Σημείωση Ξαστεριάς: Μια ενδιαφέρουσα σύνοψη της ανεπάρκειας και των προβλημάτων της αμυντικής βιομηχανίας των ΗΠΑ και του δυτικού κόσμου γενικότερα, βασισμένη στην έκθεση για τη Βιομηχανική Στρατηγική Εθνικής Άμυνας που εκδόθηκε  από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ. Το άρθρο είναι του Brian Berletic, Γεωπολιτικού Ερευνητή και Συγγραφέα με έδρα την Μπανγκόκ, και γράφτηκε ειδικά για το διαδικτυακό περιοδικό “New Eastern Outlook” απ’ όπου το αναδημοσιεύουμε. Την πρωτότυπη δημοσίευση θα την βρείτε εδώ: Fatal Flaws Undermine America’s Defense Industrial Base.

Η μετάφραση είναι της Φλώρας Παπαδέδε που είχε την ευγενική πρωτοβουλία να μας την παραχωρήσει.
Παραθέτουμε σχόλιο της μεταφράστριας, που με αφορμή τα όσα θα διαβάσετε στο άρθρο, κάνει ορισμένες επισημάνσεις σε ό,τι αφορά τη χώρα μας:

«Αν το μέλλον που προβλέπει ο συγγραφέας για τις ΗΠΑ μετά την πλήρη ιδιωτικοποίηση και εξαγωγή της παραγωγικής της βάσης είναι η αστάθεια, η απομόνωση και η αδυναμία αυτοσυντήρησης, τι μπορεί να σκεφτεί κανείς για το μέλλον της Ελλάδας, που ούτε στον ύπνο της δεν θα μπορούσε να έχει την αμερικάνικη παραγωγική βάση; Κι αυτή που κάποτε είχε, στραγγαλίστηκε, διαμελίστηκε, ιδιωτικοποιήθηκε και διαλύθηκε πρώτα από την είσοδο στην ΕΟΚ, μετά από την είσοδο στην ευρωζώνη και τέλος με την αποικία χρέους που μας επέβαλλε η συλλογική Δύση. Θα συνεχίσουμε να υπνοβατούμε και να ονειρευόμαστε ότι είμαστε ο Αδάμ και η Εύα στον ευρωπαϊκό κήπο του Μπορέλ και να τρέμουμε μην μας διώξουν; Ή μήπως να ψάξουμε επιτέλους για εκείνο το παλιό φίδι της γνώσης, μπας κι αρχίσει να αντέχει η τσέπη μας να τρώμε κανένα μήλο;;;
Φλώρα Παπαδέδε

του Brian Berletic
μετάφραση Φλώρα Παπαδέδε

Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ εξέδωσε για πρώτη φορά έκθεση για τη  Βιομηχανική Στρατηγική Εθνικής Άμυνας (National Defense Industrial Strategy).

Η έκθεση επιβεβαιώνει αυτό στο οποίο έχουν καταλήξει πολλοί αναλυτές σχετικά με τη μη βιώσιμη φύση των παγκόσμιων στόχων της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον και την αδυναμία της Αμυντικής Βιομηχανικής της Βάσης να τους επιτύχει.

Η έκθεση αναδεικνύει τα πολλαπλά προβλήματα που μαστίζουν την Αμυντική Βιομηχανική Βάση των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης παραγωγικής ικανότητας, του ανεπαρκούς εργατικού δυναμικού, των εξωχώριων (off-shore) βραχυπρόθεσμων προμηθειών, καθώς και των ανεπαρκών «σημάτων ζήτησης» που θα έδιναν κίνητρο στους μετόχους της ιδιωτικής βιομηχανίας να παράγουν αυτό που χρειάζεται, στις ποσότητες που χρειάζεται και όταν αυτό χρειάζεται.

Στην πραγματικότητα, η πλειονότητα των προβλημάτων που εντοπίστηκαν στην έκθεση αφορούσαν τις ιδιωτικές βιομηχανίες και την απροθυμία τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις εθνικής ασφάλειας επειδή δεν απέφεραν κέρδη.

Για παράδειγμα, η έκθεση επιχειρεί να εξηγήσει γιατί πολλές εταιρείες σε όλη την Αμυντική Βιομηχανική Βάση των ΗΠΑ δεν διαθέτουν προηγμένες παραγωγικές δυνατότητες, υποστηρίζοντας ότι:

Πολλές μονάδες της παραδοσιακής  Αμυντικής Βιομηχανικής Βάσης  δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει προηγμένες τεχνολογίες παραγωγής, καθώς δυσκολεύονται να αναπτύξουν επιχειρηματικές μελέτες σκοπιμότητας  για τις απαιτούμενες επενδύσεις κεφαλαίου.

Με άλλα λόγια, ενώ η υιοθέτηση προηγμένων τεχνολογιών παραγωγής θα εκπλήρωνε τους σκοπούς του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, δεν είναι κερδοφόρο για την ιδιωτική βιομηχανία να το κάνει.

Παρότι σχεδόν όλα τα προβλήματα που εντοπίζει η έκθεση προέρχονται από τη δυσανάλογη επιρροή της ιδιωτικής βιομηχανίας στην Αμυντική Βιομηχανική Βάση των ΗΠΑ, η έκθεση ποτέ δεν κατονομάζει την ιδιωτική βιομηχανία ως πρόβλημα.

Εάν η ιδιωτική βιομηχανία που δίνει προτεραιότητα στα κέρδη είναι το κεντρικό πρόβλημα που εμποδίζει την Αμυντική Βιομηχανική Βάση να εκπληρώσει τον σκοπό της, η προφανής λύση είναι η εθνικοποίησή της, μέσω της αντικατάστασης της ιδιωτικής βιομηχανίας με κρατικές επιχειρήσεις. Αυτό θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να δώσει προτεραιότητα στον σκοπό έναντι των κερδών. Ωστόσο, στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε ολόκληρη την Ευρώπη, το λεγόμενο «στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα» έχει διογκωθεί σε τέτοιες διαστάσεις που δεν υποτάσσεται πλέον στην κυβέρνηση και τα εθνικά συμφέροντα, αλλά μάλλον η κυβέρνηση και τα εθνικά συμφέροντα υποτάσσονται σε αυτό.

Η Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική των ΗΠΑ χτίστηκε πάνω σε μια εσφαλμένη υπόθεση

Πέρα από την ισχυρή εξάρτηση της Αμυντικής Βιομηχανικής Βάσης των ΗΠΑ από την ιδιωτική βιομηχανία, η ίδια η υπόθεση στην οποία βασίζεται η Βιομηχανική Στρατηγική Εθνικής Άμυνας είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη, με βαθιά ριζωμένη την αντίληψη για την προτεραιότητα των κερδών της ιδιωτικής βιομηχανίας.

Η έκθεση υποστηρίζει:

Σκοπός αυτής της Εθνικής Αμυντικής Βιομηχανικής Στρατηγικής είναι να προωθήσει την ανάπτυξη ενός βιομηχανικού οικοσυστήματος που θα παρέχει διαρκές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις Ηνωμένες Πολιτείες έναντι των αντιπάλων τους.

Η ιδέα των Ηνωμένων Πολιτειών να επεκτείνουν διαρκώς τον πλούτο και τη δύναμή τους σε όλο τον κόσμο, χωρίς να μπορούν να τους συναγωνιστούν οι αποκαλούμενοι «αντίπαλοί» τους δεν είναι ρεαλιστική.

Η Κίνα μόνο έχει πληθυσμό 4-5 φορές μεγαλύτερο από τις ΗΠΑ. Ο πληθυσμός της Κίνας είναι, στην πραγματικότητα, μεγαλύτερος από όλων των G7 μαζί. Η Κίνα έχει μεγαλύτερη βιομηχανική βάση, οικονομία και εκπαιδευτικό σύστημα από τις ΗΠΑ. Το εκπαιδευτικό σύστημα της Κίνας όχι μόνο παράγει εκατομμύρια περισσότερους αποφοίτους κάθε χρόνο από τις ΗΠΑ σε βασικούς τομείς όπως η επιστήμη, η τεχνολογία και η μηχανική, αλλά και ως ποσοστό ο αριθμός τέτοιων αποφοίτων είναι υψηλότερος στην Κίνα από ό,τι στις ΗΠΑ.

Η Κίνα από μόνη της διαθέτει τα μέσα για να διατηρήσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών τώρα και στο προβλέψιμο μέλλον. Η προσπάθεια των ΗΠΑ, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη αυτήν την πραγματικότητα, να χαράξουν στρατηγική για να διατηρήσουν ένα πλεονέκτημα έναντι της Κίνας  (για να μην αναφέρουμε έναντι του υπόλοιπου κόσμου), κινείται στα όρια της αυταπάτης.

Ωστόσο, για 60 σελίδες, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ προσπαθούν να χαράξουν στρατηγική για να κάνουν ακριβώς αυτό.

Όχι μόνο η Κίνα, αλλά και η Ρωσία

Ενώ η Κίνα αναφέρεται επανειλημμένα ως η «ανησυχητική πρόκληση» της Αμερικής, η συνεχιζόμενη σύγκρουση στην Ουκρανία είναι ίσως το πιο οξύ παράδειγμα μιας μεταβαλλόμενης ισορροπίας στην παγκόσμια ισχύ.

Παρά τον συνδυασμένο πληθυσμό, το ΑΕΠ και ένα στρατιωτικό προϋπολογισμό πολλές φορές μεγαλύτερο από αυτόν της Ρωσίας, η συλλογική Δύση είναι ανίκανη να ισοφαρίσει τη ρωσική παραγωγή ακόμη και σχετικά απλών πυρομαχικών όπως βλήματα πυροβολικού, πόσο μάλλον πιο περίπλοκων συστημάτων όπως τανκς, αεροσκαφών και πυραύλων ακριβείας.

Ενώ οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους φαίνεται να έχουν κάθε δυνατό πλεονέκτημα έναντι της Ρωσίας στα χαρτιά, η συλλογική Δύση έχει οργανωθεί ως κοινωνία με κινητήρια δύναμη τα κέρδη και όχι τους συλλογικούς σκοπούς.

Στη Ρωσία, η αμυντική βιομηχανία υπάρχει για να εξυπηρετεί την εθνική ασφάλεια. Παρότι αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αυτονόητη σχέση, σε όλη τη συλλογική Δύση, η αμυντική βιομηχανία, όπως κι όλες οι άλλες βιομηχανίες στη Δύση, υπάρχει αποκλειστικά για τη μεγιστοποίηση των κερδών.

Για την καλύτερη εξυπηρέτηση της εθνικής ασφάλειας, η αμυντική βιομηχανία απαιτείται να διατηρεί σημαντική ικανότητα αύξησης της παραγωγής σε επείγουσες καταστάσεις –δηλαδή πρόσθετο, μη μόνιμα χρησιμοποιούμενο εργοστασιακό χώρο, μηχανήματα και εργατικό δυναμικό σε κατάσταση αναμονής για όταν απαιτηθούν μεγάλες αυξήσεις της παραγωγής σε σχετικά σύντομες χρονικές περιόδους. Σε όλη τη Δύση, προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη, η εφεδρική παραγωγική ικανότητα έχει περικοπεί ανελέητα, καθώς κρίνεται οικονομικά αναποτελεσματική. Υπάρχουν μόνο σπάνιες εξαιρέσεις, όπως η παραγωγή βλημάτων πυροβολικού 155 mm των ΗΠΑ.

Ενώ η αμυντική βιομηχανία της Δύσης παραμένει η πιο κερδοφόρα στη Γη, η ικανότητά της να παράγει όπλα και πυρομαχικά στις ποσότητες και την ποιότητα που απαιτούνται για μεγάλης κλίμακας σύγκρουση διακυβεύεται σαφώς από τη μεγιστοποίηση των κερδών της.

Το αποτέλεσμα είναι εμφανές σήμερα καθώς η Δύση αγκομαχά να επεκτείνει την παραγωγή όπλων και πυρομαχικών για τους Ουκρανούς πληρεξούσιούς της.

Η έκθεση για τη Βιομηχανική Στρατηγική Εθνικής Άμυνας σημειώνει:

Πριν από την εισβολή, οι προμήθειες όπλων για ορισμένα από τα συστήματα σε ζήτηση καθοδηγούνταν από τις ετήσιες απαιτήσεις εκπαίδευσης και τις συνεχιζόμενες επιχειρήσεις μάχης. Αυτή η μέτρια ζήτηση, μαζί με την τρέχουσα  συμπεριφορά της αγοράς, ώθησαν τις εταιρείες να αποεπενδύσουν το πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό λόγω κόστους. Αυτό σημαίνει ότι οποιεσδήποτε αυξημένες απαιτήσεις παραγωγής θα απαιτούσαν αύξηση του εργατικού δυναμικού στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις -κοινώς αποκαλούμενο ως «εφεδρικό» δυναμικό. Τα παραπάνω, με τη σειρά τους, περιορίστηκαν περαιτέρω από παρόμοιες εκτιμήσεις των άμεσων εσόδων από τον περιορισμό του εργατικού δυναμικού, των εγκαταστάσεων και της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Τα κόστη είναι σίγουρα ένα ζήτημα που λαμβάνεται υπόψη σε οποιαδήποτε αμυντική βιομηχανία, αλλά τα κόστη δεν μπορεί να είναι το κύριο μέλημα.

Κεντρική μονάδα της αμυντικής βιομηχανίας της Ρωσίας είναι η Rostec, μια τεράστια κρατική επιχείρηση υπό την οποία οργανώνονται εκατοντάδες εταιρείες που σχετίζονται με τις εθνικές βιομηχανικές ανάγκες, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας. Η Rostec είναι κερδοφόρα. Ωστόσο, οι βιομηχανικοί όμιλοι που οργανώνονται στο πλαίσιο της Rostec εξυπηρετούν σκοπούς που σχετίζονται πρώτα και κύρια με τα εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας, είτε πρόκειται για την εθνική υγεία και τις υποδομές ή την ασφάλεια.

Επειδή η αμυντική βιομηχανία της Ρωσίας είναι προσανατολισμένη στο σκοπό, παρήγαγε στρατιωτικό εξοπλισμό επειδή ήταν απαραίτητος, όχι επειδή ήταν κερδοφόρος. Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία διέθετε τεράστια αποθέματα πυρομαχικών και εξοπλισμού εν όψει της Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης  τον Φεβρουάριο του 2022. Επιπλέον, η Ρωσία διατήρησε μεγάλο όγκο εφεδρικού παραγωγικού δυναμικού καθιστώντας δυνατή τα τελευταία δύο χρόνια, τη γρήγορη επέκταση των ρυθμών παραγωγής για τα πάντα, από βλήματα πυροβολικού έως τεθωρακισμένα οχήματα.

Μόνο σχετικά πρόσφατα το αναγνώρισαν αυτό οι δυτικοί αναλυτές.

Οι New York Times, τον Σεπτέμβρη 2023, στο άρθρο τους «Η Ρωσία ξεπερνά τις κυρώσεις για να επεκτείνει την παραγωγή πυραύλων, λένε οι Επίσημοι Αξιωματούχοι», παραδέχεται ότι η ρωσική παραγωγή όπλων -όχι μόνο πυραύλων, αλλά και τεθωρακισμένων οχημάτων και βλημάτων πυροβολικού- έχει ξεπεράσει τα προπολεμικά επίπεδα. Το άρθρο εκτιμά ότι η Ρωσία παράγει τουλάχιστον επτά φορές περισσότερα πυρομαχικά από ό,τι οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους μαζί.

Παρά το γεγονός αυτό, οι δυτικοί αναλυτές υποστηρίζουν τώρα ότι η ρωσική παραγωγή έχει αγγίξει το «ταβάνι» της καθώς έχει φτάσει στα όρια της εφεδρικής της ικανότητας και απαιτούνται νέες εγκαταστάσεις και πηγές πρώτων υλών.

Το Ινστιτούτο των Βασιλικών Ενόπλων Δυνάμεων σε άρθρο του Φεβρουαρίου 2024 με τίτλο «Ρωσικοί Στρατιωτικοί Στόχοι και Ικανότητα στην Ουκρανία έως το 2024», ισχυρίζεται σχετικά με την παραγωγή πυρομαχικών:

… το Ρωσικό Υπουργείο Άμυνας δεν πιστεύει ότι μπορεί να αυξήσει σημαντικά την παραγωγή τα επόμενα χρόνια, εκτός εάν δημιουργηθούν νέα εργοστάσια και γίνουν επενδύσεις στην εξόρυξη πρώτων υλών με ορίζοντα  παράδοσης πέραν των πέντε ετών.

Όμως, επειδή η βιομηχανική βάση της Ρωσίας είναι προσανατολισμένη στο σκοπό και όχι στο κέρδος, κατασκευάζονται ήδη επιπρόσθετες εγκαταστάσεις παρά τη μακροπρόθεσμη οικονομική αναποτελεσματικότητα.

Το χρηματοδοτούμενο από την αμερικανική κυβέρνηση Ράδιο Ελεύθερη Ευρώπη/Ράδιο Ελευθερία, σε άρθρο του Νοεμβρίου 2023 με τίτλο «Δορυφορικές εικόνες υποδηλώνουν ότι η Ρωσία αυξάνει την παραγωγική της ικανότητα για τον πόλεμό της ενάντια στην Ουκρανία», ανέφερε ότι η Ρωσία όχι μόνο επεκτείνει την παραγωγή σε υπάρχουσες εγκαταστάσεις, αλλά ανέπτυξε επίσης νέα εργοστάσια που παράγουν πολεμικά αεροσκάφη, ελικόπτερα μάχης, στρατιωτικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) και κατευθυνόμενα πυρομαχικά.

Οι «Λύσεις» των ΗΠΑ απέχουν πολύ να ανταποκριθούν στις προσδοκίες

Η έκθεση για τη  Βιομηχανική Στρατηγική Εθνικής Άμυνας του 2023 παραθέτει την επέκταση της παραγωγής βλημάτων πυροβολικού των 155 mm ως επίδειξη της ικανότητας της αμερικανικής Αμυντικής Βιομηχανικής Βάσης για «γρήγορη κλιμάκωση»:

Σε απάντηση, το Υπουργείο Άμυνας επένδυσε στην επέκταση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων παραγωγής στο Σκράντον της Πενσυλβάνια και ξεκίνησε τις προετοιμασίες για μια νέα μονάδα παραγωγής στο Μεσκίτε του Τέξας, προκειμένου να ανταποκριθεί στο σήμα της υψηλότερης ζήτησης. Εκτός από αυτές τις επενδύσεις που έγιναν τον Δεκέμβριο του 2022, ο στρατός των ΗΠΑ ανέθεσε, τον Σεπτέμβριο του 2023, συμβόλαια αξίας 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να πετύχει τον στόχο της παράδοσης περισσότερων από 80.000 βλημάτων το μήνα μέχρι το τέλος του Οικονομικού Έτους 2025.

Ωστόσο, αυτό ήταν δυνατό μόνο επειδή ο στρατός των ΗΠΑ είναι ο ιδιοκτήτης των εγκαταστάσεων παραγωγής βλημάτων πυροβολικού. Οι αυξημένοι ρυθμοί παραγωγής οβίδων κατέστησαν δυνατοί λόγω του υπάρχοντος εφεδρικού παραγωγικού δυναμικού που είχε δημιουργηθεί σκόπιμα από τον αμερικανικό στρατό χρόνια πριν από την έναρξη της Ρωσικής Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης. Αυτή η προνοητικότητα στον σχεδιασμό, δυστυχώς για τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι μια σπάνια εξαίρεση στον κανόνα και δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπόλοιπη αμερικανική και ευρωπαϊκή παραγωγή όπλων.

Οι πολιτικές της Δύσης με γνώμονα το κέρδος έχουν δημιουργήσει προβλήματα στην αμερικανική Αμυντική Βιομηχανική Βάση σε όλο το μήκος των γραμμών παραγωγής όπλων και πυρομαχικών. Το πρόβλημα περιλαμβάνει τις δεκαετίες της αμερικανικής εξωχώριας παραγωγής για τη μεγιστοποίηση των κερδών, εκμεταλλευόμενη το φθηνότερο εργατικό δυναμικό στο εξωτερικό. Πολλές πρώτες ύλες και εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται σήμερα σε όλη την Αμυντική Βιομηχανική Βάση των ΗΠΑ προέρχονται από το εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων των «αντίπαλων» εθνών.

Η έκθεση για τη Βιομηχανική Στρατηγική Εθνικής Άμυνας θρηνεί:

Κατά την τελευταία δεκαετία, το Υπουργείο Άμυνας αγωνίστηκε να περιορίσει τις προμήθειες από αντιπάλους και να βελτιώσει την ακεραιότητα των αμυντικών αλυσίδων εφοδιασμού. Παρά τις προσπάθειες αυτές, η εξάρτηση από αντίπαλες πηγές εφοδιασμού έχει αυξηθεί. Το Υπουργείο Άμυνας εξακολουθεί να στερείται μιας ολοκληρωμένης προσπάθειας για τον μετριασμό των κινδύνων στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Οι πολιτικές με κριτήριο τα κέρδη έχουν επίσης πλήξει το εργατικό δυναμικό. Δεκαετίες υπεράκτιας μεταφοράς της αμερικανικής μεταποίησης οδήγησαν τις ΗΠΑ σε μια οικονομία βασισμένη κυρίως στις υπηρεσίες. Αυτό αντικατοπτρίστηκε και σε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα, όπου οι τεχνικές επαγγελματικές δεξιότητες όχι μόνο παραμελήθηκαν, αλλά και στιγματίστηκαν.

Η έκθεση για τη Βιομηχανική Στρατηγική Εθνικής Άμυνας εξηγεί ότι:

Η αγορά εργασίας στερείται τον απαιτούμενο αριθμό ειδικευμένων εργατών για να καλύψει τη ζήτηση της αμυντικής παραγωγής, εισάγοντας παράλληλα την καινοτομία σε όλα τα επίπεδα. Αυτό το έλλειμμα επιδεινώνεται καθώς οι baby boomers (ΣτΜ: όσοι γεννήθηκαν μεταξύ 1946 και 1964) συνταξιοδοτούνται και οι νεότερες γενιές δείχνουν λιγότερο ενδιαφέρον για σταδιοδρομία στη βιομηχανία και τα τεχνικά επαγγέλματα.

Πέρα από αυτό το πρόβλημα, οι πολιτικές με κριτήριο το κέρδος έχουν καταστήσει την εκπαίδευση στις Ηνωμένες Πολιτείες απρόσιτη. Η επιθυμία για κέρδος από την παροχή εκπαίδευσης έχει σφετεριστεί τον πραγματικό σκοπό της παροχής εκπαίδευσης – τη δημιουργία του ανθρώπινου δυναμικού  που απαιτείται για τις δραστηριότητες μιας λειτουργικής, ευημερούσας κοινωνίας. Τα πτυχία και τα προγράμματα κατάρτισης στις Ηνωμένες Πολιτείες απαιτούν δάνεια που μπορεί να χρειαστεί μια ζωή για να αποπληρωθούν.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η έλλειψη ενδιαφέροντος για ειδικευμένο εργατικό δυναμικό και η έλλειψη πρόσβασης στην εκπαίδευση έχει οδηγήσει σε ένα παρεκκλίνον εργατικό δυναμικό σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Για παράδειγμα στις ΗΠΑ, ο αριθμός των αποφοίτων STEM (επιστήμη, τεχνολογία, μηχανική και μαθηματικά) είναι συγκρίσιμος με τη Ρωσία, παρόλο που ο πληθυσμός της Ρωσίας είναι μικρότερος από το ήμισυ του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ. Το 2016 υπήρχαν 568.000 απόφοιτοι STEM στις ΗΠΑ έναντι 561.000 στη Ρωσία, σύμφωνα με το περιοδικό Forbes. Η Κίνα παρήγαγε πάνω από 4,7 εκατομμύρια πτυχιούχους την ίδια χρονιά.

Τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη των ΗΠΑ συνολικά έχουν δημιουργήσει μια παρεκκλίνουσα κοινωνία και μια αντίστοιχα παρεκκλίνουσα Αμυντική Βιομηχανική Βάση που αγκομαχά να ισοφαρίσει με εκείνη των μικρότερων εθνών, όσον αφορά στον πληθυσμό και το ΑΕΠ τους. Αλλά ακόμα κι αν οι ΗΠΑ όντως αντιμετωπίσουν αυτά τα θεμελιώδη προβλήματα, παραμένει γεγονός ότι η Κίνα μόνη της, χωρίς καμία αναφορά στην ομάδα των BRICS της οποίας είναι μέρος, έχει και σταθερά θεμελιώδη μεγέθη και απλά διαθέτει μεγαλύτερο πληθυσμό, οικονομία και βιομηχανική βάση.

Η υπόθεση στην οποία βασίζεται η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν είναι ρεαλιστική. Τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομικής ισχύος των ΗΠΑ είναι μοιραία ελαττωματικά.

Η ίδια η ιδέα ότι οι ΗΠΑ μπορούν να διατηρήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι του υπόλοιπου κόσμου είναι ρεαλιστική μόνο εάν ο υπόλοιπος κόσμος υποφέρει από σημαντική εσωτερική ή/και περιφερειακή αστάθεια.

Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που, επί δεκαετίες, οι ΗΠΑ έχουν επενδύσει τόσο πολύ στις πολιτικές παρεμβάσεις, στην πολιτική διαφθορά, ακόμη και σε περιφερειακές συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, η απόσταση μεταξύ των ΗΠΑ και του υπόλοιπου κόσμου όσον αφορά στην οικονομική ισχύ, τη βιομηχανική δύναμη και τον στρατό μπορεί να μειώνεται ταχύτερα από την ικανότητα των ΗΠΑ να τους επιβάλλουν τη «διεθνή τάξη» τους.

Η επανακάμπτουσα Ρωσία, μόνη της, έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ όσον αφορά στη στρατιωτική βιομηχανική παραγωγή. Η Κίνα ξεπερνά τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ένα πολύ ευρύτερο πλήθος μετρήσεων. Όσο οι ΗΠΑ επιδιώκουν μη βιώσιμες πολιτικές που βασίζονται πάνω σε μια μη ρεαλιστική υπόθεση, όχι μόνο θα διαπιστώσουν ότι ξεπεράστηκαν από έναν αυξανόμενο αριθμό εθνών, αλλά θα βρεθούν επίσης απομονωμένες και ασταθείς.

Η διαφορά μεταξύ των εθνών που οι ΗΠΑ αποκαλούν «αντίπαλους» και των ίδιων των ΗΠΑ, είναι η διαφορά μεταξύ ενός αγρότη που καλλιεργεί τη γη του με βιώσιμο, συνειδητό και σκόπιμο τρόπο και ενός αρπακτικού που καταναλώνει ασυνείδητα τα πάντα στο πέρασμά του μέχρι να μην μείνει τίποτα για να καταναλώσει, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την ίδια του την αυτοσυντήρηση.

Κάποια στιγμή από τώρα κι έπειτα, πιο ορθολογικοί κύκλοι συμφερόντων μπορεί να εκτοπίσουν αυτούς που οδηγούν σήμερα την οικονομική και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και να τις μετατρέψουν σε ένα έθνος που θα επιδιώκει εξουσία ανάλογη των μέσων του και που θα επενδύει στη συνεργασία με τα άλλα έθνη του κόσμου, αντί να προσπαθεί να τους επιβληθεί.