του Brian Berletic*
μετάφραση Φλώρα Παπαδέδε
02/10/2024
Ένα πρόσφατο άρθρο της London Telegraph με τίτλο: «Οι Βρετανοί ταξιδιωτικοί μπλόγκερ ‘’γλυκαίνουν’’ το πρόβλημα των Ουιγούρων της Κίνας προς τέρψη του Πεκίνου», λέει στους αναγνώστες ότι «περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Ουιγούροι πιστεύεται ότι κρατούνται σε στρατόπεδα αναμόρφωσης», στο Σιντζιάνγκ. Και ότι οι δυτικοί τουρίστες που ταξιδεύουν στην περιοχή και δεν βλέπουν καμία απόδειξη για τέτοιους ή άλλους ισχυρισμούς από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης εδώ και χρόνια, απλώς ακολουθούν τη γραμμή της κινεζικής κυβέρνησης για likes και χρήματα.
Το άρθρο ισχυρίζεται ότι η κινεζική κυβέρνηση «τους έδωσε ένα χέρι βοήθειας» παρέχοντας βίζες που επιτρέπουν την ευκολότερη πρόσβαση στην Κίνα, συμπεριλαμβανομένης της δυτικής περιοχής του Σιντζιάνγκ, προσπαθώντας να εμφανίσει σαν μοχθηρές τις προσπάθειες του Πεκίνου να αντιμετωπίσει με διαφάνεια την αβάσιμη δυτική προπαγάνδα.
Για να αντικρούσει όσα έχουν δει οι τουρίστες με τα ίδια τους τα μάτια και τα μεταδίδουν μέσα από τα ταξιδιωτικά τους vlogs, η Telegraph παραθέτει την Daria Impiombato, «μια αναλύτρια του κυβερνοχώρου» στο Ινστιτούτο Στρατηγικής Πολιτικής της Αυστραλίας (ASPI), η οποία ισχυρίστηκε ότι «οι vlogger με μεγάλες πλατφόρμες είχαν την ευθύνη να ενημερώνονται και να είναι δύσπιστοι».
Με τη λέξη «ενημερώνονται», η αναλύτρια της ASPI εννοεί σχεδόν σίγουρα να ακολουθούν τη γραμμή της κυβέρνησης των ΗΠΑ – που το ίδιο το ASPI βοηθά στον καθορισμό της. Επειδή, σε αντίθεση με τους τουρίστες που η Telegraph συκοφαντεί έμμεσα σε όλο το άρθρο της, αλλά τελικά παραδέχεται ότι «δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι κάποιος από τους vloggers ενεργεί με εντολή της κινεζικής κυβέρνησης ή λαμβάνει χρήματα από αυτήν», η ASPI λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησής της της από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, άλλες δυτικές κυβερνήσεις και δυτικές βιομηχανίες όπλων όπως η Lockheed Martin, η Thales, η Saab και η Boeing.
Η Κίνα απάντησε στην πολύ πραγματική και πολύ εκτεταμένη τρομοκρατία…
Για χρόνια, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, τα κατεστημένα δυτικά μέσα ενημέρωσης και ένα μεγάλο δίκτυο οργανισμών που χρηματοδοτούνται από την αμερικανική κυβέρνηση – συμπεριλαμβανομένου του ASPI – προσπαθούσαν να διαιωνίσουν τον μύθο περί μιας «γενοκτονίας των Ουιγούρων» που λαμβάνει χώρα στο δυτικό Σιντζιάνγκ, στην Αυτόνομη Περιοχή των Ουιγούρων της Κίνας. Ήταν το επακόλουθο πολλών χρόνων χρηματοδότησης από τις ΗΠΑ αποσχιστικών και τρομοκρατικών ενεργειών που συγκλόνισαν την περιοχή και εξαπλώθηκαν τόσο στην Κίνα όσο και στην υπόλοιπη Ασία, προτού καλύψουν τη μισή υφήλιο και φτάσουν σε πεδία μαχών στη Συρία.
Το 2014, το BBC αναφερόταν στη φαύλη τρομοκρατία που μαστίζει την Κίνα:
Τον Ιούνιο του 2012, έξι Ουιγούροι φέρεται να προσπάθησαν να κάνουν αεροπειρατεία σε ένα αεροπλάνο από το Χοτάν στο Ουρούμτσι προτού κατατροπωθούν από επιβάτες και πλήρωμα.
Υπήρξε αιματοχυσία τον Απρίλιο του 2013 και τον Ιούνιο του ίδιου έτους, 27 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην κομητεία Σανσάν όταν η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον αυτού που τα κρατικά μέσα ενημέρωσης περιέγραψαν ως όχλου οπλισμένου με μαχαίρια που επιτέθηκε σε κτίρια της τοπικής κυβέρνησης.
Τουλάχιστον 31 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 90 τραυματίστηκαν τον Μάιο του 2014 όταν δύο αυτοκίνητα συνετρίβησαν σε μια αγορά του Ουρούμτσι και εκρηκτικά διασκορπίστηκαν ανάμεσα στο πλήθος. Η Κίνα το χαρακτήρισε «βίαιο τρομοκρατικό επεισόδιο».
Ακολούθησε επίθεση με βόμβα και μαχαίρια στον νότιο σιδηροδρομικό σταθμό του Ουρούμτσι τον Απρίλιο, στην οποία σκοτώθηκαν τρεις και τραυματίστηκαν άλλοι 79.
Τον Ιούλιο, οι αρχές ανέφεραν επίθεση σε κυβερνητικά γραφεία στο Γιαρκάντ, με αποτέλεσμα 96 νεκρούς. Μερικές μέρες αργότερα, ο ιμάμης του μεγαλύτερου τζαμιού της Κίνας, ο Γιούμε Ταχίρ, μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου.
Τον Σεπτέμβριο, περίπου 50 έχασαν τη ζωή τους σε εκρήξεις στην επαρχία Λουντάι έξω από αστυνομικά τμήματα, σε μια αγορά και ένα κατάστημα. Οι λεπτομέρειες που αφορούν και στα δύο περιστατικά είναι ασαφείς και οι ακτιβιστές αμφισβήτησαν ορισμένες περιγραφές των περιστατικών από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης.
Κάποια βίαια περιστατικά έχουν επίσης προέλθει από το Σιντζιάνγκ. Ένα παραλήρημα μαχαιρωμάτων στο Κουνμίνγκ της επαρχίας Γιουνάν όπου σκοτώθηκαν 29 άτομα, για το οποίο κατηγορήθηκαν οι αυτονομιστές του Σιντζιάνγκ, όπως και ένα περιστατικό τον Οκτώβριο του 2013 όπου ένα αυτοκίνητο έπεσε πάνω στο πλήθος και τυλίχτηκε στις φλόγες στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου.
Το BBC σημείωνε επίσης:
Η Κίνα έχει κατηγορήσει συχνά το ETIM – το Ισλαμικό Κίνημα του Ανατολικού Τουρκεστάν – ή άτομα που εμπνέονται από το ETIM για βίαια επεισόδια τόσο στο Σιντζιάνγκ όσο και πέρα από τα σύνορα αυτής της περιοχής.
Το ETIM λέγεται ότι θέλει να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο Ανατολικό Τουρκεστάν στην Κίνα. Το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ το 2006 είπε ότι το ETIM είναι «η πιο μαχητική από τις εθνοτικές αυτονομιστικές ομάδες των Ουιγούρων».
Το «Ανατολικό Τουρκεστάν» (μερικές φορές προφέρεται Ανατολικό Τουρκιστάν) αναφέρεται σε μια προτεινόμενη ανεξάρτητη περιοχή και οι αυτονομιστές επιδιώκουν να αποσπάσουν το Σιντζιάνγκ από την Κίνα για να τη δημιουργήσουν.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, μέσω του Εθνικού Κληροδοτήματος για τη Δημοκρατία (National Endowment for Democracy – NED) χρηματοδοτεί ένα πλήθος οργανώσεων που επιδιώκουν επίσημα την ανεξαρτησία, αναφέροντας το Σιντζιάνγκ ως «Ανατολικό Τουρκιστάν» και ως «κατεχόμενο» από την κινεζική κυβέρνηση. Αυτές περιλαμβάνουν το Παγκόσμιο Συνέδριο Ουιγούρων, το Πρόγραμμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ουιγούρων, την Εκστρατεία για τους Ουιγούρους και το Έργο Δημιουργίας Βάσης Δεδομένων για τη Μεταβατική Δικαιοσύνη των Ουιγούρων.
Για παράδειγμα, το Παγκόσμιο Συνέδριο των Ουιγούρων, στον ιστότοπό του, ισχυρίζεται ότι διακηρύσσει ένα «αντιπολιτευτικό κίνημα ενάντια στην κινεζική κατοχή του Ανατολικού Τουρκιστάν». Παρά το γεγονός ότι επιδιώκει ανοιχτά την απόσχιση από την Κίνα, καταχωρείται ως δικαιούχος αμερικανικής χρηματοδότησης από το Εθνικό Κληροδότημα για τη Δημοκρατία.
Σε απάντηση στον υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ αυτονομισμό και τη βάναυση τρομοκρατία που χρησιμοποιήθηκε για την επίτευξή του, η Κίνα ξεκίνησε σαρωτικά μέτρα ασφαλείας, έργα υποδομής, πρωτοβουλίες εκπαίδευσης και κατάρτισης και προγράμματα τοποθέτησης σε θέσεις εργασίας για την εξάλειψη του εξτρεμισμού και της φτώχειας στην απομακρυσμένη αυτή περιοχή, που καταρχήν έκανε πολλά άτομα ανάμεσα στον πληθυσμό ευάλωτα στον εξτρεμισμό.
Με τη σειρά της, η κυβέρνηση των ΗΠΑ χρησιμοποίησε ισχυρισμούς για «γενοκτονία» και «καταναγκαστική εργασία» ως πρόσχημα για την επιβολή κυρώσεων κατά της Κίνας και ειδικότερα κατά των επιχειρήσεων σε ολόκληρη την Κίνα που προσλαμβάνουν Ουιγούρους από το Σιντζιάνγκ. Εκτός από το να βλάψει συνολικά την κινεζική οικονομία, στόχος είναι η επανεισαγωγή σε ολόκληρη την επαρχία Σιντζιάνγκ των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών μέσα στις οποίες ο εξτρεμισμός, η τρομοκρατία και η αστάθεια μπορούν και πάλι να ανθίσουν.
Δύο διαφορετικές προσεγγίσεις απέναντι στην τρομοκρατία
Παρά το γεγονός ότι τα δυτικά μέσα ενημέρωσης αναφέρονταν ανοιχτά και πρόθυμα στην αχαλίνωτη βία που κατέστρεφε το Σιντζιάνγκ πριν από μια δεκαετία, τώρα επιχειρούν να εμφανίσουν οποιαδήποτε αναφορά στην τρομοκρατία και την ανάγκη αντιμετώπισής της ως κινεζική προπαγάνδα. Το άρθρο της Telegraph σε ένα σημείο αμφισβητεί τους ισχυρισμούς βρετανών τουριστών που ταξίδευαν στο Σιντζιάνγκ, οι οποίοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα ασφαλείας αφορούσαν στην ασφάλεια όλων ισχυριζόμενοι ότι, «αποδεικνύεται ξεκάθαρα πώς η κυβερνητική γραμμή για την ενίσχυση της ασφάλειας στο Σιντζιάνγκ “δεν είναι υπερβολική αντίδραση” λόγω της τρομοκρατικής απειλής από θρησκευτικούς εξτρεμιστές και εθνοτικούς αυτονομιστές».
Μόνο μία τρομοκρατική επίθεση χρειάστηκε πριν οι ΗΠΑ ξεκινήσουν τον «Παγκόσμιο Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας», συμπεριλαμβανομένης της εισβολής και της κατοχής στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, παρόλο που κανένα από αυτά τα κράτη δεν έπαιξε ρόλο στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Μισό εκατομμύριο παιδιά από το Ιράκ πέθαναν μόνο από τις κυρώσεις των ΗΠΑ πριν από την εισβολή του 2003 και άλλο ένα εκατομμύριο Ιρακινοί πέθαναν στον πόλεμο και την κατοχή που ακολούθησε.
Και ενώ οι ΗΠΑ δίνουν διαλέξεις στην Κίνα για την πολύ πιο εποικοδομητική απάντησή της απέναντι στην τρομοκρατία εντός των συνόρων της, οι ίδιες οι ΗΠΑ είχαν βομβαρδίσει αυτές ακριβώς τις τρομοκρατικές ομάδες που κρύβονταν στο Αφγανιστάν, τις οποίες η Κίνα προσπαθούσε να μεταρρυθμίσει και να βάλει να εργαστούν στην άλλη πλευρά των συνόρων.
Μόλις το 2018 το NBC News στο άρθρο του, «οι Η.Π.Α. στοχεύουν Κινέζους Ουιγούρους μαχητές καθώς και μαχητές Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν», ανέφερε:
Ο αμερικανικός στρατός δηλώνει ότι πραγματοποίησε μια σειρά τιμωρητικών βομβαρδισμών το περασμένο Σαββατοκύριακο σε στρατόπεδα μαχητών Ταλιμπάν, οι οποίοι υποστηρίζουν επίσης μια αυτονομιστική κινεζική τρομοκρατική ομάδα.
Μια βομβαρδιστική επιδρομή την Κυριακή σε μια περιοχή που συνορεύει με την Κίνα και το Τατζικιστάν σημείωσε ρεκόρ για τον αριθμό των πυρομαχικών ακριβείας που εκτοξεύτηκαν από ένα βομβαρδιστικό B-52, σύμφωνα με τον υποστράτηγο της Πολεμικής Αεροπορίας Τζέιμς Χέκερ, ο οποίος μίλησε με δημοσιογράφους στο Πεντάγωνο.
Ενώ οι ΗΠΑ κατηγορούν την Κίνα ότι έχει θέσει υπό κράτηση «περισσότερους από ένα εκατομμύριο Ουιγούρους», οι ΗΠΑ απαντώντας στην τρομοκρατία βασάνισαν, εκτόπισαν και σκότωσαν εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο. Οι περιοχές που λεηλατήθηκαν από τον παγκόσμιο πόλεμο της Αμερικής παραμένουν μέχρι σήμερα βυθισμένες στη βία και την καταστροφή, ενώ η περιοχή Σιντζιάνγκ της Κίνας ευδοκιμεί.
Πιστέψτε στα ψέματα των ΗΠΑ, όχι στα ίδια σας τα μάτια…
Το Associated Press, το 2021,στο άρθρο του «Τρομοκρατία και τουρισμός: Η Σιντζιάνγκ χαλαρώνει, αλλά ο φόβος παραμένει», παραδέχτηκε ότι δεν βρήκε στοιχεία για μαζικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, βασανιστήρια ή μαζικές δολοφονίες ή έστω και «πολιτιστική γενοκτονία». Αντίθετα, βρήκε προγράμματα κατάρτισης που δίνουν στους ντόπιους βιώσιμη απασχόληση, υποτροφίες για νέους υποψήφιους ιμάμηδες να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να μάθουν περισσότερα για την πίστη τους και τζαμιά όπου το Associated Press φωτογράφισε μουσουλμάνους να απαντούν στο κάλεσμα για προσευχή.
Το άρθρο ξεκινά με την παραδοχή:
Τα συρματοπλέγματα που κάποτε περικύκλωναν τα δημόσια κτίρια στην βορειοδυτική περιοχή Σιντζιάνγκ της Κίνας έχουν σχεδόν εξαφανιστεί.
Εξαφανίστηκαν, επίσης, οι στολές του γυμνασίου με το στρατιωτικό καμουφλάζ και τα τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού που μαρσάριζαν στην πατρίδα των Ουιγούρων. Εξαφανίστηκαν πολλές από τις κάμερες παρακολούθησης που κάποτε παρακολουθούσαν σαν πουλιά από ψηλούς στύλους, καθώς και ο απόκοσμος αιώνιος θρήνος των σειρήνων στην αρχαία πόλη Κασγκάρ στο Δρόμο του Μεταξιού.
Εάν το Associated Press επισκέφτηκε το Σιντζιάνγκ το 2021 και ομολογουμένως δεν βρήκε στοιχεία για «γενοκτονία» ή «κακομεταχειρίσεις» στις παρ’ όλ’ αυτά έντονα προκατειλημμένες αναφορές του, γιατί η Telegraph δυσκολεύεται να πιστέψει ότι οι δυτικοί τουρίστες που ταξιδεύουν μέσα στο Σιντζιάνγκ βρίσκουν ότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί ακόμη περισσότερο από τότε;
Ουσιαστικά, η Telegraph και τα ειδικά συμφέροντα που υπηρετούν οι αφηγήσεις της, επιδιώκουν να πείσουν το κοινό να μην εμπιστεύεται τα δικά του μάτια και την εμπειρία του, αλλά αντίθετα να υποκλίνεται στις αφηγήσεις που παρουσιάζουν οι ίδιοι, συχνά με ελάχιστα ή καθόλου στοιχεία.
Χωρίς ειρωνεία, το άρθρο της Telegraph καταλήγει παραπονούμενο ότι η Κίνα «έχει καταλάβει και ελέγχει την αφήγηση». Η Κίνα το έκανε αυτό ανοίγοντας το Σιντζιάνγκ στον κόσμο για να δει μόνος του την αλήθεια και επιτρέποντας στους ανθρώπους να συγκρίνουν και να αντιπαραβάλουν αυτό που βλέπουν τα ίδια τους τα μάτια με αυτό που ισχυρίζονται τα δυτικά μέσα ενημέρωσης και η κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Αυτό που συμπεραίνει η κοινή γνώμη είναι ότι η ίδια κυβέρνηση των ΗΠΑ που άνοιξε με ψέματα το δρόμο για τους διάφορους πολέμους που αποτέλεσαν τον «Παγκόσμιο Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας», λέει επίσης ψέματα για την Κίνα, ένα έθνος που ομολογουμένως οι ΗΠΑ επιδιώκουν να υπονομεύσουν, να απειλήσουν και αν είναι δυνατόν, να το διαιρέσουν και να το καταστρέψουν όπως έχουν κάνει σε άλλα έθνη στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία και τη Λιβύη. Ενώ η Telegraph επιδιώκει να επανεξασφαλίσει τον έλεγχο της Δύσης πάνω στην «αφήγηση», είναι ξεκάθαρο ότι μέσω ενός συνδυασμού φθίνουσας αξιοπιστίας στη Δύση και αυξανόμενης διαφάνειας στην Κίνα, αυτό θα είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να γίνει επί του παρόντος.
Όπως ακριβώς συμβαίνει με τη συνεχιζόμενη σύγκρουση στην Ουκρανία, η αδυναμία της Δύσης να πουλήσει την δική της εκδοχή για την πραγματικότητα στο παγκόσμιο κοινό, έχει οδηγήσει σε συνεχή κύματα ολοένα και πιο αυστηρής λογοκρισίας σε πλατφόρμες κοινωνικών μέσων που ελέγχονται από τη Δύση. Καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ κατευθύνει πλατφόρμες όπως το Meta και το YouTube να διώκουν λογαριασμούς που αμφισβητούν την προπαγάνδα των ΗΠΑ σχετικά με την Ουκρανία και τη Ρωσία, είναι θέμα χρόνου να φιμωθούν και αυτοί που αμφισβητούν την προπαγάνδα των ΗΠΑ σχετικά με την Κίνα.
Αυτό δεν εφαρμόζεται μόνο στους γεωπολιτικούς σχολιαστές, αλλά ακόμη και στους απολιτικούς ταξιδιωτικούς vloggers.
Είναι πλέον επιτακτικότερο από ποτέ, ο πολυπολικός κόσμος να αναπτύξει εναλλακτικές λύσεις απέναντι σε πλατφόρμες όπως το YouTube και το Meta (απαγορευμένο στη Ρωσία) και το X ακόμη, όπου το παγκόσμιο κοινό θα μπορεί να μοιράζεται πληροφορίες, να αυξάνει το κοινό του, να διατηρεί τη δουλειά του, και όλα αυτά να βρίσκονται εκτός του εύρους παρέμβασης της αυξανόμενης δυτικής λογοκρισίας.
Συκοφαντικά κείμενα όπως αυτό στην Telegraph είναι απλώς οι πρώτες προειδοποιήσεις για αυτό που σίγουρα θα αποτελέσει έναν όλο και μεγαλύτερο και πιο απελπισμένο πληροφοριακό πόλεμο. Είναι σημαντικό οι κυβερνήσεις, αλλά και τα άτομα σε όλο τον πολυπολικό κόσμο να προετοιμαστούν γιατί θα ακολουθήσουν πολλές περισσότερες βολές εναντίον τους.
Πηγή: New Eastern Outlook
*Ο Brian Berletic είναι γεωπολιτικός ερευνητής και συγγραφέας με έδρα την Μπανγκόκ. Το άρθρο γράφτηκε ειδικά για το διαδικτυακό περιοδικό “New Eastern Outlook”.
Αφήστε ένα σχόλιο