του Eric Angerer*
Εισαγωγή για την Ξαστεριά: Hans Drager
Είχα μόλις μεταφράσει το παρακάτω άρθρο για το ιστορικό της σύγκρουσης στην Ουκρανία και το είχα προετοιμάσει για δημοσίευση, όταν αντιλήφθηκα μια άλλη περίπτωση λογοκρισίας μέσω μιας αναφοράς στη διαδικτυακή ειδησεογραφική πλατφόρμα Russia Today, η οποία έχει απαγορευτεί από τις 4 Μαρτίου 2022 από το μη δημοκρατικά εκλεγμένο εκτελεστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την πρόεδρό της, Ursula von der Leyen, κατά κατάφωρη παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου που εγγυάται ο Ευρωπαϊκός Χάρτης (και η οποία ειδησεογραφική πλατφόρμα Russia Today είναι πλέον προσβάσιμη μόνο πρόχειρα): Πρόκειται για την αφαίρεση ή διαγραφή της ταινίας “Ukraine on Fire” του Αμερικανού σκηνοθέτη και παραγωγό Όλιβερ Στόουν, από την αμερικανική πλατφόρμα ανταλλαγής βίντεο και κοινωνικής δικτύωσης You Tube, που ανήκει στην αμερικανική εταιρεία πληροφορικής Google.
“Ukraine on Fire” είναι ένα ντοκιμαντέρ του 2016 σε σκηνοθεσία του Igor Lopatonok. Σε αυτό, ο Όλιβερ Στόουν, ο υπεύθυνος παραγωγής, παίρνει συνεντεύξεις από προσωπικότητες που ανήκουν στο σκηνικό των γεγονότων στην Ουκρανία το 2014, όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ο πρόεδρος της Ουκρανίας από το 2010 έως το 2014. Ο κινηματογραφικός ιστότοπος Internet Movie Database (IMDb) γράφει για το περιεχόμενο του ντοκιμαντέρ:
“Ουκρανία. Η χώρα συνορεύει με τη Ρωσία στα ανατολικά και την Ευρώπη στα δυτικά. Για αιώνες, η Ουκρανία βρισκόταν στο επίκεντρο μιας διελκυστίνδας μεταξύ δυνάμεων που πάλευαν για τον έλεγχο των πλούσιων εδαφών της και την πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα. Η σφαγή στο Μαϊντάν το 2014 πυροδότησε μια αιματηρή εξέγερση που ανέτρεψε τον πρόεδρο Βίκτορ Γιανουκόβιτς και παρουσίασε τη Ρωσία ως ένοχη στα δυτικά μέσα ενημέρωσης. Αλλά ήταν;
“Ukraine on Fire” του Igor Lopatonok προσφέρει μια ιστορική προοπτική για τις βαθιές διαιρέσεις στην περιοχή που οδήγησαν στην Πορτοκαλί Επανάσταση το 2004, στις εξεγέρσεις του 2014 και στη βίαιη ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου Γιανουκόβιτς. Αυτό που παρουσιάστηκε από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης ως λαϊκή επανάσταση, ήταν στην πραγματικότητα ένα πραξικόπημα που ενορχηστρώθηκε από εθνικιστικές ομάδες και το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών“.
Η αιτιολόγηση του You Tube για την αφαίρεση ή διαγραφή της ταινίας: “Αφαιρέσαμε αυτό το βίντεο επειδή παραβιάζει την πολιτική μας για το βίαιο ή γραφικό περιεχόμενο, η οποία απαγορεύει το περιεχόμενο που περιλαμβάνει πλάνα από πτώματα με τεράστιες κακώσεις, όπως κομμένα άκρα…” μπορεί να κριθεί ως υποκριτική μόνο όταν διαβάζεις, από την άλλη πλευρά, ότι η επίσης αμερικανική πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Facebook θα ανέχεται στο εξής τις εκκλήσεις για μίσος και βία κατά των Ρώσων πολιτών.
Μεταξύ άλλων, ο Glenn Greenwald, Αμερικανός δημοσιογράφος, μπλόγκερ και δικηγόρος, καθώς και συνιδρυτής του THE INTERCEPT, ενός διαδικτυακού ειδησεογραφικού ιστότοπου που έγινε γνωστός ιδίως από τη δημοσίευση των αποκαλύψεων του „whistle blower“ (“πληροφοριοδότη”) Edward Snowden σχετικά με τις πρακτικές παρακολούθησης και κατασκοπείας της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών CIA, κοινοποίησε την άποψή του σχετικά με την απομάκρυνση του ντοκιμαντέρ:
“Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι πλατφόρμες που είναι αφιερωμένες στην ελεύθερη έκφραση είναι τόσο σημαντικές – εκτός αν θέλετε ο κόσμος σας και οι πληροφορίες που ακούτε να παρακολουθούνται και να ελέγχονται από στελέχη της Google, κάτι που φαίνεται να ισχύει για πολλούς. Αλλά για όσους δεν το θέλουν αυτό, αυτό είναι ζωτικής σημασίας“.
Ο Όλιβερ Στόουν έκανε τα ακόλουθα σχόλια σχετικά με την κλιμάκωση της έντασης με τη Ρωσία, η οποία οφείλεται κυρίως στην κυβέρνηση Μπάιντεν, με αφορμή την επικείμενη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ τον Φεβρουάριο του 2022: “Βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενός ακόμη μοιραίου λάθους όπως το Βιετνάμ, το Ιράκ, το Αφγανιστάν; Ή μήπως πρόκειται για άλλη μια κρίση πυραύλων της Κούβας, όπως τον Οκτώβριο του 1962, όταν ήταν πρόεδρος ο Τζον Κένεντι; Όλοι μας ανησυχούμε για την κατάσταση στην Ουκρανία – αλλά αν δεν ζείτε εκτός ΗΠΑ, είναι πολύ δύσκολο να καταλάβετε μέσω των δυτικών μέσων ενημέρωσης πόσο έχει κλιμακωθεί η κατάσταση. Οποιαδήποτε ημι-τυχαία σπίθα σε αυτό το σημείο θα μπορούσε να ανατινάξει ολόκληρο το βαρέλι με την πυρίτιδα“.΄
Δεδομένου ότι η ταινία, στα αγγλικά, με αγγλικούς υπότιτλους, περιέχει σημαντικές πληροφορίες για τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης του Μαϊντάν και γενικά για το πραξικόπημα κατά της εκλεγμένης ρωσόφιλης κυβέρνησης του 2014, που χρηματοδοτήθηκε ιδίως από τις ΗΠΑ και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τη συνιστώ ως περαιτέρω υλικό που συμπληρώνει και αντικειμενικοποιεί την κάπως υποκειμενική άποψη του Αυστριακού ιστορικού και συγγραφέα του άρθρου που μετέφρασα.
Η ταινία είναι προσβάσιμη δωρεάν στην καναδική πύλη βίντεο Rumble:
https://rumble.com/vwxxi8-ukraine-on-fire.html
Επίσης στον ιστότοπο του Conservative Treehouse:
https://theconservativetreehouse.com/blog/2022/03/09/google-deletes-oliver-stone-documentary-ukraine-on-fire-western-government-and-nato-afraid-of-truth/#more-229553
Hans Drager
Το Ιστορικό της σύγκρουσης στην Ουκρανία
του Eric Angerer
Δημοσιεύθηκε στην διαδικτυακή εφημερίδα Rubikon στις 26 Φεβρουαρίου 2022
Μετάφραση και υποσημειώσεις: Hans Drager
Για να είναι κανείς θωρακισμένος απέναντι στους υπερβάλλοντες πολιτικούς και τα μέσα ενημέρωσης στην υπηρεσία του ΝΑΤΟ, θα πρέπει να γνωρίζει το ιστορικό της σύγκρουσης στην Ουκρανία.
Τα μέλη των κυβερνήσεων των χωρών του ΝΑΤΟ παρουσιάζουν τον Βλαντιμίρ Πούτιν ως έναν κακό δεσπότη που εισβάλλει σε μια φτωχή γειτονική χώρα από απληστία για εξουσία. Ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών έκανε μάλιστα μια σύγκριση με την εισβολή του Χίτλερ στην Αυστρία το 1938. Στην πραγματικότητα, το ΝΑΤΟ είναι ο επιτιθέμενος εναντίον της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη εδώ και 30 χρόνια. Μετά από μια μακρά αμυντική περίοδο, ο Πούτιν προσπαθεί να περιορίσει, τουλάχιστον κάπως, την αυξανόμενη περικύκλωση και παρενόχληση της Ρωσίας. Στην Ουκρανία, εδώ και δύο δεκαετίες, η κοινωνική και πολιτική κρίση στη χώρα αναμειγνύεται με μια εθνική σύγκρουση και μια γεωπολιτική αντιπαράθεση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας.
Η Ουκρανία έχει περίπου 44 εκατομμύρια κατοίκους και, με έκταση περίπου 600.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είναι περίπου επτά φορές μεγαλύτερη από την Αυστρία ή σχεδόν διπλάσια από τη Γερμανία. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της, το έδαφος της σημερινής Ουκρανίας δεν ήταν κράτος, αλλά σφαίρα επιρροής της Πολωνίας, της Ρωσίας, των Τατάρων ή των Οθωμανών.
Για πολλούς αιώνες, η Ουκρανία ήταν εθνικώς πολύ μικτή. Η μεγαλύτερη ομάδα ήταν ο σλαβικός πληθυσμός, ο οποίος δεν είχε ακόμη διαφοροποιηθεί περαιτέρω. Επιπλέον, υπήρχαν μεγάλες μειονότητες Τατάρων, Γερμανών, Εβραίων και Πολωνών.[1]
Μέχρι τον 19ο αιώνα, στον σλαβικό πληθυσμό επικρατούσε η ταυτότητα του “Μικρού Ρώσου”, η οποία ταυτότητα υπέθετε ότι υπήρχε ένας “τριαδικός ρωσικός λαός”, αποτελούμενος από Μεγάλους Ρώσους, Λευκούς Ρώσους και Μικρούς Ρώσους. Υπήρχε, βέβαια, μια σαφής μεγαλορωσική κυριαρχία. Μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε η διαδικασία οικοδόμησης ενός ουκρανικού έθνους, ξεκινώντας από την αυστριακή δυτική Ουκρανία, όπου ενθαρρύνθηκε από τις αρχές στα εδάφη του Αψβουργικού στέμματος της Γαλικίας και της Μπουκοβίνας – ως αντίβαρο όχι μόνο στον ρωσικό πανσλαβισμό, αλλά και στον ισχυρό πολωνικό εθνικισμό στη Γαλικία.
Ουκρανική Σοβιετική Δημοκρατία
Με τη νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, διακηρύχθηκε το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση – σύμφωνα με την ιδέα του Βλαντιμίρ Λένιν. Οι Κεντρικές Δυνάμεις, δηλαδή η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία, προσπάθησαν μεταξύ άλλων να χρησιμοποιήσουν την κατάρρευση του τσαρικού στρατού για να επεκταθούν στην Ουκρανία. Ως αποτέλεσμα αυτού και της αναταραχής του εμφυλίου πολέμου που υποκίνησαν οι αντιδραστικές δυνάμεις και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εναντίον της σοβιετικής εξουσίας, στην Ουκρανία δημιουργήθηκαν σύντομες αντισοβιετικές και φιλοσοβιετικές κρατικές δομές. Τελικά, η περιοχή μοιράστηκε μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης, στην οποία περιήλθε το μεγαλύτερο μέρος της, καθώς και μεταξύ της Πολωνίας, της Τσεχοσλοβακικής Δημοκρατίας και της Ρουμανίας.
Τα σύνορα της Ουκρανικής Σοβιετικής Δημοκρατίας καθορίστηκαν από πολιτικές σκοπιμότητες της σοβιετικής ηγεσίας, με τέτοιο τρόπο ώστε οι περιοχές της νότιας Ουκρανίας και του Ντονμπάς με ρωσικό στοιχείο να προσαρτηθούν στην Ουκρανία. Οι γραφειοκρατικές και κατασταλτικές πολιτικές του σταλινισμού οδήγησαν επανειλημμένα σε λιμό, ιδίως στην Ουκρανία. Οι εξεγέρσεις στις αγροτικές ουκρανικές περιοχές όχι μόνο καταπνίγηκαν αλλά και αντιμετωπίστηκαν με ρωσοποίηση, η οποία είχε ιδιαίτερα ισχυρό αντίκτυπο στις μεγαλύτερες πόλεις, όπου η ουκρανική ταυτότητα ήταν ούτως ή άλλως ασθενέστερη. Οι Ουκρανοί ήταν εξίσου μειονεκτούντες στην ΕΣΣΔ, τη Ρουμανία και ιδιαίτερα στην Πολωνία. Αυτό οδήγησε τον Αδόλφο Χίτλερ να υποστηρίξει και να εργαλειοποιήσει το ουκρανικό εθνικό κίνημα στα τέλη της δεκαετίας του 1930.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε αρχικά μια σύντομη επέκταση για την Ουκρανική Σοβιετική Δημοκρατία, επειδή με το Σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν, η ανατολική Πολωνία, η οποία κατοικείτο σε μεγάλο βαθμό από Ουκρανούς, έγινε μέρος της Σοβιετικής Ένωσης το φθινόπωρο του 1939. Ωστόσο, την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο του 1941 ακολούθησαν περίπου τρία χρόνια ναζιστικής κατοχής, η οποία κόστισε τη ζωή σε περίπου 6,5 εκατομμύρια ανθρώπους στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων 800.000 Εβραίων. Οι αιτίες δεν ήταν μόνο οι σφαγές, αλλά και η βάναυση καταναγκαστική εργασία αλλά και η πείνα που προκάλεσαν οι κατακτητές. Η καταστροφή ήταν τόσο μεγάλη που περίπου 10 εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν άστεγοι το 1945.
Όπως παντού στη Σοβιετική Ένωση, στην Ουκρανία αναπτύχθηκε μια έντονη φιλοσοβιετική αντάρτικη δραστηριότητα κατά της ναζιστικής κατοχής. Ταυτόχρονα, υπήρξε επίσης σημαντική συνεργασία με τους κατακτητές, ιδίως στη δυτική Ουκρανία. Ουκρανοί βοηθητικοί στρατιώτες χρησιμοποιήθηκαν από τα SS ως φρουροί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (KZ) και σε μαζικές δολοφονίες κομμουνιστών, Εβραίων και Πολωνών. Οι δεξιές, εθνικιστικές ενώσεις της Οργάνωσης Ουκρανών Εθνικιστών (OUN) γύρω από τον Στεπάν Μπαντέρα, στον οποίο οι Ουκρανοί ακροδεξιοί εξτρεμιστές αρέσκονται να αναφέρονται ακόμη και σήμερα, έπαιξαν έναν ρόλο παρόμοιο με αυτόν των Τσέτνικ στη Γιουγκοσλαβία ή του ΕΔΕΣ στην Ελλάδα: αρχικά αρκετά αντίθετοι με τους ναζιστές κατακτητές, ο αντικομμουνισμός τους τελικά τους οδήγησε σε μια κυρίαρχη συνεργασία με τη Βέρμαχτ και τα SS. Και τότε, την άνοιξη του 1943, σχηματίστηκε η ουκρανική μεραρχία Waffen SS “Γαλικία”, κυρίως από δυνάμεις της OUN, η οποία στην κορύφωσή της είχε περισσότερους από 20.000 στρατιώτες.
Ακόμα και μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι δυνάμεις της OUN, με τη βοήθεια των βρετανικών και αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, προσπάθησαν να συνεχίσουν τον ανταρτοπόλεμο στη δυτική Ουκρανία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Συνολικά, ωστόσο, η Ουκρανική Σοβιετική Δημοκρατία άρχισε να σταθεροποιείται από το 1945 και μετά. Η επέκταση της Σοβιετικής Ένωσης προς τα δυτικά επέφερε εδαφική επέκταση για τη συνιστώσα αυτή δημοκρατία, δηλαδή με τις περιοχές που ανήκαν προηγουμένως στην Πολωνία, την Τσεχία και τη Ρουμανία, και στη συνέχεια με την Κριμαία, η οποία δόθηκε στην Ουκρανία από τον Νικήτα Χρουστσόφ το 1954. Επιπλέον, υπήρξε εθνική ενοποίηση, επειδή οι εβραϊκές, γερμανικές, πολωνικές και ταταρικές μειονότητες είχαν σε μεγάλο βαθμό σκοτωθεί ή εκδιωχθεί.
Μέχρι τη δεκαετία του 1970, ο γραφειοκρατικός σχεδιασμός έφερε οικονομική ανάκαμψη και περαιτέρω εκβιομηχάνιση, η οποία ενίσχυσε περαιτέρω τη ρωσική ταυτότητα που ήταν ήδη διαδεδομένη στην ανατολική Ουκρανία. Η στασιμότητα του αυταρχικού μοντέλου σχεδιασμού τη δεκαετία του 1980 είχε επίσης αντίστοιχες συνέπειες για την ουκρανική οικονομία και οδήγησε σε απογοήτευση από τον υποτιθέμενο “σοσιαλισμό”. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και η κρατική υπόσταση της Ουκρανίας.
Μεταξύ της Ρωσίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)
Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ουκρανία άρχισε να παρακμάζει οικονομικά. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) μειώθηκε κατά 60% μεταξύ 1991 και 1995 και ο πληθυσμός μειώθηκε κατά έξι εκατομμύρια άτομα μεταξύ 1991 και 2014. Μεταξύ του 2000 και του 2007, υπήρξε στη συνέχεια μια κάποια ανάκαμψη, αλλά η Ουκρανία επλήγη ιδιαίτερα από την κρίση από το 2008 και μετά και στη συνέχεια εξαρτήθηκε από τη βοήθεια της Ρωσίας και της ΕΕ.
Για δέκα χρόνια, από το 1994 έως το 2004, κυβερνούσε τη χώρα ο φιλορώσος Λεονίντ Κούτσμα. Η διαμάχη για τη διαδοχή του οδήγησε στη λεγόμενη Πορτοκαλί Επανάσταση, στην οποία οι δυτικές μυστικές υπηρεσίες και οι ΜΚΟ είχαν ήδη ισχυρό ρόλο. Οι εθνικιστικές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις γύρω από τον Βίκτορ Γιούσενκο και τη Γιούλια Τιμοσένκο ήρθαν στην εξουσία, αλλά ήταν διχασμένες μεταξύ τους και εξαιρετικά διεφθαρμένες. Όταν οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης προστέθηκαν σε αυτό το μείγμα, ο φιλορώσος Βίκτορ Γιανουκόβιτς κέρδισε τις εκλογές το 2010.
Ωστόσο, η δεκαετία του 1990 ήταν μια καταστροφή και για τη Ρωσία. Υπό τον Μπόρις Γέλτσιν, τα χρόνια από το 1991 έως το 1999 έγιναν διεφθαρμένες ιδιωτικοποιήσεις, πλήρης συνθηκολόγηση με τη Δύση και παρακμή της οικονομίας. Ως αποτέλεσμα, το ΝΑΤΟ μπόρεσε να επεκταθεί στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία, την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής. Αλλά με την ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν το 2000, τα πράγματα άλλαξαν και πάλι σε κάποιο βαθμό: Υπήρξε σημαντική οικονομική ανάκαμψη- σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μεταξύ των ετών 2000 και 2010, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 97%, η βιομηχανία κατά 47% και οι μισθοί κατά 142%. Οι ολιγάρχες ήταν σε θέση να συνεχίσουν να αποκομίζουν παχυλά κέρδη υποτασσόμενοι στην κυβερνητική πολιτική, αλλά υπόκειντο σε έναν ορισμένο κρατικό-αυταρχικό έλεγχο. Και ο Πούτιν έδειξε και πάλι μεγαλύτερη δύναμη στην εξωτερική και στρατιωτική πολιτική. Η Ρωσία πρόβαλε και πάλι μια ορισμένη αντίσταση στη δυτική ιμπεριαλιστική επέκταση· στο Ιράν, τη Γεωργία, τη Συρία και την Ουκρανία.
Η Ουκρανία είναι μια χώρα με πολλούς εξορυκτικούς πόρους, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων μετάλλων και άνθρακα. Η βαριά βιομηχανία κυριαρχεί στα ανατολικά της χώρας, ενώ η γεωργία στα δυτικά. Το ουκρανικό έδαφος είναι εξαιρετικά εύφορο. Έξι έως δέκα ολιγάρχες -όπως ο Alexander Yaroslavsky ή ο Dimitriy Firtash- κατέχουν de facto τα πάντα, από διάφορες εταιρίες μέχρι τηλεοπτικούς σταθμούς, λεηλατούν τη χώρα και έχουν μεγάλη πολιτική επιρροή. Υπάρχει ένας ανοιχτά διεφθαρμένος γκανγκστερικός καπιταλισμός στην Ουκρανία. Η χρόνια οικονομική κρίση έχει επίσης επιδεινωθεί από την κατάρρευση του νομίσματος, τη φυγή κεφαλαίων και το τεράστιο εμπορικό και δημοσιονομικό έλλειμμα. Μόνο μεταξύ 2010 και 2012, ο αριθμός των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 600.000 (κυρίως μικρές επιχειρήσεις) και η τάση αυτή συνεχίστηκε το 2013.
Η οικονομική κρίση οδήγησε σε κοινωνική κρίση. Περίπου το 90 τοις εκατό του πληθυσμού ζούσε σε συνθήκες φτώχειας, το μέσο εισόδημα είναι περίπου 200 ευρώ και δεν υπάρχει πλέον σχεδόν καμία κρατική ιατροφαρμακευτική ασφάλιση. Το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες ήταν 63 έτη το 2013.
Πέντε εκατομμύρια Ουκρανοί, κυρίως από τα δυτικά της χώρας, ζουν στο εξωτερικό ως μετανάστες, ως εργαζόμενοι κάθε είδους και συχνά ως πόρνες – όχι μόνο στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αλλά οι συχνά ξανθές Ουκρανές είναι επίσης πολύ δημοφιλείς στη Νότια Ευρώπη, την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή. Οι μετανάστες έστελναν στην Ουκρανία το 2013 συνολικά 9,3 δισεκατομμύρια ευρώ και ως εκ τούτου αποτελούσαν ουσιαστική πηγή συναλλάγματος.
Αν και είναι από μόνη της μια πλούσια χώρα, αλλά υπό τον έλεγχο της εκμετάλλευσης των ολιγαρχών και της παγκόσμιας αγοράς, η Ουκρανία χρειαζόταν αναπόφευκτα εξωτερική βοήθεια. Σε αυτή την κατάσταση, η ΕΕ επιδίωκε τη σύναψη μιας Συμφωνίας Σύνδεσης, αλλά στη βάση της νεοφιλελεύθερης λογικής της λιτότητας δεν ήθελε να δώσει ούτε ένα δισεκατομμύριο για στήριξη. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για τη μη “ανταγωνιστική” βιομηχανία στην ανατολική Ουκρανία, ο Γιανουκόβιτς αρνήθηκε τελικά τη συμφωνία με την ΕΕ τον Νοέμβριο του 2013. Εξάλλου, η Ρωσία είχε προσφέρει βοήθεια 15 δισεκατομμυρίων συν ευνοϊκές τιμές φυσικού αερίου.
Ωστόσο, ούτε η ΕΕ ούτε οι ΗΠΑ/ΝΑΤΟ θέλησαν να δεχτούν αυτή την απόρριψη των επεκτατικών τους φιλοδοξιών. Μέρος των ουκρανών ολιγαρχών υιοθέτησε επίσης φιλοευρωπαϊκή στάση, επειδή ήλπιζε ότι θα οδηγούσε σε ακόμη καλύτερες συμφωνίες εκμετάλλευσης. Και τμήματα του πληθυσμού της Δυτικής Ουκρανίας ήθελαν επίσης να είναι πιο κοντά στην ΕΕ, μεταξύ άλλων για να μπορούν να μεταναστεύουν ευκολότερα σε κράτη της ΕΕ. Και τέλος, η CIA, η BND (Γερμανική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών) και τα ιδρύματα του Αμερικανού κερδοσκόπου Τζορτζ Σόρος είχαν επενδύσει περίπου πέντε δισεκατομμύρια δολάρια κατά τη διάρκεια των ετών στην οικοδόμηση της αντιπολίτευσης: οι ΗΠΑ για παράδειγμα στον Αρσένι Γιατσενιούκ, το γερμανικό CDU ειδικά στον Βιτάλι Κλίτσκο.
Το πραξικόπημα του Μαϊντάν και το νέο καθεστώς
Η κοινωνική δυσαρέσκεια έπαιξε σίγουρα ρόλο στο λεγόμενο κίνημα Euro-Maidan. Μεταξύ των “μεσαίων τάξεων” που διαδήλωσαν με σημαίες της ΕΕ στην πρώτη φάση δεν ήταν μόνο φοιτητές με δυτικό προσανατολισμό, αλλά και πολλοί κατεστραμμένοι μικροεπιχειρηματίες. Έδειξε επίσης πώς ένα αποφασισμένο κίνημα μπορεί να ανατρέψει μια κυβέρνηση.
Αλλά ήταν ένα κίνημα με κυρίαρχα αντιδραστικό χαρακτήρα: Μαζί με τους υποστηρικτές της ΕΕ, τα πληρωμένα ΜΚΟ και άλλα ανδρείκελα του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της Γερμανίας, υπήρχαν και ακραίες εθνικιστικές δυνάμεις, όπως η Τιμοσένκο. Και, τουλάχιστον στη μεταγενέστερη φάση της σύγκρουσης, κυριάρχησαν όλο και πιο ακροδεξιές και ανοιχτά ναζιστικές δυνάμεις, δηλαδή το κόμμα Σβόμποντα γύρω από τον Oleh Tyahnybok και η συμμαχία των κακοποιών του “Δεξιού Τομέα”,[2] δυνάμεις που επικαλέστηκαν την παράδοση του Stepan Bandera και, σε κάποιο βαθμό, ακόμη και των SS. Αργότερα προέκυψε ότι τουλάχιστον 86 κακοποιοί του Δεξιού Τομέα, οργανωμένοι από τον Πολωνό υπουργό Εξωτερικών Radek Sikorski, είχαν εκπαιδευτεί σε μάχες δρόμου και σπιτιών από την πολωνική ειδική αστυνομία το φθινόπωρο του 2013.
Πάντως, η εργατική τάξη δεν ήταν παρούσα ως ανεξάρτητη δύναμη σε αυτήν τη σύγκρουση. Η κυβέρνηση Γιανουκόβιτς ακολουθούσε αντιεργατικές πολιτικές εδώ και χρόνια, βασιζόμενη στους ολιγάρχες Rinat Akhmetov, Andrei Kluyev και Viktor Pinchuk και στη συνεργασία με τη Ρωσία και την κυβέρνηση Πούτιν. Το κίνημα Μαϊντάν υποστηρίχθηκε από τους ολιγάρχες Γιούλια Τιμοσένκο, Γκεόργκι Σούρκις, Ιγκόρ Κολομόισκι και Πέτρο Ποροσένκο, καθώς και από τον δυτικό ιμπεριαλισμό, ενώ ηγούνταν ακροδεξιοί εξτρεμιστές.
Η συμφωνία που μεσολάβησε από τη Γερμανία τον Φεβρουάριο του 2014 για τον σχηματισμό κυβέρνησης ενότητας (Γιανουκόβιτς συν Γιατσένιουκ, Κλίτσκο και Τιαχνίμποκ) παραμερίστηκε από τη σκληρότερη γραμμή των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Γιανουκόβιτς ανατράπηκε τελικά. Ο νέος πρόεδρος Αλεξάντερ Τουρτσίνοφ και η προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Αρσένι Γιατσένιουκ ήρθαν στην εξουσία μέσω οδομαχιών από φασιστικές συμμορίες. Αυτό ήταν ένα καθεστώς ανδρείκελο των ΗΠΑ με φασιστική εμπλοκή. Συγκεκριμένα, οι υπουργοί Εσωτερικών και Άμυνας Arsen Avakov και Andrei Parubi και ο Γενικός Εισαγγελέας Oleh Machnitsky προέρχονταν από τον τομέα του Svoboda, ενώ ο Yuri Odarchenko, ο νεοδιορισθείς κυβερνήτης της Χερσώνας, σε δημόσιο διάγγελμά του αποκάλεσε μάλιστα τον Χίτλερ απελευθερωτή.
Οι κρατικές δομές ήταν αρχικά αναξιόπιστες για τη νέα κυβέρνηση. Ορισμένες αστυνομικές μονάδες που ήταν πιστές στον Γιανουκόβιτς διαλύθηκαν, ενώ οι στρατιώτες μερικές φορές δεν λάμβαναν μισθό για εβδομάδες. Τέλος, συγκροτήθηκε η Εθνική Φρουρά ως αξιόπιστη δύναμη του νέου καθεστώτος, η οποία στρατολογήθηκε κυρίως από τους φασίστες τραμπούκους του Δεξιού Τομέα. Όλοι οι νέοι υπουργοί προέρχονταν από τη Δυτική Ουκρανία ή το Κίεβο και ένα από τα πρώτα σχέδια νόμου προέβλεπε την κατάργηση του νόμου περί γλωσσών που είχε καθιερώσει τα ρωσικά ως δεύτερη επίσημη γλώσσα σε περιφερειακό επίπεδο. Αυτές ήταν σαφείς εξαγγελίες του νέου καθεστώτος προς τα μεγάλα ρωσόφωνα τμήματα του πληθυσμού.
Ταυτόχρονα, άρχισε η ακροδεξιά τρομοκρατία κατά του εργατικού κινήματος. Αμέσως μετά την αλλαγή εξουσίας, τα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας (ΚΚU) και της αριστερής οργάνωσης “Borotba” καταστράφηκαν στο Κίεβο και το Λβιβ και άρχισαν οι επιθέσεις εναντίον των ακτιβιστών τους. Για να μην αφήσει καμία αμφιβολία, το κυβερνών κόμμα Svoboda διοργάνωσε πορεία στο Λβιβ για να γιορτάσει την 71η επέτειο από την ίδρυση της Μεραρχίας SS Galicia.
Από τη μία πλευρά, η πολιτική αυτή οδήγησε σε αντιδράσεις από τον ρωσόφωνο πληθυσμό που κυριαρχεί στην ανατολική και νότια Ουκρανία – συνολικά, σύμφωνα με την Ουκρανική Ακαδημία Επιστημών, το 2011, το 39% στην Ουκρανία μιλούσε κυρίως ρωσικά, το 43% κυρίως ουκρανικά, και οι υπόλοιποι μιλούσαν και τα δύο εξίσου ή άλλες γλώσσες. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική και κοινωνική αντίσταση στο καθεστώς από το εργατικό κίνημα σχεδόν προκλήθηκε.
Τον Μάρτιο του 2014, μέσα σε λίγες εβδομάδες πραγματοποιήθηκε η απόσχιση της Κριμαίας, η οποία υποστηρίχθηκε ενεργά από τη Ρωσία, αλλά είχε επίσης την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας του τοπικού πληθυσμού. Το καθεστώς στο Κίεβο ήταν ακόμη σχετικά ανίκανο να δράσει σε αυτό το σημείο. Η ταραξίας Τιμοσένκο οργίστηκε και μίλησε για την ανάγκη “να πυροβολήσουμε αυτούς τους καταραμένους Ρώσους μαζί με τους ηγέτες τους” και ότι τα εκατομμύρια των Ρώσων στην Ουκρανία πρέπει να “αποτελειωθούν με πυρηνικά όπλα”.[3] Αυτοί οι άνθρωποι ανέπτυξαν επίσης ένα ένοπλο κίνημα αντίστασης στην ανατολική Ουκρανία. Πιθανώς είχαν κάποιους βοηθούς από τη Ρωσία, αλλά οι βετεράνοι του Αφγανιστάν έπαιξαν προφανώς επίσης σημαντικό ρόλο στις αυτονομιστικές πολιτοφυλακές – μεταξύ των σοβιετικών στρατιωτών στον πόλεμο του Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980 υπήρχε ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός από αυτή την περιοχή της Ουκρανίας.
Στο ουκρανικό εργατικό κίνημα, το ρεφορμιστικό, φιλοκαπιταλιστικό και φιλορωσικό KPU διαδραμάτισε τον σημαντικότερο ρόλο. Είχε υποστηρίξει την κυβέρνηση Γιανουκόβιτς και κέρδισε το 13,2% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές του 2012. Τα προπύργιά του δεν ήταν μόνο η ρωσόφωνη ανατολική και νότια, αλλά και η κεντρική Ουκρανία. Τον Φεβρουάριο του 2014, τα γραφεία του στο Κίεβο καταστράφηκαν από φασίστες και οι ακτιβιστές του δέχθηκαν απειλές και σωματικές επιθέσεις. Τον Μάιο, οι βουλευτές του αποβλήθηκαν εν μέρει από το κοινοβούλιο. Από το 2014, οι δραστηριότητές του είχαν περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό σε μεγάλα τμήματα της Ουκρανίας και έτεινε να περάσει στην παρανομία. Στα τέλη του 2015, το KPU απαγορεύτηκε επίσημα από το νέο καθεστώς στο Κίεβο.
Ταξική πάλη και εμφύλιος πόλεμος
Στις βιομηχανικές και κατά πλειοψηφία ρωσόφωνες περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας, ένας αιματηρός πόλεμος ξεκίνησε μόλις το 2014. Στην πρώτη φάση, οι αντάρτες στις περιοχές Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ, ένα διάχυτο μείγμα βετεράνων του Αφγανιστάν, Ρώσων εθνικιστών, αντιφασιστών, πολιτικών τυχοδιωκτών, απλών μισθωτών και θυμωμένων νέων, είχαν το πάνω χέρι. Αρκετές επιθετικές προσπάθειες του δεξιού ουκρανικού καθεστώτος να υποτάξει αυτές τις επαναστατημένες περιοχές απέτυχαν, αρχικά συχνά λόγω της αντίστασης του άοπλου άμαχου πληθυσμού και της άρνησης των στρατιωτών να πυροβολήσουν εναντίον του πληθυσμού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αστυνομικοί και στρατιώτες αυτομόλησαν επίσης στους αντάρτες. Σε άλλες περιπτώσεις, το καθεστώς αναγκάστηκε να παραδεχτεί ανοιχτά ότι τα στρατεύματα είναι άπιστα σ’ αυτό και ότι έχει χάσει τον έλεγχο ολόκληρων περιοχών.
Σε αυτές τις πρώτες φάσεις, οι περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ τέθηκαν προσωρινά σε δεύτερη μοίρα. Ωστόσο, υπήρχαν ήδη βίαιες επιχειρήσεις από τη νεοσύστατη ένοπλη Εθνική Φρουρά, δηλαδή τους φασίστες· στο Σλαβιάνσκ και τη Μαριούπολη, για παράδειγμα, έχασαν τη ζωή τους πολυάριθμοι πολίτες. Πάνω απ’ όλα, όμως, το καθεστώς επικεντρώθηκε αρχικά στο να θέσει γρήγορα υπό πλήρη έλεγχο τις περιοχές του Χάρκοβο και της Οδησσού, προκειμένου να καταπνίξει εν τη γενέσει της οποιαδήποτε επέκταση της εξέγερσης σε αυτές τις περιοχές. Για το σκοπό αυτό, η τοπική αντίσταση καταπνίγηκε κτηνωδώς. Στο Χάρκοβο, όπου υπήρξαν μεγάλης κλίμακας διαδηλώσεις κατά του νέου καθεστώτος, οι διαδηλώσεις και το εργατικό κίνημα καταπνίγηκαν από την τρομοκρατία της Εθνοφρουράς.
Στην Οδησσό έγινε μια πραγματική σφαγή, που προφανώς οργανώθηκε από τον πρόεδρο Τουρτσίνοφ, τους ακροδεξιούς υπουργούς Αρσέν Αβάκοφ και Αντρέι Παραμπούι και τον ολιγάρχη Ιγκόρ Κολομόισκι[4]– ο τελευταίος λέγεται μάλιστα ότι προσέφερε μπόνους 5.000 δολαρίων για κάθε “αυτονομιστή” που σκοτωνόταν. Στις τοπικές διαμαρτυρίες της Οδησσού, το εργατικό κίνημα ήταν ισχυρό και υπήρξε ακόμη μια εντυπωσιακή διαδήλωση την 1η Μαΐου. Στις 2 Μαΐου, ωστόσο, περίπου 1.400 δολοφόνοι του Δεξιού Τομέα και ένα τάγμα που διέθεσε ο Κολομόισκι κινητοποιήθηκαν από τη δυτική και κεντρική Ουκρανία και, οπλισμένοι με ρόπαλα του μπέιζμπολ και πυροβόλα όπλα, άρχισαν να επιτίθενται και να τρομοκρατούν τους αντιπάλους του καθεστώτος. Τα 200 μέλη της πολιτοφυλακής της Οδησσού, η οποία μόλις σχηματιζόταν, διαλύθηκαν γρήγορα μετά από σύντομες συγκρούσεις. Στη συνέχεια, οι φασίστες επιτέθηκαν σε έναν καταυλισμό διαμαρτυρίας 200 ατόμων που τελικά κατέφυγαν στο τοπικό κτίριο του συνδικάτου. Αυτό με τη σειρά του πυρπολήθηκε από τους φασίστες. Μεταξύ 120 και 130 ακτιβιστών πιστεύεται ότι κάηκαν μέχρι θανάτου ή πνίγηκαν, ή μαχαιρώθηκαν ή πυροβολήθηκαν από τους φασίστες καθώς προσπαθούσαν να διαφύγουν – και μερικές φορές οι γυναίκες βιάστηκαν προηγουμένως. Στη συνέχεια υπήρξαν συστηματικές συγκαλύψεις και διαστρεβλώσεις. Τις “έρευνες” για τη σφαγή αυτή διηύθυναν οι φίλοι των δολοφόνων.[5]
Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ και τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία συνήθως φιγουράρουν μπροστά τους με τον “αντιφασισμό” και τον καταχρώνται για τους δικούς τους σκοπούς, κάλυψαν το δεξιό καθεστώς: από τις δηλώσεις της Τιμοσένκο υπέρ της γενοκτονίας μέχρι την πορεία των SS του κυβερνώντος κόμματος Σβόμποντα και τη σφαγή στην Οδησσό, όλα αποκρύφτηκαν ή υποβαθμίστηκαν στη Δύση όσο το δυνατόν καλύτερα.
Στις αρχές Μαΐου 2014, οι ΗΠΑ χορήγησαν στο καθεστώς Γιατσενιούκ ένα δισεκατομμύριο δολάρια για τη χρηματοδότηση στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επιπλέον, υπήρξε ένα πακέτο βοήθειας προς το ακροδεξιό καθεστώς μαριονέτας ύψους 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από τους μισθωτούς της ΕΕ και των ΗΠΑ. Σε αντάλλαγμα οι καπιταλιστές της ΕΕ και των ΗΠΑ λαμβάνουν τη συνήθη “μεταρρυθμιστική πολιτική” της περικοπής των κοινωνικών παροχών, της αύξησης των τιμών, των ιδιωτικοποιήσεων, του κλεισίματος εργοστασίων και του γενικού ξεπουλήματος στις δυτικές εταιρείες. Μια μικρή γεύση από αυτό δόθηκε ήδη το 2014, όταν ο ουκρανοϊσραηλινός ολιγάρχης Κολομόισκι έδωσε στον Χάντερ Μπάιντεν, γιο του τότε αντιπροέδρου των ΗΠΑ, μια θέση στο εποπτικό συμβούλιο της εταιρείας φυσικού αερίου Burisma.[6]
Εκτός αυτού, το ΝΑΤΟ έχει φυσικά και άλλους στόχους με την Ουκρανία. Αυτές περιλαμβάνουν τους εξοπλισμούς, την επέκταση και την περικύκλωση της Ρωσίας. Εκτός από τα χρήματα και τον εξοπλισμό, κυρίως από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, εκατοντάδες “στρατιωτικοί σύμβουλοι” και αξιωματικοί των μυστικών υπηρεσιών, κυρίως από τις ΗΠΑ, βρίσκονται στη χώρα το 2014 για να καταστήσουν την Εθνοφρουρά αλλά και τον στρατό ετοιμοπόλεμο απέναντι στους αντάρτες. Επιπλέον, υπήρχαν τουλάχιστον 400 μισθοφόροι από την αμερικανική “εταιρεία ασφαλείας” Blackwater[7] , η οποία ήταν ήδη υπεύθυνη για διάφορα εγκλήματα στο Ιράκ και ονομάζεται Academi από το 2009. Είναι επίσης σημαντικό ότι η Academi, προφανώς, ανήκει πλέον στην αμερικανική γεωργική εταιρεία Monsanto ή τουλάχιστον έχει στενούς δεσμούς μαζί της. Η Monsanto, με τη σειρά της, περίμενε για χρόνια να αποκτήσει πρόσβαση στα εύφορα ουκρανικά εδάφη. Ο Γιανουκόβιτς, ωστόσο, βρισκόταν στα πρόθυρα σύναψης αντίστοιχων συμβάσεων με Κινέζους επενδυτές. Με το νέο καθεστώς και την παρουσία της οιονεί εταιρικής μισθοφορικής δύναμης στο έδαφος, η κατάσταση έχει αλλάξει προς το καλύτερο για τη Monsanto.
Ενώ από το 2014 και μετά η Δύση προωθούσε την οικονομική και στρατιωτική στήριξη του καθεστώτος στο Κίεβο, στην ανατολική και τη νότια Ουκρανία, ιδίως μετά τη σφαγή στην Οδησσό, το μίσος γιγαντώθηκε. Αλλά και οι νεοδιορισθέντες κυβερνήτες του Ντονέτσκ και του Ντνιπροπετρόφσκ, οι ολιγάρχες Σεργκέι Ταρούτα και Κολομόισκι, έτυχαν αποδοκιμασίας. Ο τελευταίος χρηματοδότησε επίσης τμήματα των κυβερνητικών δυνάμεων από την τεράστια ιδιωτική του περιουσία. Στα δημοψηφίσματα για την ανεξαρτησία στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ, τα οποία πραγματοποιήθηκαν στις 11 Μαΐου 2014, η συμμετοχή ήταν 78% και η έγκριση 93%, παρά τις αντίξοες συνθήκες, όπως οι στρατιωτικές επιθέσεις του στρατού και οι επιθέσεις της Εθνοφρουράς. Παρόλο που μπορεί να μην πήγαν όλα ιδανικά σε αυτές τις ψηφοφορίες, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού στις περιοχές αυτές δεν θέλει πλέον να ζει υπό την κυριαρχία του Κιέβου. Οι αυτονομιστές προσπάθησαν επίσης άμεσα να δημιουργήσουν τις δικές τους κρατικές δομές, αν και αυτό ήταν αρχικά δύσκολο λόγω των μαχών.
Ταυτόχρονα, η εργατική τάξη άρχισε να ανεβαίνει στην πολιτική σκηνή και σε αυτές τις περιοχές. Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Δύσης, στις οκτώ νοτιοανατολικές περιφέρειες, το 41% τάχθηκε υπέρ της απαλλοτρίωσης της παράνομα αποκτηθείσας περιουσίας από τους ολιγάρχες και ένα επιπλέον 24% τάχθηκε υπέρ της πλήρους απαλλοτρίωσης των ολιγαρχών – μόνο το 4% ήθελε να τους αφήσει τα πάντα. Κοινωνικά αιτήματα, όπως η εθνικοποίηση και η λαϊκή εξουσία, εμφανίστηκαν επίσης στα φυλλάδια των αυτονομιστών στο Σλαβιάνσκ και το Ντονέτσκ. Σε αρκετές πόλεις σημειώθηκαν επιθέσεις στην ιδιοκτησία των ολιγαρχών Taruta και Kolomoisky, για παράδειγμα στα τραπεζικά υποκαταστήματα του Kolomoisky. Στο Enakievo, η χαλυβουργία του πρώην φιλορώσου ολιγάρχη Akhmetov καταλήφθηκε. Στο Krasnodon υπήρξε απεργία κατά των απολύσεων με πολιτικά κίνητρα και επιβλήθηκαν αυξήσεις μισθών κατά 20%. Μια από τις πολιτοφυλακές της ανατολικής Ουκρανίας αποτελείται αποκλειστικά από ανθρακωρύχους.
Η αντίσταση στην ανατολική Ουκρανία ανέπτυξε μια δυναμική αυτοοργάνωσης και αγώνα γύρω από κοινωνικά ζητήματα. Υπάρχει μίσος για το καθεστώς στο Κίεβο και τους ολιγάρχες. Εν μέρει υπήρχαν ελπίδες για τη Ρωσία, αλλά εν μέρει και οργή για την έκκληση του Πούτιν να αναβληθεί το δημοψήφισμα και την έλλειψη ρωσικής βοήθειας.
Στην πραγματικότητα, το Κρεμλίνο μάλλον δεν αισθάνεται άνετα με μια ανεξέλεγκτη κίνηση της εργατικής τάξης στην ανατολική και νότια Ουκρανία. Δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως για τον πληθυσμό εκεί, αλλά για την επιρροή στην Ουκρανία και μια αντίστοιχη συμφωνία με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές. Και ο άλλοτε φιλορώσος ολιγάρχης Αχμέτοφ έχει επίσης αυτομολήσει στο καθεστώς του Κιέβου μπροστά στα σοσιαλεπαναστατικά στοιχεία της αντίστασης στην ανατολική Ουκρανία, έχει στραφεί εναντίον των ανταρτών και έχει ασκήσει αντίστοιχη πίεση στους εργαζόμενους της εταιρείας του.
Σταθεροποίηση του πραξικοπηματικού καθεστώτος
Η διστακτική στάση της Ρωσίας δημιούργησε τη βάση για την επίθεση του ουκρανικού καθεστώτος. Του δόθηκε το δώρο του χρόνου να σταθεροποιηθεί, να οργανωθεί και να αναδιοργανώσει τους σχηματισμούς των στρατευμάτων. Εκτός από τους στρατιωτικούς συμβούλους των ΗΠΑ και τους μισθοφόρους της Academi, τα δυτικά όπλα και τους φασίστες εθνοφρουρούς, σημαντικός αριθμός Πολωνών μισθοφόρων έφτασε προφανώς ήδη το 2014. Σε γενικές γραμμές, εκτός από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, σημαντικό ρόλο στο συντονισμό των ουκρανικών κυβερνητικών δυνάμεων αναμένεται να διαδραματίσουν οι πολωνικές υπηρεσίες, δηλαδή ο υπουργός Εξωτερικών Radek Sikorski, ο οποίος είχε ήδη διαπραγματευτεί την ένταξη της Πολωνίας στο ΝΑΤΟ, και ο Jerzy Dziewulski, “σύμβουλος ασφαλείας” του πρώην Πολωνού προέδρου Aleksander Kwasniewski, ο οποίος εκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ, το Ισραήλ, τη Γαλλία και τη Γερμανία ως “ειδικός στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας” και διευθύνει τη δική του ιδιωτική “εταιρεία ασφαλείας”, και ο οποίος εμφανίστηκε στο Σλαβιάνσκ μαζί με τον Alexander Turchinov.
Στις προεδρικές εκλογές στα τέλη Μαΐου 2014, η συμμετοχή των ψηφοφόρων ήταν 59,6%. Σε μεγάλα τμήματα των περιφερειών Λουγκάνσκ και Ντονέτσκ, οι εκλογές δεν πραγματοποιήθηκαν, σε άλλα τμήματα της ανατολικής και νότιας Ουκρανίας ήταν επίσης πολύ χαμηλό, ενώ στο Κίεβο ήταν μόλις 62,7%, εκφράζοντας το μποϊκοτάζ σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού. Με την εκλογή του ολιγάρχη Πέτρο Ποροσένκο ως προέδρου της Ουκρανίας, το νέο καθεστώς κατάφερε ωστόσο να αποκτήσει μια ορισμένη νομιμότητα. Η πρώτη πράξη του Ποροσένκο στην εξουσία, όπως αρμόζει σε τέτοιους ανθρώπους, ήταν να συναντηθεί με τον Αμερικανό πρέσβη στο Κίεβο, ο οποίος τον ενθάρρυνε να ξεκινήσει μια στρατιωτική επίθεση, διαβεβαιώνοντάς τον ότι αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει έως και 2.000 θανάτους και ότι οι ΗΠΑ και τα δυτικά μέσα ενημέρωσης θα την κάλυπταν όσο καλύτερα μπορούσαν.
Οι αρχικές προσπάθειες στρατιωτικής προέλασης απέτυχαν και πάλι και οι αντάρτες κατέρριψαν πολλά αεροσκάφη. Ταυτόχρονα, όμως, οι απώλειες αμάχων, οι οποίες ακόμη και σύμφωνα με τα δυτικά στοιχεία αντιστοιχούν στα τρία τέταρτα περίπου των νεκρών του πολέμου, αυξήθηκαν απότομα λόγω των πυρών του πυροβολικού και πιθανότατα ανέρχονταν ήδη σε χιλιάδες. Η Γερμανία, η οποία επιθυμεί μια λιγότερο συγκρουσιακή προσέγγιση έναντι της Ρωσίας λόγω οικονομικών συμφερόντων, προσπάθησε και πάλι να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις μεταξύ του καθεστώτος του Κιέβου και των ανταρτών. Ωστόσο, αυτό τορπιλίστηκε από τη σκληρή στάση των ΗΠΑ και της Πολωνίας και ο Ποροσένκο, ο Αβάκοφ, ο Κολομόισκι και οι συν αυτώ εξωθήθηκαν σε στρατιωτική λύση.
Μαζικά επανεξοπλισμένοι και πιο επαγγελματικά οργανωμένοι, και ελλείψει σοβαρής ρωσικής υποστήριξης προς τους αντάρτες, η Εθνική Φρουρά, ο στρατός και οι μισθοφόροι πέρασαν στην επίθεση στα τέλη Ιουνίου 2014. Ο φασιστικός πυρήνας της Εθνοφρουράς ενισχύθηκε με εξαθλιωμένα μικροαστικά και λούμπεν προλεταριακά στοιχεία από τη δυτική Ουκρανία, που δελεάστηκαν από τη μηνιαία αμοιβή των 1.700 ευρώ, δεκαπλάσια του μισθού ενός εργάτη, σε 50.000 άνδρες. Οι ισχυρισμοί του Κιέβου για εκατοντάδες αυτονομιστές που σκοτώθηκαν γύρω στις αρχές του μήνα ήταν σίγουρα προπαγάνδα για το εγχώριο και το διεθνές κοινό – επρόκειτο για πολίτες που σκοτώθηκαν από πυρά πυροβολικού.
Αλλά τότε, στις αρχές Ιουλίου, με ανώτερη στρατιωτική τεχνολογία και ανθρώπινο δυναμικό, το καθεστώς κατάφερε να εκδιώξει τους αντάρτες από τις πόλεις Σλαβιάνσκ και Κραματόρσκ· αυτές ήταν οι πρώτες επιτυχίες του καθεστώτος στον εμφύλιο πόλεμο μετά την κατάληψη του Χάρκοβο και της Οδησσού από την ακροδεξιά τρομοκρατία. Στη συνέχεια, ο Ποροσένκο διέταξε την “ολοκληρωτική επίθεση” στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ, που σήμαινε τον ολοένα και πιο μαζικό βομβαρδισμό των προαστίων από το πυροβολικό. Μετά τις αρχικές αναποδιές και τους νέους θανάτους δεκάδων κυβερνητικών στρατιωτών, ο Ποροσένκο ανακοίνωσε με ναζιστικό διατακτικό ότι για κάθε κυβερνητικό στρατιώτη που σκοτώνεται, θα σκοτώνονται “100 αυτονομιστές”. Όπως και με τον ναζιστικό πόλεμο, στην περίπτωση του καθεστώτος του Κιέβου αυτό σήμαινε όλο και πιο κτηνώδεις πολεμικές επιχειρήσεις εις βάρος του άμαχου πληθυσμού, ο οποίος κατά συνέπεια κατέφυγε σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς.
Για τον Πούτιν, η κατάσταση αυτή δημιούργησε ένα δίλημμα. Τα τελευταία χρόνια, παρουσίασε με επιτυχία τον εαυτό του ως έναν ισχυρό άνδρα που έβαλε τέλος στη συνθηκολόγηση απέναντι στο ΝΑΤΟ. Στην κρίση της Ουκρανίας, εδραίωσε επίσης αυτή την εικόνα με την επέμβαση στην Κριμαία και στη συνέχεια σκηνοθέτησε τον εαυτό του ως προστάτη του ρωσικού λαού. Όσον αφορά την υπόλοιπη Ουκρανία, ήθελε μια συμφωνία με τη Δύση, δηλαδή ένα είδος ουδέτερου ρόλου για την Ουκρανία με επιμερισμένη επιρροή μεταξύ της Ρωσίας και της ΕΕ. Το γερμανικό μπλοκ ήταν πιθανότατα πρόθυμο να το κάνει αυτό, αλλά οι σκληροπυρηνικές ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και η Πολωνία, καθώς και το ακροδεξιό εξτρεμιστικό καθεστώς στο Κίεβο δεν ήθελαν συμβιβασμό. Έτσι, τώρα υπογράφηκε η συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ και προωθήθηκε η στρατιωτική επίθεση. “Καμία διαπραγμάτευση, αλλά καταστροφή των ανταρτών” ήταν το σύνθημα από την Ουάσιγκτον και τη Βαρσοβία.
Ο Πούτιν δεν θα μπορούσε να αφήσει τους ρωσόφωνους στην Ουκρανία εντελώς ξεκρέμαστους χωρίς τελικά να βγει από την ουκρανική κρίση με μια βαριά ήττα: Η Ουκρανία θα απομακρυνθεί από τη ρωσική επιρροή και, παρά την προσάρτηση της Κριμαίας, το ΝΑΤΟ θα έχει πλησιάσει επισήμως ή ανεπισήμως ακόμη περισσότερο τη Ρωσία και η στρατιωτική περικύκλωση θα έχει προχωρήσει.
Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, η Ρωσία θα αναγκαζόταν να συμμορφωθεί. Και στο εσωτερικό, η εικόνα του Πούτιν ως ισχυρού άνδρα και προστάτη των Ρώσων θα αμαυρωνόταν σοβαρά μετά από μια de facto συνθηκολόγηση στην ανατολική Ουκρανία. Κατά συνέπεια, ο Πούτιν έπρεπε να στηρίξει τις λαϊκές δημοκρατίες σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην καταρρεύσουν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια ήττα των ανταρτών θα σήμαινε καταστροφή για τον πληθυσμό της ανατολικής Ουκρανίας. Οι γενοκτονικές φαντασιώσεις της Τιμοσένκο είναι γνωστές και το ανδρείκελο των ΗΠΑ Γιατσενιούκ έχει επίσης αποκαλέσει τους αυτονομιστές κατά λέξη “υπανθρώπους”. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν ήδη διαφύγει από την ανατολική Ουκρανία προς τη Ρωσία και το καθεστώς θα εργαστεί για να συνεχίσει αυτή τη διαδικασία, ξεφορτώνοντας τουλάχιστον μέρος του ρωσικού πληθυσμού. Εάν οι αμφισβητούμενες περιοχές καταληφθούν, αναμένονται σίγουρα σφαγές από ακροδεξιές συμμορίες και την Εθνική Φρουρά, καθώς και συστηματικές εκτοπίσεις και εθνοκάθαρση.
Ήδη από το 2014, ο υπουργός Άμυνας Μιχαήλ Κοβάλ σκεφτόταν ανοιχτά “στρατόπεδα φιλτραρίσματος” μέσω των οποίων θα διοχετευόταν ο πληθυσμός των επαναστατημένων περιοχών, προκειμένου να εντοπιστούν πραγματικοί και φερόμενοι ως αυτονομιστές και να “επανεγκατασταθούν” τμήματα του πληθυσμού. Επιπλέον, οι στρατιώτες που συμμετέχουν στις μάχες κατά των ανταρτών στην ανατολική Ουκρανία πρόκειται να λάβουν γη και σπίτια – με άλλα λόγια, μια συστηματική πολιτική εποικισμού από τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές για την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος τρόμου εκεί. Μια νίκη του καθεστώτος του Κιέβου θα σήμαινε μια εκτεταμένη εθνική και κοινωνική ριζική μεταβολή και, λόγω του πολέμου, του εκτοπισμού και των πολιτικών του ΔΝΤ, πιθανώς και μια αποβιομηχάνιση.
Λόγω της απειλής της δεξιάς τρομοκρατίας, πολλοί άνθρωποι στις Λαϊκές Δημοκρατίες θα ήθελαν να δουν μια ρωσική παρέμβαση. Το ίδιο ισχύει ασφαλώς και για τμήματα του πληθυσμού σε άλλες περιοχές της ανατολικής και νότιας Ουκρανίας, που βιώνουν ήδη εδώ και χρόνια αυτόν τον τρόμο. Επί σειρά ετών, αυτό σήμαινε την καταστολή του εργατικού κινήματος και μια επιθετική πολιτική ουκρανοποίησης, από το 2017 τον εκτεταμένο περιορισμό του δικαιώματος διδασκαλίας της ρωσικής και άλλων μειονοτικών γλωσσών, και συνολικά τη μαζική πίεση στους ανθρώπους να αρνηθούν τη ρωσική τους ταυτότητα. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των Ρώσων στην Ουκρανία μειώνεται όλο και περισσότερο από το καθεστώς και τους δυτικούς μπράβους του.
Η συμφωνία του Μινσκ, την οποία συνήψε η Ουκρανία με τη Ρωσία, τη Γερμανία και τη Γαλλία στις αρχές του 2015, υποτίθεται ότι θα διατηρούσε τις περιοχές των ανταρτών στην Ουκρανία, αλλά θα τους εγγυόταν αυτονομία. Δεδομένου ότι το καθεστώς στο Κίεβο δεν ήταν ποτέ πρόθυμο να κάνει το τελευταίο, μια τέτοια λύση δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί. Όλα αυτά τα χρόνια από τότε, υπήρξαν επανειλημμένες μάχες στη γραμμή του μετώπου και χιλιάδες άμαχοι έχασαν τη ζωή τους στις περιοχές των ανταρτών ως αποτέλεσμα των πυρών του ουκρανικού πυροβολικού. Ωστόσο, η συμφωνία απέτρεψε την πλήρη στρατιωτική κλιμάκωση για χρόνια. Οι αντάρτες στις Λαϊκές Δημοκρατίες μπόρεσαν να διατηρήσουν την τοπική τους θέση, ενώ το καθεστώς στο Κίεβο σταθεροποίησε τη θέση του στην υπόλοιπη χώρα.
Γεωπολιτική και στρατηγική τοποθέτηση.
Το καθεστώς των πραξικοπηματιών χρησιμοποίησε τα τελευταία χρόνια για να εξοπλίσει όλο και περισσότερο τη χώρα, να τη στρατιωτικοποιήσει και να την υποτάξει στο ΝΑΤΟ. Η Ρωσία και ο ρωσικός πληθυσμός της Ουκρανίας δεν μπορούσαν παρά να το παρακολουθούν με ανησυχία. Οι επιθέσεις ενάντια στις Λαϊκές Δημοκρατίες συνεχίστηκαν και εντάθηκαν προκλητικά. Το αν πίσω από αυτή την κλιμάκωση, στη λογική του ΝΑΤΟ, βρισκόταν ολόκληρο το καθεστώς στο Κίεβο ή μόνο ιδιαίτερα εξτρεμιστικά τμήματά του, δεν είναι σαφές.
Επί της ουσίας, η σύγκρουση στην Ουκρανία και η τρέχουσα κλιμάκωσή της πρέπει επίσης να εξεταστούν στο πλαίσιο θεμελιωδών γεωπολιτικών αντιλήψεων. Εδώ μπορούν να αναφερθούν μόνο εν συντομία:
Ήδη από το 1904, ο Άγγλος γεωγράφος Halford Mackinder διατύπωσε τη θεωρία της βρετανικής γεωπολιτικής με τη “Θεωρία της Κεντρικής Χώρας” (“Heartland-Theory”). Επισήμανε τη σημασία της γεωγραφίας, της τεχνολογίας, της οικονομίας, της βιομηχανίας, καθώς και των πρώτων υλών και των πληθυσμιακών πόρων για τη συγκριτική αξιολόγηση της χερσαίας και της θαλάσσιας ισχύος. Η βασική του ιδέα ήταν: Όποιος κυριαρχεί στην Ευρασιατική χερσαία μάζα κυριαρχεί στον κόσμο. Οι “θαλάσσιες δυνάμεις”, δηλαδή η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ, πρέπει να αποτρέψουν πάση θυσία μια συμμαχία μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας. Το 2012, ο Nils Hoffmann περιέγραψε την ιδέα του Mackinder στο σχετικό βιβλίο του ως “ίσως την πιο σημαντική ιδέα στην ιστορία της γεωπολιτικής”.
Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, οι άρχουσες τάξεις των αγγλοσαξονικών κρατών ανησύχησαν εξίσου με τον Χίτλερ για τη Συνθήκη Ραπάλο του 1922 μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας. Και ορισμένες από αυτές δεν ήταν δυσαρεστημένες που με τους Ναζί ήρθε στην εξουσία το λυσσαλέα αντιρωσικό τμήμα της γερμανικής δεξιάς. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έφτασε τότε στη μεγαλύτερη βιαιότητά του στην Ανατολική Ευρώπη. Και ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν είπε ανοιχτά το 1941:
“Αν δούμε την Γερμανία να κερδίζει, θα πρέπει να βοηθήσουμε τη Ρωσία, και αν δούμε τη Ρωσία να κερδίζει, θα πρέπει να βοηθήσουμε την Γερμανία, και στην πορεία να τους αφήσουμε να σκοτώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους“.
Ακόμα και μετά το 1945, οι κορυφαίοι στρατηγικοί των ΗΠΑ Zbigniew Brzeziński και Henry Kissinger ενήργησαν εξ ολοκλήρου στο πνεύμα του Mackinder. Ο πρώτος έγραψε για την Ουκρανία τα εξής στο βιβλίο του “Η μόνη παγκόσμια δύναμη” (The Only World Power, 1997):
“Η Ουκρανία, ένας νέος και σημαντικός χώρος στην ευρασιατική σκακιέρα, είναι ένας γεωπολιτικός άξονας, επειδή η ίδια η ύπαρξή της ως ανεξάρτητο κράτος βοηθάει στη μεταμόρφωση της Ρωσίας. Χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία δεν είναι πλέον μια ευρασιατική αυτοκρατορία“.
Και το 2015, ο Τζορτζ Φρίντμαν, επικεφαλής της συνδεδεμένης με τη CIA υπηρεσίας πληροφοριών Stratfor[8], συνόψισε: Ο στόχος της αμερικανικής πολιτικής εδώ και 100 χρόνια ήταν να αποτραπεί μια συμμαχία μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, μεταξύ γερμανικής τεχνολογίας και ρωσικών πόρων, επειδή αυτή είναι η μόνη απειλή για την αμερικανική κυριαρχία.
Από αυτή την άποψη, η τρέχουσα κλιμάκωση στην Ουκρανία αποτελεί ήδη επιτυχία για την αμερικανική ηγεσία, καθώς η γερμανική κυβέρνηση συντάχθηκε πλήρως με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ και έκλεισε υπάκουα τον Nord Stream 2. Μαζί καλύπτουν το ναζιστικό καθεστώς στο Κίεβο.
Και ενώ ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, παρ’ όλες τις αντιδραστικές πολιτικές του απέναντι στην εργατική τάξη ή τη Γιουγκοσλαβία, διατηρούσε μια κάποια ανεξαρτησία απέναντι στις ΗΠΑ, για παράδειγμα στην πολιτική του για το Ιράκ ή απέναντι στη Ρωσία, ο καγκελάριος του SPD Όλαφ Σολτς αποδεικνύεται εξίσου μαριονέτα του ΝΑΤΟ με την Μπάερμποκ. Μια αξιοθρήνητη φιγούρα όπως η πράσινη υπουργός Εξωτερικών Annalena Baerbock, η οποία σπεύδει να εντάξει τους επικριτές της γερμανικής πολιτικής κατά του Κορωνοϊού στη ναζιστική γωνία, υποστηρίζει τους πραγματικούς ναζί στην Ουκρανία – και, παρεμπιπτόντως, ανοίγει την πόρτα για το αμερικανικό φυσικό αέριο fracking.
Αυτοί οι άνθρωποι θα πρέπει να αντιπαραβληθούν με τα ειλικρινή λόγια του πρώην υπουργού του SPD Egon Bahr από το 2013:
“Η διεθνής πολιτική δεν αφορά ποτέ τη δημοκρατία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πρόκειται για τα συμφέροντα των κρατών. Να το θυμάστε αυτό, ό,τι κι αν σας λένε στα μαθήματα ιστορίας“.
Όταν όλοι οι πολιτικοί του παγκοσμιοποιημένου κομματικού καρτέλ και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης ενεργούν με τόσο συγχρονισμένο τρόπο και διαδίδουν με ενθουσιασμό την προπαγάνδα τους, απαιτείται βαθύτατος σκεπτικισμός! Ας θυμηθούμε το περιστατικό του Τόνκιν το 1964, το οποίο δικαιολόγησε την ανοιχτή είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ, τα υποτιθέμενα νεκρά μωρά θερμοκοιτίδας στο Κουβέιτ το 1990, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την επίθεση στο Ιράκ, τη λεγόμενη σφαγή του Ράτσακ το 1999, η οποία νομιμοποίησε την επίθεση του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας, ή τα υποτιθέμενα ιρακινά “όπλα μαζικής καταστροφής”, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν την εισβολή στο Ιράκ. Όλα αυτά, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ήταν ψέματα. Συνεπώς, δεν πρέπει κανείς να πιστεύει πλέον τους πολιτικούς του ΝΑΤΟ, τους “ειδικούς” τους και τους δημοσιογράφους, ειδικά σε θέματα πολέμου!
Η ρωσική ηγεσία έχει σίγουρα όχι μόνο ανθρωπιστικούς αλλά και γεωπολιτικούς στόχους. Όμως έχει μεγαλύτερη νομιμοποίηση από το ΝΑΤΟ απέναντι στην πολιτική περικύκλωσης του ΝΑΤΟ. Και ένας πολυπολικός κόσμος σημαίνει επίσης περισσότερα περιθώρια ελιγμών από το να καθορίζουν τα πάντα μόνο οι ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και τα παγκοσμιοποιημένα δίκτυα των μεγάλων επιχειρήσεων που συνδέονται με αυτές. Υπό αυτή την έννοια, αλλά και όσον αφορά τον περιορισμό των ισλαμιστών εξτρεμιστών, οι ρωσικές επεμβάσεις στη Συρία και τη Λιβύη ήταν επίσης θετικές σε τελική ανάλυση. Για τους κριτικά σκεπτόμενους ανθρώπους, σε κάθε περίπτωση, ο κύριος εχθρός στη σημερινή σύγκρουση θα πρέπει να θεωρηθεί ο ιμπεριαλισμός του ΝΑΤΟ. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την επικρατούσα προπαγάνδα και την αντιρωσική εκστρατεία λάσπης, να ενημερώσουν τον κόσμο για το παρασκήνιο και τα συμφέροντα στη σύγκρουση στην Ουκρανία και να απορρίψουν την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, τα οποία είναι αντιδραστικά σχέδια των μεγάλων επιχειρήσεων.
Όσον αφορά την Ουκρανία, είναι καλό να τερματιστεί το ακροδεξιό φιλοϊμπεριαλιστικό καθεστώς μαριονέτας και να σταματήσει η καταπίεση του ρωσόφωνου πληθυσμού. Τελικά, είναι απαραίτητο να υπερασπιστούμε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του ρωσικού πληθυσμού στην ανατολική και νότια Ουκρανία – μέχρι και τον διαχωρισμό, την κρατική υπόσταση ή την προσάρτηση στη Ρωσία.
Παρόλο που ο Πούτιν μπορεί να είναι ένας έξυπνος και στρατηγικά σκεπτόμενος ηγέτης, δεν πρέπει να τον εμπιστευόμαστε άκριτα, διότι και αυτός στηρίζεται στη συνεργασία με τους ολιγάρχες και ακολουθεί την κλασική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων.
Ο εργαζόμενος λαός της Ουκρανίας μπορεί να κινηθεί προς μια θετική κατεύθυνση μετά την απελευθέρωση από το σημερινό καθεστώς, αν οργανωθεί, απαλλοτριώσει τους ολιγάρχες, αντικαταστήσει τη φασιστική Εθνοφρουρά με δημοκρατικές εργατικές πολιτοφυλακές και καταπολεμήσει τον κλοιό του ΔΝΤ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στη χώρα πέρα από τα εθνικά σύνορα.
—————-
* Ο Eric Angerer, γεννημένος το 1974, σπούδασε ιστορία και εργάστηκε ως δημοσιογράφος ειδήσεων. Τα τελευταία χρόνια, ο ενθουσιώδης αλπινιστής εργάστηκε στην εκπαίδευση, μεταξύ άλλων ως καθηγητής αθλητισμού. Έγραψε και επιμελήθηκε πολυάριθμα ιστορικά κείμενα και κείμενα μαρξιστικής θεωρίας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η πολιτική του δέσμευση αφορούσε κυρίως την υποστήριξη της αυτοοργάνωσης των εργαζομένων στη βιομηχανία και στον τομέα της υγείας. Σήμερα συμμετέχει στην πρωτοβουλία “Analyse Widerstand Freiheit” (AWF) στην Αυστρία.
[1] Μεταξύ των εθνικών μειονοτήτων που ζουν στο έδαφος της σημερινής Ουκρανίας, ο Eric Angerer ξεχνάει να αναφέρει τις περίπου 100.000 οικογένειες ελληνικής καταγωγής που ζουν στις ακτές της λεγόμενης Αζοφικής Θάλασσας, ιδίως στην πόλη-λιμάνι της Μαριούπολης και γύρω από αυτήν. Ξεχνά επίσης να αναφέρει ότι ολόκληρη η ακτή της Μαύρης Θάλασσας της σημερινής Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης της χερσονήσου της Κριμαίας, έχει κατοικηθεί από Έλληνες από την αρχαιότητα. Για παράδειγμα, εκτός από τη Μαριούπολη, η πόλη-λιμάνι της Οδησσού, που βρίσκεται στη δυτική Ουκρανία, φέρει επίσης έντονη ελληνική επιρροή. Ο λόγος που δεν το αναφέρει, είναι ότι ο συντάκτης του άρθρου είναι Αυστριακός και η άποψή του είναι πιθανώς επηρεασμένη από το αυστριακό-αψβουργικό παρελθόν. Μια εξαιρετική περιγραφή της ελληνιστικής παρουσίας στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας της σημερινής Ουκρανίας μπορεί να βρεθεί στο άρθρο της Δρ. Κέρης Π. Μαυρομμάτη, O Ελληνισμός στην Ουκρανία από τους Αργοναύτες έως σήμερα. Εκεί, επίσης, γίνεται αναφορά στην απειλή του ουκρανικού εθνικισμού για την ελληνική μειονότητα που ζει στην Ουκρανία.
[2] Βλ. Αρθρο του Simon Shuster στις 4/2/2014 στο TIME, Exclusive: Leader of Far-Right Ukrainian Militant Group Talks Revolution With TIME
[3] Αυτές είναι οι κατά λέξη δηλώσεις αυτής της πολιτικού, που εξυμνείται από τη “δυτική αξιακή δημοκρατία” ως “εικόνα” του απελευθερωτικού αγώνα του ουκρανικού λαού. Βλ. https://www.derstandard.at/story/1395363098510/abgehoertes-timoschenko-gespraech-verdammte-russen-abknallen και https://www.freundederkuenste.de/nachrichten-und-aktuelles/einzelansicht/artikel/julia-timoschenko-die-russen-mit-nuklearwaffen-erledigen/
[4] Ακόμη και η βρετανική εφημερίδα The Guardian, η οποία διάκειται φιλικά προς το νέο καθεστώς στο Κίεβο, έκρινε σκόπιμο να αναφερθεί σε αυτές τις ωμές πρακτικές στις 17.04.2014. Bλ. https://www.theguardian.com/world/2014/apr/17/ukrainian-oligarch-offers-financial-rewards-russians-igor-kolomoisky
[5] Μια λεπτομερής περιγραφή αυτών των κτηνώδους εγκλημάτων θα βρείτε, μεταξύ άλλων, σε άρθρο του Βασίλη Μακρίδη που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του ISKRA στη μνήμη της σφαγής της Οδησσού στις 2.5.2019. Βλ. https://iskra.gr [Οδησσός, 2 Μαΐου 2014: Τρία χρόνια μετά, το έγκλημα των Ουκρανών νεοναζί παραμένει ατιμώρητο Βασίλης Μακρίδης – 02/05/2017
[6] “Και πήγα, υποθέτω, τη 12η, 13η φορά στο Κίεβο. Και υποτίθεται ότι θα ανακοίνωνα ότι υπήρχε άλλη μια εγγύηση δανείου δισεκατομμυρίων δολαρίων. Και είχα λάβει μια δέσμευση από τον Ποροσένκο και τον Γιατσενιούκ ότι θα αναλάμβαναν δράση κατά του εισαγγελέα. Και δεν το έκαναν. … Τους κοίταξα και τους είπα: Φεύγω σε έξι ώρες. Αν δεν απολυθεί ο εισαγγελέας, δεν θα πάρετε τα χρήματα. Λοιπόν, κάθαρμα. (Γέλια.) Απολύθηκε. Και έβαλαν στη θέση του κάποιον που ήταν αξιόπιστος εκείνη την εποχή..” https://www.cfr.org/event/foreign-affairs-issue-launch-former-vice-president-joe-biden Αυτός που καυχιέται εδώ για τον εκβιασμό του προς την ουκρανική κυβέρνηση δεν είναι άλλος από τον Joe Biden. Το παρασκήνιο: Ο Joe Biden, αντιπρόεδρος των ΗΠΑ από το 2009 έως το 2017, ήταν ιδιαίτερα ενεργός στην ανατροπή στην Ουκρανία και είχε ασκήσει σημαντική επιρροή στις αποφάσεις της τότε ουκρανικής κυβέρνησης. Ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος απολύθηκε από τον εκβιασμό του Biden, διερευνούσε τότε τον ολιγάρχη Μίκολα Ζλοτσέφσκι – επρόκειτο για φορολογική απάτη, ξέπλυμα χρήματος και διαφθορά. Ο Zlochevsky, ωστόσο, ήταν επίσης ιδιοκτήτης της Burisma, της ενεργειακής εταιρείας που έδωσε στον γιό του Joe Biden, Hunter Biden, την επικερδή θέση και ενδέχεται να εμπλέκεται και σε άλλες συμφωνίες με τους Bidens. Έτσι, ο Joe Biden καταχράστηκε τη θέση του ως αντιπρόεδρος των ΗΠΑ για να επηρεάσει τις έρευνες εναντίον μιας εταιρείας με την οποία η οικογένειά του είχε στενές οικονομικές επαφές και η οποία – μέσω των εκτροπών του Hunter Biden – βοήθησε έμμεσα και στη χρηματοδότηση των ταμείων της δικής του προεκλογικής εκστρατείας. Αυτή η υπόθεση εκβιασμού που αφορούσε τον Joe Biden και τον γιο του, Hunter, αναφέρθηκε επίσης στην αμερικανική προεκλογική εκστρατεία του 2020, αλλά υποβαθμίστηκε από τα μέσα ενημέρωσης που υποστήριζαν την υποψηφιότητα του Joe Biden στην Ανατολική Ακτή, όπως το CNN, και τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας στην Καλιφόρνια (Microsoft). Βλέπε επίσης το αποκαλυπτικό άρθρο του Glenn Greenwald για τη διαδικτυακή εφημερίδα THE INTERCEPT, η οποία λογόκρινε το άρθρο του παρά το γεγονός ότι ο ίδιος υπήρξε συνιδρυτής της εφημερίδας: Article on Joe and Hunter Biden Censored By The Intercept – An attempt to assess the importance of the known evidence, and a critique of media lies to protect their favored candidate, could not be published at The Intercept , 29. 10 2020 https://substack.com/profile/18792891-glenn–greenwald
[7] Βλ. https://time.com/6076035/erik-prince-ukraine-private-army/
[8] Η Strategic Forecasting, Inc (συντομογραφία Stratfor), γνωστή και ως “σκιώδης CIA”, είναι μια αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών που παρέχει αναλύσεις, εκθέσεις και μελλοντικές προβλέψεις για τη γεωπολιτική, τα θέματα ασφάλειας και τις συγκρούσεις. Σε συνέντευξή του στη ρωσική εφημερίδα Kommersant (19.!2.2014), ο Friedman, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της STRATFOR, παραδέχθηκε ότι η κρίση στην Ουκρανία ήταν μια στοχευμένη δράση των αμερικανικών υπηρεσιών. Μια αναδημοσίευση της συνέντευξης στα αγγλικά μπορείτε να βρείτε εδώ: https://newcoldwar.org/stratfor-chiefs-most-blatant-coup-in-history-interview-from-dec-2014/
Αφήστε ένα σχόλιο