του Παναγιώτη Ζολώτα
πολιτικού επιστήμονα

O Χίτλερ, υπαγορεύων στον Μάρτιν Μπόρμαν την τελευταία του διαθήκη (The Testament of Adolf Hitler – The Hitler-Bormann Documents – February-April 1945, Λονδίνο, 1961, σελ. 72) είπε στις 15.02.1945: «Σε ό,τι αφορά τις δυσκολίες που μας προκάλεσαν οι Ιταλοί και η ηλίθια εκστρατεία τους στην Ελλάδα, θα έπρεπε να έχω επιτεθεί κατά της Ρωσίας ορισμένες εβδομάδας ενωρίτερα».

Στις 17.02.1945 ο Χίτλερ υπαγόρευσε: «Η είσοδος της Ιταλίας στον πόλεμο έδωσε στους εχθρούς μας τις πρώτες νίκες, όπερ επέτρεψε στον Τσώρτσιλ να αναπτερώσει το ηθικό των συμπατριωτών του και έδωσε ελπίδες σε όλους του αγγλόφιλους απανταχού της υφηλίου… Οι επαίσχυντες ήττες που υπέστησαν [οι Ιταλοί], ώθησαν ορισμένα βαλκανικά κράτη να μας αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση. Αυτή και καμία άλλη δεν είναι η αιτία που η Γιουγκοσλαβία σκλήρυνε την στάση της… Αυτό μας εξηνάγκασε, αντιθέτως προς όλα μας τα σχέδια, να επέμβουμε στα Βαλκάνια και τούτο με την σειρά του οδήγησε στην καταστροφική αναβολή της ενάρξεως της επιθέσεώς μας έναντι της Ρωσίας. Βρεθήκαμε αναγκασμένοι να διαθέσομε μερικές από τις καλύτερές μας μεραρχίες εκεί [στην Ελλάδα]…

»Εξηναγκάσθημεν να καταλάβομε αχανείς εκτάσεις, στις οποίες η παρουσία… στρατευμάτων μας υπό άλλες συνθήκες θα ήταν απολύτως περιττή. Όσο για τους αλεξιπτωτιστές μας, θα είχα προτιμήσει να τους ρίψω στο Γιβραλτάρ, παρά στην Κόρινθο ή στην Κρήτη!… Εάν ο πόλεμος παρέμενε ποδηγετούμενος μόνον υπό της Γερμανίας και όχι του Άξονος, θα μπορούσαμε να είμεθα σε θέση να επιτεθούμε κατά της Ρωσίας από της 15ης Μαΐου του 1941. Διπλά ενισχυμένοι εκ του ότι οι δυνάμεις μας δεν είχαν γνωρίσει παρά μόνον αποφασιστικές και αδιαμφισβήτητες νίκες, θα είχαμε μπορέσει να τερματίσομε την εκστρατεία προ του επελθόντος χειμώνος».

Στις 26.02.1945 υπαγόρευσε: «Η τραγωδία, κατά την άποψή μου, ήταν το γεγονός ότι δεν μπορούσα να επιτεθώ [κατά της Ρωσίας] προ της 15ης Μαΐου. Για να πετύχω στην πρωταρχική αυτήν επέλασή μου, αναγκαίο ήταν να μην το έχω πράξει αργότερον της ημερομηνίας αυτής… Οι ιταλικές ήττες στην Αλβανία και την Κυρηναϊκή είχαν εγείρει θύελλα επαναστάσεων στα Βαλκάνια. Εμμέσως κατάφεραν επίσης πλήγμα στην πεποίθηση φίλων και εχθρών περί του ότι είμεθα αήττητοι».

Και στην Γερμανίδα σκηνοθέτιδα και ηθοποιό Λένι Ρίφενσταλ, ο Χίτλερ εδήλωσε (Αυτοβιογραφία – Άγριος Αιών, Αθήναι, 1996, σελ. 241), ότι «αν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί κατά της Ελλάδος και δεν χρειασθεί την βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαμε προλάβει να κατακτήσομε το Λένινγκραντ και την Μόσχα πριν μας πιάσει το ρωσικό ψύχος».

Τι γράφουν Κάϊτελ – Ραίντερ – Σπέερ – Άσμαν

Ανώτατοι αξιωματικοί του Χίτλερ συμμερίστηκαν την ανωτέρω αιτιολόγηση περί της αποτυχούσης καταλήψεως της Μόσχας το 1941 και των συνεπειών της. Ο Στρατάρχης Βίλχελμ Κάϊτελ, επικεφαλής της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως του Γ’ Ράϊχ, γράφει στα απομνημονεύματά του πώς θα διεγράφετο ο πόλεμος στην περίπτωση μη επιθέσεως της Ιταλίας (Εκδ. Stein and Day, 1965, σελ. 131 επ.): «Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα στη Ρωσία, το 1941: Θα είμεθα σε πολύ ισχυροτέρα θέση και προ παντός δεν θα είχαμε απωλέσει αυτούς τους δύο μήνες. Αν σκεφθεί κανείς, ότι δεν θα είχαμε ακινητοποιηθεί από το ψύχος, στο χιόνι και τον πάγο, με θερμοκρασίες κάτω των 45 βαθμών, μόλις δύο μίλια έξω από την Μόσχα, μία πόλις περιζωσμένη άνευ ελπίδος, βορείως, δυτικώς και νοτίως, περί τα τέλη τούτου του Νοεμβρίου… Θα έπρεπε να έχομε δύο ολοκλήρους μήνες πριν μας προσεγγίσει τούτος ο άνευ προηγουμένου διαβολεμένος χειμώνας!»

Ο Αρχιναύαρχος Έριχ Ραίντερ, ο προτείνας στον Χίτλερ το σχέδιο περί καταλήψεως της Μεσογείου, γράφει στα απομνημονεύματά του (My Life, Ναυτικό Ινστιτούτο ΗΠΑ, 1960, σελ. 338): «Αντί της αμέσου επιτυχίας που ανέμενε ο Μουσολίνι, οι αντεπιτιθέμενοι Έλληνες, όχι μόνον ώθησαν τους Ιταλούς εκτός Ελλάδος, αλλά τους κατεδίωξαν πέραν των συνόρων τους. Κατά συνέπεια, στις αρχές Απριλίου 1941, ο Χίτλερ διέταξε να αναβληθούν οι προπαρασκευές δια την επίθεση κατά της Ρωσίας, έως ότου ο γερμανικός Στρατός επανορθώσει την κατάσταση, τόσον στην Γιουγκοσλαβία, όσον και την Ελλάδα». Σε άλλο σύγγραμμά του, ο ίδιος επισημαίνει (Strauggle for the Sea, Λονδίνο, 1959, σελ. 197): «Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Ελλάδος και της Γιουγκοσλαβίας, που καθίσταντο αναγκαίες συνεπεία της αποτυχίας της ιταλικής εκστρατείας κατά της Ελλάδος, οδήγησαν σε αναβολή της επιθέσεως εναντίον της Ρωσίας».

Ο Άλμπερτ Σπέερ, υπουργός Εξοπλισμού του Χίτλερ και εκ των πλέον εμπίστων του, τονίζει σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Βάσω Μαθιόπουλο (Βήμα, 16.09.1976 “Η Ελληνική Αντίσταση και οι Σύμμαχοι”, εκδ. Παπαζήση, 1975, σελ. 43 επ.), ότι «εάν δεν είχε γίνει η επίθεση του Μουσολίνι κατά της Ελλάδος, δεν επρόκειτο κατά την γνώμη μου να υπάρξει γερμανική βαλκανική εκστρατείαΘυμάμαι πόσο ο ίδιος ο Χίτλερ ήταν έξαλλος και αγανακτισμένος για την επίθεση του Μουσολίνι κατά της Ελλάδος… Πολύ περισσότερο, όμως, απογοητεύθηκε, γιατί ο πόλεμος του Μουσολίνι στην Αλβανία απέδειξε σ’ όλον τον κόσμο τις οργανικές αδυναμίες του Ιταλού συμμάχου του… Ο σκληρός ρωσικός χειμώνας επηρέασε την κατάσταση δυσμενώς και η κατά πέντε εβδομάδες καθυστέρηση της επιθέσεως κατά της Σοβιετικής Ενώσεως, που επήλθε από την βαλκανική εκστρατεία, υπήρξε αποφασιστική. Πιστεύω, ότι θα ήταν άλλη η πορεία του πολέμου με την Ρωσία αν οι επιθέσεις είχαν αρχίσει στις προβλεπόμενες από τα πρώτα σχέδια ημερομηνίες [15 Μαΐου].

»Θα ήθελα, όμως, να προσθέσω ότι και ένας άλλος παράγοντας έπαιξε σπουδαίο ρόλο: Οι τρομερές απώλειες που υπέστησαν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές κατά την Μάχη της Κρήτης… Υπήρξε μοιραίο, γιατί το σώμα αυτό δεν μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί σε επιχειρήσεις στο Ανατολικό Μέτωπο, όπως θα συνέβαινε αν δεν είχε υποστεί τα πλήγματα της Μάχης της Κρήτης… Όταν πια την Άνοιξη του 1945, το επερχόμενο τέλος είχε καταστήσει τον Χίτλερ νευρικό, διαπίστωσα πόσο η ιστορία αυτή του πολέμου με την Ελλάδα τον ροκάνιζε κυριολεκτικώς, γιατί απέδιδε την ήττα στην Ρωσία στο χάσιμο των κρισίμων εβδομάδων του Μαΐου του 1941».

Ο Ναύαρχος Κούρτ Άσμαν, του στενού περιβάλλοντος του Χίτλερ, δέχεται κι αυτός (Ανδρέα Η. Ζαπάντη, Ελληνο-Σοβιετικές Σχέσεις, εκδ. ΕΣΤΙΑ, 1989, σελ. 468 επ.) ότι «οι δυνάμεις που ορίσθησαν δια τα Βαλκάνια ήσαν αναγκαίες δια την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα… Η ημέρα επιθέσεως, που είχε αρχικώς ορισθεί δια την 16η Μαΐου, εχρειάσθη να αναβληθεί δια την 22η Ιουνίου» κι ότι «η απώλεια έξι σχεδόν εβδομάδων πολυτίμου θερινού καιρού είχε αποφασιστικό και δυσμενές αποτέλεσμα στην κατάληξη της Ανατολικής Εκστρατείας».

Κι άλλες πηγές

Ο υπεύθυνος (1939-43) περί του Ημερολογίου Πολέμου της Ανωτάτης Διοικήσεως των Ενόπλων Δυνάμεων (OKW), Χέλμουτ Γκράϊνερ, επισημαίνει σε σημειώσεις του τα εξής αποκαλυπτικά (Operation Barbarossa, Αρχείο U.S. Army Military History Institute (C-065i), U.S. Army War College, σελ. 33 επ.): «Περί τα τέλη Οκτωβρίου [1940], ο Χίτλερ ήρθε αντιμέτωπος με μίαν εντελώς διαφορετική κατάσταση συνεπεία της ιταλικής επιθέσεως κατά της Ελλάδος. Είχε καταβάλλει προσπάθειες εξ αρχής όπως παρεμποδισθεί η επέκταση του πολέμου στα Βαλκάνια, κυρίως λόγω των υψίστης σημασίας πετρελαϊκών αποθεμάτων της Ρουμανίας. Τούτου ένεκα, εν’ όψει και της σχεδιαζομένης εκστρατείας κατά της Ρωσίας, ήταν ιδιαιτέρως ανήσυχος δια την διατήρηση της ειρήνης νοτιοανατολικώς. Εξ ου και η απελπισία του δια την πρωτοβουλία της Ιταλίας να επιτεθεί κατά της Ελλάδος, η οποία επρόκειτο να έχει σοβαρές πολιτικές και στρατιωτικές συνέπειες, ακόμη και να καταστρέψει όλα του τα σχέδια».

Και εξ άλλης πηγής, ο Γκράϊνερ φέρεται σημειώσας (Α. Ζαπάντη, op. cit., σελ. 465), ότι εκ των 19 Τεθωρακισμένων Μεραρχιών κατά την επίθεση κατά της Ρωσίας, οι έξι εχρησιμοποιήθησαν στην Εκστρατεία των Βαλκανίων και αποτελούσαν «ένα σημαντικό μέρος του συνόλου των τεθωρακισμένων δυνάμεων στο Ανατολικό Μέτωπο».

O σχεδιάσας την εισβολή στην Πολωνία (1939) και την Γαλλία (1940) και δράσας στο μέτωπο κατά της Ρωσίας στρατηγός Γκούντερ Μπλούμεντριτ υποστηρίζει ότι «οι προετοιμασίες διά την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα διεκόπησαν μερικώς την Άνοιξη λόγω του βαλκανικού επεισοδίου» και ότι τούτο «καθυστέρησε την έναρξη της επιθέσεώς μας εναντίον της Ρωσίας». O δε στρατηγός Φράντς Χάλντερ, σημειώνει στο ημερολόγιό του (07.04.1941) (The War Journal of Franz Halder, τόμ. 6ος,, Οχυρό Leavenworth, Κάνσας, ΗΠΑ, Ν-16845-F, σελ. 56) ότι «στα ελληνικά ορεινά η μάχη είναι σκληρή», ενώ, την 08.04.1941, περί της Επιχειρήσεως Ερμής κατά της Κρήτης (σελ. 111), ότι «η αναβολή για την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα που προκύπτει εκ της επιχειρήσεως ταύτης [Ερμής] είναι πολύ δυσάρεστος. Εφ’ όσον η 23η Μαΐου είναι η ημερομηνία maximum που μπορεί να κρατηθεί δια την έναρξη της επιχειρήσεως, ο χρόνος προετοιμασίας των Ρώσων και διατάξεως των δυνάμεών τους επιμηκύνεται κατά έξι εβδομάδες» (βλ. και R. Collins, Lord Wavell (1883-1941) – A Military Biography, 1948, σελ. 11).

Ο Γερμανός πρέσβυς Καρλ Ρίτερ δήλωσε (Αλέξη Αδ. Κύρου, Όνειρα και Πραγματικότης, 1972, σελ. 200), ότι «η καθυστέρηση εκείνη [ένεκα της Βαλκανικής Εκστρατείας] εστοίχισε στους Γερμανούς την μάχη του χειμώνος ενώπιον της Μόσχας, όπου και εχάθη ο πόλεμος». Τέλος, ο υπαρχηγός του Επιτελείου Επιχειρήσεων των Ενόπλων Δυνάμεων Βάρλιμοντ, υπογραμμίζει σε σημειώσεις του τα εξής (τόμ. 8ος, έγγρ. 14.065, σελ. 8 επ. ): «Η απόφαση να προχωρήσομε στα Βαλκάνια ανέκυψε μόνον όταν οι Ιταλοί απεδείχθησαν ανίκανοι έναντι της Ελλάδος. Η εν λόγω ιταλική επιχείρηση δεν αποτελούσε μέρος των γερμανικών σχεδίων… Ο Χίτλερ ησθάνετο πάντα πολύ μετανιωμένος που εστάλησαν γερμανικές δυνάμεις στα Βαλκάνια… Ο γιουγκοσλαβικός Στρατός υπέκυψε άμεσα… Ήταν αναγκαίο να αποδεσμευθούν το συντομότερο δυνατόν τα γερμανικά στρατεύματα εν’ όψει της ρωσικής εκστρατείας… Η επιτυχία είχε ως τίμημα ένα μεγάλο ποσοστό απωλειών, σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό».

Ο ίδιος πάλι έγραψε (1997, σελ. 131-143) ότι «εξ αιτίας της εκστρατείας στα Βαλκάνια, η επίθεση εναντίον της Ρωσίας εχρειάσθη να αναβληθεί από τα μέσa Μαΐου έως την 22 Ιουνίου», πως «ολόκληρο το χρονοδιάγραμμα έπρεπε να συνταχθεί εκ νέου, δοθέντος ότι η επίθεση ανεβλήθη λόγω της εκστρατείας στα Βαλκάνια» και ότι η αποτυχία της ιταλικής επιθέσεως «μάς ηνάγκασε να αποσπάσομε σοβαρές γερμανικές δυνάμεις για την εκστρατεία των Βαλκανίων». Επίσης ότι η Γερμανία επεδίωκε να μην ακινητοποιηθεί στο βαλκανικό θέατρο «ούτε μίαν ημέρα περισσότερο απ’ ό,τι ήταν αναγκαίο, ώστε να μη χρειασθεί να αναβληθεί και πάλιν η έναρξη της εκστρατείας της Ρωσίας». Τέλος, υπογραμμίζει ότι «όλες οι δυνάμεις της Λουφτβάφε απησχολήθησαν με την επίθεση στην Κρήτη».

Ο αγών της Ελλάδος διήρκεσε 216 ημέρες (28.10.1940-31.05.1941). Η Ελλάδα έχασε το 10% του πληθυσμού της, ενώ η Γαλλία το 2%, το Βέλγιο το 1,5%, η Ολλανδία το 2,2,%, η Γιουγκοσλαβία το 1,7%, η Πολωνία το 1,8% και η Σοβιετική Ένωση το 2,8%.

Πηγή: slpress.gr