του Όθωνα Κουμαρέλλα

Με το τρίτο πανδημικό κύμα να «χτίζεται» σταδιακά με επίκεντρο αυτή τη φορά την Αττική, καλό θα είναι να δούμε τα μέχρι στιγμής στοιχεία, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της όλης διαχείρισης του πανδημικού φαινομένου, αναφορικά με το Εθνικό Σύστημα Υγείας, πέραν της σχεδόν αποκλειστικής προσπάθειας αντιμετώπισης με παθητικά μέτρα όπως το lockdown, κυνηγώντας, επί της ουσίας, από πίσω το φαινόμενο, αφήνοντας στον ιό την πρωτοβουλία των κινήσεων. Με τις συνέπειες αυτής της αποτυχημένης συνταγής να είναι πλέον περισσότερο από προφανείς. Μια συνταγή που είχε στον πυρήνα της, υποτίθεται, την προστασία του συστήματος υγείας από την κατάρρευση.

Νοσηλείες και δυναμικότητες

Με βάση τα στοιχεία του ΕΟΔΥ έχουμε από την έναρξη της επιδημίας συνολικά περίπου 38.000 εισαγωγές για νοσηλεία σε νοσοκομεία. Οι περισσότερες από αυτές έγιναν από την 31η Αυγούστου 2020 μέχρι την Κυριακή 7/3/2021 (34.938), κάτι που αποδεικνύει ότι στη χώρα μας δεν υπήρξε, ουσιαστικά, «πρώτο κύμα».

Ο συνολικός αριθμός κλινών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, γνωρίζουμε ότι φτάνει τις 51.520 κλίνες σε 96 νοσοκομεία (εκτός του Ωνασείου και του ΨΝΑ) και σε 168 ιδιωτικές κλινικές, με τις 34.755 κλίνες να ανήκουν στο ΕΣΥ και τις υπόλοιπες 16.765 στις ιδιωτικές κλινικές (στοιχεία 2019).

Ας πούμε, ότι απ’ αυτές διαθέσιμες για νοσηλεία covid-19 είναι το 15% των δημοσίων κλινών, δηλαδή περίπου 5.200 κλίνες.

Θα ρωτήσει κάποιος, και γιατί παρακαλώ το 15% κι όχι μικρότερο, ή μεγαλύτερο ποσοστό, δεν είναι κάπως αυθαίρετος αυτός ο ορισμός; Πράγματι μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετο το ποσοστό αυτό, αλλά είναι το μόνο ελάχιστο, που με βάση την μέχρι τώρα αποκτηθείσα εμπειρία, κατά τη γνώμη μου, είναι ικανό να ανταποκριθεί αποτελεσματικά απέναντι στην υγειονομική κρίση. Με τον ιδιωτικό τομέα σε εφεδρεία να μπορεί να καλύψει πρόσθετες ανάγκες εάν παρουσιαστούν.

Το ζήτημα είναι λοιπόν, εάν μπορούμε, ή δεν μπορούμε να διαθέσουμε το 15% του δυναμικού σε εγκαταστάσεις, μέσα και προσωπικό του δημόσιου συστήματος υγείας, για να αντιμετωπίσουμε την πανδημία. Ενώ επίσης όπως προκύπτει από τα στοιχεία μέχρι τώρα, δεν χρειάστηκε επιστράτευση μεγαλύτερου ποσοστού, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα.

Στην πραγματικότητα ο αριθμός αυτός των 5.200 διαθέσιμων κλινών στα δημόσια νοσοκομεία, μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος, αφού όλο το βάρος του ΕΣΥ έχει πέσει στην αντιμετώπιση της πανδημίας, με τα χειρουργεία κατά 80% σε αναστολή και τις υπόλοιπες κλινικές να υπολειτουργούν. Βέβαια, με την εικόνα τελικά να σχηματίζεται γύρω από ένα «μονοθεματικό» ΕΣΥ, αποκλειστικά ταγμένου εδώ κι έναν χρόνο στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Ωστόσο προσωπικά θα επιμείνω ότι μόνον το 15% απαιτούνταν (και ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκε), με το υπόλοιπο 85% να μπορεί να φροντίζει απρόσκοπτα όλα τα υπόλοιπα νοσήματα που δεν πρέπει να περιμένουν τη φροντίδα τους. Αλλά ποιος ακούει εμένα φυσικά; Πέραν του ότι δεν είμαι «ειδικός»….

Όμως, με ένα ιατρικό δυναμικό του ΕΣΥ γύρω στις 20.000 να υπηρετεί στα νοσοκομεία (ακόμη 5.500 στα κέντρα υγείας) και με επίσης 33.000 νοσηλευτικό προσωπικό (άλλες 3.500 στα κέντρα υγείας) και μόλις το 1/5 εξ αυτών να είχαν διατεθεί στην αντιμετώπιση του covid, θα αντιστοιχούσε (εάν ήδη δεν αντιστοιχεί) 20.000/5 = 4.000 ιατροί, ή 1.400 περίπου για κάθε 8ωρη βάρδια /5.200 = ένας ιατρός ανά 4 κλίνες και αντίστοιχα ένας νοσηλευτής/τρια ανά περίπου 3,5 κλίνες τη βάρδια.

Αυτό, όμως, μόλις το 15%, θέτει μια ολική διαθεσιμότητα 5.200 Χ 195 (ημέρες από την 31η Αυγούστου) = 1.014.000 ημερών νοσηλείας.

Εάν υποθέσουμε ότι ο μέσος χρόνος νοσηλείας για covid είναι 10 ημέρες (μάλλον είναι μικρότερος), τότε το σύστημα «αντέχει» 1.014.000/10 = 101.400 νοσηλείες συνολικά, έχοντας μάλιστα ένα σημαντικό απόθεμα εφεδρείας, αφού θεωρούμε ότι διατίθεται μόνον το 15% των συνολικών νοσοκομειακών κλινών για νοσηλεία covid, άρα σε περίπτωση ανάγκης το ποσοστό αυτό θα μπορούσε άμεσα να αυξηθεί.

Ας μας πληροφορήσουν, όμως, οι αρμόδιοι, εάν πραγματικά το ποσοστό κλινών covid είναι αυτό, έτοιμο σε πλήρη ανάπτυξη, ανάλογα με τις ανάγκες, ή είναι μικρότερο και για ποιον λόγο. Επίσης να μας πουν εάν είναι μεγαλύτερο, ενώ κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα δεδομένα.

Η δυναμικότητα αυτή που διαμορφώνεται από τη δυνατότητα των 101.400 εισαγωγών (Χ 10 ημερών νοσηλείας) σε νοσοκομείο για ολόκληρη την περίοδο από την 31η Αυγούστου μέχρι σήμερα, είναι σχεδόν κατά 3 φορές μεγαλύτερη των 34.938 πραγματοποιθεισών εισαγωγών, με τις μισές μάλιστα από αυτές να ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστούν σε πρωτοβάθμιο επίπεδο κι εκτός νοσοκομείου, όπως από πολλούς ειδικούς της δημόσιας υγείας έχει επισημανθεί.

Ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι έχουμε στη διάθεσή μας τα 2/3 των κλινών αυτών, ή ο μέσος χρόνος νοσηλείας ήταν μακρύτερος, πάλι η διαθεσιμότητα θα ήταν αρκετά μεγαλύτερη αυτής που απαιτήθηκε μέχρι τώρα.

Είναι τα νοσοκομεία στο «κόκκινο»;

Από που λοιπόν προκύπτει, ότι τα νοσοκομεία βρίσκονται στο κόκκινο και το σύστημα κινδυνεύει με κατάρρευση;

Προκύπτει, μόνον σημειακά στον χώρο και τον χρόνο, ίσως από το γεγονός, ότι οι νοσηλείες δεν κατανέμονται ισομερώς στον χρόνο (περίπου 184 ημερησίως) αλλά υπάρχουν σοβαρές πυκνώσεις και αραιώσεις, με συνέπεια τον περισσότερο καιρό το σύστημα να δουλεύει κυριολεκτικά στο «ρελαντί» με τις περισσότερες κλίνες άδειες, και μόνο στα οξυκόρυφα να υπάρχει πραγματική πίεση όπως συνέβη την 47η εβδομάδα του 2020 με περίπου 3.190 εισαγωγές. Την εβδομάδα όμως αυτή είχαμε ταυτόχρονα σύμφωνα πάντα με τον ΕΟΔΥ 1.786 εξιτήρια. Συνεπώς η καθαρή επιβάρυνση την εβδομάδα εκείνη ήταν 3.190-1.786 = 1.404.

Ένας δεύτερος παράγοντας που παίζει ρόλο είναι επίσης η ανισοκατανομή των κλινών στις διάφορες περιοχές της χώρας, χωρίς να υφίσταται -ως φαίνεται- ένα ορθολογικό σύστημα ισομερούς διανομής των περιστατικών, ώστε να μην υπάρχουν τμήματα του συστήματος που συμπιέζονται, τη στιγμή που άλλες περιοχές «δουλεύουν» απολύτως χαλαρά, που αποτελεί ένδειξη ανοργανωσιάς κι όχι μόνον.

Εάν μάλιστα υπολογίσουμε το σύνολο της περιόδου του 2ου κύματος από την 44η εβδομάδα μέχρι και την 52η του 2020 τότε θα δούμε ότι εισήλθαμε με 628 ταυτόχρονες νοσηλείες, με κορύφωση περίπου 4.500 ταυτόχρονων νοσηλειών την 47η εβδομάδα για να αποκλιμακωθούν στις 1.000 περίπου στο τέλος του έτους.

Βλέπουμε ότι ακόμη και στο αποκορύφωμα του 2ου κύματος η κάλυψη των διατιθέμενων αποκλειστικά για covid κλινών στα νοσοκομεία δεν υπερέβη σε πληρότητα τις 5.200 κλίνες, που ορίσαμε ως ένα λογικό αριθμό με βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε, κι αυτό προσωρινά για μόνον μια εβδομάδα, με το κύριο βάρος να πέφτει στη Θεσσαλονίκη.

Ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα με μια δυναμικότητα 8.691 κλινών στις 23 εκεί νοσοκομειακές μονάδες του ΕΣΥ, και άλλες 4.624 κλίνες σε 43 ιδιωτικά θεραπευτήρια (σύνολο 13.315), έχοντας δεχθεί τον Νοέμβριο του 2020 το 55% των συνολικών πανελλαδικά νοσηλειών, θα μπορούσαν εύκολα να διατεθούν οι περίπου 2.500 κλίνες αποκλειστικά για covid την περίοδο της κρίσιμης 47ης εβδομάδας που το πανδημικό κύμα έφτασε στην κορύφωσή του, χωρίς τη δραματοποίηση και τον πανικό που επικράτησε και τις κραυγές περί της μετατροπής της Θεσσαλονίκης σε Μπέργκαμο.

Έτσι όμως, η εικόνα των συνεχώς γεμάτων νοσοκομείων στα όριά τους και υπό κατάρρευση, είναι ψευδής.

Άραγε, με εξαφανισμένες τις γρίπες και κάθε άλλου τύπου λοίμωξη του αναπνευστικού, με την αναστολή των χειρουργείων κτλ, πως θα ήταν δυνατό το σύστημα να καταρρέει με 2.500 ταυτόχρονες νοσηλείες από covid στη Βόρεια Ελλάδα, που οι μισές από αυτές θα μπορούσαν μάλιστα να είχαν αντιμετωπισθεί σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, χωρίς την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο;

Το έλλειμμα σχεδιασμού, οι ερασιτεχνισμοί και η προπαγάνδα

Ποιος όμως, στο καλό, σχεδιάζει, ποιος προγραμματίζει, ποιος οργανώνει, ποιος κατανέμει τις ανάγκες, να του δώσουμε βραβείο; Διότι πράγματι σε ένα pick (διπλάσιας έντασης από εκείνο του Νοεμβρίου) και για λίγες ημέρες μπορεί να χρειάζονται συνολικά σε πανελλαδικό επίπεδο έως και 7.000 κλίνες διαθέσιμες. Δεν υπάρχουν;

Μα πως δεν υπάρχουν, όταν το σύνολο των διαθέσιμων κλινών ξεπερνά τις 50.000;

Γιατί θέλουμε τελικά τις κοντά 35.000 κλίνες του ΕΣΥ; Για να παραμένουν τον περισσότερο καιρό άδειες οι μισές; Το σύστημα οφείλει να λειτουργεί εύρυθμα και αποτελεσματικά στο 100% της δυναμικότητάς του. Εάν καταφέρνει να λειτουργεί καλά μόνον σε σημαντικά μικρότερα ποσοστά, κάτι πάει λάθος.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, με ένα ιατρικό δυναμικό στα δημόσια νοσοκομεία που φτάνει τις 20.000, έστω και το 1/5 εξ αυτών να ασχοληθούν αποκλειστικά με τον covid, σημαίνει ότι πάνω από 1.400 ιατροί σε κάθε οκτάωρη βάρδια (σύνολο 4.200), μπορεί να είναι διαθέσιμοι για την αντιμετώπιση όλων των περιστατικών. Ακόμη και στις κορυφώσεις δεν αντιστοιχούν περισσότερα από 3 περιστατικά ανά γιατρό σε κάθε βάρδια.

Το ίδιο ισχύει και για το νοσηλευτικό προσωπικό.

Οι ανάγκες αυτές, ας υποθέσουμε, ότι είναι αυξημένες κατά 30% λόγω ρεπό, αδειών, ασθενειών κτλ. Πάλι σε κάθε διατιθέμενο ιατρό δεν αντιστοιχούν περισσότερα από 4 περιστατικά κατά μέσον όρο σε κάθε βάρδια και περισσότερα από 3 περιστατικά σε κάθε νοσηλεύτρια/τη (επαναλαμβάνω με μόνον το 15% του δυναμικού να ασχολείται με την πανδημία).

Ε δεν θα έλεγε κανείς ότι είναι τραγικά! Κι ότι ένας γιατρός στην 8ωρη βάρδια του δεν μπορεί να αντιμετωπίσει 4 εμπύρετα περιστατικά. Θα έλεγα, ότι μπορεί να αντιμετωπίσει πολλαπλάσια.

Που είναι ακριβώς η πίεση;

Με την πληθώρα, μάλιστα, των ιδιωτικών προσφορών σε εξοπλισμό και αναλώσιμα, το πρόβλημα προκύπτει όχι τόσο από την έλλειψη πόρων, εγκαταστάσεων, μέσων και ανθρώπινου δυναμικού στο ΕΣΥ, αλλά είναι καθαρά ζήτημα ορθολογικής οργάνωσης του συστήματος. Έχει να κάνει με τον κεντρικό σχεδιασμό και τις διοικήσεις. Τον ερασιτεχνισμό και τις σκοπιμότητες. Τη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία των κρατικοδίαιτων «αρίστων», στα νοσοκομεία, στις διοικήσεις, στον ΕΟΔΥ, κι εν τέλει στην κυβέρνηση.

Έχει να κάνει και με την προπαγάνδα! Ίσως κυρίως με αυτήν!

Θα πει κανείς, ότι ναι μεν υπάρχουν όλα αυτά, αλλά λείπουν ειδικότητες στο ιατρικό προσωπικό των νοσοκομείων, συνεπώς το βάρος της αντιμετώπισης της πανδημίας πέφτει σε λίγα χέρια.

Πόσα και ποια είναι αυτά τα «λίγα χέρια» θα μας πουν;

Για να ξέρουμε και ποιους θα χειροκροτούμε στο τέλος.

Παρ’ όλα αυτά, όντως μπορεί να είναι αλήθεια και να λείπουν κρίσιμες ειδικότητες γενικά. Ωστόσο, για τις απλές νοσηλείες ενός εμπύρετου νοσήματος ιογενούς προέλευσης, που τα περισσότερα περιστατικά μπορούν να αντιμετωπιστούν στο σπίτι, δεν χρειάζεται κάποια εξαιρετική εξειδίκευση. Πολύ περισσότερο που κατά 80% οι ιατροί είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν συγκεκριμένα πρωτόκολλα και οδηγίες και μόνον κατά 20% θα μπορούσε κάποιος πολύπειρος να τα ξεπεράσει και να αυτενεργήσει. Αυτά φυσικά μέχρι κάποιο περιστατικό να επιβαρυνθεί και να χρειαστεί εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας.

Για να δούμε τι μπορεί να συμβαίνει εκεί.

Στις εντατικές… η Ελλάδα αναστενάζει

Με βάση τα επίσημα στοιχεία που αποστέλλουν οι υγειονομικές αρχές στο E-CDC, από την έναρξη της πανδημίας και μετά από 380 ημέρες ενεργού επιδημίας, στις ΜΕΘ πανελλαδικά έχουν γίνει μέχρι και την 7η Μαρτίου 2021, 4.077 εισαγωγές βαρέων περιστατικών covid, ήτοι ποσοστό 4.077/34.938 = 11,67% των συνολικών εισαγωγών στα νοσοκομεία. Με μέσο χρόνο παραμονής στη ΜΕΘ 15 ημερών (στην πραγματικότητα είναι μικρότερος) έχουμε συνολικά 4.077 X 15 = 61.155 ημέρες νοσηλείας, που αντιστοιχούν μεσοσταθμικά για ολόκληρη την περίοδο σε 165 κλίνες συστηματικά κατειλημμένες από ασθενείς covid.

Προφανώς αυτό δεν μας λέει τίποτε, αφού κι εδώ η κατανομή των περιστατικών δεν είναι ισομερής στον χρόνο, αλλά υπάρχουν περίοδοι ισχυρής πύκνωσης της ανάγκης για ΜΕΘ και περίοδοι χαλαρότητας. Συνεπώς, ένα σύστημα οφείλει να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις κορυφώσεις του πανδημικού φαινομένου, που έφτασε την 47η εβδομάδα του 2020 στις 358 εισαγωγές σε ΜΕΘ.

Τέτοια κορύφωση υπήρξε μεταξύ της 1ης Νοεμβρίου του 2020 μέχρι και τις 10 Ιανουαρίου 2021.

Το διάστημα αυτό έγιναν συνολικά -πάντα σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ- 2.249 εισαγωγές σε ΜΕΘ, δηλαδή περισσότερες από τις μισές του συνόλου των 4.077 και είναι λογικό, αφού η περίοδος αυτή αντιστοιχεί στην καμπύλη του δεύτερου επιδημικού κύματος.

Με μέσον όρο παραμονής στις ΜΕΘ όπως είπαμε τις 15 ημέρες, έχουμε 2.249 Χ 15 = 33.735 ημέρες συνολικής νοσηλείας. Διαιρούμενες με τις 70 ημέρες της περιόδου μας κάνουν μεσοσταθμικά 482 κλίνες συνεχώς κατειλημμένες.

Το διάστημα αυτό (μεταξύ 1ης Νοεμβρίου και 10ης Ιανουαρίου) είχαμε 663 άτομα που εξήλθαν από τις ΜΕΘ και 4.628 θανάτους. Αν και περίπου, όπως προκύπτει, το 75% των θανάτων συνέβησαν εκτός ΜΕΘ, σημαίνει ότι μαζί με τα εξιτήρια, ο αριθμός των κλινών που απελευθερώθηκαν την περίοδο φτάνει τις 1.600.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, το σύστημα μπορεί να ανταποκριθεί απολύτως αποτελεσματικά και με άνεση, εφ’ όσον τεθεί στη διάθεσή του μεγαλύτερος αριθμός των 482 κλινών που μεσοσταθμικά χρειάστηκαν μέχρι τώρα. Νομίζω, ότι ένας λογικός αριθμός είναι ένα 30% επιπλέον με τις κλίνες ΜΕΘ άμεσα διαθέσιμες κάθε στιγμή για φροντίδα βαρέων περιστατικών covid, να φτάνουν τις 650, ας πούμε 700.

Τις έχουμε;

Σύμφωνα με τις επίσημες κατά καιρούς ανακοινώσεις, εισήλθαμε πέρσι τον Μάρτιο στην περίοδο της πανδημίας με ένα δυναμικό 580 κλινών ΜΕΘ. Υποτίθεται ότι ο αριθμός αυτός σταδιακά αυξήθηκε για να φτάσει στις 23 Νοεμβρίου του 2020, σύμφωνα με επίσημη δήλωση του υπουργού υγείας κ. Κικίλια τις 1.239, εκ των οποίων οι 687 ήταν αποκλειστικά για covid και οι 552 για κάθε άλλη περίπτωση. Δηλαδή, κατά τον υπουργό, ο αριθμός των ΜΕΘ για κάθε άλλο νόσημα, παρέμεινε σχεδόν σταθερός σε σχέση με τις διαθέσιμες κλίνες ΜΕΘ πριν ξεσπάσει η επιδημία, ενώ οι υπόλοιπες (687) ήσαν υπεραρκετές για να αντιμετωπίσουν την πανδημία, καλύπτοντας αποτελεσματικά τις κορυφώσεις του φαινομένου, όπου οι ανάγκες ξεπέρασαν τον μέσον όρο των 482 κατειλημμένων κλινών μέχρι σήμερα.

Σήμερα, πάντα κατά τις επίσημες ανακοινώσεις, οι κλίνες ΜΕΘ ξεπερνούν τις 1.350. Εάν αφαιρέσουμε 600 κλίνες (20 παραπάνω από την προ covid εποχή), για τα υπόλοιπα νοσήματα, τότε παραμένουν αποκλειστικά για covid τουλάχιστον 750 κλίνες ΜΕΘ, που μπορεί να γίνουν και περισσότερες σε περίπτωση ανάγκης, στο βαθμό που τα χειρουργεία παραμένουν κατά 80% σε αναστολή και οι υπόλοιπες κλινικές υπολειτουργούν.

Όπως διαπιστώνουμε οι αριθμοί «ευημερούν» και δεν συμβαδίζουν καθόλου με το κλίμα πανικού που σπέρνεται από τα πρωτοσέλιδα και τα δελτία των οκτώ!

Είναι όμως έτσι, ή οι κλίνες αυτές είναι στα χαρτιά και επί της ουσίας δεν υφίστανται;

Διότι όλοι γνωρίζουμε ότι μια κλίνη ΜΕΘ δεν είναι το κρεβάτι, το μόνιτορ και ο υπόλοιπος εξοπλισμός, αλλά κυρίως το ανθρώπινο δυναμικό, εξειδικευμένοι δηλαδή εντατικολόγοι ιατροί και εξειδικευμένο νοσηλευτικό προσωπικό, έμπειρο και ικανό να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις. Υπάρχει;

Διότι εδώ τα πράγματα διαφοροποιούνται από τις απλές κλινικές covid. Αντί λοιπόν να μας δίνουν αριθμό κλινών, ας μας πουν τον αριθμό και το είδος του προσωπικού που τις στελεχώνουν.

Ας μας πουν το πως κατανέμονται αυτές οι κλίνες, σε πανελλαδικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

Ας μας πουν το πως εάν μια περιοχή κορεστεί και δεν διαθέτει επιπλέον κλίνες, μπορούν οι ασθενείς εύκολα, γρήγορα και με ασφάλεια, να μεταφερθούν σε άλλες λιγότερο επιβαρυμένες περιοχές, όπου η διαθεσιμότητα κλινών είναι μεγαλύτερη, χωρίς κραυγές πανικού και τρομολαγνικά πρωτοσέλιδα.

Όλα αυτά έχουν να κάνουν με τον σχεδιασμό και τον έλεγχο της υλοποίησής του κάθε στιγμή και προσαρμοζόμενο πάντα στις ανάγκες.

Αν κρίνουμε με την μέχρι τώρα διαχείριση της υγειονομικής αυτής κρίσης, το βάρος έχει πέσει, αν όχι αποκλειστικά, κυρίως στην επικοινωνία και την προπαγάνδα. Στην προσπάθεια αποποίησης των ευθυνών όλων των εμπλεκομένων από την κυβέρνηση μέχρι τους υγειονομικούς, και τη μεταφορά τους στην κοινωνία και την ανακαλυφθείσα «ατομική ευθύνη».

Οι θάνατοι εκτός ΜΕΘ

Διότι εάν δεν είναι έτσι, ας μας εξηγήσουν επιτέλους πως αιτιολογείται και περίπου το 75% των θανάτων συμβαίνουν εκτός ΜΕΘ.

Ας μας εξηγήσουν λοιπόν πως από τις 4.077 συνολικά εισαγωγές σε ΜΕΘ από την αρχή μέχρι την 7η Μαρτίου 2021, ενώ εξήλθαν 1.408 και παρέμειναν διασωληνωμένοι 466, τι απέγιναν οι υπόλοιποι 2.203; Πέθαναν;

Όμως οι θάνατοι που αποδίδονται στον covid μέχρι τότε ανέρχονται σε 6.758. Αυτό σημαίνει πολύ απλά, ότι αν όλοι από τους 2.203 πέθαναν, οι θάνατοι εκτός ΜΕΘ ανέρχονται σε 4.655, ή το 67,40% του συνόλου

Προφανώς από τους 2.203 δεν έχουν αποβιώσει όλοι, αλλά μερικοί παραμένουν νοσηλευόμενοι χωρίς να απαιτείται η διασωλήνωσή τους. Επίσης, είναι γνωστό ότι διασωληνώσεις πραγματοποιούνται κι εκτός μονάδων ΜΕΘ. Πόσοι από τους 2.203 δεν έχουν πεθάνει και συνεχίζουν νοσηλευόμενοι; Προφανώς μικρός αριθμός εξ αυτών, διότι διαφορετικά το σύστημα θα είχε τιναχθεί στον αέρα ακόμη και με τις 1.350 ΜΕΘ του κ. Κικίλια διαθέσιμες.

Γι’ αυτό οι πραγματικοί θάνατοι εκτός Μονάδων Εντατικής Θεραπείας φθάνουν ή και ξεπερνούν το 75% του συνόλου, ενώ το ποσοστό αυτών που καταλήγουν μετά την εισαγωγή τους σε ΜΕΘ φτάνει τουλάχιστον το 41%, ίσως το υψηλότερο ποσοστό παγκοσμίως. Γιατί;

Γνωρίζουμε ήδη, από ακριτομύθιες και γενικά από ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, ότι ενώ υπάρχουν ελεύθερες κλίνες, γίνεται -με ευθύνη των διοικήσεων- επιλογή στις ΜΕΘ νοσοκομείων των Αθηνών, έτσι ώστε ασθενείς με κακή πρόγνωση να εξαιρούνται της εισαγωγής τους, προκειμένου να παραμένει το ποσοστό θανάτων εντός ΜΕΘ σε ανεκτά πλαίσια (τακτική τύπου cherry picking). Πέραν αυτής της απαράδεκτης τακτικής (εάν ισχύει κάτι τέτοιο), κυρίως σε νοσοκομεία του κέντρου, που απαιτεί παρέμβαση εισαγγελέα, για να διαπιστωθεί κατά πόσο κάτι τέτοιο αληθεύει, ή όχι (κι ας ελπίσουμε ότι δεν αληθεύει), στην επαρχία πολλοί αποβιώνουν εξ αιτίας πραγματικών μεγάλων ελλείψεων σε κλίνες ΜΕΘ στα εκεί νοσοκομεία, με συνέπεια άνθρωποι που θα μπορούσαν να σωθούν, να πεθαίνουν αβοήθητοι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ιατρών.

Τέλος, κι επειδή οι δύο παραπάνω λόγοι δεν επαρκούν για να αιτιολογήσουν το φαινόμενο των πάνω από το 75% των θανάτων να σημειώνονται εκτός ΜΕΘ, όχι μόνον κανείς δεν μπορεί πλέον να αποκλείσει, αλλά αποκτά στοιχεία βεβαιότητας η υπόθεση, ότι ένας μεγάλος αριθμός θανάτων αποδίδονται στον covid-19, χωρίς να οφείλονται πραγματικά σ’ αυτόν.

Επίλογος

Το τελευταίο αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι το πανδημικό φαινόμενο έγινε εξ αρχής αντικείμενο απροκάλυπτης πολιτικής εκμετάλλευσης για την επίτευξη σκοπών που δεν έχουν καμία σχέση με τη δημόσια υγεία.

Διότι ούτε το προφανώς αναγκαίο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υπήρξε, που θα αντιμετώπισε αποτελεσματικά ως ένα βαθμό στην κοινότητα τα περιστατικά, χωρίς αυτά να συρρέουν στα νοσοκομεία.

Ούτε υπήρξε ποτέ σύστημα πραγματικής επιδημιολογικής επιτήρησης, με τυχαιοποιημένες επαναλαμβανόμενες έρευνες αντιπροσωπευτικών δειγμάτων του πληθυσμού, ανά περιφέρεια, φύλο, ηλικία κτλ, για να γνωρίζουμε την πραγματική διασπορά του ιού και με ουσιαστική ιχνηλάτηση να γίνεται ο εντοπισμός και η απομόνωση των κρουσμάτων. Με ελάχιστα στον αριθμό (μερικών δεκάδων χιλιάδων) τεστ θα είχαμε πετύχει εκεί που αποτυγχάνουμε έναν χρόνο τώρα, σπαταλώντας πόρους και ανθρώπινο δυναμικό.

Ούτε δόθηκε βάρος στις φαρμακευτικές αγωγές που θα μπορούσαν να συμβάλλουν αποφασιστικά στη μείωση του αριθμού των εισαγωγών στις ΜΕΘ και των θανάτων, εντός, ή εκτός αυτών. Με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να έχουν προμηθευτεί τα μονοκλωνικά αντισώματα εκτός από την Ελλάδα, όπου οι περισσότεροι νοσοκομειακοί ιατροί είτε δηλώνουν άγνοια για την ύπαρξή τους, είτε λοιδορούν την αποτελεσματικότητα των σκευασμάτων, χωρίς καν να τα έχουν δοκιμάσει, και την κυβέρνηση να ποιεί τη νήσσαν μετά το άδειασμα και από τον ίδιο τον ΕΜΑ, για την προμήθειά τους.

Πέραν των αστυνομικών μέτρων, των απαγορεύσεων, τη φενάκη της μάσκας και του εμβολίου, καθώς και την ενοχοποίηση των πολιτών με την ατομική ευθύνη, καμία ουσιαστική οδηγία δεν δόθηκε για το πως θα μπορούσε κάποιος να αντιμετωπίσει την ίωση στην περίπτωση που ασθενούσε, χωρίς να χρειαστεί τρομοκρατημένος να σπεύσει στο νοσοκομείο. Με τους ιδιώτες γιατρούς στην γειτονιά, να απειλούνται ακόμη και με ποινικές ευθύνες εάν τους ετύγχανε «κρούσμα» στο ιδιωτικό τους ιατρείο.

Δόθηκε επίτηδες το βάρος στα νοσοκομεία και την ψεύτικη εικόνα της επικείμενης κατάρρευσής τους.

Διότι κάποιοι πρέπει να παριστάνουν τους σωτήρες -με ξένα κόλλυβα!

Διότι η κοινωνία πρέπει να διχάζεται!

Διότι πρέπει να ζούμε με το άγχος της απουσίας κλίνης ΜΕΘ, την απειλή της διασωλήνωσης και τον τρόμο του θανάτου!

Διότι δεν πρέπει να ξεφύγουμε και να αντιληφθούμε τη μεγάλη προδοσία που εξελίσσεται στο Αιγαίο και το νέο τερατώδες μνημόνιο που επίκειται.

Πηγή: Αιρετικές Ιδέες