του Δημήτρη Καζάκη

Τις τελευταίες εβδομάδες είδαμε να χύνονται πολλά κροκοδείλια δάκρυα για τα χρέη που έχουν συσσωρευτεί σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Αυτοί που ευθύνονται για το πρόβλημα, αυτοί που κατέλυσαν κάθε έννοια νομιμότητας υπέρ του πολίτη προκειμένου να κατοχυρώσουν την αυθαιρεσία των τραπεζών ώστε ήσυχα και χωρίς κανένα κίνδυνο να λεηλατήσουν τους οφειλέτες τους, μας τάζουν ότι έχουν τη λύση.

Μας μιλούν για «κόκκινα δάνεια» και ξεχνούν πολύ βολικά ότι το πρόβλημα δεν εντοπίζεται απλά και μόνο στα δάνεια που εμφανώς δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν. Ούτε βέβαια προέκυψε τώρα με τα καταστροφικά μέτρα δήθεν αντιμετώπισης της πανδημίας.

Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι το ιδιωτικό χρέος ως σύνολο καλπάζει. Μόνο το ύψος του χρέους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων προς τις τράπεζες ανέρχονταν το Δεκέμβριο του 2020 σε 177 δισ. ευρώ. Ενώ το συνολικό χρέος προς την ΑΑΔΕ με το οποίο η συγκεκριμένη «εταιρεία ειδικού σκοπού» των Ευρωπαίων δανειστών, εκβιάζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ξεπέρασε τα 108 δισ. ευρώ.

Τα νοικοκυριά στην Ελλάδα έχουν συνολικές υποχρεώσεις που ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ το 2020. Ενώ οι υποχρεώσεις των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων ξεπερνούν τα 105,6 δισ. ευρώ. Μόνο το τρίτο τρίμηνο του 2020 οι συνολικές υποχρεώσεις τους αυξήθηκαν κατά 6,3 δισ. ευρώ.

Πώς είναι δυνατόν να εξυπηρετηθεί αυτό το χρέος; Και μάλιστα σε μια οικονομία όπου το διαθέσιμο εισόδημα διαρκώς συρρικνώνεται και δεν επαρκεί ούτε καν για τις βασικές καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών;

Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο αρνητικό δείκτη αποταμιεύσεων των νοικοκυριών. Ο δείκτης αυτός κινείται γύρω στο -12% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Από -4.1% που ήταν το 2010.

Με άλλα λόγια τα νοικοκυριά στην Ελλάδα όχι μόνο αδυνατούν να καλύψουν τις τρέχουσες καταναλωτικές δαπάνες τους, αλλά δεν είναι καν σε θέση να βάλουν στην άκρη εισόδημα για να εξυπηρετήσουν τις μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις τους. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και οι οφειλές τους.

Επομένως το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους είναι πρώτα και κύρια πρόβλημα διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά και απασχόλησης. Όχι οποιασδήποτε απασχόλησης, όπως π.χ. σαν αυτήν που κατατρέχει σήμερα την Ελλάδα, όπου κυριαρχεί η ευκαιριακή, η προσωρινή και η μαύρη εργασία. Αντίθετα χρειαζόμαστε θέσεις μόνιμης και σταθερής εργασίας με υψηλές προσδοκίες διαθέσιμου εισοδήματος.

Όμως για να κατορθώσει η Ελλάδα και τα νοικοκυριά της να περάσουν σε μια οικονομία μόνιμης και σταθερής εργασίας με υψηλές απολαβές, ώστε και ο ιδιωτικός τομέας – κυρίως οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις – να λυτρωθεί οριστικά από τη δανειακή εξάρτηση, χρειάζεται να αντιμετωπιστεί οριστικά το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους. Όχι για να οδηγήσουμε νοικοκυριά και επιχειρήσεις σ’ ένα νέο κύκλο δανεισμού και χρέους, αλλά για να δώσουμε την ευκαιρία στην εγχώρια αγορά να πατήσει στα πόδια της και να αυξάνει τους τζίρους της με βάση την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη, η οποία δεν θα βασίζεται στη διαρκή αύξηση του χρέους και των προβληματικών δανείων.

Πώς μπορεί λοιπόν να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους;

Πρώτα και κύρια με την επαναφορά της νομιμότητας στη χώρα μας. Θα πρέπει να καταργηθούν όλες οι ασυλίες και τα προνόμια υπέρ των τραπεζών, που έχουν μετατρέψει τους περισσότερους καταθέτες και δανειολήπτες σε θύματα τραπεζικής αγυρτείας, απάτης και απιστίας.

Η οικονομία της χώρας μας θα πρέπει να πάψει να είναι «τραπεζοκεντρική». Με πρώτη τη δικαιοσύνη, έτσι ώστε ο πολίτης να μπορεί να βρίσκει το δίκιο του έναντι της σαράφικης και τοκογλυφικής πρακτικής που ασκείται εναντίον του από τράπεζες, εταιρείες είσπραξης και σκιώδη χαρτοφυλάκια κάθε λογής.

Δεν μπορεί να υπάρξει αποκατάσταση της δικαιοσύνης υπέρ των πολιτών χωρίς αφετηρία την ενεργοποίηση του άρθρου 388 του Αστικού Κώδικα, το οποίο θέτει τις προϋποθέσεις με τις οποίες παρέχεται στον οφειλέτη η δυνατότητα να προσφύγει προκειμένου να διεκδικήσει την αναμόρφωση της οφειλής του, λόγω απρόοπτης μεταβολής συνθηκών. Ή και την λύση ολόκληρης της σύμβασης με τη διαγραφή του συνόλου των οφειλών, εφόσον η συγκεκριμένη σύμβαση δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί και η συνέχισή της οδηγεί σε υπέρμετρη επιβάρυνση του οφειλέτη.

Το άρθρο αυτό υπονομεύθηκε και τελικά αδρανοποιήθηκε υπέρ των τραπεζών προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στις τελευταίες να λεηλατήσουν το εισόδημα και την περιουσία των δανειοληπτών. Τελευταία πράξη αυτής της νομοθετικής πρακτικής, που επέβαλαν τα μνημόνια, είναι η επιβολή του τελευταίου Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 4738/2020).

Πρωτοφανής για την Ελλάδα, αλλά και διεθνώς

Ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας ανεστάλη προσωρινά και άρχισε να ισχύει από την 1η Μαρτίου 2021 για τους οφειλέτες μικρομεσαίους εμπόρους και τις επιχειρήσεις τους, καθώς και για απλούς πολίτες, με οφειλές άνω των 350.000 € και μέχρι 700.000 €, και από την 1η Ιουνίου 2021 για όσους έχουν οφειλές κάτω των 350.000 €. Στο στόχαστρο είναι όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία τους, χωρίς να προστατεύεται πλέον η πρώτη κατοικία τους.

Όλοι οι οφειλέτες, και οι εγγυητές τους, αλλά και τα μέλη των οικογενειών τους που θα επηρεαστούν αμέσως ή εμμέσως από την διαδικασία της πτώχευσης, ή ακόμη και οι εργαζόμενοι σε υπό πτώχευση επιχειρήσεις, αναμένεται να εξαθλιωθούν, οικονομικά και ηθικά, σε οποιοδήποτε από τα τρία (3) στάδια θα τους κατατάξουν (με την βία, και χωρίς την συναίνεσή τους) οι πιστωτές τους, κυρίως τράπεζες ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μαζί με το Δημόσιο και τον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), που είναι :

1ον.- η εξωδικαστική διαδικτυακή πλατφόρμα  για την ρύθμιση οφειλών,

2ον. – η δικαστική προπτωχευτική διαδικασία για την «εξυγίανση» επιχειρήσεων, ιδίως με ρευστοποίηση της περιουσίας τους, και

3ον.- η δικαστική διαδικασία πτώχευσης, δηλαδή η εκποίηση της περιουσίας των οφειλετών και εγγυητών τους.

Στο 1ο στάδιο δεν προβλέπεται η άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου, ώστε να προσβάλλει δηλαδή κάποιος στα Δικαστήρια τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτή η διαδικασία για την διαμόρφωση πρότασης εξόφλησης των οφειλών, ακόμη και αν υπάρξουν λάθη των πιστωτών.

Στο 2ο στάδιο προβλέπεται μόνον η δυνατότητα άσκησης έφεσης από τον οφειλέτη κατά της συμφωνίας επικύρωσης του σχεδίου που θα έχει αποφασίσει ο Ειδικός Διαχειριστής Αφερεγγυότητας, για να προβάλλει στο εφετείο τις όποιες αντιρρήσεις του για την διαδικασία. Ούτε καν αναίρεση προβλέπεται. Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν μπορεί να εξυγιανθεί ο οφειλέτης, μπορεί να τον παραπέμψει απευθείας στο 3ο στάδιο, δηλαδή να διατάξει την πτώχευσή του.

Στο 3ο στάδιο (πτώχευσης), στο οποίο η επίθεση των τραπεζών και επιτήδειων επεκτείνεται τόσο στην περιουσία, όσο και στο εισόδημα του οφειλέτη, κάτω μάλιστα από το όριο του ακατάσχετου των 1.250 €, προβλέπεται η προσφυγή με ανακοπή κατά της δικαστικής απόφασης πτώχευσης, μέσα σε 30 ημέρες από τότε που θα εκδοθεί η απόφαση.

Οι εργαζόμενοι θα απολύονται με απόφαση του Συνδίκου (προσώπου που θα προτείνουν μόνον οι τράπεζες) χωρίς οποιαδήποτε πρόβλεψη για διασφάλιση των μισθών και αποζημιώσεων που τους οφείλονται.

Οι προσφυγές στο Εφετείο ή στον Άρειο Πάγο δικαιολογούνται να γίνουν μόνον για ελάχιστους λόγους, γιατί οι δικαστικές αποφάσεις επιβάλλεται με το νόμο να είναι «περιληπτικές».

Εν τω μεταξύ η διαδικασία πτώχευσης, με σφράγιση της επιχείρησης και της κατοικίας του οφειλέτη και ρευστοποίηση της περιουσίας, θα έχουν προχωρήσει, ενώ ο οφειλέτης και οι οικείοι του μπορούν να διώκονται τρομοκρατικά από τις τράπεζες για διάφορους λόγους «δολιότητας».

Οι κατοικίες τέλος θα μπορούν να ενοικιάζονται στους πτωχούς ή υπό πτώχευση οφειλέτες για 12 χρόνια από εταιρείες χαρτοφυλακίου που θα δημιουργούνται ειδικά για τον σκοπό αυτό, για το μετέπειτα διάστημα δεν προβλέπεται κάτι άλλο.

Επομένως, άμεση αντίδραση από τους πληττόμενους οφειλέτες, στα πλαίσια της υφιστάμενης νομοθεσίας, δηλαδή λύση της επόμενης ημέρας, δεν υπάρχει. Οι πολίτες θα συρθούν βίαια σ’ αυτές τις διαδικασίες, όσο και αν διαφωνούν σε επί μέρους νομικά θέματα. Αν δεν συνεργαστούν οι οφειλέτες, προβλέπεται η πρόοδος των εργασιών του κάθε ενός από τα παραπάνω στάδια, χωρίς αυτούς. Αν συνεργαστούν, απλά θα παρακολουθούν την καταστροφή της ζωής τους, χωρίς ουσιαστικά να μπορούν να κάνουν το οτιδήποτε.

Ο συγκεκριμένος Πτωχευτικός Κώδικας ξεπερνά κάθε λογική δικαίου. Δεν υπάρχει ανάλογός του σε καμιά χώρα του κόσμου και έχει σχεδιαστεί με μοναδικό σκοπό την επιβολή ενός καθεστώτος πεονίας, δηλαδή δουλοπαροικίας, των οφειλετών.

Επομένως, δεν πρέπει να λειτουργήσει η «μηχανή του κιμά». Δεν πρέπει να επιτρέψουμε την μαζική εκποίηση των ιδιωτικών περιουσιών των οφειλετών. Ο συγκεκριμένος Πτωχευτικός Κώδικας πρέπει να καταργηθεί, μιας και συνιστά προσβολή στην ίδια την έννοια του δικαίου.

Κατόπιν θα πρέπει να προχωρήσουμε στα εξής άμεσα μέτρα:

1ο Προσωρινή αναστολή εξόφλησης των χρεών, με σκοπό τον έλεγχο του συνόλου των οφειλών.

2ο Διαγραφή των ανυπαίτιων οφειλών, με εξαίρεση φυσικά των γνωστών μας «θαλασσοδανείων» και των χρεών που δημιουργήθηκαν με δόλια μέσα.

3ο Δημόσιος έλεγχος των τραπεζών, των εταιρειών διαχείρισης δανείων και των εισπρακτικών εταιρειών.

4ο Ποινικός και διοικητικός έλεγχος των οργάνων τους για αδικοπραξίες σε βάρος των οφειλετών, των δανειοληπτών, αλλά και σε βάρος των καταθετών.

5ο Επιστροφή στους ιδιοκτήτες τους των περιουσιών που υφαρπάχθηκαν δόλια από τράπεζες και επενδυτικά κεφάλαια.

Μόνο έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά το οξύτατο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους, χωρίς να οδηγηθεί η κοινωνία στην απόλυτη εξαθλίωση και την δουλοπαροικία. Μόνο έτσι μπορεί η οικονομία να επανεκκινήσει προς όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

* To άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Crash, τχ. 60, Μάιος 2021.