Με το «διαρκές συνέδριο» του ΣΥΡΙΖΑ το σαββατοκύριακο που πέρασε ολοκληρώθηκε η επίσημη πασαρέλα των επίδοξων αρχηγών ενός κόμματος, το οποίο οριστικά και αμετάκλητα έχει καταδικαστεί στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Την Κυριακή που μας έρχεται θα διεξαχθεί η περίφημη εκλογή του αρχηγού δια της ψήφου μελών, φίλων, περαστικών, σκύλων και λοιπών μελών της χλωρίδας και της πανίδας αυτού του τόπου κι όχι μόνο.
Πρόκειται για το αποκορύφωμα της εφαρμογής του Führerprinzip, όπου δια της ολοκληρωτικής αποδυνάμωσης της οργανωμένης βάσης του κόμματος, επιβάλλεται δια της ψήφου η δικτατορία του αρχηγού έναντι των κομματικών οργάνων και κυρίως των μελών. Μοναρχία δια εκλογής, όπως συμβαίνει σήμερα σ’ όλα τα κρατικομονοπωλιακά κόμματα εξουσίας. Έστω κι αν κατά την ορολογία του μετρ της συνταγματικής απάτης, Ευ. Βενιζέλου, το κόμμα που καταλύει την οργανωμένη βάση του υπέρ ενός Μονάρχη με άλλοθι την απευθείας εκλογή του από ένα απρόσωπο, ανώνυμο πολιτικά και τυχάρπαστο εκλογικό σώμα, το οποίο κατά πλειοψηφία δεν συμμετείχε ούτε στην ίδρυση, ούτε στη λειτουργία του κόμματος – καθώς απαιτεί το Σύνταγμα – πρέπει να ονομαστεί «ανοιχτό κόμμα». Μόνο και μόνο για να μην ονομαστεί μοναρχικό.
Στην πραγματικότητα η εκλογή του Αρχηγού ενός κόμματος με την ψήφο του κάθε περίεργου, επαναφέρει την παλιά λογική της απολυταρχίας, η οποία θεμελιώνεται στον αποκλεισμό της κοινωνίας και κυρίως των μελών της βάσης ενός κόμματος από τη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Μετά την εκλογή του Αρχηγού κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τον αμφισβητήσει, εκτός κι αν θέλει να βρεθεί εκτός κόμματος.
Η παλιά αστικοδημοκρατική θέση, που αποτυπώνεται και στο Σύνταγμα, η οποία θέλει τα κόμματα ως «ελεύθερη ένωση πολιτών» καταλύεται μόνο και μόνο για να επανέλθουν τα παλιά κόμματα των «μεγάλων τζακιών». Έστω κι αν σήμερα είναι κόμματα διαπλεκόμενων μηχανισμών, φραξιών και κλικών, που επιβεβαιώνουν και συνήθως ξεπερνούν σε κυνισμό τον ορισμό που έδινε ο Ροΐδης για τα κόμματα της εποχής του: «Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν’ αναγιγνώσκωσι και ν’ αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι να αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι.»
Και το ενσταντανέ του «διαρκούς συνεδρίου» του ΣΥΡΙΖΑ, αν κάτσει κανείς και ασχοληθεί στα σοβαρά με τα πρόσωπα που απεικονίζει, θα νιώσει πόσο δίκαιος και πόσο επίκαιρος είναι ο ορισμός του Ροΐδη. Ποιο ήταν άλλωστε το επίδικο ζήτημα του «διαρκούς Συνεδρίου»; Ποιος από τους επίδοξους αρχηγούς θα δώσει ξανά στο ΣΥΡΙΖΑ προοπτική διακυβέρνησης.
Δηλαδή, η νομή της εξουσίας. Τίποτε άλλο. Όλο αυτό το διάστημα από την εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και την παραίτηση του πιο απολίτικου κομματικού ηγέτη, που γνώρισε σ’ ολόκληρη την ιστορία της η αριστερά, του κ. Τσίπρα, όλη η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από πρόσωπα. Δεν υπήρξε ίχνος διαλόγου, ή αντιπαράθεσης γύρω από προτάσεις και προγράμματα πολιτικής. Όλα τα τραγικά κοινωνικά και πολιτικά ελλείμματα του ΣΥΡΙΖΑ, που επέφεραν την εκλογική του ήττα, ανάχθηκαν σε προβλήματα επικοινωνίας, προβολής και προσώπων. Κι έτσι ξεκίνησε το ξεκατίνιασμα.
Δεν υπάρχει τίποτε πιο ταπεινωτικό και εκφυλισμένο σε μια πολιτική οργάνωση από την αναγωγή των πάντων στην αλλαγή φρουράς προσώπων. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο ανάξιο και ανόητο από εκείνους που θεωρούν ότι μια αλλαγή προσώπων, μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, χωρίς μια γενναία, βαθιά, ριζοσπαστική αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης.
Τα πρόσωπα άλλωστε έχουν άμεση σχέση με την πολιτική που καλούνται να υιοθετήσουν και να προωθήσουν στην πράξη. Κι επομένως δεν υπάρχουν καλά και κακά πρόσωπα για την ηγεσία ενός κινήματος, ενός κόμματος, ή μιας οργάνωσης. Υπάρχουν πρόσωπα περισσότερο ικανά να κατανοήσουν τις ανάγκες μιας πολιτικής και να την μετατρέψουν σε πράξη και πρόσωπα ανίκανα.
Αυτό βέβαια ισχύει μόνο για όσους πολιτικούς οργανισμούς εκπονούν πολιτικές. Κάτι που για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ισχύει. Έχει ταυτιστεί πια με την ιδεολογία και την πολιτική του ολοκληρωτισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΝΑΤΟ και των χρηματαγορών. Έχει υιοθετήσει με τον πιο χυδαίο και καταστροφικό τρόπο για τη χώρα και το λαό της το γνωστό δόγμα που πρώτος δίδαξε ο Μπίσμαρκ, «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού». Κι έτσι οτιδήποτε ξεπερνά το «εφικτό» που επιτρέπει η κρατούσα τάξη, φαντάζει αδύνατο, εξωφρενικό, όχι του κόσμου τούτου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί την ίδια αμετάκλητη πορεία του ομογάλακτου κόμματος της Ιταλικής αριστεράς, Democratici di Sinistra με πρώτο πρόεδρο τον Μάσιμο Νταλέμα. Θυμίζουμε ότι η τότε κυβέρνηση συνεργασίας της αριστεράς (sinistra prima volta, όπως την χαρακτήριζαν τότε) με πρωθυπουργό έναν χαρακτηριστικό τυχοδιώκτη γραφειοκράτη του παλιού Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, τον Μάσιμο Νταλέμα, αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος για την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία το 1999.
Γι’ αυτήν την κυβέρνηση της «πρώτης φοράς αριστερά» στην Ιταλία, είχε πει ο βαρόνος Αννιέλι του Groupo Fiat ό,τι δεν μπορεί να καταφέρει η δεξιά, τότε καλούμε την αριστερά να το κάνει! Το κόμμα του Νταλέμα αυτοδιαλύθηκε το 2007, μετά από έναν κυκεώνα εσωτερικής φαγωμάρας ανάμεσα σε κλίκες και πρόσωπα. Οι Ιταλοί ακόμη και σήμερα όταν ακούν Νταλέμα νιώθουν εμετικούς σπασμούς στο στομάχι. Όχι άδικα.
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να έχει διαφορετική τύχη; Αντίθετα, όσο πιο γρήγορα διαλυθεί, τόσο πιο γρήγορα θα ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο και θα αναδειχθούν οι κυρίαρχες αντιθέσεις που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία. Ιδίως τα τελευταία χρόνια.
Τόσο πιο γρήγορα θα αναδειχθεί στα μάτια του κόσμου ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχουν «μεσοβέζικοι δρόμοι» από το παρόν αδιέξοδο. Είτε θα παραμείνουμε στο μονόδρομο που υπηρέτησε και υπηρετεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο σύνολό του, αυτόν της υποτέλειας και της κατοχής από τους δανειστές και συμμάχους μέχρις ότου η χώρα ξεπουληθεί και διαλυθεί ολοκληρωτικά. Είτε ο λαός μας θα επιλέξει το μονόδρομο της ανατροπής του καθεστώτος κατοχής και εκποίησης με σκοπό την κατάκτηση της δημοκρατίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και των δικαίων του.
Μέσος δρόμος δεν υπάρχει. Μόνο απατεώνες της πολιτικής που επιχειρούν από την εποχή του αντιμνημονίου να εξαπατήσουν το λαό με δήθεν υποσχέσεις μετριοπαθούς πολιτικής, που οδηγεί αναγκαστικά στα χειρότερα. Στα πολύ χειρότερα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε απλά τις τελευταίες δυο εκλογικές αναμετρήσεις. Έστω κι αν αυτού του είδους εκλογική ήττα ενός κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μάλιστα της αριστεράς, είναι πρωτοφανής όχι μόνο για τα ελληνικά εκλογικά χρονικά, αλλά και για τα πολιτικά πράγματα ολόκληρης της Ευρώπης.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το τσίρκο διαδοχής που ακολούθησε, δείχνει ότι η απαξίωσή του έχει πολύ βαθύτερες ρίζες μέσα στην κοινωνία. Η μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας και ιδιαίτερα τα εργαζόμενα στρώματά της θεωρούν πολύ πιο επικίνδυνο το ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα απ’ ότι τον Μητσοτάκη και τους όμοιούς του.
Και πώς να μην τον θεωρούν. Η κυβέρνηση Τσίπρα όχι μόνο πρόδωσε με το χειρότερο τρόπο κάθε προσδοκία της ελληνικής κοινωνίας, όχι μόνο ξεπούλησε τη χώρα με το πρωτοφανές πραξικόπημα της 6ης Ιουλίου 2015 – της επομένης του δημοψηφίσματος, το οποίο ήταν ανάλογο θεσμικά με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 – για να φέρει το 3ο και χειρότερο μνημόνιο, αλλά ακολούθησε πολιτική συντριβής των εργαζόμενων στρωμάτων. Η πολιτική των πρωτογενών υπερπλεονασμάτων, για τα οποία ζητωκραύγαζε πρώτος και καλύτερος ο Ευ. Τσακαλώτος, τότε υπουργός οικονομικών και προσωποποίηση της σεσημασμένης ανοησίας, οδήγησε το 2019 την οικονομία της χώρας να πνέει τα λοίσθια.
Το 2019 τα τραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία μειώθηκαν κατά 3,2 δις ευρώ σε σχέση με το 2018. Πρωτοφανής μείωση όχι μόνο για την περίοδο του ευρώ και των μνημονίων, αλλά για ολόκληρη την μεταπολίτευση. Η αγορά πέθαινε γιατί σπάνιζε το χρήμα σε κυκλοφορία, το οποίο όλο και περισσότερο έλειπε από την οικονομία γιατί συγκεντρωνόταν κυρίως στο ταμείο της ΑΑΔΕ χάρις σε πρωτοφανείς φόρους και επιβαρύνσεις. Κι όλα αυτά προκειμένου να επιτευχθούν τα περιβόητα πρωτογενή πλεονάσματα που απαιτούσαν οι δανειστές.
Την φούρκα των φόρων και των κάθε λογής επιβαρύνσεων που επέβαλε περιχαρής ο ΣΥΡΙΖΑ υπό καθεστώς δήθεν εξόδου από τα μνημόνια και κατ’ εντολή της Κομισιόν, δεν την ξέχασε η αγορά. Ούτε οι επαγγελματίες, που του την φύλαγαν σ’ αυτές τις εκλογές. Ούτε οι συνταξιούχοι, που περίμεναν τα αναδρομικά κλεμμένα από τις συντάξεις τους. Ούτε οι εργαζόμενοι. Ειδικά οι νέοι της μαθητείας, του υποκατώτατου και ανθυποκατώτατου μεροκάματου.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στα τέλη του 2019 ετοιμαζόταν να προχωρήσει σε εσωτερική παύση πληρωμών και να προσφύγει σε δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Ήταν έτοιμη να προσφύγει στο περίφημο «μαξιλάρι» των αδιάθετων δανείων του 3ου μνημονίου με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Αν γινόταν αυτό, τότε το 2020 θα ήταν η χρονιά κρίσης όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και για το σύνολο του καθεστώτος των μνημονίων.
Ωστόσο, η επιβολή της πανδημίας έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να ασκήσει μια ελλειμματική πολιτική αθροίζοντας στα 3 χρόνια πάνω από 49,3 δις ευρώ δημοσιονομικό έλλειμμα. Ένα έλλειμμα που χρηματοδοτήθηκε απευθείας από την ΕΚΤ μέσω του «προγράμματος αγοράς τίτλων έκτακτης ανάγκης για πανδημία (PEPP)». Στα τέλη Ιουλίου 2023 με βάση το πρόγραμμα αυτό, η ΕΚΤ είχε αγοράσει ελληνικούς κρατικούς τίτλους χρέους ύψους σχεδόν 38 δις ευρώ! Ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση εξασφάλιζε έκτακτα έσοδα από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, από το οποίο εισπράχθηκαν κατά το 2021 πάνω από 2,3 δις, το 2022 πάνω από 1,7 δις και το επτάμηνο του 2023 άλλα 1,7 δις ευρώ.
Το υπόλοιπο του δημοσιονομικού ελλείμματος χρηματοδοτήθηκε από τον βραχυχρόνιο δανεισμό, κυρίως τα repos (συμφωνίες επαναγοράς), ο οποίος αυξήθηκε πάνω από 21 δις ευρώ από τα τέλη Δεκεμβρίου 2019 έως τα τέλη Δεκεμβρίου 2022. Η μορφή αυτή δανεισμού, η οποία από πολλές απόψεις είναι επαχθέστερη όλων γιατί φορτώνει με χρέος τα ΝΠΔΔ και τα ασφαλιστικά ταμεία, συνέβαλε στο 47,4% της αύξησης του συνολικού δημοσίου χρέους στην ίδια περίοδο, το οποίο αυξήθηκε κατά 44,3 δις ευρώ.
Τον Ιούλιο του 2023 σύμφωνα με τα ισολογιστικά στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το χρέος που έχει φορτωθεί από το υπουργείο οικονομικών στα ΝΠΔΔ και τα ασφαλιστικά ταμεία ξεπερνά τα 63,3 δις ευρώ. Από 42,9 δις ευρώ που ήταν στο τέλος του 2019. Στην πράξη τα περισσότερα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και τα ασφαλιστικά ταμεία, έχουν χρεοκοπήσει, μιας και το υπουργείο οικονομικών αδυνατεί να εξυπηρετήσει το χρέος που τους έχει φορτώσει. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αυξάνει το χρέος.
Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατόρθωσε να περάσει κυρίως στον μικρομεσαίο κόσμο της αγοράς, την ψευδή εικόνα ότι η περίοδος των ισχνών αγελάδων και των υπερφορολογήσεων έχει περάσει. Κι ας καλπάζει το χρέος όσο ποτέ άλλοτε.
Κι ας καλπάζει ο πληθωρισμός, ο οποίος είναι αποτέλεσμα πρωτίστως της μονοπώλησης της αγοράς και της κερδοσκοπίας. Παρέχοντας επιδοτήσεις επαιτείας και χρηματοδοτήσεις εξαγοράς κοινωνικών στρωμάτων, κατόρθωσε να συγκαλύψει το τρελό πανηγύρι με την αθρόα εξαγωγή κερδών στο εξωτερικό. Χαρακτηριστική είναι η εκτίναξη των τοποθετήσεων σε χρεόγραφα (ομόλογα) του εξωτερικού από κατοίκους του εσωτερικού. Την περίοδο από τα τέλη του 2019 έως τον Ιανουάριο του 2023, οι τοποθετήσεις κατοίκων εσωτερικού σε χρεόγραφα (ομόλογα) του εξωτερικού ξεπέρασαν τα 64,1 δις ευρώ.
Με άλλα λόγια, το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα των τελευταίων τριών χρόνων της κυβέρνησης Μητσοτάκη μετατράπηκε σε χρέος, που θα κληθεί να πληρώσει ο λαός και σε τεράστια υπερκέρδη για τους πολύ ολίγους, που διέφυγαν στο εξωτερικό.
Τι απ’ όλα αυτά ανέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ; Απολύτως τίποτε. Ομερτά για την κατάσταση του χρέους, το οποίο συνομολογούσε με την κυβέρνηση ότι έχει πλέον ρυθμιστεί και δεν πρέπει να μας απασχολεί. Αυτό άλλωστε απαιτούν οι δανειστές. Μόνο επικοινωνιακοί διαπληκτισμοί για το ποιος δήθεν μας έβγαλε από τα μνημόνια.
Κουβέντα για το γεγονός ότι ενώ από το πρώτο μνημόνιο μας έχουν επιβάλει ένα αποικιακό καθεστώς επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων, που μας λένε ότι είναι ο μόνος δρόμος για την περίφημη βιωσιμότητα το χρέους, ξαφνικά μόλις εμφανίστηκε η «έκτακτη ανάγκη» του κορωνοϊού, όλη η προηγούμενη μπουρδολογία ξεχάστηκε. Ξαφνικά, λόγω «ανωτέρας βίας», δηλαδή της αποκαλούμενης πανδημίας, δεν ένοιαζε τους δανειστές ούτε καν η βιωσιμότητα του χρέους, που χρηματοδότησαν απευθείας με κοπή νέου ευρώ της τάξης των 38 δις ευρώ και βάλε.
Γιατί άραγε δεν το έκανε σημαία του ο ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να διεκδικήσει μια ελλειμματική πολιτική υπέρ του κοινωνικού κράτους, των εργαζομένων, των μισθωτών και των συνταξιούχων; Γιατί δεν άδραξε την ευκαιρία να απαρνηθεί την τερατώδη αποικιακή λογική των πρωτογενών πλεονασμάτων;
Διότι πολύ απλά μένει τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος! Τοις κείνων, δηλαδή όλων εκείνων που νέμονται τη χώρα και της έχουν επιβάλει καθεστώς κατοχής και εκποίησης.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, δεν υπήρξε μέτρο ολοκληρωτισμού και δικτατορίας με άλλοθι την πανδημία, με το οποίο να μην ταυτίστηκε. Μέχρι και τον φυλετικό διαχωρισμό σε «εμβολιασμένους» και «ανεμβολίαστους» υιοθέτησε. Με τον κ. Τσίπρα να διορίζει ως σύμβουλό του επί αυτών των θεμάτων έναν από τους πλέον εμετικούς απολογητές της φυλετικής υγιεινής σήμερα, τον κ. Γεροτζιάφα, ο οποίος αν δεν ήταν τόσο προκλητικά εμφανές ότι σκέφτεται με την τσέπη του, θα μπορούσαμε να τον θεωρήσουμε γνήσιο πολιτικό και ιδεολογικό επίγονο του Ζακ Ντοριό, ο οποίος συνέδεσε στη Γαλλία του πολέμου και της κατοχής, την ιδεολογία της αριστεράς και μάλιστα της κομμουνιστικής με το ναζισμό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κομματικός σχηματισμός δεν έχει κανένα κοινωνικό έρεισμα. Ποτέ του δεν είχε. Ούτε τότε που κυμαινόταν στο 3%. Αποτελεί ένα από τα ερείπια της μεταπολιτευτικής αριστεράς, που επιβίωσε ως εναλλακτική στον αρτηριοσκληρωτικό μονοφυσιτισμό του πάλαι ποτέ ΚΚΕ, συντηρούμενο κυρίως από την προσκόλλησή του σε κυκλώματα διαχείρισης και νομής ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η κορύφωση της αντιμνημονιακής διαμαρτυρίας του λαού μας, έδωσε τη δυνατότητα σ’ αυτό το κόμμα «να καβαλήσει το κύμα». Κι ήταν μια ευνοϊκή συγκυρία γιατί η διαμαρτυρία του λαού δεν μπορούσε τότε να αναχαιτιστεί από τις τότε δυνάμεις του μνημονιακού καθεστώτος, εντός και εκτός Ελλάδας. Η αγαπημένη λατινική παροιμία του Μπίσμαρκ ήταν «unda fert nec regiture», δηλαδή «δεν μπορείς να κάνεις κύμα, μόνο να το καβαλήσεις». Κι αυτό ακριβώς έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ με όλη την μακιαβελική διαστροφή για την οποία έμεινε γνωστός ο Μπίσμαρκ στην ιστορία.
Και τώρα στην πασαρέλα της κυρίαρχης απολιτίκ κουλτούρας, θέλει να πείσει (αλήθεια ποιους;) ότι το κόμμα αυτό παραμένει στην αριστερά κομίζοντας εις το κλεινόν Άστυ, όχι γλαύκας, αλλά τη φυλετική ιδεολογία και τον ρατσισμό των ΛΟΑΤΚΙ, των ΜΚΟ και της χειρότερης μορφής εμπορίας της μητρότητας και του παιδιού με την μορφή της παρένθετης μητέρας. Μια αριστερά που δεν έχει κανένα πρόβλημα να ταυτιστεί ακόμη και με τις προθέσεις του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο. Πάντα με το αζημίωτο για τις κλίκες του κομματικού μηχανισμού.
Το ιστορικό κατόρθωμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο ότι κατόρθωσε να αναδείξει το γόνο της πιο επίορκης, δωσίλογης και εγκληματικής οικογένειας της Ελλάδας, της οικογένειας Μητσοτάκη σε κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού. Κατόρθωμα επίσης του ΣΥΡΙΖΑ είναι και η νεκρανάσταση του ΠΑΣΟΚ, το κόμμα της Καϊλή και του Ανδρουλάκη, το οποίο ιστορικά αποτέλεσε το λίκνο της συνύφανσης του οργανωμένου εγκλήματος με την πολιτική.
Ό,τι κι αν βγάλει η κάλπη την Κυριακή η τύχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι προδιαγεγραμμένη. Κι όσο πιο γρήγορα ξεκαθαρίσει το τοπίο, όσο πιο γρήγορα μας αφήσει χρόνους αυτή η αριστερά, τόσο πιο γρήγορα ο κόσμος θα συνειδητοποιήσει το δρόμο που θα τον λυτρώσει και από τη δεξιά. Μια για πάντα.
Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Πρόεδρος του ΕΠΑΜ. Πρώτη δημοσίευση του άρθρου στο ιστολόγιο του Δ. Καζάκη στις 6/9/2023.
Αφήστε ένα σχόλιο