Torn and tattered US flag illustration: Dmytro Maiatskyi.
Οι απαντήσεις στην πρώτη κρίση της ηγεμονίας των ΗΠΑ απελευθέρωσαν δυνάμεις που τελικά διάβρωσαν την εξουσία της.
της Laura Ruggeri*
μετάφραση Φλώρα Παπαδέδε
Strategic-Culture.su/news
4/11/2024
Ο Τζιν Σαρπ (Gene Sharp), που θεωρείται ευρέως ο πνευματικός πατέρας των έγχρωμων επαναστάσεων, δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, το τρίτομο «Η Πολιτική των Μη Βίαιων Δράσεων», το 1973, σε μια εποχή που οι ΗΠΑ βυθίζονταν σε μια σειρά από κρίσεις –οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές– που διάβρωναν την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση στο εσωτερικό και εμπόδιζαν τις γεωπολιτικές τους φιλοδοξίες. Η απάντηση σε αυτές τις κρίσεις – η επέκταση της ηγεμονίας τους μέσω συμβατικών και υβριδικών πολέμων που συχνά ανατίθενται σε μη κρατικούς φορείς, η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας και χρήση του δολαρίου ως όπλου – καθόρισε την πορεία τους στις επόμενες δεκαετίες. Μετά από πενήντα χρόνια είναι απολύτως σαφές ότι αν και αυτές οι απαντήσεις διέρρηξαν τη μεταπολεμική παγκόσμια τάξη και οδήγησαν στη «μονοπολική στιγμή» των ΗΠΑ, δεν έκαναν τίποτα για να αντιμετωπίσουν τα συστημικά και δομικά ζητήματα. Αν μη τι άλλο, αυτές οι «λύσεις» δημιούργησαν στον ηγεμόνα περισσότερα και πιο δυσεπίλυτα προβλήματα που κορυφώθηκαν στην κρίση νομιμοποίησης που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ΗΠΑ.
«Η Πολιτική των Μη Βίαιων Δράσεων» βασίστηκε σε μια έρευνα, που χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ, την οποία είχε διεξαγάγει ο Σαρπ ενώ σπούδαζε στο Χάρβαρντ στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν το πανεπιστήμιο ήταν το επίκεντρο του ακαδημαϊκού κατεστημένου του Ψυχρού Πολέμου – ο Χένρι Κίσσινγκερ, ο Σάμιουελ Χάντινγκτον, ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, εκεί δίδασκαν όλοι. Με την πρώτη ματιά μπορεί να φαίνεται αντιφατικό ότι το ερευνητικό θέμα του Τζιν Σαρπ θα τραβούσε το ενδιαφέρον τόσο του Πενταγώνου όσο και της CIA. Στην πραγματικότητα, δεν αποτελεί έκπληξη: η ήττα και οι απώλειες που υπέστησαν οι ΗΠΑ στο Βιετνάμ είχαν αφήσει μια βαθιά πληγή στην αμερικανική ψυχή και αυτή η βάναυση ιμπεριαλιστική επιθετικότητα είχε τροφοδοτήσει διεθνώς ένα ισχυρό αντιαμερικανικό αίσθημα. Επιπλέον, καθώς η ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών άρχισε ξαφνικά να υποχωρεί, αυξήθηκαν οι φόβοι για το οικονομικό κόστος του ανταγωνισμού εξοπλισμών με τη Μόσχα.
Η θεωρία του Σαρπ και οι πρακτικές κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της, φαινόταν να παρέχουν τη λύση που επιζητούσε η Ουάσιγκτον για να ενισχύσει την ισχύ της και να υπονομεύσει τον γεωπολιτικό, ιδεολογικό και στρατιωτικό της αντίπαλο, τη Σοβιετική Ένωση.
Ο Σαρπ, ο οποίος αργότερα θα περιγραφόταν ως ο «Κλαούζεβιτς του μη βίαιου πολέμου», προσέφερε μια εναλλακτική στην κυριαρχούσα άποψη ότι η ασφάλεια και η άμυνα πρέπει να παρέχονται από το κράτος. Ήδη από τη δεκαετία του 1960 η εκτελεστική εξουσία είχε ενθαρρύνει την εξωτερική ανάθεση (outsourcing ) μη εγγενών κυβερνητικών λειτουργιών σε ιδιωτικές εταιρείες. Η πρακτική θα αυξανόταν σταδιακά και τελικά θα επεκτείνονταν και σε στρατιωτικές λειτουργίες – στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι στρατιωτικές συμβάσεις με ιδιωτικές εταιρείες εκτοξεύτηκαν. Έγινε τόσο διαδεδομένη που οι New York Times αποκαλούσαν τους εργολάβους τον τέταρτο πυλώνα της κυβέρνησης.
Η στρατηγική και οι τακτικές που σκιαγραφήθηκαν από τον Σαρπ, θα επέτρεπαν στις ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν ως όπλο κοινωνικές δυνάμεις πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα χωρίς να πυροδοτήσουν στρατιωτική σύγκρουση, μια επιλογή που θεωρούνταν πολύ επικίνδυνη αφού η Σοβιετική Ένωση διέθετε χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές. Και κυρίως, η δουλειά της κατάκτησης των πνευματικών ελίτ, της υποκίνησης διχασμού και της διεξαγωγής ιδεολογικής διείσδυσης θα μπορούσε να ανατεθεί σε μη κρατικούς παράγοντες όπως ΜΚΟ, μέσα ενημέρωσης, λόμπι, θρησκευτικές ομάδες, ανθρωπιστικές οργανώσεις και διεθνικές κοινότητες της διασποράς. Καθώς ο αριθμός των συμφερόντων και οι ατζέντες τους αυξάνονταν, τόσο αυξανόταν και η εμπλοκή τους στη διαμόρφωση της εθνικής και της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Αλλά όπως λέει και η παροιμία, οι πολλοί μάγειροι χαλούν τη σούπα.
Εκείνα τα χρόνια η Ουάσιγκτον αντιμετώπιζε μια άλλη τρομερή πρόκληση για τις ηγεμονικές της φιλοδοξίες. Ένα αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών, το αυξανόμενο δημόσιο χρέος που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ και ο νομισματικός πληθωρισμός από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ προκάλεσαν την ολοένα και μεγαλύτερη υπερτίμηση του δολαρίου. Η αποστράγγιση των αποθεμάτων χρυσού των ΗΠΑ κορυφώθηκε με την κατάρρευση του London Gold Pool[1] τον Μάρτιο του 1968. Μέχρι το 1970, οι ΗΠΑ είχαν δει την δυνατότητα κάλυψης του νομίσματός τους με χρυσό να επιδεινώνεται από 55% σε 22%. Το 1971 όλο και περισσότερα δολάρια τυπώνονταν στην Ουάσιγκτον από ό,τι διοχετεύονταν στο εξωτερικό. Θυμίζει κάτι από το σήμερα;
Η ηγεσία των ΗΠΑ αποφάσισε να αναστείλει το υποστηριζόμενο από χρυσό δολάριο και έτσι να φέρει επανάσταση στο σύστημα νομισματικής διαχείρισης που είναι γνωστό ως Μπρέτον Γουντς (Bretton Woods).
Το σύστημα του Μπρέτον Γουντς είχε εγγυηθεί για περισσότερες από δύο δεκαετίες την οικονομική ανάπτυξη και μια σχετική έλλειψη χρηματοπιστωτικών κρίσεων, αλλά κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1960 το δολάριο αγωνιζόταν να διατηρήσει τη σταθερή ισοτιμία με το χρυσό και να συγκρατήσει την ανερχόμενη οικονομική δύναμη της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Στη συνάντηση των G-10 της Ρώμης τον Νοέμβριο του 1971, ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, John Connally είπε στους ομολόγους του: «Το δολάριο είναι δικό μας νόμισμα, αλλά δικό σας πρόβλημα». Αυτή η κραυγαλέα έκφραση αλαζονείας έδωσε τον τόνο και περιέγραψε εύστοχα αυτό που θα γινόταν εξαιρετικό προνόμιο.
Το 1973, όταν το δολάριο μεταπήδησε σε κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες, η αξία του μειώθηκε κατά 10%. Λίγα χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του «Η Αλχημεία της Χρηματιστικής Διαχείρισης», ο Τζορτζ Σόρος κόμπαζε για αυτήν την «επανάσταση»: «Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ήταν σταθερές μέχρι το 1973. Στη συνέχεια, έγιναν ένα γόνιμο πεδίο για κερδοσκοπία». Παρεμπιπτόντως, ο πρόλογος αυτού του βιβλίου γράφτηκε από τον Paul Volcker, τον υφυπουργό του Υπουργείου Οικονομικών για διεθνείς υποθέσεις από το 1969 έως το 1974, ο οποίος είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην απόφαση του Προέδρου Νίξον να αναστείλει τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό.
Η μονομερής απόφαση να ανατραπούν οι όροι του Μπρέτον Γουντς καθιέρωσε σταθερά το δολάριο ΗΠΑ ως το νόμισμα επιλογής για τα διεθνή αποθέματα σε πολλές κεντρικές τράπεζες και κατέστησε το χρέος των ΗΠΑ ως de facto διεθνές χρήμα. Αυτό το νέο καθεστώς που βασίζεται σε παγκόσμια κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες, αύξησε τις κινήσεις κεφαλαίων αλλά περιόρισε τις πολιτικές επιλογές των μεγάλων χωρών – κάτω από την τεράστια πίεση της ροής κεφαλαίων, αναγκάστηκαν να αποδεχτούν συντηρητικές νομισματικές πολιτικές και να καταργήσουν τις κεϋνσιανές επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές.
Με το νέο καθεστώς, οι ΗΠΑ, σε αντίθεση με άλλες χώρες, είχαν τη δυνατότητα να διατηρούν τεράστιο χρέος και να εκτυπώνουν χρήματα για να ξεπεράσουν τις οικονομικές κρίσεις και όταν η υπερβολική ρευστότητα ανέβαζε τον παγκόσμιο πληθωρισμό, η Fed αύξανε τα επιτόκια και έσφιγγε τη νομισματική πολιτική. Αυτή η κίνηση διεύρυνε στη συνέχεια την απόκλιση των επιτοκίων της με άλλες χώρες, προσελκύοντας κατά συνέπεια διεθνή κεφάλαια στη Wall Street. Από το 1973 και μετά, οι ΗΠΑ έκαναν κατάχρηση του προνομίου τους να τυπώνουν το κύριο αποθεματικό νόμισμα του κόσμου και χειρίστηκαν το δολάριο ως όπλο. Η αναπόφευκτη αντίδραση ήταν θέμα χρόνου μόνο.
Οι Μαθητευόμενοι Μάγοι
Λόγω της διαίρεσης των ακαδημαϊκών πεδίων σε διακριτούς κλάδους, ο καθένας με τη δική του ερευνητική εστίαση, μέχρι στιγμής κανείς δεν έχει παρατηρήσει την περίεργη σύμπτωση των γεγονότων που περιέγραψα εν συντομία. Η δημοσίευση του πρώτου έργου του Τζιν Σαρπ, που εύστοχα περιγράφεται ως εγχειρίδιο διεξαγωγής Υβριδικού Πολέμου, συνέπεσε με το τέλος του Μπρέτον Γουντς, ένα σημείο καμπής που έδωσε νέα ώθηση στην χρηματιστικοποίηση της αμερικανικής οικονομίας. Τα χρηματιστικά κεφάλαια «απελευθερώθηκαν» από κάθε λειτουργική σύνδεση με την πραγματική οικονομία, αποτελώντας πηγή μεγάλου πλούτου από την κερδοσκοπία αλλά και τον μεγαλύτερο αποσταθεροποιητή τόσο της εγχώριας όσο και της παγκόσμιας οικονομίας.
Εκείνοι που είχαν επενδυμένα συμφέροντα σε αυτή την «απελευθέρωση της οικονομίας», επένδυσαν εκατομμύρια δολάρια στην «απελευθέρωση από τον κομμουνισμό» και τη δημιουργία νέων ελίτ που θα έβαζαν τέλος στις ελεγχόμενες οικονομίες και τις πολιτικές του Ανατολικού Μπλοκ. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου οδήγησε σε αυτό που ο Τζορτζ Σόρος αποκάλεσε «εκρηκτική περίοδο ανάπτυξης» για το hedge fund του.
Αν και μια μεμονωμένη σύμπτωση μπορεί να απορριφθεί ως τυχαία, όταν ευθυγραμμίζονται πολλές συμπτώσεις, προτείνουν ένα βαθύτερο σχέδιο. Μόλις το παρατηρήσετε, μπορεί να ανακαλύψετε έναν ενισχυτικό κύκλο, αλληλουχίες αμοιβαίων αιτιών και αποτελεσμάτων.
Η κατεδάφιση της υπάρχουσας διεθνούς νομισματικής τάξης που κατέστη δυνατή με την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς σηματοδότησε ένα σημείο καμπής: η δομή της οικονομίας, η κατανομή του πλούτου και η κατανομή της εξουσίας άλλαξαν δραματικά. Καθώς οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο οργάνωσαν την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, τα συμφέροντα της εργασίας και της μεσαίας τάξης ωθήθηκαν στο περιθώριο. Η κυριαρχία του δολαρίου στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα οδήγησε σε μια εποχή υπερ-παγκοσμιοποίησης που χαρακτηρίζεται από την πρωτοκαθεδρία του μετοχικού καπιταλισμού, με την απορρύθμιση και την ιδιωτικοποίηση να λειτουργούν ως οι υπηρέτριές του.
Αφημένο ανεξέλεγκτο, το κεφάλαιο είναι φυσικά φευγάτο και επεκτατικό, επιδιώκει πάντα να μεγιστοποιήσει το κέρδος. Μόλις το χρήμα έγινε ουσιαστικά ελεύθερο και οι επενδυτικοί κίνδυνοι μπορούσαν να αντισταθμιστούν εύκολα, έψαξε για επενδυτικές ευκαιρίες στο εξωτερικό, μετέφερε αλυσίδες παραγωγής και εφοδιασμού, αφήνοντας πίσω του μακρά ίχνη κοινωνικοοικονομικής καταστροφής.
Όπως τόνισε ο Βλαντιμίρ Λένιν πριν από έναν αιώνα, «το εποικοδόμημα που αναπτύσσεται στη βάση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, της πολιτικής του και της ιδεολογίας του, ανοίγει την όρεξη για αποικιακή κατάκτηση.
Εφόσον μιλάμε για αποικιακή πολιτική στην εποχή του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και η εξωτερική του πολιτική, που είναι ο αγώνας των μεγάλων δυνάμεων για την οικονομική και πολιτική διαίρεση του κόσμου, δημιουργούν μια σειρά από μεταβατικές μορφές κρατικής εξάρτησης (…) Η εξαγωγή κεφαλαίου, μια από τις πιο ουσιαστικές οικονομικές βάσεις του ιμπεριαλισμού, απομονώνει ακόμη περισσότερο τους εισοδηματίες από την παραγωγή και θέτει τη σφραγίδα του παρασιτισμού σε ολόκληρη τη χώρα που ζει εκμεταλλευόμενη την εργασία πολλών υπερπόντιων χωρών».
Ο Τζιοβάννι Αρρίγκι αντιμετώπισε κριτικά τη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, ξεκαθάρισε ορισμένες από τις ασάφειές της, παρατηρώντας ότι είναι ουσιαστικά η μόνη θεωρία του μαρξισμού που οι μη μαρξιστές οικονομολόγοι εξετάζουν σοβαρά. Ο Αρρίγκι εξήγησε ότι κάθε φορά που μια προηγούμενη φάση εμπορικής/βιομηχανικής καπιταλιστικής επέκτασης κορυφώνεται, η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού είναι ένα επαναλαμβανόμενο, μακροπρόθεσμο φαινόμενο. Ενώ στα μέσα του αιώνα η βιομηχανική εταιρεία είχε εκτοπίσει το τραπεζικό σύστημα ως το κύριο οικονομικό σύμβολο της επιτυχίας, η ανάπτυξη των παραγώγων στα τέλη του εικοστού αιώνα και ενός καινοτόμου τραπεζικού μοντέλου εγκαινίασε μια νέα περίοδο χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Η σχετική παρακμή τόσο της ηγεμονίας των ΗΠΑ όσο και του πυρήνα της οικονομίας τους στη δεκαετία του 1970 είχε προφανώς ανησυχήσει τις αμερικανικές ελίτ. Η παραγωγή κέρδους από τη χειραγώγηση και την παγκόσμια επέκταση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου υποσχόταν να λύσει την κρίση τόσο του κράτους όσο και του κεφαλαίου ενισχύοντας την αμερικανική ηγεμονία. Αλλά καθώς έγινε ο μεγαλύτερος και ο πιο κερδοφόρος τομέας της οικονομίας, κρατούσε την κυβέρνηση όμηρο των συμφερόντων του. Η επιτυχία της νομισματικής πολιτικής οδήγησε στο να γίνει η κύρια μέθοδος με την οποία οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά προβλήματα. Αυτό, με τη σειρά του, διευκόλυνε την αυξανόμενη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας των ΗΠΑ και τη μετακίνηση του αμερικανικού κεφαλαίου στο εξωτερικό μαζί με την αδυσώπητη αποβιομηχάνιση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αλλά ας επιστρέψουμε στον Τζιν Σαρπ. Δέκα χρόνια μετά τη δημοσίευση της βασικής μελέτης του για την «πολιτική ανυπακοή», ο Τζιν Σαρπ ένωσε τις δυνάμεις του με τον Πίτερ Άκερμαν για να ιδρύσουν το Ίδρυμα Άλμπερτ Αϊνστάιν – παρά το όνομά του δεν είχε καμία σχέση με τον φυσικό. Ο Άκερμαν ήταν ένας τραπεζίτης που είχε συγκεντρώσει μια περιουσία με ομόλογα υψηλού κινδύνου (junk bonds) όταν ήταν επικεφαλής του τομέα διεθνών κεφαλαιαγορών στην Drexel Burnham Lambert, μια αμερικανική πολυεθνική επενδυτική τράπεζα που στα μέσα της δεκαετίας του ’80 είχε γίνει η πιο κερδοφόρα εταιρεία της Wall Street, με κέρδη 545 εκατομμύρια δολάρια από έσοδα περισσότερα από 4 δισεκατομμύρια πριν χρεοκοπήσει.
Το Ίδρυμα Άλμπερτ Αϊνστάιν (ΙΑΑ) ενσωματώθηκε σύντομα στον μηχανισμό του υπόγειου δικτύου των ΗΠΑ που παρεμβαίνει στις υποθέσεις των συμμάχων κρατών, καλύπτει μυστικές ενέργειες και ενορχηστρώνει επιχειρήσεις αλλαγής καθεστώτος και έγχρωμες επαναστάσεις σε οποιαδήποτε χώρα θεωρείται εμπόδιο στην παγκόσμια επέκταση του αγγλοαμερικανικού κεφαλαίου και της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας του.
Το 2005, ο Τιερύ Μεϋσσάν ερεύνησε το ΙΑΑ και περιέγραψε τη συμμετοχή του σε αυτές τις επιχειρήσεις. Το ΙΑΑ συνεχίζει έκτοτε να παίζει ενεργό ρόλο σε όλες τις έγχρωμες επαναστάσεις που απέτυχαν ή κατάφεραν να ανατρέψουν κυβερνήσεις και να αποσταθεροποιήσουν κυρίαρχες χώρες.
Ενώ το ΙΑΑ ισχυρίζεται ότι είναι ανεξάρτητο και μη κερδοσκοπικό, έχει σημαντικές διασυνδέσεις με την κοινότητα άμυνας και μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ. Ένας εξέχων σύμβουλος του ΙΑΑ ήταν ο συνταγματάρχης Robert Helvey, πρώην κοσμήτορας του National Defense Intelligence College. Οι τακτικοί δωρητές του ΙΑΑ περιλαμβάνουν οργανισμούς που χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, όπως το Ινστιτούτο Ειρήνης των ΗΠΑ, το Διεθνές Ρεπουμπλικανικό Ινστιτούτο και το Εθνικό Κληροδότημα για τη Δημοκρατία (National Endowment for Democracy – NED) που ιδρύθηκε το 1983, την ίδια χρονιά με το ΙΑΑ.
Σκοπός του NED ήταν να χρησιμεύσει ως φορέας – ομπρέλα για ένα δίκτυο προώθησης της δημοκρατίας από ΜΚΟ, όπως το Εθνικό Δημοκρατικό Ινστιτούτο (NDI), το Διεθνές Ρεπουμπλικανικό Ινστιτούτο (IRI), το Κέντρο Διεθνών Ιδιωτικών Επιχειρήσεων (CIPE), το Κέντρο για τη Βοήθεια στα Διεθνή ΜΜΕ (CIMA) και άλλες.
Όλες οι παραπάνω ομάδες και πολλές άλλες που ξεπήδησαν σαν μανιτάρια από τότε, έχουν πολλά κοινά. Είναι τόσο οργανικά δεμένες με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό που, το 2001, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, Κόλιν Πάουελ, αναφέρθηκε στις ομάδες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ΜΚΟ ως «πολλαπλασιαστές δύναμης και σημαντικό τμήμα των μαχητικών μας δυνάμεων».
Όλες αυτές λειτουργούν στη γκρίζα ζώνη μεταξύ Σκληρής και Ήπιας Ισχύος – όχι πλέον σε αντιπαράθεση αλλά αντιληπτές ως ένα συνεχές ενσωματωμένο σε ένα ενιαίο πλαίσιο – και λαμβάνουν, εκτός από την κρατική χρηματοδότηση, αφορολόγητες δωρεές από επιχειρηματικούς-τραπεζικούς χρηματοδότες (συχνά έμμεσα μέσω των δεξαμενών σκέψης που ελέγχουν).
Καθώς οι γραμμές μεταξύ ΜΚΟ και κυβέρνησης είναι θολές λόγω της διαβρωτικής δυναμικής της «περιστρεφόμενης πόρτας», τα μέλη τους έχουν τη δύναμη να διαμορφώνουν την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική.
Ο Τζορτζ Σόρος πήδηξε στο άρμα της έγχρωμης επανάστασης όχι μόνο λόγω του βαθιά ριζωμένου μίσους του για τον κομμουνισμό και τη Σοβιετική Ένωση. Το 1973, καθώς το σύστημα του Μπρέτον Γουντς και οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες έφτασαν στο τέλος τους, ο Σόρος συμμετείχε στην ίδρυση του Soros Fund Management (που αργότερα μετονομάστηκε Quantum Fund). Από το 1973 έως το 1980, το χαρτοφυλάκιο κέρδισε 4.200% ενώ στον χρηματιστηριακό δείκτη της Standard & Poor (S&P) σημείωσε άνοδο περίπου 47%. Σε ένα βιβλίο που δημοσίευσε το 1987, «Η Αλχημεία της Χρηματιστικής Διαχείρισης», ο Σόρος εξέθεσε τη «θεωρία της ανακλαστικότητας» τονίζοντας ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά όχι μόνο ανταποκρίνονται στις πληροφορίες, αλλά μπορούν επίσης να επηρεάσουν την «πραγματικότητα» της αγοράς με τις πεποιθήσεις, τις προκαταλήψεις, τις επιθυμίες και τις πράξεις τους. Δημιουργώντας τόσο κύκλους ανατροφοδότησης που καθοδηγούν τις αγορές, όσο και κύκλους άνθησης/κρίσης. «Στις χρηματοπιστωτικές αγορές οι προσδοκίες για το μέλλον έχουν αντίκτυπο στην τρέχουσα συμπεριφορά. Αλλά ακόμη και εκεί, πρέπει να ενεργοποιηθεί κάποιος μηχανισμός ώστε η πεποίθηση των συμμετεχόντων να επηρεάσει όχι μόνο τις τιμές της αγοράς, αλλά και τα λεγόμενα θεμελιώδη μεγέθη που υποτίθεται ότι καθορίζουν τις τιμές της αγοράς (…) Η σκέψη των συμμετεχόντων, ακριβώς επειδή δεν καθορίζεται από την πραγματικότητα, επηρεάζεται εύκολα από θεωρίες. Στον τομέα των φυσικών φαινομένων, η επιστημονική μέθοδος είναι αποτελεσματική μόνο όταν οι θεωρίες της είναι έγκυρες. Αλλά σε κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά θέματα, οι θεωρίες μπορούν να είναι αποτελεσματικές χωρίς να είναι έγκυρες. Ενώ η αλχημεία έχει αποτύχει ως φυσική επιστήμη, η κοινωνική επιστήμη μπορεί να πετύχει ως αλχημεία. Η ιστορική διαδικασία, όπως παρατηρώ, έχει ανοιχτό τέλος. Η κύρια κινητήρια δύναμή της είναι η πεποίθηση των συμμετεχόντων».
Αν και είναι γνωστό ότι η ψυχολογία πίσω από τις κινήσεις της αγοράς είναι μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση συναισθηματικών και γνωστικών πεποιθήσεων, ο Σόρος δεν χρησιμοποίησε αυτές τις πεποιθήσεις απλώς για να χειραγωγήσει τις αγορές, αλλά η φιλοδοξία του ήταν να χειραγωγήσει τις ιστορικές διαδικασίες μέσω της «κοινωνικής αλχημείας». Σε πολλές συνεντεύξεις ο Σόρος εξήγησε ότι καθοδηγήθηκε από την ίδια ακριβώς φιλοσοφία στις «φιλανθρωπικές του δραστηριότητες» στην Ανατολική Ευρώπη όπως και στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Για το σκοπό αυτό χρηματοδότησε έναν στρατό κοινωνικών και πολιτικών ακτιβιστών που θα συμμετείχαν σε έγχρωμες επαναστάσεις, χρηματοδότησε κόμματα, μέσα ενημέρωσης, διείσδυσε και δημιούργησε λόμπι πίεσης σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, κυβερνήσεις και υπερεθνικές οργανώσεις μέσω των ΜΚΟ του. Η επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σαν όπλο, η εκμετάλλευση των εσωτερικών διαμαρτυριών και η υποστήριξη υπερ-νεοφιλελεύθερων, προοδευτικών δυνάμεων βάθυνε τα ρήγματα στην κοινωνία και πέτυχε το είδος της κομματικής και ιδεολογικής πόλωσης που θα εξαπέλυε χάος όχι μόνο στις χώρες όπου η Ουάσιγκτον επεδίωκε την αλλαγή καθεστώτος, αλλά και στις ίδιες τις ΗΠΑ. Τα αποτελέσματα της «κοινωνικής αλχημείας» αυτού του μαθητευόμενου μάγου είναι εκεί για να τα δουν όλοι.
Ωστόσο, για παρασιτικούς χρηματιστές, όπως ο Σόρος, οι κρίσεις είναι απλώς μια ευκαιρία να αυξήσουν τη δύναμή τους και να γεμίσουν τις τσέπες τους. Τα hedge funds κερδίζουν από τη γεωπολιτική αστάθεια και τις μεταβολές της χρηματιστηριακής αγοράς. Το πολιτικό χάος, οι κύκλοι άνθησης και κατάρρευσης είναι το ψωμοτύρι τους, γιατί όταν οι επενδυτές ανησυχούν, θέλουν να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο (hedge).
Αυτός που σπέρνει τον άνεμο θα θερίσει ανεμοστρόβιλο
Η αποσταθεροποίηση της νομισματικής τάξης και η αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας τάξης μετά το 1945, μέσω έγχρωμων επαναστάσεων, ετοίμασαν το έδαφος για την καθοδηγούμενη από την Αμερική παγκοσμιοποίηση και έδωσαν ώθηση στην χρηματιστικοποίηση της οικονομίας των ΗΠΑ. Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 παρατηρούμε παγκοσμίως την αυξανόμενη κατάργηση από τις εθνικές κυβερνήσεις των ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων και στις ΗΠΑ τη σταδιακή διάβρωση του νόμου Glass-Steagall (1933) που, ως απάντηση στην τραπεζική κρίση, είχε επιβάλει τον διαχωρισμό της εμπορικής και της επενδυτικής τραπεζικής δραστηριότητας. Ο νόμος καταργήθηκε τελικά το 1999.
Η στροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό παρήγαγε την κρατική αποκέντρωση που απαιτούσαν ο Σαρπ, ο Σόρος και οι όμοιοί τους. Σε μια καπιταλιστική κοινωνία όταν μεταβιβάζεις την εξουσία και την ευθύνη των μεγάλων κυβερνητικών λειτουργιών στην «κοινωνία των πολιτών» και στον ιδιωτικό τομέα, δεν ενισχύεις τη δημοκρατία, μεταβιβάζεις την εξουσία σε πολυεθνικές εταιρείες, διάφορες υπερεθνικές ολιγαρχικές φυλές και λόμπι.
Κάτω από την πίεση των καπιταλιστικών σχέσεων ό,τι είναι στέρεο διαλύεται και ό,τι είναι ιερό βεβηλώνεται, για να παραφράσω τον Μαρξ. Η αναγωγή όλων των ανθρώπινων σχέσεων στον «ψυχρό δεσμό του χρήματος» σε μια όλο και πιο προσανατολισμένη στην αγορά και εμπορευματοποιημένη κοινωνία σημαίνει ότι τα έθιμα, οι πρακτικές και οι θεσμοί στους οποίους βασίστηκαν οι άνθρωποι ή στους οποίους δίνουν αξία με μη εμπορικούς όρους παύουν να υπάρχουν ή παραμένουν μόνο ως παρωδίες του εαυτού τους ή ως κενές έννοιες. Πολύ γρήγορα, το σύστημα γεννά ένα νέο είδος: Ο Μαρξ το χαρακτηρίζει «μια νέα οικονομική αριστοκρατία, μια νέα ποικιλία παρασίτων με τη μορφή υποστηρικτών, κερδοσκόπων και κατ’ όνομα διευθυντών, ένα ολόκληρο σύστημα απάτης και εξαπάτησης μέσω της προώθησης εταιρειών, της έκδοσης μετοχών και της κερδοσκοπίας μετοχών». Ο Μαρξ γνώριζε στη δεκαετία του 1860 ότι ο γενικός νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης μπορούσε να τροποποιηθεί από πολλές περιστάσεις. Αλλά σε κάθε περίπτωση, «ισχύει ότι σε αναλογία με τη συσσώρευση κεφαλαίου, η κατάσταση του εργάτη, είτε λαμβάνει υψηλή αμοιβή, είτε χαμηλή, πρέπει να χειροτερεύει». Και εδώ βρισκόμαστε τώρα.
Το νέο καθεστώς Δολαρίου-Wall Street, για να δανειστούμε τον ορισμό του Peter Gowan, δημιούργησε μια παρασιτική τάξη εισοδηματιών που θα επωφεληθεί από το χάος, επειδή είχε τοποθετηθεί έτσι ώστε να εκμεταλλευτεί οποιαδήποτε κρίση για να αυξήσει τη δύναμή της. Αυτή η τάξη είχε συμφέρον να αποσταθεροποιήσει και να ανατρέψει τις κυβερνήσεις που αντιστέκονταν στη μεγάλη πορεία του νεοφιλελευθερισμού και στο ιδεολογικό του υπόβαθρο. Και για τον σκοπό αυτό ένωσε τις δυνάμεις της με τους αγγλοαμερικανικούς μηχανισμούς μυστικών υπηρεσιών, δημιούργησε ένα εκπληκτικό δίκτυο ΜΚΟ και δεξαμενών σκέψης για να προωθήσει τους στόχους της, συγκρότησε πελατεία, μοίρασε αφειδώς χάρες.
Μόλις κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, το καθεστώς Δολαρίου-Wall Street εντόπισε στα Έθνη-Κράτη το νέο εμπόδιο σε μια καπιταλιστική παγκόσμια αυτοκρατορία, με τις ΗΠΑ να καταλαμβάνουν την υψηλότερη θέση, να επιβάλλουν τους κανόνες τους, να τους αψηφούν ή να τους προσαρμόζουν ώστε να ταιριάζουν στα εκάστοτε συμφέροντά τους.
Τροφοδοτούμενες από την εκτύπωση χρημάτων και το μη βιώσιμο χρέος, οι ΗΠΑ φαίνονται επιφανειακά πλούσιες, αλλά στην πραγματικότητα παραπαίουν στην άκρη του γκρεμού. Κάτω από το προκάλυμμα της «άνθησης και κρίσης» έχει εγκατασταθεί η σήψη και η αποσύνθεση και η τάξη των παρασιτικών εισοδηματιών έχει αποδυναμώσει τον ξενιστή της. Σίγουρα, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να προσπαθούν να υπερβούν τις δυνάμεις τους, αλλά η παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων έχει ήδη αλλάξει.
Η παραβίαση των πολυμερών συμβάσεων από τις ΗΠΑ, όποτε αυτές οι συμβάσεις ανακατεύονταν στα συμφέροντά τους, είναι ένδειξη της αδυναμίας και όχι της ισχύος τους. Τα διπλά μέτρα και σταθμά και η κραυγαλέα υποκρισία έχουν διαβρώσει την αμερικανική νομιμοποίηση. Οι αμερικανικές εταιρείες, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι ΜΚΟ και τα μέσα ενημέρωσης έγιναν αναπόσπαστα στοιχεία της παγκοσμιοποίησης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, καθώς ανέπτυξαν ένα πολύπλευρο μοντέλο διακυβέρνησης που επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Πριν από εκατό και πλέον χρόνια, βασιζόμενος στην ανάλυση του ραντιέρικου[2] καπιταλισμού που παρείχαν τόσο οι μαρξιστές όσο και οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, ο Λένιν κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα: «Το μονοπώλιο στον καπιταλισμό δεν μπορεί ποτέ να εξαλείψει εντελώς και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, τον ανταγωνισμό στην παγκόσμια αγορά. Η τάση για στασιμότητα και σήψη, που είναι χαρακτηριστική του μονοπωλίου, συνεχίζεται, και σε ορισμένους κλάδους της βιομηχανίας, σε ορισμένες χώρες, για ορισμένες χρονικές περιόδους, παίρνει το πάνω χέρι. Η εξαγωγή κεφαλαίου, μια από τις πιο ουσιαστικές οικονομικές βάσεις του ιμπεριαλισμού, απομονώνει ακόμη περισσότερο τους ραντιέρηδες από την παραγωγή και θέτει τη σφραγίδα του παρασιτισμού σε ολόκληρη τη χώρα που ζει εκμεταλλευόμενη την εργασία πολλών υπερπόντιων χωρών».
Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό που έμοιαζε με έκφραση ισχύος, μονοπώλιο και κυριαρχία του δολαρίου, είχε ως αποτέλεσμα τη διάβρωση ακριβώς αυτής της ισχύος. Οι ιδιωτικοί όμιλοι και τα συμφέροντά τους μπορούν και διαμορφώνουν την εθνική και εξωτερική πολιτική, αλλά δεν μπορούν να αναπτύξουν μια στρατηγική προοπτική που θα επέτρεπε στις ΗΠΑ να ανορθώσουν την φθίνουσα ηγεμονία τους.
Οι ΗΠΑ περνούν τώρα μια άλλη κρίση, αφού ξεπέρασαν αυτή της δεκαετίας του 1970 μέσω της χρηματιστικοποίησης της οικονομίας τους, της μετεγκατάστασης της βιομηχανικής παραγωγής τους, της γεωπολιτικής επέκτασης μέσω συμβατικού και υβριδικού πολέμου και της μετατροπής του δολαρίου σε όπλο. Αυτή η στρατηγική έχει φτάσει στα όριά της και οι ανερχόμενες δυνάμεις έχουν επιδείξει ισχυρότερη ανθεκτικότητα και ελκτική δύναμη από ό,τι φαντάζονταν οι ΗΠΑ. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 όχι μόνο αποκάλυψε την αδυναμία της ηγεμονίας των ΗΠΑ, αλλά έδειξε επίσης αντίστοιχα την ισχύ που είχε αποκτήσει η κινεζική οικονομία. Αυτή η ισχύς, σε συνδυασμό με την κοινωνική συνοχή, με την έμφαση στην αμοιβαία επωφελή συνεργασία με τους ξένους εταίρους και όχι στον έλεγχο και την κυριαρχία, την επιβολή αυθαίρετων κανόνων και ιδεολογικών επιταγών, αποδείχθηκε ιδιαίτερα ελκυστική. Ένα έτος μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία και η Κίνα πραγματοποίησαν την πρώτη σύνοδο κορυφής ηγετών στη Ρωσία με την ονομασία BRIC και η Νότια Αφρική προσχώρησε σε αυτές το 2010. Η αρχική εστίαση των BRICS ήταν στη βελτίωση της παγκόσμιας οικονομικής κατάστασης και στη μεταρρύθμιση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Καθώς αυτές οι πέντε χώρες μοιράζονταν το όραμα της μη παρέμβασης και τη δέσμευσή τους για μια αληθινή μορφή πολυμέρειας στην οποία οι χώρες είναι ισότιμοι εταίροι, αύξησαν σταδιακά τη συνεργασία τους και προσέλκυσαν την ομάδα των αναδυόμενων χωρών που υποστήριζαν επίσης μια μεταρρύθμιση της παγκόσμιας διακυβέρνησης και μια πιο δίκαιη παγκόσμια τάξη.
Αυτή η νέα πραγματικότητα των κυρίαρχων χωρών που είναι αποφασισμένες να υπερασπιστούν τα εθνικά τους συμφέροντα, έρχεται σε αντίθεση με την λανθασμένη νεοφιλελεύθερη θέση του διεθνικού καπιταλισμού στην οποία η αλληλεξάρτηση και οι ολοκληρωμένες παγκόσμιες αλυσίδες θα ξεπερνούσαν τον ανταγωνισμό μεταξύ των εθνικών κρατών. Οι χώρες του Παγκόσμιου Νότου απορρίπτουν αυτή τη θέση επειδή κατανοούν ότι η αποσάρθρωση της κυριαρχίας τους δεν οδηγεί στην ειρήνη, αλλά στη νεοαποικιοκρατία – την υποταγή τους στα συμφέροντα των δυτικών χρηματοπιστωτικών και πολυεθνικών εταιρειών. Καθώς ο νεοφιλελευθερισμός έδειξε την ολοκληρωτική του φύση και η παλιά ηγεμονική δύναμη πυροβόλησε τον εαυτό της μετατρέποντας το δολάριο σε όπλο, στηριζόμενη σε διπλά μέτρα και σταθμά, καταναγκασμό, πόλεμο και χάος για να επιβάλει τους κανόνες και τις αντι-αξίες της, είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς θα μπορέσουν οι Η.Π.Α. να συνεχίσουν να διεκδικούν τη διεθνή ηγεσία.
Η τρέχουσα κρίση νομιμοποίησης είναι πολύ πιο σοβαρή από αυτές που αντιμετώπισαν οι ΗΠΑ στο παρελθόν – η αποδολαριοποίηση κλονίζει έναν από τους βασικούς πυλώνες της ισχύος τους και αναδιαμορφώνει την παγκόσμια οικονομία. Ο αντίκτυπος θα γίνει έντονα αισθητός στις ΗΠΑ, όπου η αποδολαριοποίηση θα οδηγήσει πιθανότατα σε ευρεία υποτίμηση και υποαπόδοση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων των ΗΠΑ έναντι του υπόλοιπου κόσμου.
Βιβλιογραφία του άρθρου:
- Martha L. Phelps, Mια ιστορία για τις Στρατιωτικές Υπεργολαβίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνεργάτης -ερευνητής στο The Routledge για τις εξωτερικές αναθέσεις υπηρεσιών ασφάλειας, 2016
- Βλαντιμίρ Λένιν, Ιμπεριαλισμός, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, 1916
- Giovanni Arrighi, Ο μακρύς εικοστός αιώνας: Χρήμα, Εξουσία και η Προέλευση της εποχής μας, 2010
- George Soros, Η Αλχημεία της Χρηματιστικής Διαχείρισης, 1987
- Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τομ.1
- Peter Gowan, Το Παγκόσμιο Στοίχημα: Η Φαουστιανή συναλλαγή της Ουάσιγκτον για την παγκόσμια κυριαρχία, 1999
Σημειώσεις:
[1] Το London Gold Pool ήταν η συγκέντρωση αποθεμάτων χρυσού από μια ομάδα οκτώ κεντρικών τραπεζών στις Ηνωμένες Πολιτείες και επτά ευρωπαϊκών χωρών (Δυτική Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ελβετία) που συμφώνησαν την 1η Νοεμβρίου 1961 να συνεργαστούν για τη διατήρηση του συστήματος Bretton Woods για τα μετατρέψιμα σε χρυσό νομίσματα σταθερής ισοτιμίας και την διατήρηση της τιμής του χρυσού σε 35 δολάρια ΗΠΑ ανά ουγγιά. Η κατάρρευσή του ξεκίνησε τον Ιούνιο 1967 με την αποχώρηση της Γαλλίας από τις συμφωνίες και τον επαναπατρισμό μεγάλων ποσοτήτων χρυσού από τη Νέα Υόρκη στο Παρίσι. (ΣτΜ).
[2] rent-seeking capitalism στο κείμενο, δηλ., του καπιταλισμού που αναζητεί ενοίκια. Αναφορά στο παρασιτικό κεφάλαιο, τον ραντιέρη, τον εισοδηματία που κερδοσκοπεί χρησιμοποιώντας κάτι που παράχθηκε πριν και από άλλους χωρίς να παράγει τίποτε καινούριο. Οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν σημερινό αντίστοιχο παράδειγμα, ειδικά σε υποδομές όπως το νερό, ο ηλεκτρισμός, οι δρόμοι κ.ο.κ. , οι οποίες έχουν κατασκευαστεί από δημόσια κεφάλαια στο παρελθόν και τις οποίες ο ιδιώτης «αποεπενδύει» (όπως ονομάζει π.χ. η ιδιωτική πλέον ΔΕΗ το κλείσιμο και την καταστροφή των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής), ενώ ταυτόχρονα αυξάνει τις τιμές χωρίς να προσφέρει τίποτα καινούριο ή καλύτερο. Συνήθως όλο και χειρότερο… (ΣτΜ).
* Η Laura Ruggeri γεννήθηκε στην Ιταλία και μετακόμισε στο Χονγκ Κονγκ το 1997. Πρώην ακαδημαϊκός, τα τελευταία χρόνια ερευνά τις έγχρωμες επαναστάσεις και τον υβριδικό πόλεμο. Οι αναλύσεις και οι απόψεις της δημοσιεύονται σε Κινεζικά ΜΜΕ (China Daily, DotDotNews, Qiao Collective, Guancha, The Center for Counter-hegemonic Studies, κ.α.). Το έργο της έχει μεταφραστεί στα ιταλικά, κινέζικα και ρωσικά.
Πηγή της αγγλόφωνης δημοσίευσης του άρθρου: strategic-culture.su/news
Αφήστε ένα σχόλιο