του Δημήτρη Καζάκη

Αναλύσεις δίνουν και παίρνουν για το ρόλο της Τουρκίας του Ερντογάν, αλλά και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Όλοι αυτοί αγνοούν το γεγονός ότι η επικράτηση του Ερντογάν, ακόμη και στις πληγέντες περιοχές του σεισμού, υποδηλώνει έναν βαθύτατο εσωτερικό διχασμό πρώτα και κύρια στις κορυφές της Τουρκίας. Κι αυτός ο διχασμός είναι ανάλογος, αλλά όχι ίδιος, με τον εθνικό διχασμό που στοίχειωσε την Ελλάδα από τις απαρχές του 1ου παγκοσμίου πολέμου έως τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.

Στην Τουρκία σ’ αυτές τις εκλογές δεν αναμετρήθηκαν απλά δυο κυρίαρχοι υποψήφιοι, αλλά δυο διακριτοί κρατικομονοπωλιακοί πόλοι ισχύος. Αναμετρήθηκαν για τη θέση της Τουρκίας όχι μόνο στον παγκόσμιο πόλεμο που έχουν εξαπολύσει οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ εναντίον της Ρωσίας, της Κίνας και οιουδήποτε άλλου απειλεί την παγκόσμια κυριαρχία των χρηματαγορών, αλλά και για τους όρους αναπαραγωγής της ίδιας της τουρκικής οικονομίας, κοινωνίας και πολιτικής.

Και ναι μεν ο Ερντογάν, μπόρεσε με επιτυχία έως σήμερα να παίξει τον «επιτήδειο ουδέτερο» και να συσπειρώσει γύρω του ισχυρά κρατικομονοπωλιακά συμφέροντα, πράγμα που του επέτρεψε να επικρατήσει και σ’ αυτές τις εκλογές, αλλά αυτό δεν θα κρατήσει. Για τα λαϊκά στρώματα της Τουρκίας ο Ερντογάν θεωρείται λιγότερο επικίνδυνος από τον αντίπαλό του, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, στον οποίο είδαν μια Τουρκία υποταγμένη πλήρως στους Δυτικούς με τους όρους της Ελλάδας υπό καθεστώς διαρκούς χρεωκοπίας. Όπως άλλωστε συνέβαινε και στην Τουρκία από την 1η Ιανουαρίου 1961, όπου η Τουρκία τέθηκε για πρώτη φορά υπό την αποικιακή κηδεμονία του ΔΝΤ, έως την 31η Δεκεμβρίου 2004.

Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία βγαίνει από αυτές τις εκλογές βαθύτατα διχασμένη. Ο Ερντογάν επικράτησε εκλογικά, αλλά δεν ελέγχει το πολιτικό παιχνίδι στην Τουρκία.

Το γεγονός ότι πατά σε δυο βάρκες, ότι έχει διχαστεί ανάμεσα στις στρατιωτικοπολιτικές επιδιώξεις των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αφενός, και στις δυνατότητες που παρέχει για την Τουρκία η οικονομικοπολιτική σχέση της με τις χώρες των BRICS, δημιουργεί ένα ιδιαίτερα εκρηκτικό σκηνικό για την μετεκλογική περίοδο. Ένα μίγμα που δεν αποκλείει να πυροδοτήσει εμφύλιους σπαραγμούς στο εσωτερικό της, αλλά και πραξικοπήματα για τον έλεγχο της κατάστασης.

Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που οι ηγεμόνες της Δύσης δεν επιτρέπουν, ούτε αφήνουν περιθώρια ουδετερότητας σ’ αυτόν τον παγκόσμιο πόλεμο που ήδη κλιμακώνουν. Η Τουρκία θα κληθεί να επιλέξει οριστικά στρατόπεδο με τους ίδιους όρους που κλήθηκε να επιλέξει η Ελλάδα στρατόπεδο αντιμαχόμενων κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

Μόνο που αυτή τη φορά τα πράγματα είναι κατά πολύ χειρότερα. Δεν συγκρούονται δυο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα για την παγκόσμια κυριαρχία, αλλά για τη διασφάλιση της μετασοβιετικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, η οποία βασίζεται στις δομές της παγκόσμιες διακυβέρνησης που ελέγχει η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες. Πρόκειται για έναν παγκόσμιο πόλεμο που δεν αφορά στο μοίρασμα της «ιμπεριαλιστικής λείας» ανάμεσα σε αντίπαλες ομοειδείς ως προς τις επιδιώξεις τους ιμπεριαλιστικές παρατάξεις, αλλά στη συντριβή κάθε προσπάθειας ανεξαρτητοποίησης χωρών και περιοχών του πλανήτη από τη μονοκρατορία των παγκόσμιων χρηματαγορών.

Γι’ αυτό και ο πόλεμος αυτός δεν αφορά πρωτίστως την κατάκτηση και τον έλεγχο εδαφών, αλλά την ολοσχερή καταστροφή οικονομιών και κοινωνιών, προκειμένου να μην μπορούν να επιβιώσουν χωρίς δανειακή εξάρτηση από τα παγκόσμια κυκλώματα χρηματιστικής κερδοσκοπίας. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να ανεχθούν πια κράτη και κυβερνήσεις που δεν λειτουργούν ως μαριονέτες και οι χώρες τους δεν τελούν υπό καθεστώς πλήρους δημοσιονομικής εξάρτησης και τουλάχιστον δυνητικής χρεοκοπίας.

Για την Τουρκία το αμέσως επόμενο διάστημα θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο. Ο Ερντογάν θα κληθεί να επιλέξει. Κι αυτό, όπως είπαμε, δεν είναι καθόλου, μα καθόλου εύκολο. Όσο και να έχει διεισδύσει στο κρατικομονοπωλιακό σύμπλεγμα εξουσίας της Τουρκίας, δεν το ελέγχει πλήρως. Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, η εξάρτηση μεγάλου μέρους των κορυφαίων επιχειρήσεων της Τουρκίας από τις διεθνείς χρηματαγορές κεφαλαίου παραμένουν.

Κι όταν μια άρχουσα τάξη αντιμετωπίζει έναν τόσο σοβαρό εθνικό διχασμό, όπως αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζει στην Τουρκία, ενισχύονται οι τάσεις εξωτερίκευσης της εσωτερικής κρίσης. Και η τουρκική άρχουσα τάξη έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι ξέρει να εξωτερικεύει την εσωτερική της κρίση. Ξέρει να διεκδικεί την ενότητα της δικής της άρχουσας τάξης, του δικού της κράτους, σε βάρος των γειτόνων της.

Η εξωτερίκευση της κρίσης δεν γίνεται για λόγους «εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης», όπως λένε οι διάφοροι δημοσιολογούντες «αναλυτές» της πλάκας, αλλά για λόγους εσωτερικής συνοχής του συστήματος εξουσίας. Εκδηλώνεται δε συνήθως ως ενστικτώδης αντίδραση αυτοσυντήρησης. Προκειμένου, δηλαδή, να αποφευχθεί η επικράτηση φυγόκεντρων τάσεων στις κορυφές της Τουρκίας, οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν ακόμη και σε αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας της γείτονος.

Επομένως, η Τουρκία είναι αναγκασμένη να αυξήσει την πίεση που ασκεί προς την Ελλάδα για τον έλεγχο του Αιγαίου και της Κύπρου. Άλλωστε είναι ο μόνος τρόπος για να αντέξει το νομισματικό πόλεμο που διεξάγουν εναντίον της οι ΗΠΑ διαμέσου των κερδοσκόπων νομίσματος και ο οποίος εκδηλώνεται στην έξαρση του πληθωρισμού, όπως βλέπουμε στο διάγραμμα, αλλά και στην αστάθεια του εξωτερικού ισοζυγίου.

Ο πόλεμος εναντίον της Ελλάδας, με πεδίο αναμέτρησης πρώτα και κύρια την Κύπρο και το Αιγαίο – χάρις στην εθελοδουλία της ελληνικής πλευράς – ίσως αποτελεί τη μοναδική διέξοδο για τον Ερντογάν προκειμένου να διασφαλίσει την ενότητα της κρατικομονοπωλιακής εξουσίας στην Τουρκία υπό το σκήπτρο του. Και να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση έναντι των πιέσεων που ασκούν οι ΗΠΑ, οι οποίες λίγες μόλις ημέρες μετά τις εκλογές έχουν ήδη κλιμακωθεί με σκοπό να γίνουν αφόρητες έως την επερχόμενη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας τον Ιούλιο.

Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Πρόεδρος του ΕΠΑΜ. Πρώτη δημοσίευση του άρθρου στο ιστολόγιο του Δ. Καζάκη στις 31/5/2023.