Η θέση του Ελληνισμού (Ελλάδας και Κύπρου) ήταν είναι και θα παραμείνει αυτή της συμπληρωματικής δύναμης προς την Τουρκία… Η Τουρκία είναι για τις ΗΠΑ ένα εργαλείο τόσο κομβικό όσο το Ισραήλ.
του Θέμη Τζήμα
Δικηγόρου, δρα δημοσ. δικαίου και πολιτικής επιστήμης ΑΠΘ
Τις τελευταίες ημέρες, κατά τις πρωινές κυρίως ώρες λαμβάνει χώρα το εξής αξιοπερίεργο φαινόμενο: οι ίδιοι δημοσιογράφοι και «δημοσιογράφοι», τα ίδια ΜΜΕ και οι ίδιοι «διεθνολόγοι αναλυτές» οι οποίοι περίπου θεωρούσαν ότι με τη «Διακήρυξη Φιλίας» και την υψηλή εποπτεία των ΗΠΑ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε σε νέα θεμέλια τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι ίδιοι που διατείνονται ακόμα και σήμερα ότι στην Κάσο δεν έγινε τίποτα το ιδιαίτερο, «ξύπνησαν» σε έναν καινούριο πλανήτη, στον οποίο η Τουρκία διεκδικεί τα F-35, εξοπλίζεται σε εντυπωσιακό βαθμό και αναγορεύεται από τις ΗΠΑ σε θεμελιώδη πυλώνα των σχεδιασμών του ΝΑΤΟ.
Πρόκειται για το γνωστό πρόβλημα το οποίο προκύπτει όταν πιστεύεις την ίδια σου την προπαγάνδα και το οποίο καθίσταται ακόμα χειρότερο όταν η προπαγάνδα σου είναι τόσο χοντροκομμένη. Για πολλά χρόνια ο Ρόμπερτ Μενέντεζ αποτελούσε το σταθερό σημείο διακομματικής συμφωνίας, σε σημείο να εναποθέτει στα στιβαρά του μπράτσα την Ελλάδα ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων. Με σημείο αναφοράς τον εν λόγω κύριο, τα γνωστά ινστιτούτα, ιδρύματα, ΜΜΕ και αναλυτές διατείνονταν ότι η απόλυτη (και εξαιρετικώς επικερδής για αρκετούς στην πατρίδα μας) προσχώρηση στα συμφέροντα των ΗΠΑ συνιστούσε εγγύηση ασφάλειας.
Το αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν υποτίθεται ότι η τουρκική αεροπορία θα ωθούνταν περίπου στο μαρασμό προς όφελός μας. Επρόκειτο όπως εγκαίρως λέγαμε για φαντασιώσεις, ψέματα και αστειότητες, που καταρρέουν με πάταγο τώρα, όχι μόνο ή κυρίως λόγω της απαξίωσης του Μενέντεζ όσο εξαιτίας του στρατηγικού ρόλου της Τουρκίας στην κοινή μας περιοχή τόσο εν γένει, όσο και ειδικότερα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Από τα νέα «παζάρια» για τον εκσυγχρονισμό των F-16 έως τα F-35 και από την ανάδειξη της αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας σε διεθνές επίπεδο, έως την (εν πολλοίς εξοργιστική για την αντίσταση) ρητορική του Ερντογάν με την οποία προσπαθεί να καπελώσει τον αραβομουσουλμανικό κόσμο, η Τουρκία είναι απολύτως απαραίτητη για τις ΗΠΑ και αποδεικνύει ότι και το ξέρει και ξέρει να διαχειριστεί την αμερικανική ανάγκη.
Η τουρκική στρατηγική βασίζεται στην ανάγνωση της πραγματικότητας από τη φιλόδοξη, εγχώρια μεγαλοαστική της τάξη. Οι ΗΠΑ φθίνουν. Δεν εξαφανίζονται ως παγκόσμια δύναμη αλλά δεν μπορούν να ελέγξουν ούτε τον πλανήτη συνολικώς, ούτε τη Δυτική Ασία πλήρως. Χρειάζονται ολοένα περισσότερο τους συμμάχους τους και άρα είναι ευεπίφορες σε πιέσεις. Η Τουρκία επίσης έχει κατανοήσει ότι σε καιρούς παγκοσμίου πολέμου είναι σημαντικό να έχεις (μεταξύ πολλών άλλων) ισχυρή πολεμική βιομηχανία σε εθνικό επίπεδο, ακόμα και αν η τελευταία παράγει χαμηλότερης αποτελεσματικότητας οπλικά συστήματα, σε σχέση με τις πιο εξελιγμένες παγκόσμιες δυνάμεις. Και επίσης ξέρει ότι πρέπει να αποπειραθεί να κερδίσει τις καρδιές της αχανούς Ασίας, όπως και τα πορτοφόλια της.
Την ίδια στιγμή γνωρίζει ότι λόγω γεωγραφίας αλλά και διεθνών συσχετισμών είναι απολύτως απαραίτητη στις ΗΠΑ. Αν κάποια ΝΑΤΟΪκή χώρα βρίσκεται ταυτοχρόνως και σε άμεση γειτνίαση και σε παροντικό ή μελλοντικό ανταγωνισμό με τη Ρωσία και με το Ιράν, αυτή είναι η Τουρκία. Η στρατηγική της Τουρκίας να αναγορευθεί σε περιφερειακή, ηγέτιδα δύναμη του αραβομουσουλμανικού κόσμου τη φέρνει σε πορεία σύγκρουσης με το Ιράν, με τη Ρωσία και φυσικά με μικρότερες δυνάμεις αλλά σημαντικές και κρίσιμες, όπως είναι η Συρία η οποία υφίσταται ακόμα τουρκική εισβολή. Πίσω από τα «μπρος-πίσω» της Τουρκίας, ακόμα και από τις ρητορείες του Ερντογάν κατά του Νετανιάχου, δεν κρύβεται ούτε η συνεργασία της με το Ισραήλ, ούτε η οργή του άξονα της αντίστασης ο οποίος διακρίνει με σαφήνεια τον υποκριτικό τουρκικό ρόλο και τη νέο-οθωμανική επιδίωξη. Μέχρι και κεκαλυμμένα κατοχική δύναμη στη Γάζα, με τις ευλογίες των ΗΠΑ, προσπαθεί να καταστεί η Τουρκία.
Σε αυτό το επίπεδο, στο επίπεδο του σπονδυλωτού παγκοσμίου πολέμου, η Τουρκία είναι για τις ΗΠΑ ένα εργαλείο τόσο κομβικό όσο το Ισραήλ αλλά πολύ πιο βιώσιμο από οικονομικής απόψεως.
Σε αυτήν την αρχιτεκτονική, η θέση του Ελληνισμού (Ελλάδας και Κύπρου) ήταν είναι και θα παραμείνει αυτή της συμπληρωματικής δύναμης προς την Τουρκία. Ο Ελληνισμός γίνεται στρατηγικό «μαξιλάρι» για την Τουρκία και για το Ισραήλ. Η διάσταση αυτή «κουμπώνει» στην πραγματικότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό με τις επιδιώξεις του εγχώριου συστήματος εξουσίας, μετά το 1922 και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με το ένα μέρος του να έχει τα συμφέροντά του εκτός Ελλάδας, χωρίς να αποτελεί κατά κυριολεξία εθνική (μεγαλο)αστική τάξη και με το εγκατεστημένο μέσα στη χώρα τμήμα να διακατέχεται από ένα βαθύ αίσθημα μειονεξίας στον διεθνή καταμερισμό, ειδικευόμενο κυρίως σε μεταπρατικές και παρασιτικές δραστηριότητες, η βασική σύλληψη του συστήματος εξουσίας για τη χώρα συνίσταται στο ότι πρέπει να εκχωρεί κυριαρχία σε άλλες δυνάμεις προκειμένου να επιβιώνει το σημερινό κλεπτοκρατικό, καπιταλιστικό μοντέλο. Το αίσθημα αυτό «κατεβαίνει» στα λαϊκά στρώματα ως αίσθημα ανημποριάς. Η εκχώρηση κυριαρχίας «καταπίνεται» βεβαίως ευκολότερα όταν κατευθύνεται στις ΗΠΑ και στην Ε.Ε. από ό,τι προς την Τουρκία, όμως και αυτή η τελευταία επιλογή δεν είναι αδιανόητη (κάθε άλλο) αν υπάρχουν μερικοί εγγυητές (όντως ή υποτιθέμενα).
Το γεγονός δε, ότι τώρα τα ΜΜΕ «θυμούνται» ξανά την Τουρκία εξηγείται από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ απαιτούν από την Ελλάδα νέες αγορές εξοπλισμών, προσαρμοσμένες στις αμερικανικές ανάγκες και χωρίς φυσικά να αναπτύσσεται εγχώρια βιομηχανική παραγωγή άρα και η οποιαδήποτε δυνατότητα μιας μελλοντικής κυβέρνησης να μπορεί να πει κάποιο «όχι» στις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση τα ξέρει όλα αυτά και τα προωθεί ολόθερμα. Αφού οι νέες συμφωνίες κλείσουν, τα ΜΜΕ θα πανηγυρίσουν για την αποτρεπτική ισχύ την οποία υποτίθεται ότι θα αποκτήσουμε ενόσω ο βασικός σχεδιασμός περί του Ελληνισμού ως συμπληρωματικής και, δορυφοριοποιημένης από την Τουρκία δύναμης θα συνεχίσει να υλοποιείται σε καθεστώς σιωπής. Πόλεμος εναντίον της Ρωσίας -συνενοχή με το Ισραήλ- εξυπηρέτηση της Τουρκίας-υποταγή στις ΗΠΑ, με άλλα λόγια.
Πηγή: Κοσμοδρόμιο
Αφήστε ένα σχόλιο