του Γιώργου Βαζάκα
Θα ξεκινήσω απερίφραστα το άρθρο μου, θυμίζοντας πρώτα στον εαυτό μου τα δυο σημαντικότατα προβλήματα, που ταλαιπωρούν την Ελλάδα μας: το ένα είναι τα επιβληθέντα Μνημόνια από τους Ευρωπαίους εταίρους, λόγω των ελληνικών αδέξιων -και ίσως και όχι μόνον- οικονομικών χειρισμών, δηλαδή το οικονομικό, και το άλλο είναι ο διαρκής κίνδυνος από την Τουρκία.
Σήμερα οι κάποιες απόψεις μου που θα ακολουθήσουν, θα αναφερθούν στα ελληνοτουρκικά θέματα, με την ελπίδα να προσθέσουμε κάποια ψηφίδα γνώσης τόσο στην ελληνοσυνειδησία μας, όσο και στην Τουρκογνωσία. Νιώθω την ανάγκη και πάλι να ασχοληθώ με τον κόσμο της πατρίδας μας, παρακινούμενος από εκείνη την μεστή προσήλωσης στον τόπο μας φράση του Αλ. Παπαδιαμάντη, τροποποιώντας την κατά τι: « Το επ’ εμοί, εν όσω ζω και αναπνέω και σοφρονώ δε θα παύσω… να υμνώ μετά λατρείας την Πατρίδα μου, τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Και ο πιο αφελής Έλληνας έχει ήδη συνειδητοποιήσει, ότι η χώρα μας απειλείται από τον προαιώνιο εχθρό της, τους Τούρκους. Η γειτονική μας χώρα σταδιακά από τη δεκαετία του 1970 εξελίσσεται μέχρι τις μέρες μας όχι σε παγκόσμια ιμπεριαλιστική δύναμη, αλλά σε περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη, γιατί εξάγει μεγάλο κεφάλαιο και στρατιωτική ισχύ. Οι πολιτική της Τουρκίας δεν είναι Νεοθωμανική, όπως συχνά ακούγεται –ο Οθωμανισμός έδειχνε ανεκτικότητα στην διαφορετικότητα– αλλά είναι ένας ισλαμοποιημένος εθνικισμός με χαρακτηριστικά ιμπεριαλιστικού κράτους. Και είτε καθοδηγείται από τον Ερντογάν, είτε από όποιον τον διαδεχθεί, θα σκοπεύει στην αναθεώρηση του status quo στην Ανατολική Μεσόγειο, μα και στη Συρία, τον Καύκασο, τη Λιβύη, μέχρι και τη Σομαλία.
Η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία της Τουρκίας, με ιδεολογικό καθοδηγητή της τις απόψεις περί «Μαβί Βατάν = Γαλάζιας Πατρίδας» του Νταβούτογλου, απαξιώνει κάθε έννοια Διεθνούς Δικαίου, μιλά για ιστορικά ζωτικά της συμφέροντα –αυτό θυμίζει το lebens raum (ζωτικός χώρος) του Χίτλερ– και προχωρά σε εδαφικές διεκδικήσεις. Στο στόχαστρό της είναι και η χώρα μας. Αυτό ξεκίνησε τουλάχιστον, για τα δικά μας χρόνια, από το 1974 και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Η ερντογανική Τουρκία με “modus operandi = τρόπος του να ενεργεί”, τα τετελεσμένα εισβολής κατοχής στην Κύπρο του 1974, που de facto καταστρατήγησαν τη Συνθήκη της Λωζάνης, με αυτά ως μπούσουλα εποφθαλμιά την ανατολική Μεσόγειο, επίσης το Αιγαίο και αργότερα την Δ. Θράκη. Οι βλέψεις των Τούρκων αποτυπώνονται παραστατικότατα στην παροιμία: «Τούρκον βλέπεις άσπρα θέλει (δηλ. ασημικά) κι άλλον βλέπεις κι άλλα θέλει…» Αυτή είναι η διαχρονική, ασταμάτητη διεκδικητική τακτική των Τούρκων.
Αυτή η αδιάκοπη, ιδιαίτερα την τελευταία χρονιά προκλητική και προσβλητική για την Ελλάδα συμπεριφορά της Τουρκίας –να θυμηθούμε ενδεικτικά την απαγωγή των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο, την τουρκική επιχείρηση εισβολής λαθρομεταναστών στον Έβρο, την παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων από το σουλατσάρισμα στο Αιγαίο του τουρκικού σκάφους Oruc Reis (Ορούτς Ρέις) κ.α.- θα μας οδηγούσε το τελευταίο καλοκαίρι παρολίγο σε πολεμική σύρραξη. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας με τους χειρισμούς της, επέτυχε απέναντι στην Τουρκία το μη πόλεμος, που πολύ φοβούμαστε ότι αυτό σημαίνει υποχωρώ στις διεκδικήσεις των Τούρκων για να μη συγκρουστώ, κερδίζω μια πρόσκαιρη παράταση φαινομενικής ειρήνης και όχι ουσιαστικής ειρήνης, γιατί ειρήνη σημαίνει εξισορρόπηση δυνάμεων και κάτι τέτοιο δεν εξασφαλίστηκε. Οι Τούρκοι σύντομα θα ξαναπροκαλέσουν.
Στο παρόν άρθρο δε θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα με αναλυτικότερες εκτιμήσεις για στάσεις, τόσο της τουρκικής όσο και της ελληνικής ηγεσίας ως προς τις αλληλεπιδράσεις τους. Θα προσπαθήσουμε, στο μέτρο των γνώσεών, μας να σκιαγραφήσουμε τις στάσεις και τις διαθέσεις των δύο λαών, του ελληνικού και του τουρκικού, του ενός απέναντι στο άλλον. Δε θα κάνουμε βαθιά κοινωνιολογική ανάλυση, αλλά μια απλή περιγραφή των δύο λαών στη γενικότερη συσχέτισή τους.
Και αρχίζουμε με τον Έλληνα, τους Έλληνες, τον ελληνικό λαό. Λένε πολλοί, ότι οι Έλληνες μπροστά στον τουρκικό κίνδυνο, που αμυδρά θίξαμε, δεν είναι έτοιμοι, ούτε αποφασισμένοι να πολεμήσουν για την υπεράσπιση της εθνικής τους ανεξαρτησίας από την τουρκική απειλή. Αυτό διατυμπανίζει και η τουρκική προπαγάνδα, τονίζοντας το αντίθετο για τους Τούρκους. Πιστεύουμε ότι ο ελληνικός λαός θα πολεμήσει, αν του εξηγηθεί ξεκάθαρα, τι θα χάσει από την πραγματοποίηση των τουρκικών σχεδίων.
Μην κρυβόμαστε, οι Έλληνες αυτή τη στιγμή σε γενική εικόνα είναι ένας λαός καταταλαιπωρημένος από τη δεκάχρονη οικονομική, μνημονιακή κρίση και από την υγειονομική κρίση την τρέχουσα περίοδο. Η οικονομική απόγνωση των Ελλήνων, όταν αυτοί τον Ιούλιο του 1915 σε ουρές μπροστά στα ΑΤΜ των κλειστών τραπεζών έκλαιγαν περιμένοντας να πάρουν 20 ευρώ, υπήρξε γεγονός. Δυστυχώς, η κακού τύπου ελληνική δημοσιογραφία αυτά τα πλάνα τα έδωσε και στα τούρκικα ΜΜΕ. Και η τουρκική προπαγάνδα, από το μικρότερο κανάλι μέχρι το μεγαλύτερο, οργίασε: Να οι Έλληνες δεν αντέχουν ούτε μια μέρα να είναι κλειστές οι τράπεζές τους και κλαίνε για το ευρώ και δεν έχουν δικό τους νόμισμα. Έτσι δε θα έχουν το σθένος να αντιμετωπίσουν την μεγάλη Τουρκία, ειδικά όταν θα αρχίσουν να πέφτουν και οι βόμβες της…
Αλλά ας αφήσουμε στην άκρη την τούρκικη προπαγάνδα… κι ας αναρωτηθούμε, πώς θα πολεμήσει αυτός ο λαός μας, όταν το δικό μου, το δικό σου παιδί είναι στρατεύσιμο, ή είναι φοιτητής και δεν έχει ιδέα όχι για όπλο, αλλά ούτε για πολεμικές ταινίες, δηλαδή ούτε πώς είναι ο πόλεμος στο Χόλυγουντ. Οι σημερινοί κληρωτοί στρατεύσιμοι κάνουν τη στρατιωτική θητεία τους για 9 μήνες –τώρα λένε θα γίνει η θητεία 12 μήνες– 9 μήνες λοιπόν είναι, σα να λέμε, πάνε στο στρατό σα να πάνε κατασκήνωση. Ποιος θα πολεμήσει εκπαιδευμένος, με ποια σκληρή εκπαίδευση και πού;
Πριν 30 χρόνια –ενθυμούμαστε– κάναμε στρατιωτικές ασκήσεις με πραγματικά πυρά από αεροπλάνα και όλμους, που έβαλαν από μακριά βέβαια και φοράγαμε στολή παραλλαγής, για να μη διακρινόμαστε. Αντιλαμβάνεται κανείς, τι σήμαινε να πέφτει η σφαίρα ή η αληθινή βόμβα δίπλα σου. Σίγουρα αυτό δεν ήταν καθόλου ευχάριστο και προκαλούσε μεγάλο φόβο. Ανάλογες ασκήσεις σήμερα ελαχιστοποιήθηκαν, αν δεν εκλείπουν εντελώς.
Βέβαια αν χρειασθεί να υπερασπίσει τον τόπο του, ο Έλληνας θα πολεμήσει όπως τόσοι λαοί. Ελπίζουμε βέβαια να μη χρειασθεί να αποδείξουμε το σθένος μας. Γιατί νομίζουμε, πως αυτή τη στιγμή δεν είμαστε καλά προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο και το σημαντικότερο, δεν είμαστε καλά ενημερωμένοι για κάτι τέτοιο. Ακούμε κατά καιρούς, από εδώ κι από κει νεολαίους μας να λένε: «Σιγά μην πολεμήσω εγώ για τα οικονομικά συμφέροντα του καθενός ή για μια βραχονησίδα». Και δυστυχώς μιλούν έτσι, επειδή δεν έχουν συνείδηση, ότι αν χρειασθεί να πολεμήσουν δεν θα το κάνουν παρά μόνο για τα δικά τους συμφέροντα, που ταυτίζονται με την υπεράσπιση της πατρίδας μας κι όχι με εκείνα κάποιων ολιγαρχών ή ξενόδουλων Ελλήνων πολιτικών. Ως προς αυτό όμως είναι ελλιπώς διαπαιδαγωγημένοι, ανεπαρκώς εκπαιδευμένοι.
Και η ένσταση σ’ αυτά: μα οι παππούδες πολέμησαν και τα πολυκατάφεραν. Όμως αυτοί ήταν άλλη γενιά. Αυτοί ήξεραν πώς να ζήσουν στην ύπαιθρο, πώς να συντηρούνται τρώγοντας χόρτα, να την περνούν με μια κουραμάνα, να αντέχουν και να αντιμετωπίζουν τα κρυοπαγήματα, να ξέρει ο καθένας να σφάζει οικόσιτα ζώα για τη διατροφή του. Σήμερα φτάσαμε, αν σφάξει ένας από εμάς ή ο γιος μας ένα ζώο, ενδέχεται να λιποθυμήσουμε. Φαντασθείτε πολεμώντας να οδηγηθούμε στο να σκοτώσουμε άνθρωπο. Με δυο λόγια ξεμάθαμε να ζούμε μέσα από τη γη. Ως Έλληνες είμαστε σήμερα σε μια δεινή θέση, επειδή δυστυχώς το σύστημα πολυποίκιλων σχέσεων τα τελευταία 30 με 40 χρόνια μας έφερε σε μια κατάσταση ραθυμίας και με δικό μας φταίξιμο. Κι αυτή η κατάσταση αλλάζει στο χρόνο κι όχι με ρυθμό κομπιούτερ.
Η κατάσταση αυτή ραθυμίας έχει ενισχυθεί –νομίζουμε– κι από ένα φοβικό σύνδρομο απέναντι στις προκλήσεις της Τουρκίας. Αυτό εδώ και δεκαετίες υπάρχει στο ελληνικό εν γένει πολιτικό σύστημα, αλλά πέρασε και στους Έλληνες ψηφοφόρους των κομμάτων, που είναι το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης. Οπότε κι ένα αναφαίρετο δικαίωμα της Ελλάδας κατά το Διεθνές Δίκαιο, π.χ. την επέκταση των χωρικών της υδάτων σε 12 ν.μ. που μονομερώς το δικαιούται, δεν το πραγματοποιεί, επειδή η Τουρκία απειλεί με πόλεμο. Οι πολιτικές ηγεσίες σ’ αυτήν την απειλή ενδίδουν, με την έμμεση πλην σαφή δικαιολογία: ουδείς νουνεχής θέλει πόλεμο. Έτσι όμως η ραθυμία του Έλληνα ενισχύεται και το φρόνημα και η αξιοπρέπειά του κάμπτονται.
Θέλουμε ακόμη να αναφέρουμε και κάποιες φωνές Ελλήνων ακαδημαϊκών, οι οποίες τον σημερνό Έλληνα μάλλον τον μπερδεύουν, αντί να του ανοίγουν τα μάτια του σε σχέση με τα εθνικά μας θέματα. Αυτοί οι ακαδημαϊκοί, όπως π.χ. ο κ. Ροζάκης ή μέλη του ΕΛΙΑΜΕΠ, τονίζουν ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να είναι «μαξιμαλιστική» στην επικοινωνία της με την Τουρκία, να προσπαθήσει να τα βρει με αυτήν κλπ. Έτσι σπέρνουν στο λαό μια διάθεση υποχωρητικότητας, ώστε να δεχθεί μέχρι και μείωση της εθνικής κυριαρχίας. Αυτοί δυστυχώς είναι: «… όντως κόρακες, ενδυμένοι με τα πτερά του παγωνίου …» όπως τους είχε κατονομάσει ο Ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας.
Και θα κλείσουμε τη μερική σκιαγράφηση συμπεριφορών των συνελλήνων μας αναφέροντας μια παθογένεια, που ακολουθεί τους Έλληνες από την αρχαιότητα με καταστροφικές πάντα γι’ αυτούς συνέπειες. Η παθογένεια αυτή είναι, ότι ως Έλληνες είμαστε “ξερόλες», βαθιά εγωιστές κι ότι έχουμε βαθιά διχόνοια δολερή, όπως το λέει ο μεγάλος μας ποιητής Δ. Σολωμός. Η διχόνοια ιδιαίτερα σε μας τους Έλληνες στην ιστορία μας, δείχνει στατιστικά ότι δεν πολεμάται. Αναρωτιέται κάποιος, μπορεί να καταπολεμηθεί; Απαντούμε ότι θα μπορούσε, αν βασιστούμε σε κάποιες δομές για να καταπολεμηθεί αυτή η παθογένεια. Πρωτίστως να αυξήσουμε τη δομή της εκπαίδευσης ή της μόρφωσης. Βέβαια όχι την εκπαίδευση ή τη μόρφωση που έχουμε πια οι περισσότεροι απ’ ότι οι παππούδες, που ήταν αγράμματοι –σήμερα υπάρχει μόρφωση– αλλά να αναχθεί αυτή σε παιδεία, που η παιδεία έχει να κάνει με την ελάττωση του εγώ. Κι όταν ελαττώνεται το εγώ, επειδή είσαι μορφωμένος ή εκπαιδευμένος, άρα έχεις παιδεία, μπορείς να ενωθείς. Και μπορείς να ενωθείς και σ’ ένα πολιτικό σύστημα –σ’ αυτό βάζουμε μέσα και την οικονομία, τις δομές, τα πάντα– που σε ενώνει κι είναι σύμμαχος και αρωγός στο συνυπεύθυνο πολίτη κι όχι τον υπήκοο (υπό + ακούω) και που ο Έλληνας καλώς ή κακώς το έχει δείξει στο διάβα της ιστορίας του, ότι είναι λαός της κοινότητας. Είτε η κοινότητα λεγόταν Πόλις – κράτος στη αρχαιότητα, είτε λεγόταν κοινότητα στο Βυζάντιο ή στην Οθωμανική αυτοκρατορία, είτε λεγόταν κοινότητα μέχρι προ τινος πριν τον Ι. Καποδίστρια και στο σύστημα, που ήθελε να φτιάξει, πριν δολοφονηθεί. Δυστυχώς αυτό δεν συνέβη, κυριάρχησε η κομματοκρατία, που υπήρξε η μεταμόρφωση του κοτσαμπασισμού σε κοινοβουλευτισμό, που όμως μέχρι σήμερα δεν είναι κοινοβουλευτισμός, αλλά εκλόγιμη μοναρχία .
Στην Τουρκία απ’ την άλλη μεριά, δε συναντούμε ένα λαό καλύτερο. Μελέτες του τουρκολόγου κ. Σταθακόπουλου, μας βοηθούν να δώσουμε κάποια στοιχεία του τουρκικού λαού. Ο μέσος και φτωχός Τούρκος είναι σε ελεεινή κατάσταση, όμως συνήθισε να ζει μ’ ένα κρεμμύδι εδώ και χρόνια –ό μέσος Έλληνας το κάνει;- ή να ζει με 50, 100 ή 200 ευρώ κι αυτά συνήθως μαύρα από ναρκωτικά, από trafficking, πετρέλαιο, όπλα, χρυσό, ρούχα–μαϊμού, δηλαδή από μαύρη οικονομία. Βέβαια οι Τούρκοι ακούνε τον ηγέτη τους. Αυτό οι Έλληνες δεν το κάνουν εδώ και δεκαετίες. Οι Τούρκοι δεν έχουν στοιχειώδη μόρφωση. Αν ρωτήσεις τον μέσο Τούρκο, πού γεννήθηκε ο Κεμάλ, σου απαντά: Σελάνικ και ρωτώντας τον, πού είναι το Σελάνικ, απαντά κάπου κοντά στην Άγκυρα. Κι όταν τους πεις ότι είναι στη Θεσσαλονίκη, στη Ελλάδα, πέφτουν απ’ τα σύννεφα, δεν πιστεύουν ότι ο Κεμάλ δε γεννήθηκε στα όρια της σημερινής Τουρκίας.
Όσο για τα παιδιά της διπλανής πόρτας των Τούρκων, ως στρατευμένοι δεν είναι πρόθυμοι γενικώς να πολεμήσουν. Υπηρετούν τη θητεία τους, που είναι και σ’ αυτούς λίγους μήνες. Η Τουρκία έχει την ιδιομορφία στο στρατό της εκτός από επαγγελματίες Τούρκους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, να διαθέτει σημαντικό αριθμό μισθοφόρων. Αυτοί πληρώνονται με 2-3.000 ευρώ το μήνα, είναι ήδη εμπειροπόλεμοι από τα πεδία μαχών της κεντρικής Ασίας, του Ιράκ και της Συρίας κλπ. Είναι πολεμιστές ήδη από χρόνια και αδίστακτοι να κόβουν κεφάλια κλπ και το έχουν ήδη κάνει. Ίσως αυτοί να αποτελέσουν πρόβλημα για το στρατό μας κι όχι ο τακτικός στρατός των Τούρκων, έστω κι αν αριθμητικά είναι οχτώ φορές περισσότερος από τον ελληνικό. Και οι επαγγελματίες Έλληνες αξιωματικοί με τους Έλληνες στρατιώτες έχουν το φρόνημα και το σθένος αλλά και τα μέσα να τους αντιμετωπίσουν. Δύσκολα περνά εισβολέας είτε από τον Έβρο, είτε από το Αιγαίο, αλλά και από εναέριο ελληνικό χώρο.
Τώρα θέλοντας να προσεγγίσουμε τον τρόπο σκέψης και τη νοοτροπία του μέσου Τούρκου, που κάνει τη θητεία του και δε θέλει να πολεμήσει για κανένα, ρωτώντας τον για την ιστορία του, έχει άγνοια κι όταν του λες για τους Γιουνάν (Έλληνες) δεν έχει πλήρη εικόνα, ποιοι είμαστε. Τους είναι πιο οικείο το Ρουμ – ορθοντόξ (Ρωμιός – ορθόδοξος). Για τη δικιά τους ιστορία και ψυχολογία εμείς είμαστε Οθωμανοί υπήκοοι, χριστιανοί μεν, οι οποίοι κάποια στιγμή αχάριστα ξεκόψαμε ένα σκέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως ισγιανκιάρ (στασιαστές, κάτι σαν τρομοκράτες), και δεν κάναμε ιχτιλάλ (επανάσταση) αλλά κάναμε ισγιανί (στάση) και είμαστε αχάριστοι και πρέπει να τιμωρηθούμε. Μας θεωρούν πονηρούς, όχι έξυπνους, ότι τους «ρίχνουμε» και συνεχώς λένε μια παροιμία για μας: «Κάνεις χειραψία με Έλληνα, όταν θα πάρεις το χέρι σου πίσω, κοίταξε αν έχεις και τα πέντε σου δάκτυλα». Δε συγχωρούν οι Τούρκοι τις εμπορικές επιτυχίες των Ελλήνων σ’ όλες τις περιοχές της πάλαι ποτέ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ότι η ελληνική ισγιανή (στάση) ήταν μια ραδιουργία εναντίον τους.
Και πρέπει να μας τιμωρήσουν για την αχαριστία μας αυτή αρκετά, διότι δεν αντιλαμβανόμαστε, πως, αν είχαμε μείνει με τους Οθωμανούς Τούρκους και σήμερα ακόμη, θα μπορούσαμε να ’μαστε κλειδοκράτορες της ανατολικής Μεσογείου και να είμαστε πάνω απ’ αυτούς, που θέλουν να μας εκμεταλλεύονται (Ρώσους, Αμερικάνους, Ευρωπαίους, Ασιάτες, Αφρικανούς, ο οποιοσδήποτε τέλος πάντων).
Να είμαστε κλειδοκράτορες λοιπόν –τονίζουν– με μια λεόντειο συμφωνία, όπως λένε οι νομικοί, όπου τη μερίδα του λέοντος την παίρνει η σημερινή Τουρκία και η Ελλάδα βέβαια θα πάρει κάτι, το συγκεκριμενοποιούν κιόλας 20% και το 80% οι Τούρκοι και θα προστατεύεται από την Τουρκία, αλλά δε θα φοβάται τίποτε και κανέναν. Τουρκία και Ελλάδα θα συνυπάρχουν με μια συμφωνία, σαν σύμβαση γάμου, όπου άνδρας θα ’ναι η Τουρκία και ύπανδρος γυναίκα η Ελλάδα. Έτσι θα είμαστε ένα είδος χώρας υποτελούς, όπως ήταν κάποτε π.χ. η Μολδοβλαχία με Έλληνες ηγεμόνες, αλλά φόρου υποτελής στην τότε οθωμανική Πύλη και λειτουργώντας ως μαξιλάρι τότε ανάμεσα στην τσαρική Ρωσία και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Δηλαδή ο μέσος Τούρκος πιστεύει, ότι έτσι θα λειτουργούσαμε ως μαξιλάρι της σύγχρονης Τουρκίας προς την Δύση και η Τουρκία θα μας είναι προστάτης απ’ τα θέματα της Ανατολής.
Όμως επειδή ως πρώην Οθωμανοί υπήκοοι, επειδή κάναμε ισγιανί (στάση) όπως αναφέραμε και αποκοπήκαμε από την Οθωμανική αυτοκρατορία, ο μέσος Τούρκος μας θεωρεί κακόβουλους, κακόπιστους κι αχάριστους, γι’ αυτό και πρέπει να τιμωρηθούμε μέχρι να ξαναμπούμε με το καλό ή με το άσχημο και πάλι στην αγκαλιά της Τουρκίας. Τη νοοτροπία που έχουμε εμείς για μας ως Έλληνες τα τελευταία 200 χρόνια τουλάχιστον, απ’ την επανάσταση του ’21 και μετά, και τη λογική που τους εμφανίζουμε, δεν την αντιλαμβάνονται, δεν την ενστερνίζονται και θεωρούν ότι πρέπει να μας τιμωρήσουν γι’ αυτήν. Άσχετα αν πέρασαν 200 χρόνια, και 400 να περάσουν, πρέπει να μας τιμωρήσουν.
Είπαμε για τον μέσο Τούρκο πολίτη και πώς βλέπει τους Έλληνες, αντίθετα ό μέσος Έλληνας κάπως γενικώς θεωρεί τους Τούρκους απλώς εχθρούς του, χωρίς μνήμη και ανάμνηση συγκεκριμένη, ότι υπήρξαν οι καταστροφείς του ελληνισμού και ότι την καταστροφή του επιδιώκουν στο διηνεκές.
Φθάνοντας στην τελευταία πτυχή της αφήγησής μας, θα δείξουμε ότι τόσο η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας όσο και η ελληνική πολιτική ηγεσία, αντικατοπτρίζουν λίγο πολύ ανάλογες πτυχές στάσεων των λαών τουρκικού και ελληνικού που περιγράψαμε. Συγκεκριμένα, τουλάχιστον από το 1974 μέχρι σήμερα, οι τουρκικές ηγεσίες προβαίνουν σε άνομες διεκδικήσεις κατά της Ελλάδας. Και δεν μπορεί κανείς ιστορικά να το αμφισβητήσει, ότι η χώρα μας με τις ηγεσίες της τα τελευταία 100 χρόνια από το 1922, υποχωρώντας στις άνομες ενέργειες των Τούρκων, βιώνει απ’ αυτούς καταστροφές πολυποίκιλες. Κι ενώ συνέβησαν, συμβαίνουν αυτά, η Ελλάδα βλέπουμε σήμερα να είναι έτοιμη να κάτσει σ’ ένα τραπέζι συνομιλιών (τις λεγόμενες διερευνητικές) με έναν κακόπιστο Τούρκο, αφού έχει εξαντλήσει τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας, της καλοπιστίας της και είναι διατεθειμένη ως νόμιμος ιδιοκτήτης να μιλήσει με τον «κατακτητή». Και είναι γνωστό από τη νομική γλώσσα πως αν κάτσεις να συνομιλήσεις με τον καταπατητή, πρώτον τον νομιμοποιείς και δεύτερον αυτός κάτι θα πάρει: έδαφος, αποζημίωση κλπ, δενθα φύγει άπραγος.
Πρωταγωνιστής στις προκλήσεις και διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδος είναι η σημερινή τουρκική ηγεσία του Ερντογάν. Αυτός συγκρότησε ένα ισχυρό κράτος με κεμαλικές δομές και αυτές τις δομές τις παρέλαβε. Θα το τονίσουμε, τις δομές, όχι τους ανθρώπους, γιατί εκκαθαρίσεις κεμαλικών υπήρξαν εκατοντάδες, τη στιγμή που έχουν αλλαχτεί όλες οι ηγεσίες. Όμως οι δομές παραμένουν οι ίδιες, ο Ερντογάν ισχυροποίησε την εκτελεστική εξουσία σε μορφή δικτατορίας –θέμα βέβαια που πρέπει να εξετασθεί σε βάθος– αλλά αυτό δε σημαίνει ότι και ο Ερντογάν είναι ανεξέλεγκτος. Ελέγχεται από τις δομές του κράτους του και δεν είναι τόσο απρόβλεπτος, όσο τον θεωρούμε. Ό,τι λέει, έχει βάθος ιστορικό σε όλα. Κρίνοντάς τον ψύχραιμα απ’ την πλευρά την τουρκική, δε θα του βρίσκαμε τίποτε λάθος απ’ αυτά που λέει. Και φυσικά είναι άλλο πώς τον αντιμετωπίζει η Ελλάδα σ’ αυτά που λέει.
Επιμένει π.χ. στην αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης. Μα η Τουρκία το διεκδικεί αυτό από πολύ παλιά. Και μιλώντας συγκεκριμένα την έχει αναθεωρήσει de facto, από τότε το 1959 που με τη στήριξη των Εγγλέζων στη συνθήκη Ζυρίχης – Λονδίνου έγινε εγγυήτρια δύναμη στην Κύπρο. Κι αυτό ήταν το μεγάλο λάθος της Ελλάδας να το δεχτεί. Η Ελλάδα τότε έβαλε την υπογραφή της στη αναθεώρηση του άρθρου 16 της Συνθήκης της Λωζάννης, μαζί το κάνανε με την Τουρκία. Η Ελλάδα γιατί δε βγαίνει να το πει αυτό;
Καταλαβαίνουμε αυτό που είπαμε, ότι η στρατηγική της Τουρκίας έχει ένα βάθος που ίσως φθάνει ως τον Ιούλιο του 1923, οπότε υπέγραψε τη Συνθήκη της Λωζάννης. Τότε, βγαίνοντας από την αίθουσα ο εκπρόσωπός της Τουρκίας, ο Ινονού, είπε: «Μας επιβάλανε τους όρους τους οι Εγγλέζοι και σ’ αυτό ακολουθήσαν και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες, για να δοθούν τα νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα, όμως εγώ τα διεκδίκησα τα νησιά». Από τότε λοιπόν, πριν ακόμη στεγνώσει η μελάνη της υπογραφής τους, την αμφισβητούν τη συνθήκη οι Τούρκοι. Στη συνέχεια ακολούθησε η Συνθήκη του Μοντρέ και άλλα ιστορικά, που τα εργαλειοποιούν οι Τούρκοι διεκδικώντας…
Εδώ θα πούμε, δεν είναι εξωφρενικό;! Εμείς ως Ελλάδα να έχουμε ως πρόβλημα να συζητάμε με όρους που βάζει η Τουρκία; Γιατί δε θέτουμε κάποιον όρο, που να ανοίγει για παράδειγμα το ζήτημα του πολιτισμού στη δυτική Μ. Ασία, π.χ. τον πολιτισμό της Εφέσου που οι Τούρκοι τον προβάλουν ως δημιούργημά τους, ή για τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, που παρά τη συνθήκη της Λωζάννης από το 1955 (τα Σεπτεμβριανα) και στο εξής, σταδιακά τον αποτελείωσαν, ενώ η μουσουλμανική μειονότητα στη δυτική Θράκη ευημερεί και οι Τούρκοι τη βαφτίζουν τουρκική μειονότητα. Αυτό αποτελεί άλλη μια έμπρακτη αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάννης. Ποια η αντίδραση του ελληνικού κράτους σ’ αυτά; Καταπατήθηκαν τα δικαιώματα, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης, των κατοίκων της Ίμβρου και της Τενέδου, σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης αλλά και της Σμύρνης. Ναι, το τονίζουμε, και της Σμύρνης, πολλοί αυτό δεν το αναφέρουν. Η Σμύρνη, και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη μικρασιατική καταστροφή, μέχρι το 1955 – 1963 είχε Έλληνες.
Αναφέραμε στο άρθρο μας κάποιες πτυχές των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ολοκληρώνοντάς το, θέλουμε να επισημάνουμε ότι από τη μεριά της χώρας μας, ουσιαστικότατο στοιχείο παγίωσης της εθνικής μας κυριαρχίας είναι η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. Αυτό έπρεπε να είχε γίνει από 1983 – 84 ή το 1996 με τα Ίμια, πράγμα που είναι μονομερές αναφαίρετο δικαίωμά της κατά το Διεθνές Δίκαιο. Επί πλέον μια ελληνική δημοκρατική πατριωτική κυβέρνηση, πρέπει να ορίσει την Τουρκία ως περιφερειακή ιμπεριαλιστική χώρα και λόγω του ότι είναι τέτοια κατέχει το 37% της Κύπρου, διεκδικεί το μισό Αιγαίο κι έχει αποβατικά απέναντι από τη Μυτιλήνη και τη Χίο. Και στις φήμες: Θα έχουμε πόλεμο με την Τουρκία; Σ’ αυτές προβάλλεται ο αντίλογος: θα γίνει πόλεμος με την Τουρκία και να δώσουμε ό,τι ζητά, θα έχουμε περίοδο δέκα χρόνων, στη συνέχεια κι άλλα θα διεκδικεί. Δώσαμε σχεδόν τη μισή Κύπρο και τώρα τη θέλει όλη. Είδαμε τελευταία εγκατέστησε στις τελευταίες εκλογές στα κατεχόμενα νέους εποίκους, εισέβαλε με κατασκευαστικές εταιρίες στη Αμμόχωστο.
Επομένως: «Τούρκον βλέπεις άσπρα θέλει, κι άλλον βλέπεις κι άλλα θέλει…»
Ο Γιώργος Βαζάκας είναι φιλόλογος, μέλος του ΕΠΑΜ.
Αφήστε ένα σχόλιο