του Kώστα Δημητριάδη

από τον Δρόμο της Αριστεράς,
16/12/24

Ελλάδα-Κύπρος: Η υποτέλεια εκθέτει σε μεγάλους κινδύνους με όλα τα σενάρια

Η ικανοποίηση που έσπευσε να δηλώσει η ελληνική κυβέρνηση για την ανατροπή της «δικτατορίας Άσαντ» είναι από μόνη της μέτρο της ακραίας υπαγωγής των ελληνικών πολιτικών ελίτ στις ΗΠΑ και τον ατλαντισμό. Καμία επιφύλαξη ή προσπάθεια για μια έστω κάπως ισορροπημένη τοποθέτηση, κοντινή προς τις ελληνικές προτεραιότητες και τις ανάγκες εξασφάλισης ερεισμάτων απέναντι στην τουρκική απειλή – ενώ οι εξελίξεις αυτές έχουν οδηγήσει σε μια πρωτοφανή άνοδο της ισχύος της Τουρκίας! Πλήρης υποβάθμιση ακόμη και της ζωτικής ανάγκης προστασίας των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών της Συρίας. Το σκηνικό ενισχύεται και παγιοποιείται. Η Ελλάδα, εργαλείο δεσμευμένο άνευ όρων στις επιδιώξεις των ΗΠΑ, σε πόλεμο με τη Ρωσία(!) και με εχθρική στάση απέναντι σε όσους στοχοποιούν το Ισραήλ και οι ΗΠΑ…

Τα γεγονότα αποκτούν μια λογική σύνδεση. Επιβολή «διαλόγου με την Τουρκία», αμερικανικοί σχεδιασμοί «διευθετήσεων» στην Αν. Μεσόγειο, μεγάλοι διεθνείς αναδασμοί σε διάφορες περιοχές, πόλεμοι Ισραήλ και μεγάλες ανατροπές μέσα από αυτούς τους πολέμους, με μεγάλη ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας. Όλα αυτά μαζί δίνουν ευρύτερες διαστάσεις στις στοχεύσεις των όσων συμφωνούνται πίσω από κλειστές πόρτες στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Σχετικά με τα προηγούμενα, πρέπει να δώσουμε προσοχή στα όσα έθεσε χωρίς περιστροφές ο Κ. Καραμανλής στην πρόσφατη ομιλία του για την επέτειο της απελευθέρωσης της Καρπάθου. Προειδοποιούν για το πόσο προχωρημένες είναι οι συμφωνίες με την Τουρκία για τον διαμοιρασμό του Αιγαίου και για την αποδοχή του ελέγχου που θέλει να επιβάλει στην Α. Μεσόγειο. Οι διατυπώσεις του δεν αφήνουν περιθώρια παρανοήσεων. Αναγκαστικά εδώ παραθέτουμε πολύ ενδεικτικά:
«Η δηλωμένη στόχευση της Τουρκίας είναι να ανατρέψει το υφιστάμενο καθεστώς, όπως προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς Συνθήκες, να διασπάσει την ενότητα του ελληνικού χώρου και να επιβάλλει το imperium της στην ευρύτερη περιοχή… Εάν το επετύγχανε αυτό, η Ελλάδα θα υποβιβαζόταν σε χώρα υποτελή και εξαρτώμενη από αυτήν».

Σε άλλο σημείο της ομιλίας φωτογραφίζει όλη τη γραμμή που προωθείται από τα γνωστά εγχώρια κέντρα της υποτέλειας, σημειώνοντας:
«Η συμφωνία δεν είναι αυτοσκοπός… Κανείς Έλληνας δεν διανοείται ότι, προκειμένου να ικανοποιηθεί η Τουρκία και να οδηγηθεί σε διαπραγμάτευση, θα κάναμε από μόνοι μας εκπτώσεις στην αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων μας. Η συμφωνία πρέπει να διασφαλίζει την ασφάλεια και τα συμφέροντά μας σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Ούτε διασφαλίζεται η ειρήνη και η σταθερότητα με υποχωρήσεις. Αντιθέτως, ενθαρρύνεται η επιθετικότητα και η βουλιμία της άλλης πλευράς».

Σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού βέβαια, ο Καραμανλής κινείται έξω από τους κανόνες. Κατά τα άλλα, κυβέρνηση, συστημική αντιπολίτευση (κάποιες ρητορικές δήθεν διαφοροποιήσεις δεν σώζουν ούτε τα προσχήματα) και τα περιβάλλοντα του σημιτισμού – ΕΛΙΑΜΕΠ που δίνουν την κοινή για όλους γραμμή. Εργάζονται για την παράλυση της κοινωνίας και για την αποδιοργάνωση του φρονήματος, στήνοντας παγιδευτικά διλήμματα του τύπου «θέλετε πόλεμο ή μια προωθητική συμφωνία με παραχωρήσεις;». Πάντως αποκαλυπτική των όσων μεθοδεύονται είναι και η ανάγκη διαφοροποίησης από την ακολουθούμενη πορεία, που εκφράζεται πλέον σε διευρυμένη κλίμακα από ανθρώπους με μακρά θητεία σε καίριες διπλωματικές και στρατιωτικές θέσεις. Ανάμεσά τους η πρόσφατη ηχηρή παραίτηση του πολιτικού διευθυντή του ΥΠΕΞ, πρέσβη Ρούσσου-Κούνδουρου.

Αυταπάτες που αγνοούν τα σημερινά δεδομένα και τα ιστορικά διδάγματα

Σ’ ένα άλλο επίπεδο, δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητες οι πρόσφατες κινήσεις του Κύπριου προέδρου Χριστοδουλίδη, με την κατάθεση πρότασης ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Κινήσεις που, απ’ ό,τι φαίνεται, θα έχουν ως αποτέλεσμα την παραχώρηση δύο μεγάλων στρατιωτικών βάσεων στις ΗΠΑ στην Κύπρο, για τις ανάγκες της στρατηγικής τους στήριξης προς το Ισραήλ. Παρόμοιες προτάσεις και το σκεπτικό τους έχουν ευρύτερη πέραση και σε ελληνικούς κύκλους. Στην καλύτερη εκδοχή, συνδέονται με την επικίνδυνη αυταπάτη ότι –τώρα μάλιστα με τη νέα προεδρία Τραμπ και την προεξοφλούμενη αυστηροποίηση(!) της στάσης των ΗΠΑ απέναντι στις «υπερβολές» του τουρκικού επεκτατισμού– μία ΝΑΤΟϊκή Κύπρος, πλήρως διαθέσιμη για τους σχεδιασμούς ΗΠΑ και Ισραήλ, αποκτά κάλυψη απέναντι στην τουρκική απειλή.

Η ίδια σχολή σκέψης βλέπει την Ελλάδα να ενισχύει τη θέση της καλύπτοντας τις ανάγκες των ΗΠΑ για εξισορρόπηση μιας ανεξέλεγκτης Τουρκίας. Κατά περίπτωση προεξοφλείται μάλιστα ότι οι ΗΠΑ, σε κάποιου τύπου συνεννόηση με τη Ρωσία, δεν θα αργήσουν –με μοχλό την συγκρότηση κουρδικού κράτους– να προχωρήσουν σε ψαλίδισμα της υπέρμετρης τουρκικής επέκτασης. Εκ των προτέρων να πούμε ότι τέτοιες εξελίξεις δεν πρέπει να αποκλείονται εντελώς, αν και για μια μεγάλη περίοδο δεν φαίνεται πώς θα μπορούσε να παρακαμφθεί το γεγονός ότι η Τουρκία είναι άκρως απαραίτητη στρατηγικά και στα δύο στρατόπεδα, σε πολλαπλά μέτωπα (Μ. Ανατολή, Ουκρανία, Καύκασος, Μαύρη Θάλασσα).

Όμως εδώ δεν πρόκειται γι’ αυτό. Η σκέψη οφείλει, με βάση τα δεδομένα και τα πικρά μαθήματα της Ιστορίας, να κινείται πιο χειραφετημένα. Ο ελληνισμός –Ελλάδα και Κύπρος– έχει οργανικούς, ιστορικούς δεσμούς με τη Δύση. Την ίδια στιγμή, οι Δυτικές ηγεμονικές δυνάμεις (οι λεγόμενοι «σύμμαχοι») έχουν διαχρονικά προνομοποιήσει τη σχέση τους με την Τουρκία, συμπιέζοντας την ελληνική πλευρά. Για δομικούς λόγους, με μεγάλο ιστορικό βάθος. Κι’ αυτό ας μην ξεχνάμε ότι έχει γίνει και όταν πρόσκαιρα (και με πολύ καταστροφικές συνέπειες) χρησιμοποιήθηκε η Ελλάδα ως εργαλείο, τότε, των αγγλικών κυρίως επιδιώξεων για τον περιορισμό της Τουρκίας. Επιπλέον, και ειδικότερα όσον αφορά την Κύπρο, η ίδια η δυνατότητα ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας χρειάστηκε πάντοτε να υπολογίζει στα αντίβαρα του ρωσικού παράγοντα, αλλά και του αραβικού κόσμου, προκειμένου να εξισορροπεί τους γνωστούς δυσμενείς, φαλκιδευτικούς όρους που έθετε ο συνδυασμός της τουρκικής επιβουλής με τους αμερικανικούς-ατλαντικούς διχοτομικούς σχεδιασμούς.

Πού βρισκόμαστε σήμερα

Οι εξελίξεις στη Συρία (και οι γενικότερες διεθνείς εξελίξεις) ας λειτουργήσουν αφυπνιστικά. Κεντρικό ζήτημα για την ύπαρξη Ελλάδας και Κύπρου και την αντιμετώπιση του κινδύνου συρρίκνωσής τους από τη διευρυνόμενη τουρκική απειλή, είναι το κέρδισμα βαθμών αυτονομίας τους. Δηλαδή η αποφασιστική απομάκρυνσή τους από την κατάσταση Δυτικού προτεκτοράτου απομειούμενης κυριαρχίας. Η «Ευρώπη», παρά την άλλη μεγάλη συνομοταξία αυταπατών που καλλιεργεί ο εγχώριος «ευρωπαϊσμός», γίνεται πλέον πασιφανές ότι δεν παρέχει καμία κάλυψη. Αντίθετα, πλάι στους παλαιότερους, τώρα και με ανανεωμένους τρόπους –εδώ η «ενιαία άμυνα» είναι ένα νέο όχημα– πάει να καταστήσει απαγορευτική την άμυνα απέναντι στην τουρκική απειλή, υποτάσσοντας τα πάντα στη μέγγενη του «πολέμου κατά της Ρωσίας» και των πολέμων που θα αποφασίσει στη συνέχεια η Δύση.

Η κατάσταση αυτή ορίζει τα μέτωπα (τους εχθρούς και τους φίλους) και οδηγεί σε πλήρη εξάρτηση από τις δυτικές, πολύ ευμετάβλητες μάλιστα, διαθέσεις και προτεραιότητες και τους αντίστοιχους πρόσκαιρους σχεδιασμούς. Οι συνθήκες μας καλούν να συνειδητοποιήσουμε επειγόντως δύο πράγματα: Πρώτον, ότι η υποτέλεια προς τη Δύση, ο κατευνασμός της Άγκυρας και η δορυφοροποίηση από την Τουρκία, δεν εξασφαλίζουν σταθερότητα και ειρήνη. Αντίθετα, φέρνουν πιο κοντά την επιθετικότητα, τον πόλεμο και τις συνέπειές του. Δεύτερον, ότι είναι αναγκαία η εξασφάλιση σοβαρών βαθμών αυτεξουσιότητας για Ελλάδα και Κύπρο. Κι αυτό προϋποθέτει προσπάθειες για ανάδυση άλλων διαθέσεων και προσανατολισμών συγκρότησης μέσα στην κοινωνία, ανταγωνιστικών προς την κατάσταση συνειδησιακής αποδιοργάνωσης την οποία δεν παύουν να εκπέμπουν σταθερά το πολιτικό σύστημα και οι εγχώριες ελίτ.

Πηγή: Απόσπασμα απο το ευρύτερο άρθρο “ΗΠΑ, Ισραήλ, Τουρκία διαλύουν τη Συρία”, Δρόμος της Αριστεράς