του Λεωνίδα Βατικιώτη

Πριν λίγα σχεδόν χρόνια στο προφανές ερώτημα, «μα γιατί να επιτραπεί η είσοδος σε μια ιδιωτική εταιρεία, όταν ο δημόσιος τομέας τα καταφέρνει» επαναλαμβανόταν η ίδια απάντηση, είτε το ερώτημα αφορούσε τις τηλεπικοινωνίες και την ενέργεια, είτε αφορούσε τις τηλεπικοινωνίες και τα ταχυδρομεία: «Γιατί έτσι θα αυξηθεί ο ανταγωνισμός και θα βελτιωθούν οι παρεχόμενες υπηρεσίες προς όφελος του πολίτη. Ο ανταγωνισμός επίσης θα ρίξει και τις τιμές».

Ας επιχειρήσουμε να ελέγξουμε τη σοβαρότητα και αξιοπιστία αυτού του συλλογισμού στην περίπτωση των ταχυδρομείων, με βάση τις πολύ πρόσφατες εξελίξεις κι ειδικότερα όσα μεσολάβησαν στη διάρκεια της καραντίνας.

Οι εταιρείες ταχυδιανομής αποδείχθηκαν εντελώς ανίκανες να διαχειριστούν την αυξημένη κίνηση. Παραγγελία που έκανα σε βιβλιοπωλείο τον Μάρτιο και ήρθε μέσω της ACS χρειάστηκε έναν μήνα για να φτάσει σε μια απόσταση 10 χιλιομέτρων από την πλατεία Συντάγματος. Οι ιδιωτικές εταιρείες κούριερ συναγωνίστηκαν το υπουργείο Υγείας του Β. Κικίλια σε προετοιμασία ή καλύτερα σε αδράνεια για να διαχειριστούν και το δεύτερο κύμα πανδημίας. Οι προσλήψεις προσωπικού ήταν ελάχιστες για να μην μειωθεί το κέρδος, ενώ τα αυστηρά περιορισμένα όρια στην εξυπηρέτηση της επιπλέον κίνησης είχαν τεθεί από μια γραμμή παραγωγής και εξυπηρέτησης που ξεκινούσε από τους αποθηκευτικούς χώρους κι έφτανε μέχρι το πληροφοριακό σύστημα η οποία εξ ορισμού δεν άντεχε μια τόσο μεγάλη επιβάρυνση στο παρεχόμενο έργο.

Έτσι, βοηθούσης και της Black Friday, φτάσαμε στο (αδιανόητο ακόμη και να το σκεφτεί κανείς ένα χρόνο πριν) κρασάρισμα των ιδιωτικών ταχυμετοφορών. Με ανακοίνωσή της η Γενική Ταχυδρομική την 1η Δεκεμβρίου γνωστοποίησε την άμεση αναστολή όλων των πρόσθετων υπηρεσιών πλην της βασικής, ενώ η ACS με δελτίο Τύπου που εξέδωσε στις 4 Δεκεμβρίου ανακοίνωσε ότι «ο μέσος χρόνος διακίνησης των αποστολών αναμένεται να φθάσει τις 6 εργάσιμες ημέρες, ενώ ενδέχεται κυρίως στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη να ξεπεράσει τους χρόνους αυτούς»! Η …φοβερή και …τρομερή ιδέα του click away, που μετά βεβαιότητας θα προσθέσει στη λίστα των νεκρών μερικές ακόμη εκατοντάδες κρούσματα του κορονοϊού, την αποτυχία των ιδιωτών ταχυμετοφορεών ήρθε να διαχειριστεί κι όχι τις ανάγκες αγορών…

Εν είδει παρενθέσεως αξίζει να σκεφτούμε τι θα συνέβαινε αν ο ιδιωτικός τομέας όπως κυριαρχεί στις ταχυμεταφορές κυριαρχούσε και στην υγεία. Με το κάθε νοσοκομείο ανώνυμη εταιρεία και θυγατρική μιας ασφαλιστικής εταιρείας να ανακοινώνει ότι έφτασε στα όρια των δυνατοτήτων του και δεν μπορεί να εξυπηρετήσει άλλα κρούσματα, μάλλον θα είχαμε …πεθάνει όλοι. Σε αυτή τη βάση ας σκεφτούμε κι από ένα άλλο πρίσμα γιατί στις ΗΠΑ πεθαίνουν κάθε μέρα την τελευταία εβδομάδα 3.000 άνθρωποι…

Επιστρέφοντας στα ελληνικά ταχυδρομεία, η αποτυχία των ιδιωτικών εταιρειών ταχυδιανομών να ανταποκριθούν στο ρόλο τους συνέβη επειδή προτεραιότητα δε δίνουν στην εξυπηρέτηση του καταναλωτή, όπως επαίρονται, αλλά στην αύξηση των κερδών τους. Χαρακτηριστικά η ACS, ιδιοκτησίας  του πρώην προέδρου του ΣΕΒ Θ. Φέσσα, από το 2016 μέχρι και το 2019 σύμφωνα με τις οικονομικές της καταστάσεις αύξανε κάθε χρόνο όχι μόνο τις πωλήσεις αλλά και τα προ φόρων κέρδη της:  από 10,7 εκ. ευρώ το 2016, σε 11,2 εκ. ευρώ το 2017, 12,3 εκ. ευρώ το 2018 και 13,2 εκ. το 2019. Το 2020 δε τα κέρδη θα απογειωθούν, όπως μπορούν να υποθέσουν όλοι με εξαίρεση την κυβέρνηση που δεν ενέταξε το ΚΑΔ τους στα ΚΑΔ των πληττόμενων επιχειρήσεων, προσφέροντάς τους ζεστό χρήμα, όταν είναι ένας από τους ελάχιστους κλάδους που δε θίχτηκαν. Την ίδια δε γενναιοδωρία η κυβέρνηση δεν επέδειξε απέναντι στα ΕΛΤΑ, που τα άφησε εκτός κάθε διευκόλυνσης, αξιοποιώντας την ευκαιρία για να επιδεινώσει ακόμη παραπέρα τη θέση τους.

Σε αυτή την οριακή συγκυρία για τον κλάδο των ταχυδρομείων, που κάλλιστα συγκρίνεται με τη χρεοκοπία των τραπεζών στο απόγειο της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης, η κυβέρνηση της ΝΔ λειτούργησε σαν από μηχανής θεός, με μια τροπολογία για τα ΕΛΤΑ που εισήγαγε «νύχτα» στις 2 Δεκεμβρίου σε έναν άσχετο νόμο (βλέπε Μέρος Δ’) για την περιστολή του λαθρεμπορίου. Κι εδώ ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να στοιχηματίσει ότι τα μέτρα για τα Ταχυδρομεία είναι τα μοναδικά που θα εφαρμοστούν μέχρι τέλος…

Ο νόμος για τα ΕΛΤΑ είχε μια εσάνς μνημονίου, με ένα πλήθος διαρθρωτικών αλλαγών που προετοιμάζουν την ιδιωτικοποίηση της αρχαιότερης εταιρείας του ελληνικού δημοσίου: μείωση 8% στους μισθούς των εργαζομένων, εθελούσια έξοδος για 2.000 εργαζόμενους από τους 5.000 που με βεβαιότητα θα οδηγήσει στο κλείσιμο καταστημάτων των ΕΛΤΑ, προσλήψεις με συμβάσεις ιδιωτικού τομέα κατά παρέκκλιση της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, υπερεξουσίες για προσλήψεις στον διευθύνοντα σύμβουλο, καταβολή ενός ποσού από 149 – 180 εκ. ευρώ από τα 395 εκ. που οφείλει το δημόσιο στα ΕΛΤΑ τα οποία δε θα κατευθυνθούν στην ανάπτυξη νέων υπηρεσιών αλλά σε αποζημιώσεις ώστε ο ιδιώτης να τα αγοράσει χωρίς υψηλό κόστος προσωπικού και, το σημαντικότερο, μια αλλαγή που έκανε τις ιδιωτικές εταιρείες ταχυμεταφορών να τρίβουν τα χέρια τους: Η υποχρέωση παράδοσης των επιστολών την επόμενη εργάσιμη μέρα (χ+1) άλλαξε και στο εξής η υποχρέωση παράδοσης μεταφέρθηκε για μετά από 3 εργάσιμες μέρες (χ+3) από την ημερομηνία παράδοσης. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η σύγκλιση στις παρεχόμενες υπηρεσίες μεταξύ των ΕΛΤΑ από την μια και των ιδιωτικών ταχυμεταφορικών υπηρεσιών από την άλλη σε μία κατεύθυνση εντελώς διαφορετική απ’ αυτή που υποσχόταν ο νεοφιλελευθερισμός, καθώς ο ανταγωνισμός δεν οδηγεί στη βελτίωση των υπηρεσιών αλλά στην επιδείνωσή τους, σε βάρος του καταναλωτή, χάριν του οποίου υποτίθεται ότι γίνεται η απορρύθμιση της αγοράς. Επίσης, οι αυξήσεις στα γραμματόσημα των ΕΛΤΑ όλα τα προηγούμενα χρόνια, για να φτάσουν σήμερα τα απλά ταχυδρομικά τέλη πρώτης προτεραιότητας για το ελάχιστο βάρος 20 γραμμαρίων στο εσωτερικό να κοστίζουν 1,90 ευρώ, ως βασική αποστολή είχαν να μειώσουν το κενό από τα τιμολόγια των ιδιωτών ταχυμεταφορέων που είναι 4 και 5 φορές υψηλότερα, σε σχέση με των ΕΛΤΑ. Στο παρελθόν η διαφορά ήταν 10 φορές και στο μέλλον θα μικρύνει ακόμη περισσότερο.

Εν κατακλείδι, η είσοδος των ιδιωτικών εταιρειών στις ταχυδρομικές υπηρεσίες αύξησε τα κόστη και επιδείνωσε την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, αποδεικνύοντας ότι η αναζήτηση του κέρδους στρέφεται ενάντια στην  εξυπηρέτηση της κοινωνίας. Η δε κυβέρνηση που υποτίθεται ότι επιβάλλει το πλαίσιο του ανταγωνισμού και ρυθμίζει την αγορά το μόνο που κάνει είναι να παρεμβαίνει μεροληπτικά και να εξυπηρετεί τους ιδιώτες, επιβάλλοντας με νόμο ό,τι αδυνατούν να εξασφαλίσουν με τη δύναμη και τον έλεγχο της αγοράς.

Πηγή: kommon