του Φώτη Τερζάκη, συγγραφέα

«Μου κάνει τεράστια εντύπωση η θέση κάποιων αριστερών ότι η άσκηση ατομικών δικαιωμάτων, σε αντίθεση με τον κρατικό καταναγκασμό εφ’ όλης τής ύλης, είναι θατσερισμός, ατομικισμός και έλλειψη κοινωνικής ευθύνης, ότι πριμοδοτεί κανείς έτσι το άτομο έναντι της κοινωνίας […] Θέλω να δω πώς σε μια κοινωνία που θα σε συλλαμβάνουν χωρίς ένταλμα ή θα σου κάνουν εμβόλια υποχρεωτικά, ή θα σου βάζουν ηλεκτρονικό βραχιόλι υποχρεωτικά, θα αντιστέκεσαι στην ταξική καταπίεση: όσο μπορούσαν να αντισταθούν οι σοβιετικοί εργάτες στην εκμετάλλευση της γραφειοκρατίας· όσο μπορούσαν οι γερμανοί εργάτες να αντισταθούν επί ναζισμού στο μονοπωλιακό κεφάλαιο· όσο μπορούσες να κάνεις απεργία επί χούντας  – δηλαδή, πολύ λίγο… Χωρίς ατομικό αυτοπροσδιορισμό, η κοινωνία είναι ανίσχυρη και άθυρμα  έναντι των αρχουσών τάξεων ή ελίτ […] Η  αντίληψη ότι η κοινωνική αλληλεγγύη σημαίνει να μην έχουμε καθόλου ατομικά δικαιώματα, δηλαδή κάτι μεταξύ Χίτλερ, Στάλιν κι ευγονικής τεχνοκρατίας, είναι αποτρόπαιη. Όσοι θεωρούν ότι οι φαρμακοβιομηχανίες και οι κυβερνήσεις πρέπει να διαθέτουν απόλυτο δικαίωμα στην ζωή, στην αρρώστια και στον θάνατο δεν μπορούν να είναι φίλοι και σύντροφοι. Ας πέσουν οι μάσκες για να δούμε με ποιον είμαστε μαζί και με ποιον όχι.» – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΕΛΑΝΤΗΣ

Πώς τολμούν και μιλούν ακόμα; Δεν καταλαβαίνουν ότι χειροτερεύουν διαρκώς τη θέση τους όσο προσπαθούν να εξωραΐσουν με «προοδευτικούς» πομφόλυγες και με διαλεκτικά ακροβατικά μια θέση που μόνο στο πλαίσιο τoυ χιτλερικού είτε του σταλινικού φαντασιακού μπορεί να εκλογικευτεί; Μιλάω για τη διανόηση της εξακολουθητικά λεγόμενης «αριστεράς», που καταλαμβάνει ένα μεγάλο φάσμα, από κοινοβουλευτικά κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ25 μέχρι ομάδες τού εξωκοινοβουλευτικού χώρου (με προπομπό την ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και μέχρι ακόμα —έμελλε να το δούμε κι αυτό!— μια μερίδα τού αυτοπροσδιοριζόμενου ως αντιεξουσιαστικού χώρου. Την  επαύριο της εξαγγελίας ενός φρικτού υγειονομικού apartheid από τη νεοφασιστική κυβέρνηση Μητσοτάκη, κάτι που καμία χώρα τής ΕΕ δεν τόλμησε να κάνει, εκτός του Ισραήλ —και της Κύπρου, η οποία μαζί με την Ελλάδα έχουν δεθεί αμετάκλητα στο άρμα τής ισραηλινής πολιτικής, παρότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναγκάστηκε ήδη σε άρον-άρον ανάκληση— κι ενώ η δυσφορία στη βάση τής κοινωνίας έχει φτάσει σε σημείο βρασμού, ένας αξιοθρήνητος «φιλόσοφος», ιδεολογικός ταγός τού πιο αξιοθρήνητου κόμματος που φόρεσε ποτέ τη φανέλα τής Αριστεράς στην Ελλάδα, ο Κώστας Δουζίνας, ανάρτησε στο tvxs, 4 Ιουλίου 2001, ένα άρθρο με τίτλο «Υποχρεωτικός εμβολιασμός και ηθική»· ενώ την επομένη, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ —και συνταγματολόγος!— κος Χρυσόγονος δήλωνε δημοσίως ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός είναι καθ’ όλα συμβατός με το συνταγματικό δίκαιο… Το ύπουλο (που καταλήγει ωστόσο γραφικό) στην περίπτωση του κου Δουζίνα, είναι ότι σκηνοθετεί μία δήθεν πολιτισμένη συζήτηση με σωκρατική εναλλαγή των επιχειρημάτων υπέρ της μίας και της άλλης άποψης, χωρίς ωστόσο να παραλείπει κρυφές αγκωνιές τού τύπου «fake news», «συνομωσιολογικές απόψεις», «ψεκασμένες ψευτοπίστεις», αλλά προπαντός και κυρίως λαμβάνοντας ως προκείμενες τα κατεξοχήν επίδικα της συζήτησης, πράγμα που τον οδηγεί βέβαια σε μια πολύ πιστή απομίμηση «ορθολογικού» συμπεράσματος.

Το κείμενο ξεκινάει, για παράδειγμα, με μιαν «αντικειμενική» διαπίστωση:

Η πανδημία θα σταματήσει να αποτελεί απειλή μόνο αν ένα μεγάλο μέρος τού πληθυσμού έχει εμβολιαστεί και έχει επιτευχθεί η περίφημη ανοσία τής αγέλης.

Πρώτον: γιατί «πανδημία» και όχι απλή επιδημία; Επειδή ο ΠΟΥ πριν λίγα χρόνια, με πρωτοβουλία τής νεοφιλελεύθερης κας Μάργκαρετ Τσαν, άλλαξε τους ορισμούς αποσκοπώντας ομολογημένα σε έναν παγκόσμιας κλίμακας υγειονομικό έλεγχο τού πληθυσμού, κάτι που δοκίμασε άλλωστε, αλλά χωρίς επιτυχία, στη διάρκεια των προηγούμενων επιδημιών «εξωτικής» γρίπης τού 2002, του 2009 και του 2011-12; Πόσο μεγαλύτερη «απειλή» από εκείνες είναι μια επιδημία με τεκμηριωμένη θνητότητα κάπου 0,25% (κατά την πιο γενναιόδωρη εκτίμηση), και μάλιστα σε ειδικές ομάδες ατόμων επιβαρυμένων από την ηλικία ή σοβαρά υποκείμενα νοσήματα ή —προπαντός— και τα δύο; Της οποίας ο μέσος ηλικιακός όρος των καταληκτικών περιστατικών παραμένει στα 79 έτη με στατιστικό προσδόκιμο τα 80 – δηλαδή, που σκοτώνει κατά συντριπτικό ποσοστό εκείνους οι οποίοι θα πέθαιναν ούτως ή άλλως από οιαδήποτε αιτία; Το κυριότερο όμως: από πού προκύπτει ότι η επιδημία θα σταματήσει «μόνο αν ένας μεγάλο μέρος τού πληθυσμού έχει εμβολιαστεί» και ότι μόνο με τον εμβολιασμό θα «επιτευχθεί η περίφημη ανοσία τής αγέλης»; Σας προκαλώ κε Δουζίνα, εσάς ή οποιονδήποτε άλλον «ορθολογικά» σκεπτόμενο φωστήρα, να μου πείτε μία επιδημία στην ιστορία τής ανθρωπότητας που σταμάτησε με εμβολιασμούς. Αν δεν μπορείτε να μου την υποδείξετε, λυπάμαι αλλά θα πρέπει να επανεξετάσετε τις πηγές τής βεβαιότητάς σας. Η λεγόμενη «ανοσία τής αγέλης» ή το αποκαλούμενο «τείχος ανοσίας» και όλ’ αυτά που αρέσκεται να παπαγαλίζει ο υπόκοσμος της σοβαρής επιστήμης, ο εξαγορασμένος από κυβερνήσεις κι εμπορικές εταιρείες, μόνο με έναν τρόπο πετυχαίνεται: τη φυσική νόσηση, και την κινητοποίηση ενός θαυμαστού όπλου με το οποίο έχει η φύση εξοπλίσει όλα τα έμβια συστήματα, του ανοσοποιητικού μας μηχανισμού. Αν κανένα απολύτως μέτρο δεν είχε ληφθεί για τον Covid-19, αυτή τη στιγμή η πανδημία θα τελείωνε – και με πολύ μικρότερο αριθμό θυμάτων παγκοσμίως, διότι το μεγαλύτερο ποσοστό πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι το σκότωσαν ακριβώς τα υγειονομικά μέτρα και η ίδια η ασκούμενη ιατρική. Μαρτυρίες αυτού υπάρχουν αθρόες, αν όμως μου πείτε ότι είναι «παραπληροφόρηση», πρέπει να μου αποδείξετε γιατί δεν είναι παραπληροφόρηση οι κυβερνητικά ελεγχόμενες ανακοινώσεις μέσω του οχετού των ΜΜΕ τα οποία σε άλλες περιπτώσεις δεν έχετε κανέναν ενδοιασμό να καταγγείλετε. Αν βέβαια μου πείτε ότι αυτό που υποστηρίζω δεν μπορεί να αποδειχθεί, θα συμφωνήσω· τότε όμως θα πρέπει να δεχθείτε ότι εξίσου, και για τον ίδιον ακριβώς λόγο, δεν μπορεί να αποδειχθεί ούτε το αντίθετο: ότι τα μέτρα που ελήφθησαν —και λαμβάνονται— μειώνουν και όχι αυξάνουν τα θύματα. Και μένουμε απλώς με την υποψία ότι ενδέχεται τα μέτρα αυτά που ελήφθησαν —και λαμβάνονται— είχαν εκ προοιμίου τον στόχο να εμποδίσουν ν’ αποδειχθεί εκείνο που δεν επέτρεψαν να δοκιμαστεί, η ικανότητα αυτοάμυνας των ανθρώπων απέναντι σε φυσικούς κινδύνους χωρίς την παρέμβαση μιας ανεπιθύμητης τεχνοϊατρικής.

Αυτό όλο απαντά ήδη και στο «διαλεκτικό» συμπέρασμα του κου Δουζίνα: «κάποια μορφή επιβολής είναι αποδεκτή εφόσον το ποσοστό για την ανοσία τού πληθυσμού δεν μπορεί να επιτευχθεί διαφορετικά». Άκυρος ο συλλογισμός κε Δουζίνα, διότι η ανοσία τού πληθυσμού μπορεί να επιτευχθεί διαφορετικά, και σας είπα ήδη τον τρόπο· και αν παραμένει αμφιβολία επ’ αυτού, έχω υπέρ μου τη μαρτυρία τουλάχιστον μιας μακραίωνης εμπειρίας τής ανθρωπότητας, όταν εσείς έχετε μόνο τη μαρτυρία —ή μάλλον την προφητεία, γιατί όλ’ αυτά μένει να επαληθευτούν— μιας μερίδας σημερινών τεχνοκρατών (κι επ’ ουδενί τής επιστημονικής κοινότητας στο σύνολό της).

Μένει τώρα να μας πει κάποιος γιατί είναι «fake news» ότι «τα εμβόλια δεν λειτουργούν ή, ακόμη χειρότερο, έχουν σοβαρές παρενέργειες με κίνδυνο θανάτου· επομένως ο εμβολιασμός είναι πιο επικίνδυνος από την λοίμωξη». Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος τής πρότασης, ότι τα εμβόλια «δεν λειτουργούν», θα παρακαλούσα τον κο Δουζίνα να διαβάσει προσεκτικά τις οδηγίες των κατασκευαστών τους· αυτοί είναι μάλλον οι διασπορείς των «fake news» και αυτούς θα πρέπει να εγκαλέσει. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, αρκεί να διαβάσει τις έγκυρες ανακοινώσεις —από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, το Ισραήλ, για παράδειγμα— των επισήμως αποδιδόμενων στο εμβόλιο θανάτων, αλλά και άλλων πολύ σοβαρών παρενεργειών όπως θρομβώσεις, μυοκαρδίτιδες, νευρολογικά προβλήματα, για να πάρει μια καθόλου συνομωσιολογική εικόνα. Και λέω «επισήμως» επειδή οι μη δηλωμένες παρενέργειες, δεδομένου τού τρόπου καταγραφής τού οποίου αποκτήσαμε πικρή πείρα και στην Ελλάδα, είναι όπως εύλογα μπορεί κάποιος να υποθέσει πολλαπλάσιες. Και αυτές είναι μόνο οι βραχυπρόθεσμες, επειδή κανένας δεν μπορεί να εικάσει τις μακροπρόθεσμες, ούτε οι ίδιοι οι προπαγανδιστές των εμβολίων. Κι ελπίζω να μη διανοηθεί κάποιος να πει ως αντεπιχείρημα ότι αυτές είναι εν πάση περιπτώσει λίγες: όχι μόνο επειδή μέχρι προσφάτως μας πιπιλούσαν τα αυτιά ότι «ακόμη και μία ανθρώπινη ζωή είναι πολύτιμη και δεν πρέπει να την αφήσουμε να χαθεί», αλλά επειδή προπαντός αυτές οι παρενέργειες αφορούν νεαρά άτομα που επ’ ουδενί θα κινδύνευαν από τον κορωνοϊό, των οποίων η απώλεια σε ανθρωποέτη είναι συντριπτικά μεγαλύτερη εκείνης που συνεπάγεται ο θάνατος ηλικιωμένων στα όρια του προσδοκίμου ζωής. Δυστυχώς για τον κο Δουζίνα και τους συνηγόρους τού «ορθολογισμού» του, ο εμβολιασμός είναι πιο επικίνδυνος από την λοίμωξη.

Ας πούμε όμως ότι όλ’ αυτά αφορούν την επιστημονική (ιατρική) διάσταση του προβλήματος που συζητάμε, από την οποία ο κος Δουζίνας —όπως και όλοι οι ξελιγωμένοι λάτρεις τής επιστήμης— έχει μαύρα μεσάνυχτα. Εκεί που ξεπερνάει κάθε όριο γελοιότητας είναι στο πεδίο ακριβώς τής υποτιθέμενης αρμοδιότητάς του, στην αμήχανη προσπάθειά του να μιλήσει με όρους ηθικής φιλοσοφίας. Διαβάζουμε:

Ο εμβολιασμός αποτελεί ατομική ηθική υποχρέωση για την πρόληψη βλάβης στον εμβολιασμένο και στους άλλους […] Οι άνθρωποι επωφελούνται από την ανοσία ακόμη και αν δεν κάνουν εμβόλιο. Επομένως υπάρχει κίνητρο σε κάποιους να έχουν το όφελος χωρίς κόστος, το περίφημο ηθικό και νομικό πρόβλημα του free rider. Η φιλελεύθερη ηθική τής τυπικής ισότητας σημαίνει ότι ο free rider δρα ανήθικα.

Θαυμάστε έναν αριστερό απολογητή τής «φιλελεύθερης ηθικής τής τυπικής ισότητας»! Τί χρειάζεται η αριστερά τούς πολέμιους και τους συκοφάντες όταν έχει τέτοιους υπέρμαχους; Ή μήπως είναι ο ιός τής φιλελεύθερης ανοητολογίας τού αγγλοσαξωνικού πανεπιστημίου που έχει προσβάλει τον καθηγητή μας, για τον οποίον ιό δυστυχώς δεν έχει ακόμα βρεθεί εμβόλιο; Όσοι αποπολιτικοποιούν τα μεγάλα ηθικά διλήμματα ανάγοντάς τα σε κουΐζ για έξυπνους λύτες έχουν κάθε λόγο να θριαμβολογούν με την ιδεολογική αποσύνθεση της αριστερής διανόησης και την άβυσσο στην οποία κατρακυλάει χωρίς διαφαινόμενο τέρμα. Κάνει δηλαδή ότι δεν καταλαβαίνει ο κος Δουζίνας πως εδώ αναμετριούνται δύο μείζονες (βιο)ηθικές στάσεις με ανυπολόγιστες πολιτικές, κοινωνικές και οικολογικές συνέπειες. Το θέμα δεν είναι αν κάποιοι, και ποιοι, θα «γλυτώσουν» το εμβόλιο, κε Δουζίνα· το θέμα είναι αν η ανθρωπότητα θα γλυτώσει, και πώς, από την απειλή τού επερχόμενου ολοκληρωτισμού που προβαίνει στον ορίζοντα κραδαίνοντας ως όπλο την τεχνοεπιστήμη.

Μία ημέρα νωρίτερα εξ άλλου, στις 3 Ιουλίου 2021, στο INFOWAR αναδημοσιεύθηκε μια ανάρτηση του δικηγόρου (και συγγραφέα ενός καλού βιβλίου για το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα) Θανάση Καμπαγιάννη με τίτλο  «Είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε μαζί». Το κείμενο αυτό είναι ουσιαστικότερα διαλογικό από του κου Δουζίνα, ομολογουμένως, αλλά βασίζεται στις ίδιες διαμφισβητούμενες προκείμενες, που με τον τρόπο αυτό υποβάλλονται ως αληθινά δεδομένα. Γράφει, ας πούμε:

Όταν αυτοί που επιλέγουν να μην εμβολιαστούν χρησιμοποιούν επιχειρήματα ελεύθερης βούλησης, βγαλμένα από τη συζήτηση για την ευθανασία («δικαίωμά μου είναι τί κάνω με το σώμα μου, αν θα ζήσω ή αν θα πεθάνω»), πρέπει να καταλάβουν ότι η υγεία σε μια οργανωμένη κοινωνία δεν τίθεται με ατομικιστικούς αλλά με συλλογικούς όρους. Η ελληνική πολιτεία έχει συνταγματική υποχρέωση να οργανώνει ένα δημόσιο σύστημα υγείας που να ικανοποιεί το ατομικό δικαίωμα ενός πολίτη στην προστασία τής υγείας του. Η εκδήλωση μιας θανατηφόρας πανδημίας που έχει εξαιρετικά ταχεία διάδοση και εξαντλεί γρήγορα τους πόρους τού δημόσιου συστήματος σημαίνει ότι οι ατομικές στάσεις (π.χ. ο μη εμβολιασμός) δεν είναι απλώς «ατομικό δικαίωμα» αλλά έχουν συλλογικό αντίκτυπο. Καθαρά ατομικά δικαιώματα υπάρχουν στις κατά φαντασία καταστάσεις τύπου Ροβινσώνα Κρούσου και όχι στις οργανωμένες κοινωνίες. Η αρρώστια του ενός έχει αντίκτυπο στη ζωή του άλλου.

Να ’μαστε πάλι: το «θανατηφόρα πανδημία» επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, εν είδει μαγικής επωδής, μέχρι να εντυπωθεί στο μυαλό των πάντων ότι ο θάνατος καραδοκεί έξω από την πόρτα τους! Τί είδους «ορθολογιστές» είναι αυτοί που αρνούνται να λάβουν υπόψιν τους τα πιο ευανάγνωστα δεδομένα μιας απλής, κοινής, επιβεβαιωμένης με τους πιο συμβατικούς τρόπους στατιστικής; Σε φέρνουν αληθινά στο όρια της παραφροσύνης (για να σου πούνε μετά πως είσαι παράφρων…). Εν πάση περιπτώσει, μπορεί επιτέλους να γίνει αντιληπτό ότι η συνταγματική υποχρέωση της πολιτείας να οργανώσει ένα δημόσιο σύστημα υγείας δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε υποχρέωση του καθενός να καταναλώνει τις υπηρεσίες του; Και ότι εν τοιαύτη περιπτώσει δεν μιλάμε πλέον για «σύστημα υγείας» ούτε για «κοινωνική παροχή» αλλά για Άουσβιτς ή Γκουλάγκ (ανάλογα με τις ιδεολογικές προτιμήσεις και την ιστορική κληρονομιά τού καθενός); Πότε θα φύγει από τα ηλίθια αριστερά μυαλά τους η ιδέα ότι κράτος πρέπει γενικώς να «παρέχει», και πως ό,τι παρέχει το κράτος είναι καλό; Όπως έλεγε τις προάλλες μια κυρία, γιατρός προερχόμενη επίσης από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, σε δημόσια εκδήλωση-συζήτηση στον Βύρωνα, «ονειρευόμαστε μεγάλα, ηλιόλουστα νοσοκομεία». Μήπως θα θέλατε ολόκληρη η κοινωνία να γίνει ένα μεγάλο, ηλιόλουστο νοσοκομείο; Στο όνομα ποιου συλλογικού δικαιώματος αποκτά το κράτος την άδεια να μας μεταχειρίζεται όλους ως οιονεί αρρώστους και ως δυνητικό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία – ό,τι και αν είναι αυτό το πράγμα, τέλος πάντων; Και σε τί διαφέρει αυτό από την ψυχιατρική αναμόρφωση των διαφωνούντων (που επίσης δεν καταλάβαιναν ότι δεν ζουν μόνοι τους στη Σοβιετική πατρίδα) στα σταλινικά άσυλα, κε Καμπαγιάννη, κε Δουζίνα, κα Κοσμοπούλου, κα Μάτσα, κε Γεροτζιάφα, κε Χατζηστεφάνου, κε Δρογώση, και άλλοι και άλλοι, ων ουκ έστιν τέλος;

Όμως υπάρχει κι εδώ ένα πιο θεμελιώδες ζήτημα, που περνάει ανεξέταστο όπως όλα τα άλλα: προϋποθέτουν αξιωματικά, δηλαδή, ότι όλοι εννοούμε το ίδιο πράγμα λέγοντας «υγεία». Όπως σωστά υποδεικνύει ο κος Καμπαγιάννης, «είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε μαζί» – και αυτό ακριβώς είναι το δυστύχημα… Σε μία ανελέητα ταξική κοινωνία καμία συνύπαρξη δεν είναι δυνατή ειμή μόνον εις βάρος τού δυναστευόμενου. Το αληθινό πρόβλημα είναι λοιπόν πώς μπορούμε να ζήσουμε μαζί με τους δυνάστες μας, σε κάποιου είδους ειρήνη και όχι σε κοινωνικό πόλεμο. Είναι καν δυνατόν κάτι τέτοιο; Εκτός αν πιστεύει ο γράφων (όπως τόσοι και τόσοι κοινοβουλευτικοί συγγενείς του) ότι «η πάλη των τάξεων έχει λήξει», παραμένουμε θέλοντας και μη σε πόλεμο, στον οποίον το κράτος δεν είναι βέβαια ο προστάτης μας αλλά ο επίβουλος εχθρός μας. Και ο ταξικός πόλεμος δεν είναι απλώς αγώνας για ημερομίσθια και «παροχές», είναι προπαντός αναμέτρηση ανάμεσα σε διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις, διαφορετικές ηθικές, διαφορετικές σημασιοδοτήσεις τού κόσμου. Το πώς εννοούμε την «υγεία» είναι μέρος αυτού του πολέμου των σημασιών: αν για κάποιους σημαίνει αποστείρωση και ομαλοποίηση, ενώ για άλλους ελευθερία και αυτοκαθορισμό, αφήνω στην κρίση σας ποια πρέπει να λογίζεται ως «αριστερή» και ποια ως «δεξιά» σημασιοδότηση – και δι’ αυτού, ασφαλώς, σε ποια πλευρά τής διαχωριστικής πρέπει να καταταχθεί ο καθένας.

Ο κος Καμπαγιάννης τουλάχιστον αντιτίθεται ρητά στον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Μας εξηγεί:

Γενικός υποχρεωτικός εμβολιασμός τού πληθυσμού χωρίς ατομική συναίνεση δεν μπορεί να υπάρξει, ειδικά μάλιστα στη συγκεκριμένη πανδημία με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (υψηλή θνητότητα σε συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία, κ.λπ.) και με τα συγκεκριμένα εμβόλια που ο σύντομος χρόνος τής παραγωγής τους (ένα συγκλονιστικό για μένα επιστημονικό επίτευγμα της ανθρωπότητας) γεννά επιφύλαξη σε κομμάτι τού πληθυσμού, που πρέπει να απαντηθεί με πειθώ.

Ωστόσο είναι εκ των ων ουκ άνευ ότι το εμβόλιο (αυτό το «συγκλονιστικό επιστημονικό επίτευγμα της ανθρωπότητας», ή το «προμηθεϊκό επίτευγμα» όπως έλεγε τις προάλλες ο κος Χατζηστεφάνου – λες και το απεμπλουτισμένο ουράνιο δεν είναι επίσης ένα συγκλονιστικό, προμηθεϊκό επίτευγμα…) είναι κάτι πρέπει όλοι να πειστούμε να κάνουμε. Η πειθώ είναι, σαν να λέμε, τα «δημοκρατικό» υποκατάστατο του καταναγκασμού. Αν όμως δεν πειθόμαστε με κανένα δόλωμα, τί πρέπει να γίνει κε Καμπαγιάννη; Διότι —το ξαναλέω επειδή φαίνεται ότι κανενός σας το μυαλό δεν μπορεί να το χωρέσει—  το πρόβλημά μας δεν είναι να αποφύγουμε ατομικά και για λογαριασμό μας το εμβόλιο και τους κινδύνους που όντως αυτό συνεπάγεται· το πρόβλημά μας είναι δείξουμε ότι η πίεση για εμβολιασμό με εμβόλια γενετικής τεχνολογίας είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, και ότι αυτοί που ενέχονται πρέπει να λογοδοτήσουν και να δικαστούν με τις διατάξεις που προβλέπουν όλες οι διεθνείς συμβάσεις από το 1945 και μετά, οι οποίες δημιουργήθηκαν ακριβώς για ν’ αποτρέψουν την επανάληψη των ναζιστικών εγκλημάτων.

Θα εξηγήσω και πάλι γιατί, υπερβαίνοντας εαυτόν σε κοινή λογική και υπομονετική επιχειρηματολογία. Τα εμβόλια για το οποία μιλάμε, σύμφωνα με τις ίδιους τούς κατασκευαστές τους και σύμφωνα με όλες τις υγειονομικές επιτροπές, τους ιατρικούς φορείς και τους συναφείς διεθνείς οργανισμούς, είναι σε πειραματικό στάδιο λειτουργίας. Αυτό τουλάχιστον δεν αμφισβητείται από κανέναν. Πράγμα που σημαίνει, όποιος εμβολιάζεται παίρνει μέρος σε ένα ιατρικό πείραμα αναλαμβάνοντας την ευθύνη των ενδεχόμενων συνεπειών. Αυτό είναι δυνατό να γίνει βέβαια, αλλά προϋποθέτει ότι είναι πλήρως ενημερωμένος για το ρίσκο που αναλαμβάνει, και προπαντός ότι το αναλαμβάνει εν πλήρη συνειδήσει και οικειοθελώς. Υποχρέωση να υποβληθεί κάποιος σε ιατρικό πειραματισμό είναι κτηνώδης, κάτι που αντίκειται όχι μόνο σε θετικές νομοθεσίες, σε διεθνείς συμβάσεις και σε προ πολλού κατοχυρωμένα δικαιώματα, αλλά και στο πιο στοιχειώδες αίσθημα ανθρωπιάς (μας αποτροπιάζει συχνά όταν εφαρμόζεται ακόμη και σε ζώα)· πώς μπορούμε λοιπόν να κρίνουμε, σας ρωτώ, ανθρωπόμορφα τέρατα που πασχίζουν να υποβάλουν όλη την ανθρωπότητα σήμερα σε έναν τέτοιον καταναγκαστικό πειραματισμό, του οποίου ένα πολύ πιο περιορισμένο προσχέδιο, παρά τη θεαματική του ωμότητα, ήταν οι ναζιστικές πρακτικές τις οποίες δικαιολογημένα θυμόμαστε με φρίκη;

Παρ’ όλο λοιπόν που «πρέπει να ζήσουμε μαζί», δεν φαίνεται αυτό εφικτό με κανέναν τρόπο. Ανάμεσα στην άποψη ότι όσοι δεν εμβολιάζονται είναι δημόσιος κίνδυνος και πρέπει να στερηθούν ζωτικά δικαιώματα, και την άποψη ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός είναι προσχεδιασμένο έγκλημα και αυτοί που τον προωθούν πρέπει να τιμωρηθούν, η απόσταση είναι αστρονομική και δεν νοείται διαμεσολάβηση. Μια τέτοια θα ήταν ενδεχομένως, από τη στιγμή που τα εμβόλια υπάρχουν εν πάση περιπτώσει και κυκλοφορούν στην αγορά, να παραμείνουν διαθέσιμα για όποιον ενδιαφέρεται όπως και όλα τα άλλα προϊόντα, και να τελειώσει η ιστορία εκεί – και, πέραν αυτού, να λειτουργήσει ένας ελεύθερος και ζωηρός δημόσιος διάλογος σε ό,τι αφορά τις αντιτιθέμενες επιστημονικές γνώμες, τις χρήσεις και τους κινδύνους τής τεχνοεπιστήμης, τα όρια της επιστημονικής παρέμβασης που μπορεί ή είναι διατεθειμένη να ανεχθεί μια κοινωνία, τις διαφορετικές σημασιοδοτήσεις της υγείας, της αρρώστιας και της θεραπείας, κ.ο.κ. Τη λύση αυτή όμως έχει αποκλείσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία με τη νέα αδιανόητη επίθεσή της στο κοινωνικό σώμα ετοιμάζεται να πετύχει εκείνο που δεν κατάφεραν οι τρεις προηγούμενες κυβερνήσεις με τις αλλεπάλληλες προδοσίες τους: να οδηγήσει την κοινωνία σε αληθινό εμφύλιο. Αν θέλει να δει αίμα, λοιπόν, θα το δει.

Αυτή τη στιγμή όμως δεν με ενδιαφέρει πρωτίστως η κυβέρνηση – και μόνο επιεικώς μπορούμε ακόμα να την αποκαλούμε τέτοια… Μιλάμε για μια συμμορία αδίστακτων καθαρμάτων, όπως και όλο το σύστημα των εξουσιών που την περιβάλλει, και το μόνο που έχουμε να κάνουμε με αυτούς είναι να τους στείλουμε στην κόλαση που τους αξίζει. Εκείνο που κυρίως μ’ ενδιαφέρει είναι η εξαχρείωση της «αριστεράς» που συγκυβερνά σιωπηρά μαζί της, που δίνει άλλοθι στον εκφασισμό της και γίνεται όργανο η ίδια στραγγαλισμού όλων εκείνων των εύθραυστων ελευθεριών που κατακτήθηκαν μέσα από αγώνες και αίμα αιώνων από το υπόδουλο κομμάτι τής ανθρωπότητας. Αυτοί είναι, λέω, που μ’ εκπλήσσει πως ακόμα τολμούν και μιλούν. Πώς αυτοί οι κατ’ επάγγελμα και καθ’ έξιν υπερασπιστές των ανθρώπινων και κοινωνικών δικαιωμάτων ξεχνούν ότι προϋπόθεση κάθε δικαιώματος είναι η κυριότητα που κάθε ανθρώπινο ον έχει πάνω στο σώμα του και στις ζωτικές του λειτουργίες και ικανότητες, αυτό που σήμερα προσπαθούν να μας αφαιρέσουν τα ερπετά τής βιοεξουσίας· ότι η πρώτη γραπτή αναγνώριση «δικαιωμάτων» σε ευρωπαϊκό έδαφος έφερε το όνομα Habeas Corpus, με όλες τις συμβολικές και πραγματικές σημασίες ενός όρου που εμμένει στον πυρήνα όλων των μεταγενέστερων διατυπώσεων του «φυσικού δικαίου», υποβάθρου όλων των νεωτερικών συνταγματικών μορφών στις οποίες ομνύουν οι απανταχού φιλελεύθεροι· και ότι το να μιλούν για εργασιακά δικαιώματα, ασφαλιστικά δικαιώματα, δικαιώματα στη στέγη και την εκπαίδευση, δικαιώματα των εθνών στην αυτοδιάθεση, δικαιώματα των φυλετικών και των σεξουαλικών μειονοτήτων είναι μακάβριο καλαμπούρι όταν έχει υποκλαπεί από τους ανθρώπους ο πρώτος, καταστατικός και απαραμείωτος έλεγχος του ίδιου τού σώματός τους. «Αριστερά» που έχει κάνει σημαία τις αξίες των αντιπάλων της, τον «εκσυγχρονισμό» και την «ανάπτυξη», που ψήφισε ελαφρά τη καρδία όλους τους χιτλερικούς αντικαπνιστικούς νόμους, και πάλι στις 3 Απριλίου 2020 ψήφισε, χωρίς να έχει προηγηθεί συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής, την κύρωση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου τής 25ης Φεβρουαρίου τής ίδιας χρονιάς (πριν καν κηρυχτεί πανδημία!) που προέβλεπε υποχρεωτική νοσηλεία και εμβολιασμό για περίπτωση κορωνοϊού, και που σήμερα πρωτοστατεί στην εμβολιαστική εκστρατεία και στην επιβολή εξοντωτικών μέτρων για την κοινωνία —για εκείνες τις τάξεις δηλαδή στο όνομα του συμφέροντος των οποίων ζητάει να νομιμοποιηθεί— πλειοδοτώντας σε υγειονομική νομιμοφροσύνη και προσυπογράφοντας την αφαίρεση πολιτικών ελευθεριών από τα δύο τρίτα σχεδόν του πληθυσμού… Αυτή η «αριστερά» είναι απλώς καταδικασμένη να σβηστεί από την ιστορία, και να είναι βέβαιη ότι κανείς δεν θα λυπηθεί γι’ αυτό.

Εκείνο που συμβαίνει στον αντιεξουσιαστικό χώρο (σε μια μεγάλη μερίδα του, για να είμαι δίκαιος), το γκροτέσκο και απροσδόκητο φαινόμενο «αναρχικών υγειονόμων» των οποίου γίναμε μάρτυρες πρόσφατα, είναι μια μάλλον πρωτόγνωρη παθολογία που απαιτεί ειδική μελέτη. Ομολογώ ότι μου είναι κάπως αναποκρυπτογράφητη ακόμα, κι επιφυλάσσομαι να επανέλθω με περισσότερα δεδομένα. Μια κατακλείδα όμως είναι απαραίτητη εδώ για τον θλιβερό ΣΥΡΙΖΑ. Το καινούργιο που έφερε αυτός στην ελληνική πολιτική σκηνή είναι ένα ιδιάζον σχιζοφρενικό ήθος, λόγων και πράξεων που ακυρώνουν ευθέως το ένα το άλλο, μακράν τού ό,τι είχαμε μάθει να περιμένουμε από επαγγελματίες πολιτικούς, επιδεινούμενο από μια μακάρια αυταρέσκεια —αυθάδεια θα ήταν σωστή λέξη— σαν να πρόκειται για το φυσιολογικότερο πράγμα στον κόσμο, για το οποίο θα όφειλε μάλλον και να επιβραβεύεται… Σήμερα κορυφώνει αυτή την πρακτική ώς το μη παρέκει. Ο κος Κατρούγκαλος, για παράδειγμα, βουλευτής τού ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητής τού Συνταγματικού Δικαίου ειδικευμένος στα Ανθρώπινα Δικαιώματα, με αρκετά επιβαρυμένο μητρώο ήδη ως πρώην υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης πρέπει να πούμε, έχει παρ’ όλ’ αυτά γράψει ένα βιβλίο με τίτλο Το δικαίωμα στη ζωή και τον θάνατο (Σάκκουλας 1993) που είναι μια εξαιρετικά τεκμηριωμένη επισκόπηση των βιοϊατρικών δικαιωμάτων και της διεθνούς νομοθεσίας που τα κατοχυρώνει· ήταν επίσης ένας από την ελληνική κοινοβουλευτική ομάδα που ψήφισε μόλις τον περασμένο Ιανουάριο (2021) απόφαση του Συμβουλίου τής Ευρώπης η οποία αποτρέπει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό και την  επιβολή διακρίσεων υπέρ των εμβολιασμένων – και, την ίδια στιγμή, ο κος Κατρούγκαλος και το κόμμα του (όπως και το «δικαιωματικό» κόμμα τού κου Βαρουφάκη  – για το ΚΚΕ δεν χρειάζεται να μιλήσω καν, απλώς επιβεβαιώνει την ιστορία του) στηρίζουν αμέριστα το μητσοτακικό πραξικόπημα, με τη συνενοχή επίσης ενός διεφθαρμένου και εθελόδουλου δικαστικού συστήματος, και γίνονται ενθουσιώδεις πρωταθλητές τής βιοπολιτικής τρομοκρατίας. Τα ζήτημα δεν είναι βέβαια ο κος Κατρούγκαλος ειδικά· είναι απλώς και μόνο μία περίπτωση, αλλά ενδεικτική ως μικρογραφία τής συριζαϊκής παραφροσύνης. Αναρωτιέμαι ειλικρινά, σε τί πολιτικό μέλλον ελπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ; Αν μετάσχει αυτόνομα στις επόμενες εκλογές είναι βέβαιον ότι του επιφυλάσσεται μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη… Αν αποσκοπεί σε κάποιου είδους πολιτική μακροημέρευση, δεν έχει άλλη επιλογή, φοβάμαι, από να επισημοποιήσει την άτυπη συνεργασία του με τη Νέα Δημοκρατία και να κατεβεί επιτέλους σε επίσημο συνασπισμό μαζί της: είμαι σίγουρος ότι θα τον χρειαστούν (για διαφορετικούς λόγους) και οι δύο.

Φώτης Τερζάκης