του Γιώργου Βαζάκα
«Χτες στη Συρία και τη Λιβύη, σήμερα στο Αζερμπαϊτζάν, αύριο παντού» (εμβατήριο – τουρκικό τραγούδι)
Αποπειρώμαι σήμερα να εκθέσω κάποια γεγονότα, που ανεβάζουν, νομίζω, συνειδητά ή ασυνείδητα με ιστορικές ή χωρίς ιστορικές γνώσεις την αγωνία του συνόλου των ανθρώπων της χώρας μας. Ο Έλληνας της διπλανής μας πόρτας μήνες τώρα διερωτάται ενδόμυχα ή φωναχτά: «Πού το πάνε οι Τούρκοι, διαρκώς φοβερίζουν, θα μας πάρουν τα νησιά μας; Κι εμείς τι κάνουμε; Απλά τους θυμίζουμε το δίκιο μας αναμένοντας; Και τι αναμένουμε; Κι άλλα τετελεσμένα σαν κι αυτό της Κύπρου, για να ξαναθρηνήσουμε και να συνετισθούμε, είμαστε τόσο ανίκανοι να αντιδράσουμε ως χώρα στις επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας;»
Εύστοχα τα ερωτήματα του μέσου Έλληνα που παραθέσαμε, τα οποία δεν θα έμπαιναν αν η Ελλάδα είχε επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε 12 μίλια, όπως μονομερώς της δίνει αυτό το δικαίωμα η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του Μοντέγκο – Μπαίυ του 1994. Εάν αυτό είχε γίνει, δεν το λέμε εμείς αλλά σημαντικοί γεωστρατηγικοί αναλυτές όπως ο κ. Ι. Μάζης, ο κ. Κ. Γρίβας, για να περιοριστούμε σ΄ αυτούς, αλλά και τόσοι άλλοι, τότε οι επιθετικές ενέργειες των Τούρκων θα είχαν εκμηδενισθεί.
Όμως επί τόσα χρόνια η Ελλάδα δεν κάνει την επέκταση των χωρικών της υδάτων σε 12 μίλια. Η Τουρκία απειλεί την Ελλάδα με CASUS BELLI (απειλή πολέμου) αν κάνει την επέκταση, με αποτέλεσμα η υποχωρητικότητα της χώρας μας να ανοίγει όλο και πιο επεκτατικές ορέξεις στην Τουρκία σε βάρος της χώρας μας. Ένα πελώριο εναγώνιο «γιατί» διακατέχει τον κάθε Έλληνα για τη στάση που κρατούν οι ιθύνουσες τάξεις της Ελλάδας σ’ αυτό το φλέγον θέμα.
Η στάση αυτή της Ελλάδας, αυτό το «κακό» θα λέγαμε της συμπεριφοράς της, ξεκίνησε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Μέχρι τότε η Ελλάδα είχε έναν απίστευτο στρατό, που με αυτόν έκανε απελευθερωτικούς πολέμους (Βαλκανικοί πόλεμοι, απελευθέρωση Θράκης). Μ’ αυτόν προχώρησε νικηφόρα αρχικά στην Μ. Ασία, αλλά τα λάθη της και ιδιαιτέρως ο διχασμός του ελληνικού λαού στο εσωτερικό της Ελλάδας προκάλεσαν την ήττα του από τους Τούρκους. Δυστυχώς ο λαός μας ιστορικά, στις στιγμές δόξας του, έχει την ιδιομορφία συνήθως να διχάζεται.
Κι έτσι με μια βαθιά ενδοσκόπηση η Ελλάδα άρχισε να καλλιεργεί αυτή τη στάση: Τέρμα οι απελευθερωτικοί, ή οι επεκτατικοί – όπως θέλεις τους λες – από δω και πέρα ό,τι έχουμε ως χώρα, θα το κρατήσουμε με νύχια και με δόντια, για να μη χάσουμε τα πάντα. Και μ’ αυτή τη διάθεση πήγε το 1923 στη συνθήκη της Λωζάνης με τους Τούρκους, με λογική εσωστρέφειας, που σε ένα βαθμό αυτή είναι καλή, με την έννοια ότι είσαι φιλειρηνικός, ήρεμος και πάρα πολύ συνεργάσιμος.
Όμως αυτή η λογική γίνεται προβληματική, όταν απέναντί σου έχεις ένα κράτος – την Τουρκία – που είτε από τη φύση του είναι πολύ επεκτατικό, είτε γιατί αντιλαμβάνεται τη δική σου διάθεση να είσαι τόσο εσωστρεφής, ότι εκπέμπεις μια υποχωρητική στάση. Διαμορφώθηκε λοιπόν στην Ελλάδα μια αντίληψη ότι μπορούμε να μη ενοχλήσουμε την Τουρκία, να «μείνουμε στα αυγά μας» και θα ’μαστε μια χαρά. Έλα όμως που οι απέναντι αλαζόνες Τούρκοι, αυτό το βλέπουν ως αδυναμία, τους αυξάνει την εθνική τους αυτοπεποίθηση και έχουν επεκτατικές βλέψεις.
Με πρώτο επώδυνο για τον ελληνισμό παράδειγμα τουρκικής επέκτασης, την εισβολή και κατοχή της Κύπρου. Οι διαρκείς ελληνικές υποχωρήσεις, τα λάθη χειρισμών και η προδοσία έγιναν η αιτία, να κατέχει σήμερα η Τουρκία το 1/3 της μεγαλονήσου. Κι έτσι λόγω αυτής της ενδοτικότητας της Ελλάδας φτάσαμε στο σημείο, ενώ σχεδόν όλες οι χώρες του πλανήτη να έχουν επεκτείνει τα χωρικά τους ύδατα στα 12 μίλια, η χώρα μας να μην το έχει κάνει μέχρι τώρα. Δυστυχώς στο πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας υπάρχει ένα πολιτικό κατεστημένο που συμπεριφέρεται όπως και τότε με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, κόμματα που αντιπροσώπευαν τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης. Ακόμη και σήμερα κάνουν το ίδιο σε πολύ μεγάλο βαθμό, κουλαντρίζουν τις βλέψεις των Δυτικών στην περιοχή μας. Δείχνουν υποτέλεια σ’ αυτούς και χαμηλή αυτοπεποίθηση. Επομένως οι πολιτικοί μας δεν κάνουν αυτό που δικαιούνται, φοβούνται. Οι επόμενοι που τους διαδέχονται, δεν προχωρούν, επειδή δεν το ’καναν οι προηγούμενοι, από φόβο κι ο φόβος γεννά φόβο και οι Τούρκοι εξαγριώνονται.
Η νομική αφετηρία για το δικαίωμα στα χωρικά ύδατα για την Ελλάδα ξεκίνησε με νόμο του Ελ. Βενιζέλου του 1913. Τότε θεσπίστηκαν 6 ν. μίλια για τα χωρικά ύδατα και 10 ν. μίλια για τον εναέριο χώρο, πράγμα που ονομάστηκε «ελληνικό παράδοξο», διότι κατά το Διεθνές Δίκαιο, αν τα χωρικά είναι 6 ν.μ. είναι και ο εναέριος 6 ν.μ., αν είναι 10 ν.μ. τα χωρικά, 10 ν.μ. είναι και ο εναέριος κλπ. Εν πάση περιπτώσει από το 1913 αυτή την κατάσταση κανείς δεν την αμφισβήτησε για πολλά χρόνια μέχρι το 1973. Σήμερα και από το 1994 σύμφωνα με την Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της θάλασσας, η χώρα μας δικαιούται χωρικά ύδατα 12 ν.μ., συνορεύουσα γραμμή 24 ν.μ. και ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) 200 ν.μ.
Από τότε η Τουρκία αυτό το καθεστώς άρχισε να το αμφισβητεί. Και τότε η κυβέρνηση της ελληνικής χούντας με νομικό της σύμβουλο τον κ. Γεώργιο Ζωτιάδη, καθηγητή Διεθνούς Δικαίου, πιεζόμενη από τους Αμερικανούς, συζητούσε ότι η επήρεια (επίδραση στον καθορισμό της ΑΟΖ) των νησιών και τα χωρικά ύδατα είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Αυτό φαίνεται σε έκθεση αυστηρώς απόρρητη της CIA του 1974 και που το απόρρητό της άρθηκε με το 2001/07/16. (Αυτό μας το αποκάλυψε πρόσφατα ο πρόεδρος του Ε.ΠΑ.Μ. (Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο), Δ. Καζάκης) Κι αν δούμε τη σύμπτωση: Αυτό ζητάει από τότε και μέχρι σήμερα η Τουρκία. Και πόσο θλιβερό είναι το γεγονός, ότι τον κ. Ζωτιάδη τον ακολουθούν σήμερα οι κ. κ. Ροζάκης, Λαπατσιώρας, Μηλιός και ο κ. Παναγιώτης Σωτήρης, όχι επειδή είναι φιλότουρκοι, αλλά επειδή είναι αμερικανόδουλοι.
Από το 1973 και μετά, μέχρι σήμερα, συνεχώς οι Τούρκοι αμφισβητούν και διεκδικούν παρασέρνοντας τη χώρα μας σ’ ένα ατέλειωτο «ανατολίτικο παζάρι», που από τη φύση τους το γνωρίζουν καλύτερα. Κι απ’ αυτό, όλο και κάτι κερδίζουν, ενώ η Ελλάδα όλο και κάτι χάνει. Κρίνουμε σημαντικό, να αναφέρουμε και να θυμηθούμε την όλη αυτή διαδρομή των τουρκικών διεκδικήσεων κι έτσι θα κατανοήσουμε ότι, όσα σήμερα απαιτεί η Τουρκία είναι κλιμακωτές διαχρονικές της επιδιώξεις.
Στις 8 Ιουνίου του 1973 ξεκίνησαν οι εργασίες για την άντληση του πρώτου ελληνικού πετρελαίου στο Θρακικό πέλαγος, στην περιοχή Πρίνου της Θάσου. Έτσι υλοποιήθηκε η Σύμβαση ανάμεσα στο ελληνικό δημόσιο και την Αμερικάνικη εταιρεία (Oceanic Exploration Company) για άντληση σ’ όλο το Θρακικό πέλαγος με τη Θάσο, τη Σαμοθράκη και τη Ζουράφα (Ν.Δ. 426/1969 , ΦΕΚ 67Α/21-3-1970).
Το Νοέμβριο του 1973 η Τουρκία δημοσίευσε στην εφημερίδα της κυβερνήσεώς της χάρτη του ΒΑ Αιγαίου, όπου περιοχές των χωρικών υδάτων αλλά και διεθνών χωρικών υδάτων, που ως τότε θεωρούνταν ότι ανήκουν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα παραχωρούνταν στην κρατική τουρκική εταιρεία ΤΡΑΟ, για διενέργεια ερευνών. Από μέρους της Ελλάδας καμία αντίδραση.
Το Καλοκαίρι του 1975 η σύμβαση, που μόλις αναφέραμε μεταξύ ελληνικού δημοσίου και της OCEANIC του 1969 ακυρώθηκε και συνομολογήθηκε νέα, που δε δίνει δυνατότητες για έρευνες σ’ όλο το Θρακικό πέλαγος, αλλά μόνον δυτικά της νήσου Θάσου: Ν. 98/1975 ( ΦΕΚ 161Α/1-8-1975). Κι άλλη ελληνική υποχώρηση.
Και φθάνουμε στον Ιούλιο του 1976. Οι Τούρκοι κλιμακώνουν τις διεκδικήσεις τους στέλνοντας το πλοίο «ΧΟΡΑ» για έρευνες στο Αιγαίο. Η Ελλάδα αντιδρά αυτή τη φορά με το γνωστό του Ανδρέα Παπανδρέου: « βυθίσατε το Χόρα». Οι Τούρκοι μετά από αυτή την ελληνική αποφασιστικότητα αναδιπλώθηκαν και ανακάλεσαν το «ΧΟΡΑ» στο Βόσπορο. Μετά την κρίση του Ιουλίου του 1976, το Νοέμβριο του 1976 από την τότε κυβέρνηση του Κων/νου Καραμανλή και την τούρκικη του Ντεμιρέλ συνυπογράφτηκε το «Πρωτόκολλο της Βέρνης , που προβλέπει αμοιβαία αποχή Ελλάδας και Τουρκίας από έρευνες στο Αιγαίο, έξω από τα 6 ναυτικά μίλια των χωρικών υδάτων και των δυο χωρών.
Κι έρχεται το 1987. Οι Τούρκοι διεκδικώντας ξαναχτυπούν. Έστειλαν για έρευνες στο Αιγαίο το «ΣΙΣΜΙΚ Ι». Το Μάρτη του 1987 δημιουργείται νέα κρίση ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα. Η Ελλάδα δείχνοντας αποφασιστικότητα να πάει σε πόλεμο με τη γείτονα, κάνει την Τουρκία να αναδιπλωθεί και να αποχωρήσει το «ΣΙΣΜΙΚ». Ο πρωθυπουργός τότε Ανδρέας Παπανδρέου κήρυξε το προαναφερθέν Πρωτόκολλο της Βέρνης ανενεργό.
Μετά την κρίση του Μαρτίου του 1987, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Ανδρέας Παπανδρέου και της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ , τον Ιανουάριο του 1988 στο Νταβός της Ελβετίας συνομολόγησαν τη «Συμφωνία του Νταβός», με την οποία αποφάσισαν τον «μη πόλεμο», συμφωνώντας να προσπαθούν από δω και πέρα, να μη δημιουργηθεί ξανά άλλη κρίση ανάμεσα στις δυο χώρες, να συναντιούνται μια φορά το χρόνο και να εγκαταστήσουν απευθείας τηλεφωνική γραμμή. Προφανώς η ελληνική πλευρά υποχωρεί ξανά και σιωπηλά επανέρχεται σε ισχύ το Πρωτόκολλο της Βέρνης. Είναι τότε, που στη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου αναφώνησε για την υποχώρηση το «mea culpa» δηλ. λάθος μου, αλλά διόρθωση στο λάθος του δεν έκανε.
Το «μη πόλεμος» της «Συμφωνίας του Νταβός» δεν σήμαινε ειρήνη, αλλά σήμαινε ότι υποχωρώ στα θέλω του άλλου, για να μη συγκρουστώ, ενώ ειρήνη σημαίνει εξισορρόπηση δυνάμεων. Είναι λυπηρό, αλλ’ αυτό, από τότε μέχρι σήμερα δεν βλέπουμε με το «μη πόλεμος»; Δηλ. κλιμακωτές υποχωρήσεις προς τους Τούρκους.
Την ίδια χρονιά το Μάιο του 1988 οι πρωθυπουργοί Ανδρέας Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ συναντήθηκαν στον «Αστέρα της Βουλιαγμένης» και συνομολόγησαν τη «Συμφωνία της Βουλιαγμένης». Με αυτήν αποφάσισαν να παγώσει κάθε έρευνα στο Αιγαίο έξω από τα χωρικά ύδατα των δύο πλευρών.
Και πορευόμαστε στον μοιραίο Ιανουάριο του 1996 – στην κρίση στα Ίμια. Τότε η Ελλάδα δεν έχασε μόνο τρία παλικάρια, αλλά ο πρωθυπουργός της Κ. Σημίτης ένα χρόνο μετά στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 6 Ιουλίου του 1997 με τον Τούρκο πρόεδρο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, συνυπέγραψε τη «Συμφωνία της Μαδρίτης», με την οποία αναγνωρίζονται «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο. Και σα να μην έφτανε αυτό, το 1999 στο Ελσίνκι (Σύνοδος Κορυφής της Ε.Ε.) ο ακατανόμαστος Κ. Σημίτης υπογράφει κείμενο, στο οποίο γίνεται λόγος για «εκκρεμείς διαφορές κι άλλα συναφή θέματα» μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, ενισχύοντας έτσι για δεύτερη φορά τις προκλητικές διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο. Τότε βέβαια οι πανηγυρτζήδες των ΜΜΕ όλα αυτά τα υπερθεμάτιζαν ως επιτυχία, συνπροσθέτοντας και την απόφαση για ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε και την ανακήρυξη της Τουρκίας ως υποψήφιας χώρας για την Ε.Ε. Θριαμβολογούσαν βέβαια για την ένταξη της Κύπρου, αλλά δεν επεξηγούσαν, ότι η Ε.Ε. σύνδεε την ένταξη με πολιτική λύση στο Κυπριακό και πρότεινε το κατάπτυστο Σχέδιο Ανάν, το οποίο βέβαια το απέρριψε ο κυπριακός λαός με τον αείμνηστο ηγέτη του, Τάσο Παπαδόπουλο κι από τότε λύση δεν έχει βρεθεί.
Παρακολουθήσαμε τη συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας, όσο συνοπτικά και κατατοπιστικά μπορέσαμε. Είμαστε σε θέση λοιπόν εύλογα να συμπεράνουμε: Η Τουρκία ακούραστα προς εμάς χρησιμοποιεί ως αξιακό κώδικα τη λογική που διαπνέει το έργο «Πόλεμος και ειρήνη» του Λ. Τολστόι που λέει «έχω σύμμαχο το χρόνο και την υπομονή». Μ’ αυτή τη λογική προσπαθεί να εξαντλήσει πολιορκητικά τον αντίπαλό της (εμάς), ώστε να πούμε τι θέλεις επί τέλους, ρε παιδί μου, και να υπογράψουμε.
Κι αυτό συμβαίνει, διότι έχουμε προσφέρει προσδοκίες στους Τούρκους, τους δώσαμε δικαιώματα, όπως παραπάνω αναλύσαμε, αλλά και με την αδράνειά μας στο Κυπριακό από 1974 και μετά. Αλλά και συνεχίζουμε να δίνουμε δικαιώματα, π.χ. το να επιτρέπουμε να παρουσιάζουν τη μουσουλμανική μειονότητα της Δ. Θράκης ως εθνική – τούρκικη. Είδαν ακόμη οι Τούρκοι, ότι δώσαμε όνομα εθνικό στα Σκόπια, ενώ δεν μας απειλούσαν. Τέλος, οι πολλαπλές επιθετικές ενέργειες των Τούρκων της τελευταίας χρονιάς αλλά και οι προσβολές εναντίον της Ελλάδας και Κύπρου, όπως η απαγωγή των δυο Ελλήνων στρατιωτικών, η διακοπή στην εγκατάσταση του φράχτη στον Έβρο, η τουρκική παρακίνηση λαθρομεταναστών να παραβιάσουν το φράχτη του Έβρου και οι τόσες προκλήσεις τους με το στόλο τους και το σκάφος URUC – REIS (Ουρούτς – Ρέις) το περασμένο καλοκαίρι, που κλιμακωτά στο χρόνο τις συνεχίζουν.
Και σ’ όλα τα παραπάνω, η Ελλάδα απαντά χλιαρά, «πολιτισμένα». Και την ελληνική στάση η Τουρκία τη βλέπει ως αδυναμία, δεν τη λαμβάνει ως καλοπιστία, αλλά ως ατολμία. Παράλληλα εκμεταλλεύεται τη διεθνή αδράνεια στις παρανομίες της, τόσο της Αμερικής όσο και του διαχρονικά ιστορικού συμμάχου της, της Γερμανίας. Από παντού η χώρα μας ακούει φραστικές υποκριτικές δικαιώσεις. Ακόμα και το ΝΑΤΟ μας λέει: «βρείτε τα». Αντί να εφαρμόσει το άρθρο 4 & 5 του καταστατικού του, που τονίζει πως όταν κράτος μέλος του ΝΑΤΟ, όπως η Ελλάδα, απειλείται με στρατιωτική επίθεση από άλλο μέλος, όπως η Τουρκία, τότε το ΝΑΤΟ υπερασπίζεται το αμυνόμενο. Όχι εφαρμογή δεν είδαμε του σχετικού άρθρου, αλλά αυτό το άρθρο ούτε καν αναφέρεται από τους διάφορους δημοσιολογούντες. Γιατί η ελληνική στρατιωτική ηγεσία δεν το προβάλει στην ελληνική πολιτική ηγεσία και από κοινού δεν το διεκδικούν;
Απεναντίας στο θέμα λοιπόν της Τουρκίας, αυτό που έχουμε περάσει από το 1974, για να μη χαθούμε στα βάθη της ιστορίας, είναι ότι συμβιβαζόμαστε – και τι κοροϊδία! – τους συμβιβασμούς τους λέμε υπερήφανους συμβιβασμούς και νίκες και ότι τελικά δε χάσαμε και κάτι, τέλος πάντων ο συμβιβασμός ήταν αξιοπρεπής και νικηφόρος, με επιτυχία μας το «μη πόλεμος», που σημαίνει – το θυμούμαστε – υποχωρώ στα θέλω του αντιπάλου.
Και αυτό το διαχρονικό Bulling (εκφοβισμός) το ασκεί η Τουρκία σε βάρος της Ελλάδας. Προσβάλλει την κατοχή και τη νομή στην κυριαρχία της, στην ιδιοκτησία της, δηλαδή με σκοπό τι; Για να δημιουργήσει ψευδή δικαιώματα, τα οποία ναι μεν δεν παράγουν δίκαιο, αλλά αν κάποτε οι δυο χώρες βρεθούνε ενώπιον διαμεσολαβητή ή διαιτητή ή δικαστή κάποια στιγμή και θα ρωτήσει ο δικαστής ή ο εκάστοτε κριτής, ποιος είναι ο επιμελέστερος –γνωστή έννοια στα νομικά– όχι ποιος είναι ο ιδιοκτήτης, ποιος είναι ο επιμελέστερος. Και η Τουρκία θα πει εγώ δείχνω μεγαλύτερη επιμέλεια σ ’ αυτές τις περιοχές απ’ ότι η Ελλάδα, διότι συνεχώς τις διεκδικώ και είμαι εκεί παρούσα και λειτουργώ ως καταπατητής – ναι το αναγνωρίζω – αλλά εγώ ασκώ εκεί αυτή τη στιγμή εξουσία, είμαι ο επιμελέστερος.
Σημειωτέον ότι τον επιμελέστερο τον ακούει δυστυχώς ο δικαστής και στις ιδιωτικές και στις διεθνείς υποθέσεις. Κι έτσι εκεί πέρα η Τουρκία, από το μηδέν που έχει, θα σηκωθεί απ’ το τραπέζι με κάτι. Πόσο μάλλον αν ισχύσουν οι αρχές της ευθυδικίας και της επιείκειας, που επίμονα αυτή ζητά. Οπότε στο κάτι που θα πάρει η Τουρκία ή θα οικοδομήσει, θα έρθει μετά από λίγο με κάποια νομολογία και θα ζητήσει το 2, το 3 το 4 κλπ. Σ’ αυτό το σημείο θα μας επιτραπεί μια προσωπική έκρηξη οργής: Επί τέλους οι μεγαλονομικοί μας, οι στρατηγοί μας, οι διπλωμάτες μας, αυτά δεν τα ξέρουν; Δεν θα ’πρεπε να μας τα λένε κάθε μέρα, για να ξέρουμε να υπερασπίσουμε τη χώρα μας, όπως μας δίδαξαν τα «μολών λαβέ» κι όχι πώς να τα βρούμε με τους Τούρκους,
Με όλα όσα αναφέραμε, κατά τη γνώμη μας αυτά μας πάνε σε πόλεμο με πρωτοβουλία της Τουρκίας και – το λέμε απερίφραστα – με την αμέριστη συνδρομή των φίλων εταίρων και συμμάχων. Η Τουρκία απ’ τη στιγμή που τον τελευταίο καιρό έχει δημιουργήσει πολεμικά μέτωπα σε τόσες περιοχές και επιδιώκει με τον πόλεμο ή την απειλή πολέμου ή την εμπλοκή της σε πόλεμο να κερδίσει οφέλη στην ευρύτερη περιοχή, κι όπως διακηρύσσει να αποτελέσει τη μεγάλη υπερδύναμη στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και όχι μόνο, γιατί έχει εμπλακεί μέχρι την Αφρική κι έφτασε μέχρι τη Μαλαισία, δε θα σταματήσει. Στο τούρκικο εμβατήριο «…αύριο παντού» – το αναγράψαμε στον υπότιτλο του άρθρου μας – βροντοφωνάζουν οι Τούρκοι στρατιώτες. Ας μην ξεχνάμε, οι Τούρκοι στα του πολέμου είναι «σιγουρατζήδες», ψάχνουν την ευκαιρία, στηριζόμενοι και στα επί μέρους τετελεσμένα και χτυπούν.
Και μιλήσαμε για συμμάχους, εδώ είναι για γέλια και για κλάματα ταυτόχρονα κατά το λεγόμενο. Τι να πρωτοπούμε, ο νατοϊκός στόλος, που παρίσταται στο Αιγαίο, θα μπορούσε σε ένδειξη συμμαχικής αλληλεγγύης, όπως κατά το καταστατικό του όφειλε, να παρέμβει και με τον οπλισμό που έχει και τα ηλεκτρονικά μέσα αναχαίτισης, να νεκρώσει την προσβολή της ελληνικής κυριαρχίας από την Τουρκία και να αναγκάσει τον τουρκικό στόλο και το Ουρούτς Ρέις να φύγουν, γιατί δεν το κάνει;
Αλλά και ο ΟΗΕ στο δίκιό μας σιωπά απογοητευτικά. Η Ελλάδα – το ξανατονίζουμε – έχει από το 1995 το δικαίωμα, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, να επεκτείνει μονομερώς τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο. Δεν το έκανε, δεν το κάνει, γιατί η Τουρκία την απειλεί με το casus belli, δηλαδή με πόλεμο. Και ο ΟΗΕ στον καταστατικό του χάρτη άρθρο 2 παράγραφος 4 λέει: « Όλα τα κράτη μέλη του ΟΗΕ θα απέχουν στις διεθνείς τους σχέσεις από την απειλή ή τη χρήση στρατιωτικής δύναμης κατά της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας άλλου κράτους». Είδαμε σύμφωνα με αυτά καμιά παρατήρηση έστω του ΟΗΕ προς την Τουρκία; Ποτέ.
Και ενώ αυτά συμβαίνουν, το ελληνικό πολιτικό προσωπικό αναμένει και προσδοκά από κάθε Σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. τις πολυδιαφημιζόμενες κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας. Αυτές όμως ούτε τον περασμένο Νοέμβριο επιβλήθηκαν, ούτε στον τρέχοντα Δεκέμβριο και απ’ ό,τι κρίνουμε ούτε τον ερχόμενο Μάρτιο θα γίνουν. Σ’ αυτό μας βοηθά ο οικονομολόγος – Πρόεδρος του Ε.ΠΑ.Μ. (Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο), Δ. Καζάκης, που μας ενημερώνει στο εξής: «η οικονομία της Τουρκίας έχει ξένες επενδύσεις 164,91 δις και οι ξένες απαιτήσεις τραπεζών από την Τουρκία είναι 179,28 δις.
Μ’ αυτή την κατάσταση των 340 περίπου δις, έτσι και προχωρήσουν οι Δυτικοί σε σοβαρές κυρώσεις, που να πονέσουν την Τουρκία, ο Ερντογάν θα κάνει αναστολή πληρωμών προς τη Δύση και θα τους τινάξει στο αέρα. Άρα εδώ υπάρχουν μεγάλα συμφέροντα που προπορεύονται κι όχι οι παιδιάστικοι ελληνικοί συναισθηματισμοί του τύπου ανήκουμε στην Ε.Ε. Όμως η ίδια η Ελλάδα θα μπορούσε να κάνει μια πολύ σοβαρή κύρωση και να μη περιμένει πια από την Ε.Ε. Να σταματήσει το εμπόριο, που διεξάγεται από Τουρκία μέσω του εθνικού μας χώρου προς την Ευρώπη, εφόσον η Τουρκία είναι εχθρική προς εμάς χώρα, μας δημιουργεί διαρκώς θέματα, μας απειλεί με Casus belli. Eνώ αυτά συμβαίνουν, εμείς επιτρέπουμε το εμπόριο· από πού κι ως πού;
Και με τα όσα αναλύσαμε, ενώ η κατάσταση έφτασε στο «ως εδώ και μη παρέκει» κατά το λεγόμενο και η Τουρκία διαρκώς προκαλεί, μαθαίνουμε ότι η χώρα μας πάει σε διερευνητικές επαφές μαζί της. Ως ενημερωμένοι πολίτες αναρωτιόμαστε, από ποιανού εντολή ξεκινά αυτή η διαδικασία; Εδώ παραβιάζεται το Σύνταγμα, γιατί αυτό απαιτεί από το Κοινοβούλιο να δοθεί εντολή για διερευνητικές, για διαπραγμάτευση ή για διάλογο και να κυρώσει το διάλογο. Γι’ αυτές τις διερευνητικές που ανακοινώνονται, δεν ξέρουμε τίποτα, είναι ένα παρασκήνιο. Ό,τι μαθαίνουμε είναι κυρίως από τον τουρκικό τύπο που λέει αυτό ή το άλλο και ό,τι με τη συνδρομή του Στόλτενμπεργκ ή του Μπορέλ ή του Μισέλ μαθαίνουμε μετά, ότι ναι, έχουν δίκιο οι Τούρκοι γι’ αυτά που λένε, ότι συμφώνησαν, δε συμφώνησαν, κάνανε συζητήσεις κλπ.
Για όλα αυτά εναγώνια θέλουμε να πούμε: Καταλαβαίνουμε τον Έλληνα Πρωθυπουργό, το κυβερνόν κόμμα, αλλά οι Έλληνες στρατιωτικοί και διπλωμάτες, που συμμετέχουν στις λεγόμενες διερευνητικές, δεν ντρέπονται για τη στολή και το εθνόσημο που φοράνε, συμμετέχοντας σε κάτι που αντίκειται στον όρκο τους;
Και οι οικονομικές ελίτ της Ελλάδας; Αυτές συγκροτούν τη λεγόμενη από πολλούς μεταπρατική ελληνική αστική τάξη. Μια αστική τάξη που μεγάλωσε στις ελληνικές παροικίες της Τουρκοκρατίας, έμαθε να συνεργάζεται με τους ξένους και να βγάζει τα κέρδη της από εκεί. Υπήρξε ελάχιστα παραγωγική στην Ελλάδα, γιατί αυτή δεν είχε μεγάλη εσωτερική αγορά και διότι δεν της επέτρεπαν οι ξένοι συνεργάτες τους, αυτοί που την βοήθησαν να συγκροτηθεί. Τα μεγαλύτερα κέρδη της δεν τα αντλεί από τον ελληνικό λαό, τροφοδοτεί την κερδοφορία της από την τοκογλυφία, τις μεταφορές, ενδιάμεσες υπηρεσίες και τις άλλες εξυπηρετήσεις που κάνει στις ξένες δυνάμεις, σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι εκπρόσωποι αυτών των μεταπρατικών ελίτ δύσκολα εναντιώνονται στις επιλογές των ισχυρών σε σχέση με την χώρα μας, εκτός φωτεινών εξαιρέσεων. Αναφέρουμε ένα τελευταίο παράδειγμα, τον Πρόεδρο του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου. Αυτός, μετά τη στάση της Γερμανίας στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., στις 10/12/2020, όπου εναντιώθηκε στην επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, δήλωσε: «Εγώ, που και μετά την επιβολή των μνημονίων στην Ελλάδα έκανα τα πάντα για να διατηρηθούν οι Ελληνογερμανικές σχέσεις, τώρα που εναντιώνεστε στις κυρώσεις ενάντια στη Τουρκία, δεν αντέχω άλλο και παραιτούμαι». Μακάρι να κυριαρχούσε συνολικά στις ελληνικές οικονομικές ελίτ αυτή η στάση.
Φθάσαμε κάπου στο τέλος του άρθρου μας, δυστυχώς με τη δυσάρεστη ανάλυσή του. Όμως η αλήθεια μπορεί να είναι οδηγός. Με την ταπεινή μας γνώση, θέλουμε κάτι ακόμη να προσθέσουμε. Όπως διαμορφώθηκε η κατάσταση, βλέπουμε σύννεφα πολέμου με την Τουρκία, της όποιας τέλος πάντων μορφής. Το ζήτημα του πολέμου πλέον βάζει το ζήτημα υπεράσπισης της πατρίδας πάνω και πέρα απ’ όλα και λογικό είναι ο οποιοσδήποτε Έλληνας πολίτης να θεωρεί το θέμα της υπεράσπισης της πατρίδας πάνω και πέρα απ’ όλα.
Εάν η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα έθετε την υπόθεση της υπεράσπισης της πατρίδας πάνω και πέρα απ’ όλα, νομίζω ότι οι πολίτες αλλά και τα πολιτικά κόμματα, χωρίς να υπολογίζουν τις όποιες θεμελιώδεις διαφορές τους, θα στρατεύονταν σ΄ αυτή τη λογική. Κατά τη γνώμη μας, δυστυχώς οι εκλεγμένοι στο ελληνικό Κοινοβούλιο δε βάζουν ζήτημα υπεράσπισης της πατρίδας, θέτουν θέμα, πώς θα τα βρούμε με τους Τούρκους. Αυτό φοβούμαστε, μας σπρώχνει σε εθνικό ακρωτηριασμό. Μακάρι να διαψευστούμε… Θεός φυλάξοι…
Ο Γιώργος Βαζάκας είναι φιλόλογος με έδρα την Κατερίνη.
Αφήστε ένα σχόλιο