Η διείσδυση της Άγκυρας στην Ευρασία συνδυάζει νεοοθωμανική ιδεολογία, ισλαμική ήπια ισχύ και γεωπολιτική που ευθυγραμμίζεται με το ΝΑΤΟ, σε μια προσπάθεια να ανταγωνιστεί τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και την Ινδία.
Σχόλιο του μεταφραστή:
Οι φιλοδοξίες της Τουρκίας και η εξυπηρέτηση της ατλαντικής της σχέσης, περιγράφονται στο παρακάτω άρθρο με λεπτομέρειες. Αν και δεν πρόκειται για κάποιου είδους αποκάλυψη όσον αφορά την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, εν τούτοις, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πώς επιχειρεί και πού ν’ απλώσει την επιρροή της καθώς και την χρησιμότητά της για την ιμπεριαλιστική ευρωατλαντική συμμαχία. Τα συμπεράσματα δικά σας.
του Ali Nassar*
Επιμέλεια μετάφρασης: Θεμιστοκλής Συμβουλόπουλος
The Cradle, 3/7/2025
Από την αρχή του 21ου αιώνα, η ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας έχει μετατοπιστεί αποφασιστικά προς τα ανατολικά, χαράζοντας μια πορεία μέσω της Κεντρικής και Νότιας Ασίας. Αυτός ο μετασχηματισμός σηματοδοτεί κάτι περισσότερο από μια αναβίωση της επιρροής της οθωμανικής εποχής.
Αποκαλύπτει ένα πολυεπίπεδο γεωπολιτικό σχέδιο που βασίζεται στον παντουρανιστικό εθνικισμό, στο πολιτικό Ισλάμ που συνδέεται με την Μουσουλμανική Αδελφότητα και στη στρατηγική ανάπτυξη στρατιωτικών και αναπτυξιακών εργαλείων – σχεδιασμένα για να εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα της Άγκυρας, ενώ παράλληλα συγκλίνουν με τους ευρύτερους περιφερειακούς στόχους του ΝΑΤΟ.
Η ώθηση της Άγκυρας προς τα ανατολικά λαμβάνει χώρα σε ένα πλαίσιο διάβρωσης της επιρροής των ΗΠΑ, επιστροφής στην πολυπολικότητα και εντατικοποίησης του παγκόσμιου ανταγωνισμού για την ενέργεια, τους εμπορικούς διαδρόμους και τις αναδυόμενες αγορές. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία δεν θεωρεί πλέον την ευρασιατική επέκταση ως προαιρετική. Είναι πλέον μια στρατηγική επιταγή.
Μπαγκλαντές: Το ανατολικό σύνορο της Άγκυρας για ιδεολογική δοκιμασία
Το Μπαγκλαντές έχει γίνει ένα προοδευτικό θέατρο επιχειρήσεων για τις ευρασιατικές φιλοδοξίες της Τουρκίας. Γεωγραφικά σφηνωμένο ανάμεσα στην Ινδία και τη Μιανμάρ, η χώρα με μουσουλμανική πλειοψηφία προσφέρει γόνιμο έδαφος για την τουρκική επιρροή.
Η άνοδος της κυβέρνησης του Μουχάμαντ Γιουνούς το 2024 – μιας φιλοϊσλαμιστικής κυβέρνησης που είναι φιλικά προσκείμενη στην Άγκυρα – άνοιξε το δρόμο για τους Τούρκους παράγοντες να λειτουργήσουν όχι μόνο ως αναπτυξιακοί εταίροι αλλά και ως πολιτιστικές και πολιτικές δυνάμεις ενσωματωμένες στο κράτος και την κοινωνία.
Ένα τέτοιο όχημα είναι η «Saltanat-e-Bangla», μια υποστηριζόμενη από την Τουρκία ΜΚΟ με έδρα τη Ντάκα που ταυτίζεται δημόσια με το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στην Τουρκία (AKP). Αυτή η οργάνωση έχει προχωρήσει πολύ πέρα από το φιλανθρωπικό έργο, διαδίδοντας έναν προκλητικό χάρτη του «Μεγάλου Μπαγκλαντές» που διεκδικεί τμήματα της πολιτείας Ραχίν της Μιανμάρ, καθώς και ινδικά εδάφη, συμπεριλαμβανομένων των Μπιχάρ, Οντίσα, Τζαρκάντ και της βορειοανατολικής περιοχής της Ινδίας.

Ένας χάρτης του «Μεγάλου Μπαγκλαντές» που διεκδικεί τμήματα της Μιανμάρ και ινδικών εδαφών, συμπεριλαμβανομένων των Μπιχάρ, Οντίσα, Τζαρκάντ και της βορειοανατολικής περιοχής.
Αν και δεν έχει επίσημη αναγνώριση, ο χάρτης έχει σιωπηλά εγκριθεί από προσωπικότητες εντός του κυβερνώντος κόμματος – σηματοδοτώντας έναν συντονισμένο καταμερισμό εργασίας μεταξύ ομοϊδεατών πολιτικών ελίτ της Τουρκίας και του Μπαγκλαντές.
Διπλωματικές πηγές υποδηλώνουν ότι αυτή η χαρτογραφική επιχείρηση αντικατοπτρίζει την προσπάθεια της Τουρκίας να δημιουργήσει ένα στρατηγικό αντίβαρο στην ινδική ηγεμονία στη Νότια Ασία, ιδίως υπό το φως των πρόσφατων αντιπαραθέσεων μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν σχετικά με το Κασμίρ και τα ισλαμικά μοντέλα διακυβέρνησης. Ορισμένοι αναλυτές έχουν συνδέσει ακόμη και αυτό το έργο με ένα ευρύτερο τουρκο-βεγγαλικό ενδιαφέρον για το Θιβέτ – μια περιοχή που παραμένει μια μη διαπραγματεύσιμη κόκκινη γραμμή για το Πεκίνο.
Το Μπαγκλαντές, λοιπόν, είναι κάτι περισσότερο από μια νέα αρένα επιρροής. Είναι ένα εργαστήριο όπου η Τουρκία δοκιμάζει την εξαγωγιμότητα του πολιτικού μοντέλου και της θρησκευτικής της ιδεολογίας στην ινδική σφαίρα, τυλιγμένη με το επίχρισμα του ανθρωπισμού και της ισλαμικής αλληλεγγύης.
Αυτό δεν είναι χωρίς προηγούμενο. Η ινδική υποήπειρος – της οποίας κάποτε ανήκε το Μπαγκλαντές – φιλοξενούσε μερικούς από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του Οθωμανικού Χαλιφάτου στις αρχές του εικοστού αιώνα. Το κίνημα του Χαλιφάτου, που ξεκίνησε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κινητοποίησε εκατομμύρια Ινδούς Μουσουλμάνους, συμπεριλαμβανομένων ηγετικών προσωπικοτήτων από τη Βεγγάλη[1], για την υπεράσπιση του Οθωμανού Χαλίφη ως συμβόλου πανισλαμικής ενότητας.
Αυτή η ιστορική μνήμη εξακολουθεί να υπάρχει, ιδιαίτερα μεταξύ των ισλαμιστικών δικτύων και των θρησκευτικών ελίτ, και η Άγκυρα φαίνεται πρόθυμη να την επανενεργοποιήσει ως μέρος της ευρύτερης στρατηγικής της για την αναζωπύρωση μιας διαπεριφερειακής ισλαμικής ταυτότητας ευθυγραμμισμένης με την τουρκική ηγεσία.
Τουρανισμός: Η εθνικιστική ραχοκοκαλιά της τουρκικής επέκτασης
Ο Παντουρανισμός, μια ιδεολογία των αρχών του 20ού αιώνα που βασιζόταν στην ενοποίηση των τουρκόφωνων λαών από την Ανατολία έως τη δυτική Κίνα, έχει αναστηθεί στην Άγκυρα ως όχημα για γεωπολιτική ενοποίηση. Σήμερα, η Tουρκία αναπτύσσει αυτό το όραμα για να εμβαθύνει την επιρροή της στην Κεντρική Ασία – ιδιαίτερα στο Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Κιργιστάν και το Αζερμπαϊτζάν.
Αυτή η ιδεολογική ώθηση υλοποιείται μέσω του Οργανισμού Τουρκικών κρατών, ο οποίος λειτουργεί ως ένα κοινό πολιτικό, οικονομικό και ασφαλιστικό μπλοκ που συνδέει την Άγκυρα με αυτές τις μετασοβιετικές δημοκρατίες. Μέσω κρατικών πολιτιστικών πρωτοβουλιών – όπως το έργο του TURKSOY, προγράμματα υποτροφιών και ανταλλαγές φοιτητών – η Τουρκία αναδιαμορφώνει τα περιφερειακά εκπαιδευτικά και μιντιακά τοπία.
Ταυτόχρονα, η Άγκυρα έχει υποστηρίξει τις προσπάθειες αντικατάστασης των σλαβικών αλφαβήτων με λατινικά αλφάβητα σε αυτά τα κράτη, ενσωματώνοντας την έννοια μιας παντουρκικής οικογένειας.
Σε επίπεδο υποδομών, έργα όπως ο ενεργειακός διάδρομος Ανατολής-Δύσης και ο Υπερκαυκάσιος Σιδηρόδρομος συνδέουν φυσικά την Κεντρική Ασία με την Τουρκία και την Ευρώπη. Αλλά αυτό δεν αφορά μόνο την εφοδιαστική. Πρόκειται για την αμφισβήτηση της Ρωσίας και της Κίνας για επιρροή στον πυρήνα της Ευρασίας και την τοποθέτηση της Άγκυρας ως αποφασιστικού παράγοντα στην ισορροπία δυνάμεων σε όλη την Ασία.
Η Αδελφότητα: Μια πολιτική γέφυρα προς τη Νότια Ασία
Στις ισλαμικές κοινωνίες εκτός του αραβικού κόσμου, η Tουρκία έχει επεκτείνει την εμβέλειά της μέσω του πολιτικού Ισλάμ τύπου Μουσουλμανικής Αδελφότητας του ΑΚΡ. Αυτή η προσέγγιση βρίσκει ιδιαίτερη απήχηση στο Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, όπου οι ισλαμιστικές δυνάμεις – εκτός από τις τρομοκρατικές ομάδες που υποστηρίζονται από το εξωτερικό – συχνά δεν διαθέτουν συνεκτικές δομές ή αξιόπιστη εξωτερική υποστήριξη.
Η Άγκυρα έχει δημιουργήσει ένα αυξανόμενο δίκτυο μέσων υπεράσπισης και μέσων ενημέρωσης που την παρουσιάζουν ως την πνευματική και πολιτική πρωτοπορία της μουσουλμανικής ούμμα (κοινότητας πιστών). Αυτά περιλαμβάνουν παρακλάδια του ΑΚΡ ή σχηματισμών που συνδέονται με το ΑΚΡ και λειτουργούν σε χώρες όπως το Μπαγκλαντές. Παράλληλα με αυτό, ΜΚΟ που συνδέονται με την Αδελφότητα – με πιο εξέχουσα το Ίδρυμα Ανθρωπιστικής Βοήθειας IHH – επεκτείνουν την τουρκική ήπια ισχύ μέσω της εκπαίδευσης, της υγειονομικής περίθαλψης και της έκτακτης βοήθειας.
Η Τουρκία έχει επίσης αξιοποιήσει την κρίση των Ροχίνγκια[2] για να καλλιεργήσει καλή θέληση μεταξύ των Μουσουλμάνων στην περιοχή, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως τη μόνη ισλαμική δύναμη που είναι πρόθυμη και ικανή να υπερασπιστεί τους καταπιεσμένους μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Αυτή η αρχιτεκτονική επιτρέπει στην Άγκυρα να εδραιωθεί τόσο στην κοινωνία των πολιτών όσο και στους κρατικούς θεσμούς, ενθαρρύνοντας τον πολιτικό παραλληλισμό χωρίς να προκαλεί απροκάλυπτη αντιπαράθεση με τις εδραιωμένες εθνικές ελίτ.
Πακιστάν: Η ιδεολογική και στρατηγική γέφυρα της Άγκυρας
Το Πακιστάν έχει χρησιμεύσει εδώ και καιρό ως θεμελιώδης πυλώνας στην περιφερειακή εμβέλεια της Άγκυρας. Η διμερής σχέση ενισχύεται από κοινά αμυντικά έργα – ειδικά στην κατασκευή drones και τεθωρακισμένων οχημάτων – και από ένα κοινό ιδεολογικό πλαίσιο μεταξύ του AKP και των συντηρητικών ισλαμιστικών ελίτ του Πακιστάν.
Και οι δύο χώρες έχουν υποστηρίξει από κοινού μουσουλμανικά ζητήματα σε διαφορετικό βαθμό, συμπεριλαμβανομένου του Κασμίρ και της Παλαιστίνης. Πιο διακριτικά, το Ισλαμαμπάντ παίζει μεσολαβητικό ρόλο στον τουρκο-μπαγκλαντεσιανό συντονισμό, διευκολύνοντας την είσοδο της Άγκυρας στην πολιτική σκηνή της Ντάκα. Μέσω θρησκευτικών δικτύων και ισλαμιστικών μέσων ενημέρωσης, το Πακιστάν βοηθά επίσης να τεθούν οι βάσεις για την τουρκική επιρροή τόσο στο Αφγανιστάν όσο και στην Κεντρική Ασία.
Αυτή η συνεργασία επεκτείνεται στη Βόρεια Κύπρο, όπου το Πακιστάν έχει επανειλημμένα επιβεβαιώσει την υποστήριξή του. Λίγο μετά την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ) το 1983, το Πακιστάν ήταν μεταξύ των πρώτων που την αναγνώρισαν, αν και απέσυρε επίσημα την αναγνώρισή της υπό την πίεση του ΟΗΕ μέσα σε λίγες μέρες.
Δεκαετίες αργότερα, ο πρωθυπουργός Σεχμπάζ Σαρίφ δήλωσε δημόσια ότι το Πακιστάν «υποστηρίζει πλήρως την υπόθεση της Βόρειας Κύπρου» και θα σταθεί «ακλόνητα» στο πλευρό της Άγκυρας στο θέμα. Αυτή η ακλόνητη αλληλεγγύη υπογραμμίζει τη βαθιά δύναμη του άξονα Άγκυρας-Ισλαμαμπάντ, που βασίζεται σε κοινές ιδεολογικές δεσμεύσεις και αμοιβαία στρατηγικά συμφέροντα.
Η αρχιτεκτονική ήπιας ισχύος της Τουρκίας
Η επέκταση της Άγκυρας στην Ευρασία υποστηρίζεται από μια προσεκτικά επιμελημένη στρατηγική ήπιας ισχύος. Η Τουρκική Υπηρεσία Συνεργασίας και Συντονισμού (TIKA) εφαρμόζει αναπτυξιακά έργα στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και των υποδομών. Το Τουρκικό Θρησκευτικό Ίδρυμα χτίζει τζαμιά, χρηματοδοτεί θρησκευτικά κέντρα και προσφέρει ισλαμική εκπαίδευση στην τουρκική γλώσσα στο εξωτερικό.
Εν τω μεταξύ, τα τουρκικά σχολεία και πανεπιστήμια στο εξωτερικό παράγουν ένα νέο πλαίσιο ελίτ που ευθυγραμμίζεται με την πολιτική κοσμοθεωρία της Άγκυρας.
Στο Μπαγκλαντές, αυτές οι προσπάθειες είναι ιδιαίτερα ορατές στα στρατόπεδα προσφύγων των Ροχίνγκια, όπου η τουρκική ανθρωπιστική βοήθεια έχει βοηθήσει στην εδραίωση μιας πολιτικής παρουσίας υπό το πρόσχημα της καλοσύνης. Αυτές οι πρωτοβουλίες δεν είναι απλώς φιλανθρωπικές. Είναι μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε γεωπολιτική αφοσίωση.
Συνέργεια στο ΝΑΤΟ – και η αντίδραση της Ευρασίας
Αν και η Άγκυρα ισχυρίζεται συχνά ότι ακολουθεί ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, η επεκτατική της στάση στην Ευρασία ευθυγραμμίζεται άψογα με τους βασικούς στόχους του ΝΑΤΟ. Στο Θιβέτ και το Σιντσιάνγκ, η τουρκική δραστηριότητα συμπληρώνει άμεσα τις δυτικές προσπάθειες για τον περιορισμό της Κίνας. Στο Αφγανιστάν και την Κεντρική Ασία, η παρουσία της Άγκυρας περικυκλώνει το Ιράν. Και στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, η Τουρκία χρησιμεύει ως αντίπαλος της υπολειμματικής επιρροής της Μόσχας.
Μακριά από το να ενεργεί ως κράτος-αδίστακτος, η Άγκυρα εκτελεί τον ρόλο του περιφερειακού βοηθού του ΝΑΤΟ. Η χρήση πολιτισμικά ηχηρών αφηγήσεων – είτε παντουρκικών είτε ισλαμιστικών – καθιστά την παρέμβασή της αποδεκτή από το τοπικό κοινό, ενώ παράλληλα εξυπηρετεί μακροπρόθεσμα ατλαντικά σχέδια. Αυτή η σύγκλιση στόχων μπορεί να εξηγήσει τη δυτική ανοχή στους επεκτατικούς ελιγμούς της Τουρκίας, παρά τις διαμάχες υψηλού προφίλ για τη Συρία και την Ανατολική Μεσόγειο.
Παρά τα κέρδη του, το τουρκικό σχέδιο δεν είναι χωρίς όρια. Η Ινδία αντιμετωπίζει το αυξανόμενο αποτύπωμα της Άγκυρας στο Μπαγκλαντές με αυξανόμενη ανησυχία, ιδιαίτερα την κυκλοφορία του χάρτη του «Μεγάλου Μπαγκλαντές». Η Κίνα θεωρεί την τουρκική εμπλοκή στο Θιβέτ ως στρατηγική πρόκληση. Η Ρωσία, που επανεπιβεβαιώνει την εδραίωσή της στην Κεντρική Ασία, είναι απίθανο να παραχωρήσει έδαφος σε Τούρκους ανταγωνιστές.
Επιπλέον, οι τοπικοί πληθυσμοί μπορεί να αντισταθούν στην ιδεολογική ώθηση της Άγκυρας, ειδικά αν αντιλαμβάνονται το πολιτικό Ισλάμ ως ξένη επιβολή. Ο κίνδυνος της υπερβολικής εξάρτησης από την θρησκευτική ήπια ισχύ είναι ότι μπορεί να αποξενώσει τις κοσμικές ελίτ ή να προκαλέσει αντιδράσεις από αναδυόμενα περιφερειακά μπλοκ που επιδιώκουν να περιορίσουν την ισλαμιστική επέκταση.
Η προέλαση της Τουρκίας προς τα ανατολικά δεν είναι απλώς στρατηγική – είναι ιδεολογική. Συνδυάζοντας το Ισλάμ που είναι σύμφωνο με την Αδελφότητα των Μουσουλμάνων με τον Τουρανικό εθνικισμό και ενσωματώνοντας και τα δύο σε ένα φιλικό προς το ΝΑΤΟ πλαίσιο, η Άγκυρα δημιουργεί μεθοδικά μια σφαίρα επιρροής σε όλη την Κεντρική και Νότια Ασία.
Αλλά αυτή η επέκταση δεν είναι χωρίς κινδύνους. Απαιτεί προσεκτική βαθμονόμηση: διεκδίκηση περιφερειακής ισχύος χωρίς να προκαλεί αντιδράσεις από εδραιωμένες δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Ινδία· προβολή ανεξαρτησίας παραμένοντας παράλληλα λειτουργικός πυλώνας της δυτικής συμμαχίας.
Αυτός δεν είναι απλώς ένας τολμηρός ελιγμός, αλλά μια πρόκληση. Το αν η Τουρκία μπορεί να εδραιώσει την επιρροή της σε αυτό το αμφισβητούμενο ευρασιατικό θέατρο ή αν οι αντιφάσεις της διπλής της ευθυγράμμισης θα αναγκάσουν την υποχώρηση δεν είναι πλέον υποθετικό. Το αποτέλεσμα θα διαμορφώσει τα όρια της φιλοδοξίας της Άγκυρας και θα αποκαλύψει την ευθραυστότητα ή την ανθεκτικότητα της ατλαντικής τάξης που ισχυρίζεται ότι αψηφά.
Διευκρινιστικές υποσημειώσεις του Μεταφραστή:
[1] Τουρκο-βεγγαλικό: Η Βεγγάλη είναι η ιστορική περιοχή του βορειοανατολικού άκρου της Νότιας Ασίας. Η Βεγγάλη μοιράζεται ανάμεσα στην Ινδία (Δυτική Βεγγάλη, κρατίδιο στην ανατολική Ινδία) και το Μπανγκλαντές. Στο τέλος της βρετανικής κυριαρχίας πάνω από την ινδική υποήπειρο, η περιοχή της Βεγγάλης διαιρέθηκε το 1947 κατά μήκος των θρησκευτικών γραμμών στα ανατολικά και δυτικά. Το ανατολικό τμήμα έγινε γνωστό ως Ανατολικό Πακιστάν, μετέπειτα Μπαγκλαντες, το οποίο αποτελούσε την ανατολική πτέρυγα του νεοσύστατου Πακιστάν και το δυτικό μέρος έγινε γνωστό ως Δυτική Βεγγάλη, το οποίο συνέχισε ως ινδική πολιτεία.
[2] Ροχίνγκια: Η συγκεκριμένη μειονότητα αποτελεί μια ομάδα ανθρώπων, μουσουλμάνων, που πλέον δεν θεωρείται λαός καμίας χώρας, ενώ προερχόταν και διέμενε κυρίως στην περιοχή Ρακίν, στην χώρα Μυανμάρ πριν από την επίθεση εναντίον τους το καλοκαίρι του 2017, οπότε και εκτοπίστηκε. Όσοι συνεχίζουν και ζουν ακόμη και σήμερα στη Μυανμάρ έχουν τοποθετηθεί στην δυτική ακτή της περιοχής Ρακίν, σε μια από τις πιο φτωχές περιοχές στον πλανήτη, όπου διαβιούν κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Παράλληλα, όμως, εκπρόσωποι της συγκεκριμένης φυλής κατοικούν και στο Μπαγκλαντές, στη Σαουδική Αραβία, στο Πακιστάν, στη Μαλαισία, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στην Ινδία, ακόμα και στις ΗΠΑ, ενώ ο συνολικός τους πληθυσμός σήμερα αγγίζει τα 2.000.000. Παράλληλα, έχουν χαρακτηριστεί από τον ΟΗΕ, ως μία από τις μειονότητες που έχουν δεχθεί τις περισσότερες διώξεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Μετά τον Πόλεμο και, πιο συγκεκριμένα το 1948, η Μυανμάρ ανεξαρτητοποιήθηκε από την Βρετανική Μπρούμα. Οι νέες κυβερνητικές αρχές, όμως, δεν προχώρησαν στην αναγνώριση των Ροχίνγκια, στερώντας τους τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματά τους. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1982, επί δικτατορικής διακυβέρνησης ψηφίστηκε νόμος περί ιθαγένειας για τους κατοίκους της Μυανμάρ. Ωστόσο, δεν επιτράπηκε στους Ροχίνγκια να προβούν στις νόμιμες διαδικασίες για την απόκτηση αυτής. Επιπλέον, τους επιβλήθηκαν περιορισμοί στην αναζήτηση και διεκδίκηση εργασίας, αλλά και στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Από εκείνη την χρονική περίοδο και έπειτα δεν θεωρούνται κάτοικοι της Μυανμάρ και στερούνται τα όποια δικαιώματα απολαμβάνουν οι υπόλοιπες εθνοτικές ομάδες της χώρας.
Ήδη από την δεκαετία του 1970, ήρθαν αντιμέτωποι με μεγάλες διώξεις και πράξεις βίας, ενώ παράλληλα η κυβερνητική αντι-Ροχίνγκια προπαγάνδα εναντίον τους λάμβανε μεγαλύτερες διαστάσεις. Υπέστησαν πολλές διώξεις από τις κυβερνητικές αρχές το 1978, το 1991-92, το 2015, αλλά εκείνη που παρουσιάζεται ως η σημαντικότερη από πολλούς, είναι αυτή του 2017 και 2018, όταν ο μεγαλύτερος πληθυσμός των Ροχίνγκια, εγκατέλειψε τη Μυανμάρ και κατευθύνθηκε προς το Μπαγκλαντές. Η αφορμή, σύμφωνα με τις κυβερνητικές αρχές της Μυανμάρ, δόθηκε όταν στις 25 Αυγούστου 2017 έλαβε χώρα επίθεση από το απελευθερωτικό ένοπλο κίνημα των Ροχίνγκια σε συνοριακούς κρατικούς σταθμούς, η οποία είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 9 αστυνομικών. Έπειτα από αυτήν την κατάληξη ο στρατός της χώρας προχώρησε σε επιθέσεις σε περιοχές που κατοικούσαν Ροχίνγκια, αλλά και σε ανθρωποκτονίες, λεηλασίες χωριών και σπιτιών, ομαδικούς βιασμούς και αβάσιμες συλλήψεις.
* Ο Άli Nassar είναι Λιβανέζος συγγραφέας και ερευνητής, διευθυντής της ιστοσελίδας Al-Hokul, με εξειδίκευση στις γεωπολιτικές μελέτες.
Πηγή: The Cradle
Αφήστε ένα σχόλιο