του Alastair Crooke*
μετάφραση Φλώρα Παπαδέδε

Strategic – Culture, 19/05/2025

Η νέα εποχή σηματοδοτεί το τέλος της «παλιάς πολιτικής»: Οι ετικέτες Κόκκινο εναντίον Μπλε, Δεξιά εναντίον Αριστεράς χάνουν την όποια σημασία.

Για να είμαστε σαφείς, ακόμη και η ανάγκη για μετάβαση μόλις τώρα άρχισε να αναγνωρίζεται στις ΗΠΑ.

Ωστόσο, η ευρωπαϊκή ηγεσία και οι ωφελημένοι της χρηματιστικοποίησης, που οδύρονται αλαζονικά για την «καταιγίδα» που εξαπέλυσε άσοφα ο Τραμπ στον κόσμο, χλευάζουν τις βασικές οικονομικές του θέσεις ως παράξενες έννοιες εντελώς αποκομμένες από την οικονομική «πραγματικότητα».

Αυτό είναι εντελώς αναληθές.

Διότι, όπως επισημαίνει ο Έλληνας οικονομολόγος Γιάνης Βαρουφάκης, η πραγματικότητα της δυτικής κατάστασης και η ανάγκη για μετάβαση διατυπώθηκαν με σαφήνεια από τον Πολ Βόλκερ, τον πρώην πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ήδη από το 2005.

Η σκληρή «αλήθεια» του φιλελεύθερου παγκοσμιοποιημένου οικονομικού παραδείγματος ήταν εμφανής ακόμη και τότε:

«Αυτό που κρατάει ενωμένο το παγκοσμιοποιημένο σύστημα είναι μια μαζική και αυξανόμενη ροή κεφαλαίων από το εξωτερικό, που ανέρχεται σε περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε εργάσιμη ημέρα – και αυξάνεται. Δεν υπάρχει αίσθηση περιορισμού. Ως έθνος δεν δανειζόμαστε ούτε ζητιανεύουμε συνειδητά. Δεν προσφέρουμε καν ελκυστικά επιτόκια, ούτε είμαστε υποχρεωμένοι να προσφέρουμε στους πιστωτές μας προστασία από τον κίνδυνο μιας πτώσης του δολαρίου».
«Όλα είναι αρκετά άνετα για εμάς. Γεμίζουμε τα καταστήματα και τα γκαράζ μας με αγαθά από το εξωτερικό και ο ανταγωνισμός έχει σαν αποτέλεσμα τον ισχυρό περιορισμό των εσωτερικών μας τιμών. Σίγουρα έχει βοηθήσει να διατηρηθούν τα επιτόκια εξαιρετικά χαμηλά παρά τις συρρικνωμένες αποταμιεύσεις μας και την ταχεία ανάπτυξή μας».
«Και υπήρξε άνετο επίσης και για τους εμπορικούς μας εταίρους, καθώς και για εκείνους που παρέχουν το κεφάλαιο. Μερικοί, όπως η Κίνα [και η Ευρώπη, ιδιαίτερα η Γερμανία], εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις αναπτυσσόμενες εγχώριες αγορές μας. Και ως επί το πλείστον, οι κεντρικές τράπεζες του αναδυόμενου κόσμου στάθηκαν πρόθυμες να κρατήσουν όλο και περισσότερα δολάρια, τα οποία, άλλωστε, είναι το πιο κοντινό πράγμα που διαθέτει ο κόσμος σε ένα πραγματικά διεθνές νόμισμα».
«Η δυσκολία είναι ότι αυτός ο φαινομενικά άνετος ρυθμός δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον».

Ακριβώς. Και ο Τραμπ βρίσκεται στη διαδικασία να ανατινάξει το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα για να το επαναρυθμίσει. Οι δυτικοί φιλελεύθεροι, που σήμερα τρίζουν τα δόντια και θρηνούν την έλευση της «οικονομίας του Τραμπ», απλώς αρνούνται να δεχτούν ότι ο Τραμπ έχει τουλάχιστον αναγνωρίσει την πιο σημαντική αμερικανική πραγματικότητα. Δηλαδή, ότι το πρότυπο δεν μπορεί να εφαρμόζεται επ’ αόριστον και ότι ο καταναλωτισμός που βασίζεται στο χρέος έχει ξεπεράσει κατά πολύ την ημερομηνία λήξης του.

Θυμηθείτε ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες στο δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν γνώρισαν τίποτα άλλο πέρα ​​από τον «άνετο κόσμο» του Βόλκερ σε όλη τους τη ζωή. Δεν είναι περίεργο που δυσκολεύονται να σκεφτούν πέρα ​​από τα αποστειρωμένα κουτάκια τους.

Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι η λύση του Τραμπ θα λειτουργήσει. Ενδεχομένως, η συγκεκριμένη μορφή διαρθρωτικής εξισορρόπησης του Τραμπ θα μπορούσε να χειροτερέψει τα πράγματα.

Παρ’ όλα αυτά, η αναδιάρθρωση με κάποια μορφή είναι σαφώς αναπόφευκτη. Διαφορετικά, καταλήγουμε σε μια επιλογή μεταξύ αργής ή γρήγορης και άτακτης πτώχευσης.

Το σύστημα παγκοσμιοποίησης με επικεφαλής το δολάριο λειτούργησε καλά αρχικά – τουλάχιστον από την οπτική γωνία των ΗΠΑ. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ εξήγαγαν την πλεονάζουσα παραγωγική τους ικανότητα σε μια πρόσφατα δολαριοποιημένη Ευρώπη, η οποία κατανάλωσε το πλεόνασμα. Και η Ευρώπη επίσης απολάμβανε το πλεονέκτημα του μακροοικονομικού αυτού περιβάλλοντος (μοντέλα προσανατολισμένα στις εξαγωγές, εγγυημένα από την αγορά των ΗΠΑ).

Ωστόσο, η παρούσα κρίση ξεκίνησε όταν το παράδειγμα αντιστράφηκε – όταν οι ΗΠΑ εισήλθαν στην εποχή των μη βιώσιμων διαρθρωτικών ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό και όταν η χρηματιστικοποίηση οδήγησε τη Γουόλ Στριτ να χτίσει μια ανεστραμμένη πυραμίδα παράγωγων «περιουσιακών στοιχείων», που στηρίζονται σε έναν μικροσκοπικό άξονα πραγματικών περιουσιακών στοιχείων.

Το ίδιο το γεγονός της κρίσης διαρθρωτικής ανισορροπίας είναι αρκετά άσχημο. Αλλά η δυτική γεωστρατηγική κρίση πηγαίνει πολύ πιο βαθιά από την απλή διαρθρωτική αντίφαση μεταξύ των κεφαλαιακών εισροών και ενός «ισχυρού» δολαρίου που κατατρώει την καρδιά του βιομηχανικού τομέα των ΗΠΑ. Γιατί συνδέεται επίσης με την ταυτόχρονη κατάρρευση των βασικών ιδεολογιών που υποστηρίζουν την φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Είναι αυτή η βαθιά δυτική αφοσίωση στην ιδεολογία (καθώς και στην «άνεση» του Βόλκερ που παρέχει το σύστημα) που έχει προκαλέσει έναν τέτοιο χείμαρρο θυμού και απροκάλυπτου χλευασμού απέναντι στα σχέδια «επανεξισορρόπησης» του Τραμπ. Σχεδόν κανένας δυτικός οικονομολόγος δεν έχει μια καλή λέξη να πει – ταυτόχρονα όμως δεν προσφέρεται κανένα εύλογο εναλλακτικό πλαίσιο. Το πάθος τους εναντίον του Τραμπ απλώς υπογραμμίζει ότι η δυτική οικονομική θεωρία είναι επίσης χρεοκοπημένη.

Αυτό σημαίνει ότι η βαθύτερη γεωστρατηγική κρίση στη Δύση συνίσταται τόσο στην κατάρρευση της αρχετυπικής ιδεολογίας, όσο και σε μια παράλυτη ελίτ.

Για τριάντα χρόνια, η Γουόλ Στριτ πουλούσε μια φαντασίωση (το χρέος δεν είχε σημασία)… και αυτή η ψευδαίσθηση απλά διαλύθηκε.

Ναι, κάποιοι καταλαβαίνουν ότι το δυτικό οικονομικό παράδειγμα του υπέρ-χρηματιστικοποιημένου καταναλωτισμού που βασίζεται στο χρέος έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του και ότι η αλλαγή είναι αναπόφευκτη. Αλλά η Δύση έχει επενδύσει τόσο πολύ στο «αγγλοσαξονικό» οικονομικό μοντέλο που, ως επί το πλείστον, οι οικονομολόγοι παραμένουν παράλυτοι στον ιστό της αράχνης. Η φράση «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική» (TINA) αποτελεί το βασικό αξίωμα.

Η ιδεολογική ραχοκοκαλιά του οικονομικού μοντέλου των ΗΠΑ έγκειται καταρχάς στο έργο του Φρίντριχ φον Χάγιεκ «Ο Δρόμος προς τη Δουλεία», το οποίο θεωρούνταν ότι σήμαινε πως οποιαδήποτε κυβερνητική εμπλοκή στη διαχείριση της οικονομίας αποτελούσε παραβίαση της «ελευθερίας» – και ισοδυναμούσε με σοσιαλισμό. Και δεύτερον, μετά την ένωση του Χάγιεκ με τη Μονεταριστική Σχολή του Σικάγο στο πρόσωπο του Μίλτον Φρίντμαν, ο οποίος θα έγραφε την «αμερικανική έκδοση» του «Ο Δρόμος προς τη Δουλεία» (η οποία -ειρωνικά- ονομάστηκε «Καπιταλισμός και Ελευθερία»), το αρχέτυπο διαμορφώθηκε.

Ο οικονομολόγος Φίλιπ Πίλκινγκτον γράφει ότι η αυταπάτη του Χάγιεκ ότι οι αγορές ισοδυναμούν με «ελευθερία» και ως εκ τούτου εναρμονίζονταν με το βαθιά ριζωμένο αμερικανικό φιλελεύθερο ρεύμα «έχει διαδοθεί σε τέτοιο σημείο που κάθε συζήτηση έχει σταματήσει εντελώς»:

«Σε μια πολιτισμένη συντροφιά και δημόσια, μπορείς σίγουρα να είσαι αριστερός ή δεξιός, αλλά πάντα θα είσαι, με κάποιο τρόπο ή μορφή, νεοφιλελεύθερος. Διαφορετικά, απλώς δεν θα σου επιτραπεί η είσοδος στον διάλογο».
«Κάθε χώρα μπορεί να έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες… αλλά οι γενικές αρχές ακολουθούν ένα παρόμοιο μοτίβο: ο νεοφιλελευθερισμός που καθοδηγείται από το χρέος είναι, πρώτα και κύρια, μια θεωρία για το πώς να αναδιαμορφωθεί το κράτος προκειμένου να εγγυηθεί την επιτυχία των αγορών – και του πιο σημαντικού συμμετέχοντα σε αυτές: των σύγχρονων μονοπωλίων».

Ιδού, λοιπόν, το θεμελιώδες σημείο: Η κρίση της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δεν είναι απλώς θέμα επανεξισορρόπησης μιας αποτυχημένης δομής. Η ανισορροπία είναι ούτως ή άλλως αναπόφευκτη όταν όλες οι οικονομίες επιδιώκουν ομοίως, όλες μαζί, ταυτόχρονα, το «ανοιχτό» αγγλοσαξονικό μοντέλο που προσανατολίζεται στις εξαγωγές.

Όχι, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι ο αρχετυπικός μύθος έχει επίσης καταρρεύσει. [Δηλαδή, ότι τα άτομα (μαζί και οι ολιγάρχες) που επιδιώκουν τη δική τους ξεχωριστή και ατομική μεγιστοποίηση της ωφέλειας, χάρη στο κρυφό χέρι της μαγικής αγοράς,  θα οδηγήσουν τις συγκεντρωμένες, συνδυασμένες προσπάθειές τους προς όφελος της κοινότητας στο σύνολό της (Άνταμ Σμιθ)]

Ουσιαστικά, η ιδεολογία στην οποία προσκολλάται τόσο πεισματικά η Δύση – ότι το ανθρώπινο κίνητρο είναι ωφελιμιστικό (και μόνο ωφελιμιστικό) – είναι μια πλάνη. Όπως έχουν επισημάνει φιλόσοφοι της επιστήμης, όπως ο Χανς Άλμπερτ, η θεωρία της μεγιστοποίησης της ωφέλειας αποκλείει την χαρτογράφηση του πραγματικού κόσμου, εκ των προτέρων, καθιστώντας έτσι τη θεωρία μη ελέγξιμη.

Παραδόξως, ο Τραμπ είναι φυσικά ο επικεφαλής όλων των ωφελιμιστών μεγιστοποιητών! Είναι λοιπόν ο προφήτης μιας επιστροφής στην εποχή των αλαζόνων Αμερικανών μεγιστάνων του δέκατου ένατου αιώνα ή μήπως είναι οπαδός μιας πιο θεμελιώδους αναθεώρησης;

Με απλά λόγια, η Δύση δεν μπορεί να μεταβεί σε μια εναλλακτική οικονομική δομή (όπως ένα «κλειστό» μοντέλο εσωτερικής κυκλοφορίας) ακριβώς επειδή έχει τόσο έντονα επενδύσει ιδεολογικά στις φιλοσοφικές βάσεις της σημερινής δομής – που η αμφισβήτηση αυτών των ριζών μοιάζει με προδοσία των ευρωπαϊκών αξιών και των θεμελιακών φιλελεύθερων αξιών της Αμερικής (που αντλήθηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση).

Η πραγματικότητα είναι ότι σήμερα το όραμα της Δύσης για τις υποτιθέμενες αθηναϊκές «αξίες» της είναι τόσο κακόφημο όσο και η οικονομική της θεωρία στον υπόλοιπο κόσμο, καθώς και μεταξύ ενός σημαντικού μέρους των θυμωμένων και δυσαρεστημένων πληθυσμών της!

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι το εξής: Μην στρέφεστε στις ευρωπαϊκές ελίτ για οποιαδήποτε συνεκτική άποψη σχετικά με την αναδυόμενη Παγκόσμια Τάξη. Βρίσκονται σε κατάρρευση και είναι απασχολημένες με την προσπάθεια να διασωθούν μέσα στα συντρίμμια της δυτικής σφαίρας και τον φόβο για αντίποινα από τους εκλογείς τους.

Ωστόσο, αυτή η νέα εποχή σηματοδοτεί επίσης το τέλος της «παλιάς πολιτικής»: Οι ετικέτες Κόκκινο εναντίον Μπλε, Δεξιά εναντίον Αριστεράς καθίστανται άσχετες. Νέες πολιτικές ταυτότητες και ομάδες ήδη σχηματίζονται, ακόμη και αν τα περιγράμματά τους δεν έχουν ακόμη καθοριστεί.

* Ο Alastair Crooke είναι πρώην Βρετανός διπλωμάτης, ιδρυτής και διευθυντής του Φόρουμ για τις Συγκρούσεις (Conflicts Forum) με έδρα τη Βηρυτό.

Πηγή της αρχικής δημοσίευσης του άρθρου: Strategic – Culture