανής επαναστατικής αντιπαράθεσης με τη λογική του κεφαλαίου. Όποιος αποδέχεται το σχεδιασμό της μετα-εθνικής παγκοσμιοποίησης έχει αποδεχτεί, αυτοδίκαια, την ηγεμονία της κοσμοπολίτικης παγκόσμιας τάξης.
Σε συγκλίνοντες όρους, οι παιδαγωγοί της παγκοσμιοποίησης επαναλαμβάνουν συνεχώς ότι ο «προστατευτισμός» είναι ολέθριος και προάγγελος καταστροφής. Και για την απορυθμισμένη αγορά και την τάξη στην οποία αναφέρεται, πράγματι, είναι. Έτσι, ο Baldwin έχει δίκιο όταν, με έναν αποτελεσματικό νεολογισμό, δηλώνει ότι, από τη σκοπιά του κυρίαρχου, ο προστατευτισμός είναι «καταστροφισμός».
Σε αντίθεση με τη σημασιολογική τάξη της νεογλωσσίας και το πάντα ενημερωμένο της ευρετήριο με απαγορευμένες λέξεις, ο «προστατευτισμός», στην πραγματικότητα, δεν σημαίνει τίποτα άλλο από την προστασία της εργασίας, των δικαιωμάτων, των εργαζομένων, των πιο αδύναμων μέσω της πολιτικής του εθνικού κράτους, τη Δημοκρατία η οποία δεν αναγνωρίζει ανώτερό της και, ως εκ τούτου, ως ηθική δύναμη ικανή να ρυθμίσει την αγορά, διασφαλίζοντας ότι είναι στην υπηρεσία της κοινότητας και όχι το αντίστροφο.
Από την πλευρά της, η παγκοσμιοποίηση είναι επίσης, αν μπορεί κανείς να το πει έτσι, μια μορφή «προστατευτισμού»: ενός ιδιότυπου προστατευτισμού, στον οποίο, μέσω της «εισβολής», των ανοιχτών συνόρων και του αφανισμού κάθε εθνικής κυριαρχίας ως χώρου πολιτικής πρωτοκαθεδρίας, μόνο η άρχουσα τάξη και τα υλικά της συμφέροντα «προστατεύονται».
Η Δεξιά του Χρήματος και η Αριστερά του Ήθους έχουν σήμερα, δηλ., μετά το 1989, έναν κοινό εχθρό που εντοπίζεται στο εθνικό κράτος ή, ακριβέστερα, στο κράτος δικαίου. Όπως έχει επισημανθεί, το εθνικό κράτος συμπίπτει με το τελευταίο φρούριο αντίστασης που έχει μπροστά της η μετα-1989 αναρχοκαπιταλιστική παγκοσμιοποίηση.
Το ότι η Δεξιά του Χρήματος προωθεί την καταστροφή του κράτους προς όφελος της απορρύθμισης της αγοράς (και, ως εκ τούτου, της ακύρωσης κάθε περίπτωσης που θα περιορίζει τον ελεύθερο κανιβαλισμό προς όφελος των ισχυρότερων) είναι προφανές και εμπίπτει καθαρά στον ετερογενή γαλαξία των ταξικών της συμφερόντων: με τα λόγια του Γκράμσι, «ο ανταγωνισμός είναι ο πιο ένθερμος εχθρός του κράτους».
Ότι, από την πλευρά της, η Αριστερά του Ήθους, αντί να υπερασπίζεται την εθνική πολιτεία ως προπύργιο στήριξης των ασθενέστερων τάξεων και την πολιτική δυνατότητα ενός πιο δημοκρατικού ελέγχου της αγοράς, προωθεί ανοιχτά τους όρους συζήτησης της Δεξιάς του Χρήματος και, κατά συνέπεια, τον ολοκληρωτικό αγώνα ενάντια στην κρατική διακυβέρνηση, εξηγείται υπό το πρίσμα του μεταμορφωτικού-καφκικού επαναπροσδιορισμού της ίδιας της Αριστεράς και τη γνωστική της ασυμφωνία. Από τον αγώνα του Γκράμσι «εναντίον του κεφαλαίου και υπέρ της εργασίας», πέρασε ξεδιάντροπα στον αγώνα «για το κεφάλαιο και κατά της εργασίας». Έχει αποποιηθεί την ιστορική της δέσμευση να υπερασπιστεί το «καταραμένο τμήμα» της κοινωνίας, προκειμένου να λάβει υπό την κηδεμονία της τα συμφέροντα και τις επιθυμίες του κυρίαρχου πόλου.
Αυτό οδήγησε επίσης στην πλήρη «εξαφάνιση της Αριστεράς στην Ευρώπη» ή, ακόμα καλύτερα, στην αντικατάστασή της, σε καφκικό στυλ, από μια νέα Αριστερά που έχει μεταλλαχθεί από κόκκινο σε προοδευτικό ροζ, από το σφυροδρέπανο στο ουράνιο τόξο και από τον προλεταριακό διεθνισμό της Εργασίας στον φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό του Κεφαλαίου. Μια νέα Αριστερά που, έχοντας ενταχθεί στη μετα-εθνική παγκοσμιοποίηση κάτω από την απόλυτη πρωτοκαθεδρία της αγοράς, παίζει το ρόλο της ψευδούς αντίθεσης στην πατρωνία της παγκοσμιοποίησης.
Με αυτό το προφίλ, ο Vattimo έχει δίκιο όταν εντάσσει τον μηδενισμό στα συγκεκριμένα γνωρίσματα της Αριστεράς – αρκεί να διευκρινιστεί ότι το εν λόγω μηδενιστικό «σφυρί», μακριά από το να παράγει χειραφέτηση και ελευθερία, καταστρέφει ό,τι πραγματικά μπορεί να τις γεννήσει. Συγκεκριμένα, ο μηδενισμός της Αριστεράς εκπληρώνεται από εκείνον τον απόλυτο ιστορικισμό που οδήγησε τη νέα προοδευτική Αριστερά στη δική της διάλυση μέσα στην εξατομικευμένη κοινωνία, την ψευδώς πολυχρωματική (ουράνιο τόξο) και στην ολοκληρωτική απελευθέρωση του καταναλωτισμού και των ηθών.
Εγκαταλείποντας το λενινιστικό σχέδιο της «δικτατορίας του προλεταριάτου», η Αριστερά έχει προσχωρήσει στο σχέδιο των κοσμοπολίτικων κυρίαρχων τάξεων για μια «δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο», η οποία στην πραγματικότητα εφαρμόστηκε πλήρως μετά το 1989: με το παράδοξο αποτέλεσμα ότι, μετά την πτώση του Τείχους —τη μαύρη εκείνη μέρα— κάθε νίκη της Αριστεράς αντιπροσώπευε έναν θρίαμβο των ηγεμονικών τάξεων της παγκοσμιοποίησης και μια σφαγή για τον κυριαρχούμενο πόλο των εργατών. Είναι αυτό που ο Del Noce όρισε ως «η αυτοκτονία της επανάστασης» και πιο πρόσφατα χαρακτηρίστηκε ως «η νύχτα της Αριστεράς».
Σημειώσεις της μεταφράστριας
[1] Υποστηρίζεται ότι η ριζωματική δομή του σημερινού εταιρικού κόσμου προκύπτει από την παγκόσμια οικονομία. Φαινομενικά άσχετες βιομηχανίες αρχίζουν να συνδέονται προκειμένου να διαφοροποιήσουν τις επενδύσεις και να προστατευθούν από την κατάρρευση οποιουδήποτε κλάδου. Τα μη κερδοφόρα τμήματα μπορούν να ξεπουληθούν για να βελτιωθούν τα αποτελέσματα. Οι εργαζόμενοι είναι ένα άλλο ρίζωμα που μπορεί να αποκοπεί και να ξαναφυτευτεί κάπου αλλού στον οργανισμό ή, σε χειρότερα σενάρια, να αφαιρεθεί όλο μαζί και να αφεθεί στην τύχη του. Αν υπήρξε ποτέ μια δενδρώδης δομή στον εταιρικό κόσμο, πιθανότατα έχει διαλυθεί οριστικά και έχει αντικατασταθεί από τη νέα δομή της παγκόσμιας τάξης, το ρίζωμα.
[2] Ή απελευθερωμένη ανταγωνιστικότητα, όπως αποκαλείται στη χώρα μας.
[3] desalarization (από-μισθοποίηση) στο κείμενο, δηλ., τη μετατροπή του εργαζομένου από μισθωτό με εξαρτημένη σχέση εργασίας σε εξωτερικό συνεργάτη (ή μπλοκάκια, όπως αποκαλούνται στη χώρα μας).
[4] Πρεκαριάτο σε αντίθεση με το Προλεταριάτο, σε πολύ αδρές γραμμές οι εργαζόμενοι χωρίς δικαιώματα σε αντίθεση με τους εργαζόμενους με δικαιώματα. Το Πρεκαριάτο (από το precarious: ανασφαλής) ορίζεται ως η κοινωνική τάξη που σχηματίζεται από άτομα που πάσχουν από επισφάλεια, δηλ., υπάρχουν χωρίς να μπορούν να προβλέψουν το αύριο ή χωρίς οποιαδήποτε ασφάλεια κι αυτό επηρεάζει την υλική ή/και ψυχολογική κατάστασή τους. Παραδείγματα αποτελούν οι ελεύθεροι επαγγελματίες χωρίς μακροχρόνιες ή μόνιμες συμβάσεις και εργαζόμενοι με συμβάσεις μικρής διάρκειας ή και μηδενικών ωρών (δηλ., δουλεύουν αν και όποτε τους καλέσουν).
[5] auri sacra fames, από τη φράση του Σενέκα: quod non mortalia pectora coges, auri sacra fames (τι δεν αναγκάζεις τις θνητές καρδιές [να κάνουν], καταραμένη πείνα για χρυσό).
[6] Να θυμίσουμε εδώ ότι στην αρχαία Ρώμη ο δούλος ονομαζόταν res (πράγμα).
* Ο Ντιέγκο Φουσάρο είναι καθηγητής της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο IASSP του Μιλάνου (Ινστιτούτο Προηγμένων Στρατηγικών και Πολιτικών Σπουδών), του οποίου είναι και επιστημονικός διευθυντής. Είναι μελετητής της Φιλοσοφίας της Ιστορίας, με ειδίκευση στη σκέψη του Φίχτε, του Χέγκελ και του Μαρξ. Το ενδιαφέρον του προσανατολίζεται προς τον γερμανικό ιδεαλισμό, τους προδρόμους του (Σπινόζα) και τους οπαδούς του (Μαρξ), με ιδιαίτερη έμφαση στην ιταλική σκέψη (Γκράμσι και Τζεντίλε, μεταξύ άλλων). Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, μεταξύ των οποίων το «Ο Φίχτε και το επάγγελμα του διανοούμενου», «Ο Χώρος της Πιθανότητας: Προς μια Νέα Φιλοσοφία της Πράξης» και «Μαρξ, πάλι!: Το Φάντασμα επιστρέφει». Αυτό το άρθρο εμφανίζεται με την ευγενική παραχώρηση της Posmodernia.
Πηγή της αγγλόφωνης δημοσίευσης του άρθρου: thepostil.com
Αφήστε ένα σχόλιο