του Δημήτρη Καζάκη
προέδρου του ΕΠΑΜ
«Οι εκτοξευόμενες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας εκθέτουν τώρα, για διαφορετικούς λόγους, τους περιορισμούς του τρέχοντος σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τη Δευτέρα, μιλώντας στο Στρατηγικό Φόρουμ του Bled στη Σλοβενία. «[Η αγορά] αναπτύχθηκε κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες και για εντελώς διαφορετικούς σκοπούς. Δεν είναι πλέον κατάλληλη για τον σκοπό… Γι’ αυτό εμείς, η Επιτροπή, εργαζόμαστε τώρα για μια επείγουσα παρέμβαση και μια διαρθρωτική μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που πραγματικά λειτουργεί και μας επαναφέρει σε ισορροπία.»
Δεν είναι η πρώτη φορά που η κ. Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ομολογεί ευθαρσώς την αποτυχία της ενιαίας αγοράς ενέργειας της ΕΕ. Το μοντέλο αυτό στηρίχθηκε αφενός στην ευρεία ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας και αφετέρου στην χρηματιστικοποίηση της τιμής χονδρικής.
Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, όλοι οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας – από ορυκτά καύσιμα μέχρι αιολική και ηλιακή ενέργεια – υποβάλλουν προσφορές στην αγορά και προσφέρουν ενέργεια ανάλογα με το κόστος παραγωγής τους. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι ιδιώτες πάροχοι βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα για να καλύψουν όλες τις ενεργειακές τους ανάγκες, η τελική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας συχνά καθορίζεται από την τιμή του φυσικού αερίου.
Έτσι με την εκτόξευση της τιμής του φυσικού αερίου, οι λογαριασμοί ηλεκτρικής ενέργειας αναπόφευκτα αυξάνονται.
Η κερδοσκοπία είναι εγγενές μέρος της χρηματιστικής αγοράς ενέργειας της Ευρώπης. Το σύστημα είναι σήμερα απελευθερωμένο και ανταποκρίνεται στη θεμελιώδη δυναμική της προσφοράς και της ζήτησης, όπως αυτή διαμορφώνεται από τους κερδοσκόπους. Κατά τους χειρότερους μήνες της πανδημίας, όταν η οικονομική δραστηριότητα ουσιαστικά σταμάτησε, οι μελλοντικές τιμές του φυσικού αερίου στο TTF έπεσαν κάτω από τα 10 ευρώ ανά μεγαβατώρα, οδηγώντας τους παραγωγούς σε τεράστιες απώλειες.
Σήμερα κινείται γύρω στα 300 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Ωστόσο, η καταστολή της οικονομίας με πρόφαση την πανδημία έδωσε την ευκαιρία στους κερδοσκόπους να προαγοράσουν συμβόλαια φυσικού αερίου και ενέργειας με σκοπό να κερδίσουν από την εκτίναξη των τιμών, μόλις «ανοίξει» η οικονομία. Το 2021 οι ποσότητες φυσικού αερίου και ενέργειας που διαπραγματεύονται οι αγορές σε μελλοντικά συμβόλαια, έφτασαν να είναι σχεδόν διπλάσιες από τις αναγκαίες ποσότητες προς κατανάλωση (Churn rate).
Η αγορά προχώρησε σταδιακά σε βραχυπρόθεσμες συμβάσεις με βάση τις οικονομικές τάσεις σε πραγματικό χρόνο. Η αλλαγή αυτή άφησε την Ευρώπη τελείως εκτεθειμένη στην αστάθεια των τιμών: καθώς αυξανόταν η πλασματική ζήτηση για φυσικό αέριο, αυξάνονταν και οι λογαριασμοί.
Η κερδοσκοπία εκτινάχθηκε όταν οι ΗΠΑ και η ΕΕ επέβαλαν κυρώσεις – παράνομα με βάση το ισχύον διεθνές δίκαιο – εναντίον της Ρωσίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Ουγγαρία, η οποία αρνήθηκε να ακολουθήσει την ΕΕ στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας όσο αφορά το φυσικό αέριο, σήμερα έχει από τα χαμηλότερα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.
Το ερώτημα λοιπόν είναι τι κάνουμε; Οι κυβερνήσεις της ΕΕ μιλούν για περικοπές στην κατανάλωση της ενέργειας, επιδοτήσεις τιμών, πλαφόν στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, μείωση φορολογίας, απεξάρτηση του δείκτη τιμών χονδρικής ηλεκτρικού ρεύματος από τον δείκτη τιμών φυσικού αερίου.
Όμως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα έχει αποτέλεσμα. Ειδικά όσο η Δύση εντείνει τον οικονομικό της πόλεμο εναντίον της Ρωσίας και επιχειρεί να χρεοκοπήσει όσες χώρες δεν υποτάσσονται σ’ αυτήν κατά το πρότυπο της Ελλάδας.
Οι συνθήκες είναι ιδανικές για ενίσχυση των καρτέλ ενέργειας και ασύδοτης χρηματιστικής κερδοσκοπίας.
Παρεμπιπτόντως, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν σήμερα δεν είναι πρωτοφανές. Αντίθετα, έτσι λειτουργούσε η αγορά ενέργειας έως και 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν ασταθή δίκτυα παροχής, ενεργειακή ένδεια, απρόσιτες τιμές για τα φτωχά νοικοκυριά, κερδοσκοπία και εκβιασμοί προς καταναλωτές και κυβερνήσεις.
Πώς απάντησαν οι περισσότερες κυβερνήσεις μετά τον πόλεμο; Με το να χαρακτηρίσουν ως «φυσικό μονοπώλιο» την παραγωγή και παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και να την περάσουν υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους. Με κρατικές τις δομές παραγωγής και παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, η Ευρώπη μπόρεσε να ανασυγκροτήσει τη βιομηχανία της μετά τον πόλεμο σε χρόνο ρεκόρ, να εξηλεκτριστούν ακόμη και οι πιο καθυστερημένες χώρες της. Την ίδια ώρα που εξασφάλιζαν χαμηλά συγκριτικά τιμολόγια για τα νοικοκυριά και κυρίως τα πιο φτωχά.
Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα. Η ηλεκτροπαραγωγή στη χώρα μας μετά τον πόλεμο ελεγχόταν από 300 περίπου ιδιωτικές ηλεκτρικές εταιρείες. Το αποτέλεσμα ήταν αστάθεια δικτύου, μονοπωλιακά υψηλές τιμές διάθεσης, μόνιμες ημερήσιες διακοπές στην παροχή ρεύματος και το μεγαλύτερο μέρος της χώρας εκτός ηλεκτρικού δικτύου.
Τα προβλήματα αυτά λύθηκαν με τη δημιουργία της ΔΕΗ, η οποία όχι μόνο εξηλέκτρισε ολόκληρη τη χώρα, όχι μόνο έκανε προσιτά τα τιμολόγια σ’ όλα τα νοικοκυριά με την πολιτική του ενιαίου εθνικού τιμολογίου, όχι μόνο δημιούργησε ενεργειακή αυτάρκεια με την αξιοποίηση του λιγνίτη και των υδροηλεκτρικών, αλλά συντέλεσε καθοριστικά στην αγροτική και βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδας μεταπολεμικά.
Η ΔΕΗ ως κρατικό μονοπώλιο στα χειρότερά της, ούτε καν πλησιάζει τα χάλια που βλέπουμε σήμερα. Ως ενιαία και αδιαίρετη επιχείρηση κοινής ωφέλειας απασχολούσε έως και 37 χιλιάδες προσωπικό, με κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας έως και 50% χαμηλότερο από σήμερα, χωρίς ελλείμματα και τρομακτικά κόστη κεφαλαίου, που της φόρτωσαν οι πολιτικές ιδιωτικοποίησης από την εποχή του Σημίτη έως σήμερα.
Γιατί λοιπόν να μην επανέλθουμε σ’ αυτό το πετυχημένο μοντέλο κρατικά ελεγχόμενης ηλεκτροπαραγωγής και διάθεσης, όπου η τιμή θα διαμορφώνεται εκτός χρηματιστηρίου ενέργειας και με βάση τα εθνικά κόστη παραγωγής μιας ενιαίας και αδιαίρετης ΔΕΗ ως κρατικό μονοπώλιο κοινής ωφέλειας;
Γιατί θα πρέπει να μηρυκάζουμε προς το χειρότερο κάθε φορά τα πιο παρωχημένα και αποτυχημένα μοντέλα ιδιωτικής διαχείρισης και παροχής τόσο στρατηγικών δημόσιων αγαθών όπως η ενέργεια και ηλεκτρισμός;
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πέννα, τεύχος Σεπτεμβρίου 2022.
Αφήστε ένα σχόλιο