Σημείωση Ξαστεριάς: Μια πολύ καλή προσέγγιση στο μεγάλο ερώτημα που απασχολεί πολύ κόσμο και προκαλεί απορίες σε κάθε στοιχειωδώς νουνεχή: Πώς σκέφτονται οι Δυτικοί και ιδίως οι Ευρωπαϊκές ηγεσίες για το ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία, για ποιο λόγο συνεχίζουν μια πολιτική που προκαλεί οικονομική καταστροφή στις χώρες τους και τους λαούς τους, πώς γίνεται να μην αντιλαμβάνονται τις συμπληγάδες που οδηγούν οι αποφάσεις τους κι έτσι συνεχίζουν την ίδια αδιέξοδη πολιτική που μόνο δεινά αποφέρει; Ο συγγραφέας του κειμένου που ακολουθεί, ο Aurelien, επιχειρεί μια πολύ πετυχημένη ανάλυση για τον τρόπο που ηγεσίες, πολιτικοί, σύμβουλοι, γραφειοκράτες και στρατιωτικοί στη Δύση σκέφτονται και ενεργούν, για ποιο λόγο εμμένουν στα αδιέξοδά τους, για ποιο λόγο συγχέουν την αναγκαιότητα μιας πραγματικής στρατηγικής με τις ασαφείς φιλοδοξίες τους, με συνέπεια όλος ο «στρατηγικός σχεδιασμός» για τον οποίο είναι ικανή η Δύση, να συνοψίζεται στην παράλογη «λογική» του τρίπτυχου: “Κάνε κάτι που θα ταπεινώσει τη Ρωσία. Πίστευε στα θαύματα. Αλλάζει η κυβέρνηση στη Μόσχα και τελειώνει ο πόλεμος”.
Ο Aurelien είναι δοκιμιογράφος και τα newsletter που συντάσσει κατά τακτικά χρονικά διαστήματα, έχουν γίνει πολλάκις σημεία αναφοράς πολλών διεθνών αρθρογράφων και αναλυτών. Η εξαιρετική και προσεγμένη μετάφραση του κειμένου, όπως και οι υποσημειώσεις του τέλους, είναι της Φλώρας Παπαδέδε.

του Aurelien*
μετάφραση Φλώρα Παπαδέδε

Trying to Understand the World
20/11/2024

Έχω γράψει πολλές φορές ως τώρα για τη μη-πραγματικότητα με την οποία η Δύση προσεγγίζει συνήθως τη συνεχιζόμενη κρίση μέσα και γύρω από την Ουκρανία και τη σχεδόν κλινική αποσύνδεση από τον πραγματικό κόσμο που παρουσιάζεται στα λόγια και τις πράξεις της. Ωστόσο, καθώς η κατάσταση επιδεινώνεται και οι ρωσικές δυνάμεις προελαύνουν παντού, δεν υπάρχει καμία πραγματική ένδειξη ότι η Δύση αρχίζει να βασίζει περισσότερο την κατανόησή της στην πραγματικότητα, ενώ υπάρχει κάθε πιθανότητα να μην καταλάβει τίποτα, να μην πάρει κανένα μάθημα και να συνεχίσει να ζει στην κατασκευασμένη εναλλακτική της πραγματικότητα μέχρι να την βγάλουν βίαια έξω από αυτήν.

Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι τολμηροί, πρωτοπόροι στοχαστές στη Δύση αρχίζουν να αναλογίζονται την ανάγκη για διαπραγματεύσεις, ακόμα κι αν είναι με τους όρους της Δύσης. Έχουν αρχίσει να αποδέχονται ότι ίσως κάποια από τα εδάφη της Ουκρανίας του 1991 θα πρέπει να θεωρηθούν χαμένα, έστω και βραχυπρόθεσμα. Ίσως, ονειροπολούν, θα υπάρξει μια αποστρατικοποιημένη ζώνη κορεατικού τύπου, εγγυημένη από ουδέτερα στρατεύματα, έως ότου η Ουκρανία μπορέσει να ξανα-εξοπλιστεί για να αναλάβει ξανά την επίθεση. Και μετά κοιτούν τον χάρτη των ρωσικών προελάσεων, κοιτάζουν το μέγεθος και τη δύναμη των δύο στρατών, κοιτάζουν το μέγεθος και την ετοιμότητα των δυνάμεων του ΝΑΤΟ και πέφτουν σε απόγνωση.

Αλλά στην πραγματικότητα, όχι: σβήστε την τελευταία πρόταση. Δεν κοιτάζουν, αλλά και αν το έκαναν, έτσι κι αλλιώς δεν θα ήταν σε θέση να καταλάβουν τι βλέπουν. Η «συζήτηση» (αν μπορείτε να την πείτε έτσι) στη Δύση αποκλείει σε μεγάλο βαθμό τους παράγοντες της πραγματικής ζωής. Πραγματοποιείται σε υψηλό κανονιστικό επίπεδο, όπου απλά υποτίθενται ορισμένα γεγονότα και αλήθειες. Το γιατί συμβαίνει αυτό και ποιες είναι οι συνέπειές του, είναι το θέμα του πρώτου μέρους αυτού του δοκιμίου και, στη συνέχεια, επειδή αυτά τα θέματα είναι εγγενώς πολύπλοκα, θα συνεχίσω εξηγώντας πώς να τα κατανοήσουμε όσο το δυνατόν πιο απλά.

Θα ξεκινήσουμε με ορισμένες πρακτικές εκτιμήσεις της πολιτικής κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας. Η πρώτη είναι ότι στην πράξη η πολιτική είναι το κλασικότερο παράδειγμα του φαινομένου των Μη Ανακτήσιμων Δαπανών[1]. Όσο περισσότερο συνεχίζετε στην ίδια πορεία δράσης, όσο ανόητη κι αν είναι, τόσο λιγότερο πρόθυμοι είστε να την αλλάξετε. Η αλλαγή της θα ερμηνευτεί ως αναγνώριση σφάλματος και η αναγνώριση του σφάλματος είναι το πρώτο στάδιο για την απώλεια ισχύος. Στην παρούσα περίπτωση, η παλιά τεχνική άμυνας («προσωπικά πάντα είχα αμφιβολίες…») απλώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει, δεδομένων των αδικαιολόγητα ψυχοπαθολογικών όρων με τους οποίους έχουν εκφραστεί οι δυτικοί ηγέτες για τη Ρωσία.

Η δεύτερη είναι η απουσία οποιασδήποτε έκφρασης εναλλακτικής («Λοιπόν, κύριε Πρωθυπουργέ, τι πιστεύετε ότι πρέπει να κάνουμε αντί αυτού;»). Το ίδιο το γεγονός ότι δεν αντιλαμβάνεστε τη δυναμική μιας κρίσης σημαίνει ότι είστε ανήμποροι να προτείνετε μια λογική λύση για αυτήν. Είναι καλύτερα να παραμείνεις στο πλοίο που βυθίζεται με την ελπίδα της διάσωσης, παρά να πηδήξεις στα τυφλά μες το νερό. Μπορεί να γίνει κάποιο θαύμα.

Η τρίτη έχει να κάνει με τη δυναμική των ομάδων, στην προκειμένη περίπτωση τη δυναμική των εθνών. Σε μια κατάσταση φόβου και αβεβαιότητας όπως η σημερινή, η αλληλεγγύη έρχεται να γίνει αυτοσκοπός και κανείς δεν θέλει να κατηγορηθεί ότι «αποδυναμώνει τη Δύση» ή «ενισχύει τη Ρωσία». Εάν πρέπει να κάνετε λάθος, καλύτερα να κάνετε λάθος παρέα με όσο το δυνατόν περισσότερους. Υπάρχουν τεράστια αντικίνητρα στο να είσαι ο πρώτος που θα υπαινιχθεί ότι ίσως τα πράγματα φαίνονται αρκετά ζοφερά και σε κάθε περίπτωση, τι θα προτείνεις αντ’ αυτού; Οι πιθανότητες καμιά σαρανταριά χώρες να μπορέσουν να συμφωνήσουν σε μια διαφορετική προσέγγιση από την τρέχουσα είναι ουσιαστικά μηδενικές και δεν βοηθά καθόλου το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες διαφορετικά θα μπορούσαν να δώσουν κάποια νέα ιδέα, είναι πολιτικά παράλυτες μέχρι την άνοιξη ίσως του επόμενου έτους.

Η τέταρτη έχει να κάνει με την απομόνωση και την ομογενοποιημένη σκέψη. Όλοι στην κυβέρνησή σας, όλοι με τους οποίους μιλάτε σε άλλες κυβερνήσεις, κάθε δημοσιογράφος και ειδικός που συναντάτε λέει το ίδιο πράγμα: ο Πούτιν δεν μπορεί να κερδίσει, η Ρωσία έχει τεράστιες απώλειες, πρέπει να ξανα-εξοπλίσουμε την Ουκρανία, ο Πούτιν φοβάται το ΝΑΤΟ, μπλα, μπλα, μπλα. Όπου κι αν βρεθείτε, λαμβάνετε τα ίδια μηνύματα και το προσωπικό σας ετοιμάζει τα ίδια μηνύματα για εσάς για να τα στείλετε σε άλλους. Πώς θα μπορούσατε να μην θεωρείτε ότι όλα αυτά είναι αλήθεια;

Αυτές οι τέσσερις εκτιμήσεις είναι εκείνες που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Μόνιμα Λειτουργώντες Παράγοντες στην πολιτική, που είναι κοινοί σε κάθε κρίση. Υπάρχουν όμως και ορισμένοι ειδικοί παράγοντες που λειτουργούν σε αυτή τη συγκεκριμένη κρίση, που εμένα μου φαίνονται προφανείς, αλλά δεν έχω δει να γίνεται πολλή συζήτηση. Ας δούμε λοιπόν μερικούς.

Καταρχάς, η σημερινή γενιά των δυτικών πολιτικών είναι ιδιαίτερα ανίκανη να κατανοήσει και να διαχειριστεί οποιουδήποτε είδους σοβαρές κρίσεις. Η σύγχρονη δυτική πολιτική τάξη —το Κόμμα όπως την αποκαλώ— μοιάζει όλο και περισσότερο με το κυβερνών κόμμα σε ένα μονοκομματικό κράτος. Δηλαδή, οι δεξιότητες που οδηγούν στην επιτυχία είναι αυτές που οδηγούν στην ανάδειξη μέσα στον ίδιο τον κομματικό μηχανισμό: έρποντας, γλείφοντας και μαχαιρώνοντας πισώπλατα τους αντίπαλους. Ακόμη και η διαχείριση μιας καθαρά εθνικής κρίσης –όπως είδαμε κατά το Μπρέξιτ ή όπως βλέπουμε τώρα στη Γαλλία και τη Γερμανία– είναι στην πραγματικότητα πέρα ​​από τις ικανότητές τους, εκτός ίσως από την ικανότητα να εκμεταλλευτούν μια κρίση προς δικό τους προσωπικό πολιτικό όφελος. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουν εντελώς συνθλιβεί από την κρίση της Ουκρανίας, η οποία είναι μιας κλίμακας και ενός τύπου που συμβαίνει ίσως μια φορά κάθε δύο γενιές. Το γεγονός ότι αποτελεί επίσης μια πολυμερή κρίση, σημαίνει ότι ιδανικά απαιτεί προηγμένες δεξιότητες πολιτικής διαχείρισης απλώς και μόνο για να διασφαλιστεί ότι τα πράγματα δεν θα καταρρεύσουν, και δεν διαθέτουν ούτε καν τέτοιες δεξιότητες. Με τη σειρά της, η διαρκώς αυξανόμενη εξάρτηση από «συμβούλους» που συνδέονται με την προσωπική τύχη του ενδιαφερομένου πολιτικού σημαίνει αφενός ότι αποκλείονται όλο και περισσότερο οι επαγγελματικές συμβουλές και αφετέρου, ότι οι επαγγελματίες σύμβουλοι συχνά επιλέγονται και προάγονται επειδή είναι πρόθυμοι να πουν στους πολιτικούς αυτά που θέλουν να ακούσουν.

Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούν κλασικά χαρακτηριστικά. Αλλά επίσης βρισκόμαστε εδώ αντιμέτωποι με μια κρίση ασφάλειας και οι πολιτικές μας τάξεις και τα παράσιτά τους όχι μόνο αγνοούν εντελώς πώς να αντιμετωπίσουν τέτοιες κρίσεις, αλλά αγνοούν ακόμα και πώς να τις κατανοήσουν. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να αντιμετωπίζουν τακτικά ζητήματα ασφάλειας: συχνά, αποτελούσαν και εσωτερικά πολιτικά ζητήματα. Τα ζητήματα ασφαλείας ήταν επίσης αντικειμενικά σημαντικά, καθώς η Ανατολή και η Δύση κοιτούσαν η μία την άλλη πέρα ​​από ένα στρατιωτικοποιημένο σύνορο, με την πιθανότητα πυρηνικής εξόντωσης να μην ξεμακραίνει ποτέ. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει τώρα. Οι σύνοδοι κορυφής του ΝΑΤΟ εξακολουθούν να γίνονται φυσικά, αλλά μέχρι πρόσφατα ασχολούνταν με τις ειρηνευτικές αποστολές, τις επιχειρήσεις κατά των ανταρτών στο Αφγανιστάν και την ατελείωτη διαδοχή νέων μελών και πρωτοβουλίες εταιρικής σχέσης. Μέχρι σήμερα, δεν χρειάστηκε να ληφθούν κανενός είδους θεμελιώδεις αποφάσεις για την ασφάλεια, στην πολιτική ζωή οποιουδήποτε σημερινού αρχηγού χώρας του ΝΑΤΟ (ή της ΕΕ).

Αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη ατυχία γιατί μια κρίση ασφαλείας είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο πράγμα και περιλαμβάνει μια ολόκληρη σειρά επιπέδων, από το πολιτικό έως το στρατιωτικό/τακτικό. Και μια κρίση ασφάλειας είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει αντικείμενο πολυμερούς διαχείρισης: το μόνο αμυδρά συγκρίσιμο παράδειγμα που μπορώ να σκεφτώ, είναι η κρίση του Κοσσυφοπεδίου του 1999, όταν ένα πολύ μικρότερο ΝΑΤΟ ουσιαστικά σταμάτησε να λειτουργεί μετά την πρώτη εβδομάδα και έφτασε πολύ κοντά στην πλήρη διάλυση.

Έχω επισημάνει στο παρελθόν ότι το ΝΑΤΟ δεν έχει στρατηγική για την Ουκρανία, ούτε πραγματικό επιχειρησιακό σχέδιο. Έχει απλώς μια σειρά από πρωτοβουλίες της στιγμής[2], που ο συνδετικός τους ιστός αποτελείται από αόριστες φιλοδοξίες που δεν σχετίζονται με την πραγματική ζωή και από την ελπίδα ότι κάτι θα προκύψει. Με τη σειρά του, αυτό συμβαίνει επειδή κανένα μεμονωμένο κράτος του ΝΑΤΟ δεν βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση: η σημερινή δυτική πολιτική ηγεσία μας δεν χρειάστηκε ποτέ να αναπτύξει αυτές τις δεξιότητες. Αλλά στην πραγματικότητα είναι χειρότερο κι από αυτό: μην έχοντας αναπτύξει αυτές τις δεξιότητες και μην έχοντας συμβούλους που να έχουν αναπτύξει αυτές τις δεξιότητες, δεν μπορούν πραγματικά να καταλάβουν τι κάνουν οι Ρώσοι, πώς και γιατί το κάνουν. Οι δυτικοί ηγέτες είναι σαν θεατές που δεν γνωρίζουν τους κανόνες του Σκακιού ή του Γκο και προσπαθούν να βρουν ποιος κερδίζει.

Πλέον, οι δυτικοί ηγέτες δεν αναμένεται να είναι οι ίδιοι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες. Είναι σύνηθες να χλευάζουμε τους Υπουργούς Άμυνας χωρίς στρατιωτικό υπόβαθρο, αλλά αυτό σημαίνει ότι παρεξηγούμε πώς λειτουργεί η άμυνα σε μια δημοκρατία, και ως προς αυτό, πώς λειτουργεί η ίδια η δημοκρατία. Επιτρέψτε μου να γίνω για λίγο καθηγητής και να το εξηγήσω.

Οι κυβερνήσεις έχουν πολιτικές σε διαφορετικά επίπεδα. Μία από αυτές τις πολιτικές είναι η πολιτική εθνικής ασφάλειας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί τη βάση για πιο λεπτομερείς πολιτικές σε δευτερεύοντες τομείς: στην περίπτωση αυτή, την άμυνα. Συμβατικά, αυτές τις πολιτικές τις διαχειρίζονται Υπουργεία, με επικεφαλής πολιτικά πρόσωπα ή διορισμένους, που έχουν συμβούλους και στις περισσότερες περιπτώσεις επιχειρησιακούς οργανισμούς για να μετατρέψουν την πολιτική σε πραγματική δραστηριότητα επί του πεδίου. Στην περίπτωση του Υπουργείου Παιδείας, οι επιχειρησιακές μονάδες είναι τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Στην περίπτωση του Υπουργείου Άμυνας, είναι οι ένοπλες δυνάμεις και τα εξειδικευμένα αμυντικά ιδρύματα. Δεν θα αναμένατε ένας υπουργός Άμυνας να είναι πρώην στρατιώτης περισσότερο από ό,τι θα αναμένατε ένας υπουργός Παιδείας να είναι πρώην δάσκαλος ή, εν προκειμένω, ένας υπουργός Μεταφορών να είναι πρώην μηχανοδηγός. Η ευθύνη του Υπουργού είναι να χαράσσει και να εφαρμόζει πολιτική εντός του ευρύτερου κυβερνητικού στρατηγικού πλαισίου και να διαχειρίζεται τον προϋπολογισμό και το πρόγραμμα της περιοχής ευθύνης του.

Επομένως, είναι ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας – συνήθως συμπεριλαμβάνεται ο αρχηγός του κράτους ή της κυβέρνησης – να πει ποιος είναι στην πραγματικότητα ο στρατηγικός σκοπός οποιασδήποτε στρατιωτικής επιχείρησης και να ορίσει μια κατάσταση (την «τελική φάση») όπου αυτός ο σκοπός θα έχει πραγματοποιηθεί. Εάν δεν γίνει αυτό, ο στρατιωτικός σχεδιασμός και οι επιχειρήσεις καθίστανται άσκοπες, ανεξάρτητα από το πόσο καλές είναι οι δυνάμεις σας και πόσο καταστροφικά είναι τα όπλα σας, γιατί δεν θα ξέρετε πραγματικά τι προσπαθείτε να κάνετε και έτσι δεν θα μπορείτε να αντιληφθείτε αν το κάνατε. Αυτό, όχι η έλλειψη στρατιωτικών γνώσεων, είναι το θεμελιώδες πρόβλημα των δυτικών ηγετικών στελεχών σήμερα.

Πράγματι, θα ήταν καλύτερο να τους αποκαλούμε «διευθυντικά στελέχη», γιατί δεν έχουν καμία φιλοδοξία να ηγηθούν. Είναι απλώς απατεώνες και δευτεράντζες  με μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (MBA), για τους οποίους η έννοια του στρατηγικού στόχου, με το πραγματικό νόημα του όρου, δεν έχει βασικά σημασία. Αντί για πραγματικούς στρατηγικούς στόχους, έχουν συνθήματα και φανταστικά αποτελέσματα. Είναι, εν τέλει, προφανές ότι οι στρατηγικοί στόχοι που θέτει η κυβέρνηση πρέπει να είναι πραγματικά υλοποιήσιμοι, αλλιώς δεν έχει νόημα να επιδιώκονται. Πρέπει επίσης να είναι αρκετά σαφείς ώστε να μπορούν να γίνουν κτήμα του στρατού, ώστε ο στρατός να ετοιμάσει ένα επιχειρησιακό σχέδιο για την επίτευξη της «τελικής φάσης». Και επιπλέον, η πολιτική ηγεσία πρέπει να θέσει τους περιορισμούς και τις απαιτήσεις εντός των οποίων ο στρατός πρέπει να εργαστεί. Επειδή οι δυτικοί ηγέτες και οι σύμβουλοί τους δεν ξέρουν πώς να το κάνουν αυτό, δεν καταλαβαίνουν και πώς το κάνουν οι Ρώσοι.

Στη συνέχεια, φυσικά, χρειάζεστε ένα πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο που να είναι ικανό να κάνει επιχειρησιακό σχεδιασμό και έτσι να απαντά σε μια σειρά ερωτημάτων όπως: ποια στρατιωτικά αποτελέσματα θα αποδώσουν τον τελικό πολιτικό στόχο; πώς θα φτάσουμε εκεί; τι δυνάμεις θα χρειαστούμε; πώς πρέπει να είναι δομημένες και εξοπλισμένες; πώς εναρμονιζόμαστε με τις πολιτικές επιταγές και τους περιορισμούς; Ενώ αυτά τα ερωτήματα είναι γενικής φύσης και μπορεί να υποστηριχθεί ότι ισχύουν ακόμη και για ειρηνευτικές επιχειρήσεις, προφανώς γίνονται όλο και πιο καθοριστικά καθώς οι επιχειρήσεις γίνονται μεγαλύτερες και πιο απαιτητικές.

Και αυτό είναι το ουσιαστικό πρόβλημα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία περιλαμβάνει δυνάμεις μεγαλύτερης τάξης μεγέθους από εκείνες που στάλθηκαν σε πολεμικές επιχειρήσεις από οποιοδήποτε δυτικό έθνος μετά το 1945. Πράγματι, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η μόνη φορά που δυνάμεις ανάλογου μεγέθους έχουν αναπτυχθεί στην Ευρώπη είναι μεταξύ 1915 και 1918 και πάλι το 1944-45. Οι ευρωπαϊκοί στρατοί σίγουρα μελέτησαν κάποτε αυτές τις εκστρατείες, αλλά με το πέρασμα του χρόνου έγιναν ιστορικά παραδείγματα, όχι πράγματα από τα οποία έπρεπε να αντληθούν εφαρμόσιμα διδάγματα. Και ο σχεδιασμός από το 1950 έως περίπου το 1990 ήταν για έναν σύντομο, αμυντικό πόλεμο που πιθανότατα θα κατέληγε σε πυρηνικά. Είναι αμφίβολο αν υπάρχει οτιδήποτε στην πρόσφατη στρατιωτική ιστορία της Δύσης που θα βοηθούσε τους σημερινούς διοικητές να καταλάβουν πραγματικά τι βλέπουν.

Ούτε διαθέτουν πρόσφατη επαγγελματική εμπειρία. Έχει γίνει επίσης της μόδας να χλευάζονται οι δυτικοί στρατιωτικοί διοικητές, αλλά από πολλές απόψεις αυτό είναι άδικο. Σε καιρό ειρήνης, ο ρόλος των ανώτερων στρατιωτικών ηγετών είναι μόνο εν μέρει η προετοιμασία για πόλεμο. Υπάρχουν επίσης χίλια άλλα θέματα που σχετίζονται με προϋπολογισμούς, προγράμματα, θέματα προσωπικού, συμβάσεις, το μελλοντικό μέγεθος και η μορφή του στρατού και πολλά άλλα. Οι ανώτεροι στρατιωτικοί πρέπει να είναι σε θέση να κατανοούν όλα αυτά τα ζητήματα και να συναλλάσσονται με πολιτικούς ηγέτες, διπλωμάτες, δημόσιους υπαλλήλους και τους ομόβαθμούς τους σε άλλες κυβερνήσεις, καθώς και με το κοινοβούλιο και τα μέσα ενημέρωσης. Είναι προφανές ότι σε καιρό ειρήνης δεν πρόκειται να επιλέξετε έναν αρχηγό στρατού βασισμένοι μόνο στις αναφερόμενες πολεμικές του ικανότητες, εάν αυτό το πρόσωπο είναι ένα επιθετικό άτομο που διαπληκτίζεται συνέχεια με τον Υπουργό.

Αυτός είναι παγκοσμίως ο λόγος για τον οποίο οι στρατιωτικοί διοικητές αντικαθίστανται μαζικά στην αρχή ενός πολέμου. Κάποιοι διοικητές μπορεί να αποδειχθούν φυσικοί πολεμιστές και άλλοι όχι. Επομένως, οι εκτεταμένες αλλαγές προσωπικού αποτελούν κοινή πρακτική επειδή το καθήκον είναι πολύ διαφορετικό: το παρατηρούμε στον ρωσικό στρατό από το 2022. Ομοίως, ένας στρατός σε καιρό ειρήνης στο σύνολό του χρειάζεται χρόνο προσαρμογής ώστε να καταστεί πολεμικός στρατός. Το πρόβλημα των δυτικών ειδικών είναι ότι παρακολουθούν αυτή τη διαδικασία από απόσταση, χωρίς να την περνούν οι ίδιοι. Στρατοί που έχουν παραμείνει σε τρόπους λειτουργίας εν καιρώ ειρήνης προσπαθούν να κατανοήσουν τις δραστηριότητες των στρατών που έχουν μεταβεί πλήρως στις πολεμικές επιχειρήσεις.

Τέλος, οι δυτικοί στρατιωτικοί ειδικοί περιορίζονται από τις ίδιες τους τις εμπειρίες. Φανταστείτε ότι είστε ο επικεφαλής των επιχειρήσεων σε μια μεσαίου μεγέθους δυτική χώρα. Καταταγήκατε στον στρατό τη δεκαετία του 1990, όταν οι τελευταίοι ανώτεροι αξιωματικοί που γνώριζαν τον Ψυχρό Πόλεμο συνταξιοδοτούνταν. Η πραγματική σας εμπειρία αφορά σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις και μια-δυο επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν. Η μεγαλύτερη μονάδα που έχετε διοικήσει ποτέ σε επιχειρήσεις είναι ένα Τάγμα (ας πούμε 5-600 άτομα) και την τελευταία φορά που δεχτήκατε πραγματικά πυρά, ήσασταν διοικητής Λόχου.

Πώς περιμένετε να κατανοήσετε τους μηχανισμούς και την πολυπλοκότητα των στρατών που διεξάγουν ελιγμούς με δυνάμεις εκατοντάδων χιλιάδων, κατά μήκος γραμμών επαφής μήκους εκατοντάδων χιλιομέτρων και να καταλάβετε τι κάνουν οι εμπλεκόμενοι διοικητές και πώς σκέφτονται; Ασυνείδητα θα εστιάσετε στα πράγματα που μπορείτε να καταλάβετε, στην κλίμακα που μπορείτε να τα καταλάβετε. Αναπόφευκτα θα επικεντρωθείτε στη λεπτομέρεια -κάποια τανκς που καταστράφηκαν εδώ, μια νέα παραλλαγή του πυροβολικού που αναπτύσσεται εκεί- και όχι στη μεγάλη εικόνα.

Όλα αυτά μου φαίνεται ότι εξηγούν πολλά πράγματα, συμπεριλαμβανομένου του περίεργα επεισοδιακού χαρακτήρα των ουκρανικών πρωτοβουλιών. Κάποιες από αυτές τις εισηγήθηκε ξεκάθαρα η Δύση, άλλες μια πολιτική τάξη στην Ουκρανία που είναι έντονα δυτικοποιημένη και σκέφτεται με δυτικούς όρους. (Κατά ειρωνικό τρόπο, ο στρατός είναι πιθανώς πιο κοντά στην πραγματικότητα και πιο ικανός να κατανοήσει την ευρύτερη εικόνα.) Αλλά υπάρχει ελάχιστη αίσθηση ύπαρξης οποιασδήποτε μακροπρόθεσμης στρατηγικής, έστω και στη σφαίρα της σκέψης. Πάρτε για παράδειγμα τις επιθέσεις στη γέφυρα της Κριμαίας. Τι ακριβώς επρόκειτο να πετύχουν; Προσοχή, δεν επιτρέπονται απαντήσεις τύπου “να στείλουμε μήνυμα στον Πούτιν” ή “να περιπλέξουμε τη ρωσική επιμελητεία” ή “να βελτιώσουμε το ηθικό στο σπίτι”. Αυτό που θα ήθελα να μάθω είναι, τι αναμένεται να ακολουθήσει, με συγκεκριμένους όρους; Ποια είναι τα απτά αποτελέσματα αυτού του «μηνύματος»; Μπορείτε να εγγυηθείτε ότι θα γίνει κατανοητό; Έχετε υπολογίσει τις πιθανές αντιδράσεις της Ρωσίας και τι θα κάνετε τότε; Να υποθέσουμε, πάλι, ότι δυσκολεύετε τη ρωσική επιμελητεία; Ποιο θα είναι το άμεσο αποτέλεσμα και πόσο εύκολο θα είναι για τους Ρώσους να ξεπεράσουν το πρόβλημα; (Απαντήστε τίμια.)

Οι δυτικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες δεν έχουν απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, γιατί δεν έχουν στρατηγική και δεν καταλαβαίνουν πραγματικά τι είναι η στρατηγική. Αυτό που έχουν είναι μια σταθερή συνήθεια να επινοούν έξυπνες ιδέες που προκαλούν δημοσιότητα, οι οποίες είναι αποκομμένες μεταξύ τους, αλλά όλες φαίνονται καλές εκείνη τη στιγμή. Σε γενικές γραμμές, αντικατοπτρίζουν την ακόλουθη «λογική».

  • Κάνε κάτι που θα ταπεινώσει τη Ρωσία.
  • Πίστευε στα θαύματα.
  • Αλλάζει η κυβέρνηση στη Μόσχα και τελειώνει ο πόλεμος.

Και δεν υπερβάλλω. Αυτός είναι όλος ο «στρατηγικός σχεδιασμός» για τον οποίο είναι ικανή η Δύση και για αυτόν ήταν πάντα ικανή. Έχω τονίσει νωρίτερα την ανάγκη διαχωρισμού των φιλοδοξιών από τη στρατηγική. Για μια εικοσαετία, σημαντικά τμήματα των δυτικών κυβερνήσεων είχαν τη φιλοδοξία να απομακρύνουν τον Πούτιν από την εξουσία και να δημιουργήσουν με κάποιο τρόπο μια «φιλοδυτική» κυβέρνηση στη Μόσχα. Κατά καιρούς κατέληξαν σε ασύνδετες πρωτοβουλίες —κυρώσεις, για παράδειγμα— οι οποίες πίστευαν ότι θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα γεγονότα προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά ως επί το πλείστον είναι απλώς ελπίδες, που τροφοδοτούνται από την πεποίθηση ότι κανένας «αντιδυτικός» ηγέτης δεν μπορεί ποτέ να αντιπροσωπεύει το λαό του και έτσι δεν θα διαρκέσει για πολύ ούτως ή άλλως. Αλλά αυτή η προσέγγιση αγνοεί τα πιο θεμελιώδη ζητήματα στρατηγικής: ποια είναι η σαφώς καθορισμένη τελική κατάσταση που αναζητάτε; πώς ακριβώς θα την επιτύχετε και είναι, στην πραγματικότητα, εφικτή; Γιατί αν δεν μπορείτε να απαντήσετε σε αυτές τις ερωτήσεις, τότε κάθε «στρατηγικός» σχεδιασμός είναι άσκοπος. Όσον αφορά στην τελευταία ερώτηση, οποιοσδήποτε στρατιωτικός εμπειρογνώμονας θα σας πει ότι αν και οι στρατιωτικοί μπορούν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθούν πολιτικές εξελίξεις, δεν μπορούν να τις πραγματοποιήσουν. Η πραγματική σχέση μεταξύ των δύο είναι πολύ περίπλοκη. Θυμηθείτε ότι το 1918, ο γερμανικός στρατός, πληγωμένος βαριά από τη στρατηγική φθοράς των Συμμάχων, βρισκόταν σε πλήρη υποχώρηση, αλλά ακόμα πάνω σε συμμαχικό έδαφος και ότι οι συμμαχικοί στρατοί που προχωρούσαν από τα Βαλκάνια βρίσκονταν ακόμη πολύ έξω από το γερμανικό έδαφος. Αυτό που τελείωσε τον πόλεμο νωρίτερα από το αναμενόμενο ήταν μια νευρική κρίση της γερμανικής Ανώτατης Διοίκησης.

Και η Δύση δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα. Το τελικό αποτέλεσμα ορίζεται αόριστα ως «φεύγει ο Πούτιν», ο μηχανισμός είναι μια «πίεση» ακαθόριστης φύσης και η ιδέα ότι θα προκύψει μια «φιλοδυτική» κυβέρνηση είναι απλώς ένας ευσεβής πόθος. Έτσι, ακόμη κι αν μπορούσε, με κάποιο τρόπο, να κατασκευαστεί μια «στρατηγική» από αυτά τα θραύσματα, δεν θα είχε καμία πιθανότητα να λειτουργήσει. Για αυτό και οι δυτικές ενέργειες έχουν ουσιαστικά χαρακτήρα αντίδρασης. Έχω μιλήσει στο παρελθόν για τον Κύκλο του Μπόιντ[3], της παρατήρησης, του προσανατολισμού, της απόφασης και της δράσης. Όποιος μπορεί να γυρίσει αυτόν τον κύκλο γρηγορότερα και να «μπει» στον Κύκλο Μπόιντ του εχθρού, ελέγχει την εξέλιξη της μάχης ή της κρίσης. Αυτό ουσιαστικά κάνουν οι Ρώσοι (που καταλαβαίνουν αυτά τα πράγματα) από την αρχή της κρίσης, πολύ πριν από το 2022.

Αντίθετα, η Δύση, συγχέοντας τις ασαφείς φιλοδοξίες της με μια πραγματική στρατηγική, δεν έχει καταλάβει τι προσπαθούν να κάνουν οι Ρώσοι και αντιμετώπισε κάθε ρωσική οπισθοδρόμηση, ή υποτιθέμενη οπισθοδρόμηση, ως ένα βήμα στο δρόμο προς τη νίκη χωρίς να κοιτάζει τη μεγαλύτερη εικόνα. Πάρτε ένα απλό παράδειγμα. Από την αρχή του πολέμου, η ρωσική στρατηγική ήταν να επιφέρει συγκεκριμένες πολιτικές αλλαγές στην Ουκρανία, υποβαθμίζοντας και καταστρέφοντας τις ουκρανικές δυνάμεις, αφαιρώντας έτσι την ικανότητα της Ουκρανίας να αντιστέκεται στις ρωσικές πολιτικές απαιτήσεις. Μόλις ενεπλάκη η Δύση, αυτή η στρατηγική, αν και παρέμεινε η ίδια συνολικά, διαφοροποιήθηκε ώστε να συμπεριλάβει την καταστροφή του εξοπλισμού που προμήθευε η Δύση και, ως ένα βαθμό, των εκπαιδευμένων από τη Δύση μονάδων. (Αν και το δεύτερο χωρίς το πρώτο δεν ήταν τόσο απειλητικό.) Από αυτό προέκυψαν δύο πράγματα.

Το πρώτο ήταν ότι η μείωση της μαχητικής ικανότητας της Ουκρανίας με όρους ευνοϊκούς για τους Ρώσους ήταν ανεξάρτητη από τα σημεία των μεγάλων διακυμάνσεων των μαχών. Η καταστροφή του αποθηκευμένου εξοπλισμού ήταν αν μη τι άλλο καλύτερη από την καταστροφή αυτού του εξοπλισμού κατά τη μάχη. Η καταστροφή των αποθηκευμένων πυρομαχικών ήταν καλύτερη από την καταστροφή τους αφότου είχαν αναπτυχθεί σε μονάδες. Τώρα γενικά, οι αμυνόμενοι σε μια στρατιωτική σύγκρουση έχουν λιγότερες απώλειες από τους επιτιθέμενους. Εάν ο στόχος σας είναι να καταστρέψετε τη μαχητική δύναμη του εχθρού σας, ειδικά αν γνωρίζετε ότι θα είναι δύσκολο και δαπανηρό να την αντικαταστήσει, τότε είναι πιο λογικό να αφήσετε τον εχθρό να σας επιτεθεί, οπότε θα χάσει περισσότερους πόρους από εσάς. Εάν έχετε μια λειτουργική αμυντική βιομηχανία και άφθονα αποθέματα ανθρώπινου δυναμικού και εξοπλισμού, αυτή είναι αναμφισβήτητα η καλύτερη στρατηγική και εφαρμόστηκε από τους Ρώσους το 2022-23. Αλλά η Δύση μοιάζει ανίκανη να το κατανοήσει αυτό και υπερεκτίμησε μαζικά τις ρωσικές στρατηγικές αποσύρσεις ως συντριπτικές ήττες που σύντομα θα «έριχναν τον Πούτιν».

Το δεύτερο είναι ότι, στο βαθμό που η Ρωσία έχει εδαφικούς στόχους, είναι καλύτερο να απομειώνει τις ουκρανικές δυνάμεις σε σημείο που να μην μπορούν να υπερασπιστούν εδάφη και να πρέπει να αποσυρθούν είτε προληπτικά είτε μετά από βιαστική άμυνα, παρά να διεξάγουν εσκεμμένες επιθέσεις για την κατάληψη εδάφους. Οι Ρώσοι διαθέτουν μια ολόκληρη σειρά τεχνολογιών που τους επιτρέπουν να φθείρουν τις ουκρανικές δυνάμεις από θέσεις πολύ πίσω από τη γραμμή επαφής. Μπορούν έτσι να καταστρέφουν σταδιακά την ικανότητα της Ουκρανίας να κρατά θέσεις χωρίς να χρειάζεται να ρισκάρουν τα δικά τους στρατεύματα και τον εξοπλισμό σε κατά μέτωπο επιθέσεις. Τους τελευταίους μήνες, είδαμε ότι αυτό το στάδιο έχει ουσιαστικά επιτευχθεί και ότι οι Ρώσοι προχωρούν αρκετά γρήγορα σε ορισμένους βασικούς τομείς. Αλλά η Δύση, η οποία έχει εμμονή με τον έλεγχο του εδάφους ως δείκτη επιτυχίας, δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό, έχοντας ξεχάσει πώς τελείωσε ο πόλεμος στη Δύση το 1918, όταν τα εδαφικά κέρδη των Συμμάχων ήταν ακόμη αρκετά περιορισμένα.

Για να είμαστε δίκαιοι (υποθέτοντας ότι κάποιος θέλει να είναι δίκαιος), αυτά τα ζητήματα είναι πολύ περίπλοκα: όχι πιο περίπλοκα, ίσως, από τη νευροχειρουργική ή τη φορολογία των πολυεθνικών εταιρειών, αλλά ούτε και λιγότερο περίπλοκα. Απαιτούν χρόνια μελέτης και εμπειρίας, καθώς και επιθυμία να κατακτηθούν περίεργες και μερικές φορές αντιδιαισθητικές έννοιες. Το δυτικό Φιλελεύθερο μυαλό δεν θέλησε ποτέ να το κάνει αυτό: η ιδεολογία του ριζοσπαστικού ατομικισμού είναι ασυμβίβαστη με την πειθαρχία και την οργάνωση και η αναζήτησή του για άμεση ικανοποίηση είναι ασυμβίβαστη με οποιονδήποτε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και προσεκτική εφαρμογή. Σε αντεκδίκηση, του αρέσει να απορρίπτει τον στρατό ως ανόητο και πολεμοχαρή. Όταν ο Φιλελευθερισμός περιοριζόταν από άλλες θρησκευτικές ή πολιτικές δυνάμεις, όλα αυτά ήταν λιγότερο προφανή, αλλά με τη χειραφέτηση του φιλελευθερισμού από όλους τους ελέγχους στη διάρκεια της τελευταίας γενιάς και την κυριαρχία του στην πολιτική και πνευματική ζωή, οι δυτικές κοινωνίες έχουν πλέον χάσει σχεδόν την ικανότητα κατανόησης της σύγκρουσης και του στρατού. Είναι εντυπωσιακό, πράγματι, ότι το μεγαλύτερο μέρος του δυτικού στρατιωτικού προσωπικού εξακολουθεί να στρατολογείται από τα πιο συντηρητικά και παραδοσιακά στοιχεία της κοινωνίας όπου ο φιλελευθερισμός έχει λιγότερο επίδραση και όχι από τις φιλελεύθερες αστικές ελίτ.

Από τον δέκατο ένατο αιώνα και ειδικά στις αγγλοσαξονικές χώρες, το φιλελεύθερο μυαλό ταλαντεύεται μεταξύ της αντιπάθειας και της περιφρόνησης για το στρατό σε κανονικές εποχές και των πανικόβλητων απαιτήσεων για χρήση του σε περιόδους κρίσης ή όταν οι φιλελεύθεροι κανόνες πρέπει να επιβληθούν κάπου. Η εξάπλωση της φιλελεύθερης νοοτροπίας σε χώρες όπως η Γαλλία, που ιστορικά ήταν περήφανη για τον στρατό της, έχει δημιουργήσει μια ευρωπαϊκή τάξη πολιτικών και παραγόντων των ΜΜΕ, σε μεγάλο βαθμό ανίκανη να κατανοήσει στρατιωτικά ζητήματα. Οι Αμερικανοί Φιλελεύθεροι, από όσο μπορώ να καταλάβω, ταλαντεύονται κι αυτοί μεταξύ του φόβου για τον στρατό και της ατελείωτης παράθεσης των προειδοποιήσεων από τον λογογράφο του Αϊζενχάουερ για το Στρατιωτικό-Βιομηχανικό Σύμπλεγμα και των απαιτήσεων για χρήση του στρατού προκειμένου να επιβάλουν τους κανόνες τους. (Οι παρατηρήσεις του Αϊζενχάουερ ήταν, φυσικά, ένα κλισέ της εποχής: δεν υπήρχε τίποτα πρωτότυπο σε αυτές.)

Το αποτέλεσμα είναι μια τάξη που λαμβάνει αποφάσεις και ασκεί επιρροή, η οποία δεν έχει καμία πραγματική ιδέα για τη στρατηγική και τη σύγκρουση και απλώς επαναλαμβάνει λέξεις και φράσεις που έχει ακούσει κάπου, ως μαγικά ξόρκια. Το ένα λεπτό τα «F16» (όποια και αν είναι ακριβώς) θα σώσουν το παιχνίδι, το επόμενο λεπτό, τα «βαθιά χτυπήματα» θα ρίξουν τον Πούτιν.

Έτσι, για παράδειγμα, είναι αδύνατο για μια κοινωνία που έχει ανατραφεί με τα ετοιμοπαράδοτα και τις παρορμητικές αγορές στο Amazon να κατανοήσει τη σημασία της επιμελητείας και τη φύση του πολέμου φθοράς που διεξάγουν οι Ρώσοι. Αν κοιτάξετε έναν χάρτη και προσπαθήσετε να τον καταλάβετε (το ξέρω!) μπορείτε να δείτε ότι οι ουκρανικές δυνάμεις πολεμούν στο τέλος πολύ μεγάλων γραμμών ανεφοδιασμού, ειδικά σε σχέση με δυτικό εξοπλισμό και πυρομαχικά, ενώ οι Ρώσοι είναι μόνο μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα, το πολύ, από τα σύνορά τους. Η κατανάλωση καυσίμου των βαρέων τεθωρακισμένων οχημάτων μετριέται σε γαλόνια ανά μίλι και ακόμη και αν μπορούν να παραδοθούν στην περιοχή των επιχειρήσεων με τρένο ή άλλο μεταφορικό μέσο (που έχει τα δικά του προβλήματα) καταναλώνουν τρομακτικές ποσότητες καυσίμου, τα οποία πρέπει να μεταφερθούν, επικίνδυνα και δαπανηρά, στον επιχειρησιακό χώρο. Επίσης, καταστρέφονται, παθαίνουν βλάβες, απαιτούν νέες ερπύστριες και νέους κινητήρες και μια ατελείωτη προμήθεια πυρομαχικών, τα οποία πρέπει να προωθηθούν στην πρώτη γραμμή. Έτσι, τα άρματα μάχης Leopard δυστυχώς δεν διακτινίζονται στην περιοχή της μάχης και όταν καταστραφούν πρέπει να σταλούν πίσω στην Πολωνία για επισκευές. Και σχεδόν κάθε πτυχή των στρατιωτικών επιχειρήσεων απαιτεί ηλεκτρική ενέργεια: ναι, ακόμη και οι επιχειρήσεις με drones.

Οι Ρώσοι φυσικά το γνωρίζουν αυτό και στοχεύουν συστήματα παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ενέργειας, γέφυρες και σιδηροδρομικούς κόμβους, χώρους αποθήκευσης πυρομαχικών και υλικοτεχνικής υποστήριξης και περιοχές συγκέντρωσης στρατευμάτων και εκπαίδευσης. Αλλά δεν καταλαμβάνουν μεγάλες εκτάσεις εδάφους με τολμηρές εφόδους τεθωρακισμένων, οπότε οι Ουκρανοί πρέπει να κερδίζουν, σωστά; Ωστόσο, τα τανκς χωρίς καύσιμα ή πυρομαχικά, ή αυτά των οποίων οι κινητήρες έχουν χαλάσει, είναι άχρηστα και όταν οι ουκρανικές δυνάμεις απομονωθούν επιχειρησιακά από τις γραμμές ανεφοδιασμού τους, είναι θέμα χρόνου να χάσουν την μαχητική τους ικανότητα και να πρέπει είτε να παραδοθούν, είτε να το βάλουν στα πόδια . Αυτό φαίνεται να συμβαίνει τώρα γύρω από το Κουρσκ. Και αν μάχεστε έναν πόλεμο φθοράς και τα αποθέματά σας και οι δυνατότητες αναπλήρωσης είναι μεγαλύτερες από αυτές του εχθρού σας, θέλετε ο εχθρός σας να εξαντλήσει αυτά τα αποθέματα όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Γιατί λοιπόν να μην στείλετε, για παράδειγμα, μεγάλο αριθμό φθηνών drones που μπορούν να αντικατασταθούν, για να καταναλώσουν μεγάλους αριθμούς αμυντικών πυραύλων που δεν μπορούν να αντικατασταθούν; Αλλά αυτό παρά είναι δύσκολο για τους περισσότερους δυτικούς φερόμενους ως ειδικούς για να απασχολήσει τους νευρώνες τους.

Φυσικά η λογική εφαρμόζεται και στις δύο περιπτώσεις. Ξεπερνά τη φαντασία ότι οποιοσδήποτε με έστω κι ένα λειτουργικό εγκεφαλικό κύτταρο θα πίστευε ποτέ ότι οι Ρώσοι σχεδίαζαν να «καταλάβουν την Ουκρανία», πόσο μάλλον μέσα σε λίγες μέρες. Στο βαθμό που αυτή η ιδέα δανείζεται κάτι από την πραγματικότητα, αποτελεί μια λαϊκή ανάμνηση της ταχείας προέλασης των αμερικανικών δυνάμεων στη Βαγδάτη το 2003, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση και με πλήρη αεροπορική υπεροχή. Ένα απλό πρακτικό παράδειγμα: μια Μηχανοκίνητη Μεραρχία του ΝΑΤΟ (την εποχή που είχε τέτοιες το ΝΑΤΟ), που προχωρούσε χωρίς καμία αντίσταση, θα καταλάμβανε περίπου 200 χιλιόμετρα δρόμου και θα χρειαζόταν αρκετές ημέρες μόνο για να οργανωθεί, να ξεκινήσει, να φτάσει και να αναπτυχθεί σε σχηματισμούς μάχης. Και αυτή είναι μόνο μία Μεραρχία. Η ιδέα να επιχειρηθεί αυτό ενάντια σε έναν σκληραγωγημένο στρατό δύο έως τρεις φορές το μέγεθος της επιτιθέμενης δύναμης και να τον νικήσει σε λίγες μέρες, είναι πέρα ​​για πέρα ​​γελοία. Και πάλι, κοιτάξτε τον χάρτη. Και ενώ είστε μπροστά στο χάρτη, σκεφτείτε τις τρέχουσες υστερικές κραυγές ότι «ο Πούτιν θέλει να εισβάλει στο ΝΑΤΟ». Όλα όσα είπα σχετικά με τη δυσκολία του ΝΑΤΟ να πάει προς τα ανατολικά, ισχύουν και για τους Ρώσους να πάνε προς τα δυτικά, εάν είναι αρκετά τρελοί για να σκεφτούν καν την ιδέα.

Υποθέτουμε, χάριν επιχειρήματος, ότι οι Ρώσοι επιλέγουν το Κουρσκ ως σημείο εκκίνησης της επίθεσης, τότε είναι περίπου 2000 χιλιόμετρα μέχρι το Βερολίνο, που είναι ο πρώτος στοιχειωδώς εύλογος στόχος που μπορώ να σκεφτώ. (Ωχ, θα έπρεπε να περάσουν την Πολωνία για να φτάσουν εκεί.) Για να σας δώσω μια ιδέα, στον Ψυχρό Πόλεμο, η Ομάδα Δυνάμεων της Σοβιετικής Ένωσης στη Γερμανία ήταν περίπου 350.000 άτομα, που θα συμπληρώνονταν από ανακληθέντες εφέδρους σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Θα επιτίθονταν στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ στη Γερμανία, αλλά ήταν μόνο το πρώτο κλιμάκιο και αναμενόταν να εξοντωθούν. Επομένως, θα τους ακολουθούσαν δύο ακόμη κλιμάκια. Η συνολική απόσταση που έπρεπε να διανυθεί ήταν μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα. Από όσο γνωρίζουμε, η κατάληψη και η κατοχή της Δυτικής Ευρώπης μόνο, θα απαιτούσε ίσως ένα εκατομμύριο άνδρες σε μάχιμες μονάδες, χωρίς να υπολογίσουμε τα δυτικά πλευρά και χώρες όπως η Τουρκία. Αυτό το σχέδιο εντάσσονταν στο πλαίσιο ενός υπαρξιακού αγώνα, που πιθανώς περιελάμβανε πυρηνικά όπλα, από τον οποίο μια νικήτρια Ρωσία θα χρειαζόταν μια γενιά για να ανακάμψει. Απέχουμε λιγάκι από αυτό.

Νομίζω ότι αυτό που παρατηρούμε, καθώς και η ένοχη εσκεμμένη άγνοια, είναι η αρχή μιας αγωνιώδους συνειδητοποίησης ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι ισχυρό αλλά αδύναμο, ότι ο εξοπλισμός του ΝΑΤΟ είναι μέτριος, ότι η συζήτηση για «κλιμάκωση» δεν έχει νόημα καθώς δεν υπάρχουν τα μέσα για την κλιμάκωση και πως αν οι Ρώσοι ήθελαν θα μπορούσαν να κάνουν μεγάλη ζημιά στη Δύση. Αλλά ακόμη και σε αυτό, οι δυτικοί ειδήμονες έχουν κολλήσει σε αφηγήσεις πολέμου τεθωρακισμένων και εδαφικής κατάκτησης. Φυσικά, οι Ρώσοι δεν χρειάζεται να κάνουν κάτι τέτοιο. Με την πυραυλική τεχνολογία τους, την οποία η Δύση αγνοεί και υποβαθμίζει συνεχώς, μπορούν να μετατρέψουν σε ερείπια οποιαδήποτε πόλη του δυτικού κόσμου και κανένα δυτικό κράτος δεν είναι σε θέση να απαντήσει. Φυσικά, οι Ρώσοι, που καταλαβαίνουν αυτά τα πράγματα, συνειδητοποιούν ότι δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσουν πραγματικά αυτούς τους πυραύλους: η ψυχολογική μόχλευση που επιφέρουν απλώς και μόνο με την κατοχή τους θα τα πάει πολύ καλά. Τραγική Ειρωνεία, οι Ουκρανοί νομίζω ότι καταλαβαίνουν αυτά τα πράγματα, καλύτερα από τους υποτιθέμενους μέντορές τους στο ΝΑΤΟ. Η σοβιετική κληρονομιά τους και ο μεγάλος στρατός που διατήρησαν τους έδωσαν επίγνωση του τρόπου με τον οποίο διεξάγονται οι επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας σε πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο, ακόμη κι αν, έκτοτε, έχουν καταληφθεί κι επηρεαστεί από το ΝΑΤΟ

Ο Γάλλος ιστορικός και μάρτυρας της Αντίστασης Μαρκ Μπλοχ, ο οποίος πολέμησε στη μάχη της Γαλλίας το 1940, έγραψε ένα βιβλίο γι’ αυτή, το οποίο δημοσιεύθηκε μεταθανάτια, μετά τον πόλεμο, με τον τίτλο L’Étrange Défaite ή Η Παράξενη Ήττα, στο οποίο προσπάθησε να εξηγήσει τι είχε συμβεί. Το κεντρικό του συμπέρασμα ήταν ότι η αποτυχία ήταν πνευματική, οργανωτική και πολιτική: οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν ένα πιο σύγχρονο στυλ πολέμου που οι Γάλλοι δεν περίμεναν και δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν. Ο χρόνος διαφοροποίησε αυτό το συμπέρασμα: οι γερμανικές τακτικές ήταν σίγουρα καινοτόμες, περιελάμβαναν τεθωρακισμένες μονάδες γρήγορης διείσδυσης και στενή συνεργασία με αεροσκάφη, αλλά ήταν επίσης εξαιρετικά ριψοκίνδυνες και απαιτούσαν πολλή τύχη για να στεφθούν με επιτυχία. Αλλά ο Μπλοχ είχε δίκιο ότι οι Γερμανοί είχαν αναπτύξει ένα στυλ πολέμου -που υπαγορεύονταν από την ανάγκη να αποφύγουν μακροχρόνιους πολέμους- για το οποίο δεν υπήρχε αντίπαλο δέος εκείνη την εποχή και που έθετε απροσδόκητα και, για μια περίοδο άλυτα, προβλήματα στον αμυνόμενο.

Υπάρχει κάτι σχετικά με την εμβρόντητη ανοησία της γαλλικής πολιτικής και στρατιωτικής τάξης και του ίδιου του λαού, το καλοκαίρι του 1940, που φαίνεται πολύ επίκαιρο σήμερα. Η ήττα της Δύσης – που δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί ως τέτοια – είναι ταυτόχρονα πνευματική, οργανωτική και πολιτική. Οι κυρίαρχες τάξεις της Δύσης φαίνεται να μην έχουν ιδέα τι τους συνέβη και γιατί, ούτε τι είναι πιθανό να ακολουθήσει.

Σημειώσεις της μεταφράστριας:

[1] Sunk Cost Fallacy: Η Πλάνη των Μη Ανακτήσιμων Δαπανών αφορά στην περίπτωση όπου επειδή έχουν επενδυθεί σοβαροί πόροι (χρόνος, χρήματα, προσπάθεια, κ.λπ.) σε κάτι, δίνεται η εντύπωση ότι πρέπει να επενδυθούν περισσότερα για να αποδώσει τελικά αξία ή να διατηρηθεί το αντικείμενο στο οποίο έχουν διατεθεί οι πόροι. Όμως επειδή απλώς έχουν επενδυθεί πόροι σε κάτι δεν σημαίνει ότι μπορεί να αποδώσει αξία ή ότι συνεχίζει να διατηρεί την αξία του.
Η πλάνη των Μη Ανακτήσιμων Δαπανών είναι η τάση μας να συνεχίσουμε μια προσπάθεια στην οποία έχουμε επενδύσει χρήματα, προσπάθεια ή χρόνο—ακόμα και αν το τρέχον κόστος υπερβαίνει τα οφέλη. Και ενώ ο όρος ακούγεται σαν τεχνική ορολογία, είναι μια κοινή παγίδα στη λήψη αποφάσεων τόσο στη ζωή όσο και στις επιχειρήσεις.

[2] ad hoc πρωτοβουλίες στο κείμενο.

[3] Όπως αναλύει ο δοκιμιογράφος σε παλαιότερο κείμενό του: «Κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας, υπήρξαν μια σειρά από συμπλοκές μεταξύ αμερικανικών μαχητικών F-86 και MiG-15 που πετούσαν συχνά με Κινέζους και μερικές φορές Ρώσους πιλότους. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά των αεροσκαφών ήταν πολύ παρόμοια και η διαφορά στην ικανότητα των πιλότων δεν ήταν μεγάλη. Ωστόσο, το F-86 βγήκε νικητής τις περισσότερες φορές. Ο Τζον Μπόιντ, τότε αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, μελέτησε το πρόβλημα και συνειδητοποίησε ότι, σε μια κατάσταση όπου η κατάρριψη μπορούσε να επιτευχθεί αξιόπιστα μόνο αν βρισκόσουν πίσω από τον εχθρό, αυτό απαιτούσε να στρίψεις πιο σφιχτά από τον αντίπαλό σου. Προέκυψε ότι το F-86 είχε ένα μικρό, αλλά ουσιαστικά ζωτικό, πλεονέκτημα και ότι, μετά από αρκετούς γύρους ελιγμών, ήταν γενικά σε θέση να τοποθετηθεί πίσω από το εχθρικό αεροσκάφος. Η σημασία αυτού ήταν ότι ο πιλότος των ΗΠΑ διατηρούσε την πρωτοβουλία, ενώ ο εχθρικός πιλότος προσπαθούσε πάντα να διώξει το F-86 από την ουρά του.
Ο Μπόιντ συστηματοποίησε αργότερα αυτή τη διαδικασία, χωρίζοντάς την σε τέσσερα βήματα. Το πρώτο είναι Παρατήρηση (“τι μπορώ να δω;”), το δεύτερο είναι Προσανατολισμός (“τι σημαίνει αυτό;”), το τρίτο είναι “Απόφαση” (“τι θα κάνω;”) και το τελευταίο, φυσικά , είναι η Δράση. Και μετά ξανά από την αρχή. Συλλογικά, αυτά τα στάδια είναι γνωστά ως ο κύκλος του Μπόιντ, ή στην καθομιλουμένη ως «βρόχος OODA». Αλλά αυτό που κατάλαβε ο Μπόιντ ήταν ότι όποιος αντιδρά πιο γρήγορα μπορεί να μπει στη λούπα του εχθρού, έτσι ώστε όταν ο εχθρός είναι έτοιμος να αναλάβει δράση, η κατάσταση έχει αλλάξει και η διαδικασία για να αποφασίσει τι να κάνει πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή. Αυτό ισχύει παντού, από την αρχική αερομαχία μέχρι το στρατηγικό επίπεδο.»  Aurelien, 22/5/2024, στο «Οι Στρατοί-Φάντασμα του ΝΑΤΟ. Και το φάντασμα του Καρλ φον Κλάουζεβιτς.»

* Ο Δοκιμιογράφος Aurelien συντάσσει το Newsletter: Trying to Understand the World

Πηγή της αρχικής δημοσίευσης του άρθρου: Trying to Understand the World