Οι Ευρωπαίοι πήγαν στις ΗΠΑ και δέχτηκαν τις υποδείξεις του προέδρου των ΗΠΑ χωρίς πολλά λόγια. Απόλυτη εξάρτηση από την Ουάσιγκτον και τον όποιο ένοικο του Λευκού Οίκου. 

του Θέμη Τζήμα
Δικηγόρου, δρα δημοσ. δικαίου και πολιτικής επιστήμης ΑΠΘ

Κοσμοδρόμιο, 21/8/2025

Η συνάντηση στον Λευκό Οίκο αποτέλεσε μια κατακλυσμιαία υπόμνηση για τη θέση της Ευρώπης ή μάλλον ακόμα μία. Οι Ευρωπαίοι πήγαν στις ΗΠΑ και δέχτηκαν τις υποδείξεις του προέδρου των ΗΠΑ χωρίς πολλά λόγια και αντιρρήσεις. Η συγκρατημένη αισιοδοξία την οποία ακολούθως της συνάντησης αυτής εμφάνισαν είναι η ανάγκη που μετατρέπεται σε φιλοτιμία.

Πρόκειται για μια σαφή εικόνα της πολιτικής της Ε.Ε.: απόλυτη εξάρτηση από την Ουάσιγκτον και τον όποιο ένοικο του Λευκού Οίκου. Σαφώς ιδεολογικώς τίθενται (οι συγκεκριμένοι οι οποίοι πήγαν εκεί όπως και άλλοι ηγέτες της Ε.Ε.) πιο κοντά στο κόμμα των «γερακιών» έναντι της Ρωσίας, το οποίο εξέφρασαν με κυρίαρχο τρόπο οι Δημοκρατικοί. Αν ωστόσο οι ΗΠΑ αλλάξουν πολιτική, οι ακόλουθοί της στρίβουν προς την ίδια κατεύθυνση εκόντες άκοντες. Σε ό,τι αφορά δε, το κόμμα των γερακιών, αυτό εκφράζει και ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ βέβαια αλλά κυρίως ως προς την Παλαιστίνη, χωρίς φυσικά να πρόκειται γενικότερα για κανένα σοβαρά και βαθιά ειρηνόφιλο πρόεδρο κατά τα λοιπά.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ εκφράζει μια μερίδα του συστήματος εξουσίας των ΗΠΑ που  θέλει να σύρει τη Ρωσία μακριά από την Κίνα. Φιλοδοξεί να βάλει στο «χέρι» τη Μόσχα μέσα από τη φιλοδυτική ολιγαρχία της Ρωσίας, στο πλαίσιο περικύκλωσης της Κίνας. Για την Ευρώπη το ζήτημα είναι κομβικό καθώς η ρήξη με τη Ρωσία δημιούργησε συνθήκες λεηλασίας της οικονομίας της από τις ΗΠΑ. Η αδυναμία της Ε.Ε. να διαπραγματευθεί ουσιαστικώς με τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά το ζήτημα των δασμών εν πολλοίς έχει να κάνει με την ακόμα στενότερη εξάρτηση από τις τελευταίες όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής ελίτ αλλά και ευρύτερα, μετά την έναρξη της νέας φάσης του πολέμου στην Ουκρανία το 2022.

Η Ευρώπη (όπως και το Ηνωμένο Βασίλειο φυσικά) λοιπόν σε επίπεδο ελίτ είναι αποφασισμένη να μην αμφισβητήσει την προσχώρηση στην πολιτική των ΗΠΑ. Για την Ευρώπη όμως ως κοινωνικό και πολιτικό χώρο ή αλλιώς για τους λαούς της, το ζήτημα είναι μείζον. Η κατάσταση των διεθνών σχέσεων συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση των εσωτερικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών.

Μια Ευρώπη η οποία θα «υπομείνει» τον Τραμπ ως προς τη Ρωσία, ελπίζοντας να επανακάμψει κάποιο γνήσιο αντιρωσικό γεράκι, μια Ευρώπη της στροφής προς την πολεμική οικονομία με βασικούς κερδισμένους τις ΗΠΑ και ένα μέρος του πολύ μεγάλου κεφαλαίου της ίδιας της Ε.Ε. θα είναι μια Ευρώπη των ακόμα μεγαλυτέρων ανισοτήτων και της στασιμότητας. Αλλά ούτε μια Ευρώπη-οπαδός του Τραμπ θα έχει πολύ καλύτερη τύχη. Και αυτή θα οδεύσει προς τη λεηλασία από τις ΗΠΑ ενώ θα υποστεί και όλο το κόστος από τη ρηχή πολιτική Τραμπ διεθνώς. Ήδη, η συζήτηση περί εγγυήσεων προς την Ουκρανία με παρουσία στρατευμάτων στην Ουκρανία επιφυλάσσει διαφόρους κινδύνους σε μια μελλοντική στροφή των γεγονότων στην τελευταία.

Το στρατηγικό διεθνοπολιτικό δίλημμα για την Ευρώπη βρίσκεται μεταξύ του «ευρωατλαντισμού» και του «ευρασιατισμού». Πρόκειται για το πρόβλημα μιας ενδιάμεσης δύναμης όχι μόνο γεωγραφικώς αλλά και από πλευράς ισχύος. Το ζήτημα δεν πρέπει να τίθεται με όρους πατρωνίας αλλά με όρους πολιτικής αυτονομίας, την οποία η Ε.Ε. από «κατασκευαστικής» ακόμα οπτικής είναι αδύνατο να υπηρετήσει. Εδώ μάλιστα ανακύπτει η αδυναμία της Ε.Ε. ακόμα και μπροστά σε ενδιάμεσες δυνάμεις. Η τουρκική πρόταση για αποστολή στρατευμάτων από ουδέτερες δυνάμεις, με την ίδια στον πρωταγωνιστικό ρόλο (παρότι η μη συμμετοχή στον Λευκό Οίκο αποτέλεσε για την τελευταία ένα πλήγμα) αποδεικνύει πώς μια ισχυρή μεσαία δύναμη μπορεί να σέρνει στην πραγματικότητα την Ε.Ε. αναλαμβάνοντας να διαδραματίσει τον ρόλο εγγυήτριας της ασφάλειας της Ευρώπης.

Το δομικό ζήτημα το οποίο προκύπτει ως προς την Ε.Ε. δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Ενώ σε ουκ ολίγες αναλύσεις τονίζεται και ορθώς το αδύναμο των ηγεσιών της Ε.Ε., πολύ λιγότερη σημασία δίδεται στο γεγονός ότι η Ε.Ε. ως τέτοια συνιστά πυλώνα του ευρωατλαντισμού αναλαμβάνοντας όλο το κόστος αυτής της ταύτισης. Οι διαφοροποιήσεις ηγετών ως προς τις ΗΠΑ μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελούν τόσο μεμονωμένες περιπτώσεις ώστε τις θυμόμαστε ακόμα μία προς μία. Ο κανόνας συνίσταται στην υποταγή στις ΗΠΑ και σε κάθε στροφή τους. Υπάρχει λοιπόν σταυροδρόμι για την Ε.Ε.; Όχι. Το σταυροδρόμι όμως για την Ευρώπη ή αλλιώς για τους λαούς της Ε.Ε. είναι παρόν.

Η ανοχή στους ηγέτες της Ε.Ε., στη δομή της, στην εξάρτησή της και στα συστήματα εξουσίας οδηγεί σε διαρκώς βαθύτερα αδιέξοδα στο επίπεδο τόσο της οικονομίας με τη στροφή στην πολεμική οικονομία η οποία έχει διακηρυχθεί, όσο και σε πολιτικές πολέμου, τυχοδιωκτικές. Η λογοκρισία, οι περιορισμοί πολιτικών ελευθεριών, οι παρεμβάσεις σε εκλογικές διαδικασίες, ο καταποντισμός διεθνών σχέσεων έχουν τη βάση τους στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη Ε.Ε., με αυτό το ιστορικό βάρος δεν μπορεί παρά να είναι δεδομένη και εξαρτημένη από ένα σύμπλεγμα του βαθέος κράτους των ΗΠΑ και των ελίτ της ίδιας της Ε.Ε.. Τόσο η στάση στη γενοκτονία στη Γάζα, όσο και στο ουκρανικό μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο για ένα συνολικότερο κίνημα εναντίον του πολέμου και του ιμπεριαλισμού. Η σύγκρουση με την Ε.Ε. δεν έχει πλέον χαρακτηριστικά μόνο οικονομικής και νομισματικής πολιτικής αλλά της ειρήνης από τη μια και του πολέμου από την άλλη.

Πηγή: kosmodromio.gr