Από τον Φώτιο – Σπυρίδωνα Μαζαράκη
Αθήνα 09.02.2023
Ο πολυκομματισμός, ως θεμελιώδης συνταγματικός θεσμός, που δεν αναθεωρείται, καθορίζεται στο άρθρο 29 παρ.1 Σ/75, σύμφωνα με το οποίο “Έλληνες Πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”.
Η λειτουργία του, βέβαια, καθορίζεται και από άλλες διατάξεις του Σ/75 και νόμους, όπως είναι το ΝΔ 59/1974 “περί συστάσεως και επαναλειτουργίας Πολιτικών κομμάτων”, αλλά και η ισχύουσα εκλογική νομοθεσία, οι οποίες αναφέρουν τα βασικά χαρακτηριστικά της λειτουργίας και του ρόλου των πολιτικών κομμάτων στη διαμόρφωση της πολιτικής ζωής του τόπου και κατοχυρώνουν το θεσμό του πολυκομματισμού ως αναγκαία προϋπόθεση για την εκλογική διαδικασία, τη λειτουργία του κοινοβουλίου και της κυβέρνησης. Το ίδιο το Σύνταγμα, δεν περιέχει ορισμό του πολιτικού κόμματος και αυτό, ενώ στην εκλογική νομοθεσία και στην πολιτική πρακτική, η λειτουργία και ο ρόλος του είναι τόσο παλιός, όσο και η λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Το πολιτικό κόμμα είναι ένωση προσώπων με σκοπό τη συμμετοχή στο σχηματισμό και στη διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης μέσα στην Πολιτεία. Δεν εμπίπτει στην παραδοσιακή έννοια του νομικού προσώπου. Είναι θεσμός του ισχύοντος συνταγματικού δικαίου και προϋπόθεση λειτουργίας του πολιτικού συστήματος που εγκαθιδρύεται από το Σύνταγμα. Έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων “προσδιορισμένη από το σκοπό και τα μέσα δράσης του μέσα στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”, κατά το μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για τη λειτουργική εκπλήρωση της συνταγματικής του αποστολής. Κατά κανόνα, απώτερος σκοπός του κόμματος είναι να βρεθεί στην εξουσία, χωρίς όμως ν’ αποκλείεται να έχει και ένα περιορισμένο πολιτικό στόχο. Οφείλει δε, να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όπως γίνεται αντιληπτό, ο συντακτικός νομοθέτης δεν περιορίζει την αναφορά για τα πολιτικά κόμματα μόνο στο άρθρο 29 του Σ/75. Στο άρθρο 37, όλο το σύστημα του σχηματισμού Κυβέρνησης βασίζεται στο θεσμό των πολιτικών κομμάτων. Σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 37, Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή. Τα άρθρα 68 παρ.3 και 71 ορίζουν ότι οι εξεταστικές επιτροπές και τα τμήματα της Βουλής συνιστώνται με βάση τη δύναμη των πολιτικών κομμάτων στη Βουλή. Όλος ο Κανονισμός της Βουλής στηρίζεται στην ύπαρξη και στη λειτουργία των κομμάτων.
Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν θεμελιώδη θεσμό στη συνταγματική αλλά και ουσιαστική λειτουργία της δημοκρατίας, ενώ ο θεσμός του πολυκομματισμού προστατεύει και κατοχυρώνει: Τη δυνατότητα οι Έλληνες πολίτες ελεύθερα και αβίαστα να ιδρύουν πολιτικά κόμματα και να συμμετέχουν σε αυτά. Τη δυνατότητα να υπάρχουν και να λειτουργούν ελεύθερα κόμματα μέσα στην πολιτική ζωή του τόπου, να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία, το κοινοβούλιο και τη διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης.
Η Κυβέρνηση λοιπόν του κυρίου Μητσοτάκη, ενόψει των επερχόμενων εκλογών, προώθησε στη Βουλή τροποποίηση[1] διατάξεων του εκλογικού νόμου (άρθρο 32 ΠΔ 26/2012), που ενώ έχουν τυχοδιωκτικό και συγκυριακό χαρακτήρα, προβάλλονται ως «αμυντικά μέτρα» της δημοκρατίας κατά των εχθρών της. Ενώ είναι αντισυνταγματικά, εμφανίζονται να υπερασπίζονται το δημοκρατικό πολίτευμα που εγκαθιδρύει το Σύνταγμα. Επί της ουσίας, η διάταξη, ναρκοθετεί το σύνολο της εκλογικής διεργασίας και καθιστά προβληματικό το αποτέλεσμά της από έποψη νομιμοποιήσεώς του. Εκτός των άλλων, εισαγάγει αόριστα και ασαφή κριτήρια τα οποία, ενώ θα ερμηνεύονται κατά το δοκούν, εν τούτοις επί τη βάσει αυτών θα αποκλείονται από τις εκλογές οι συνδυασμοί υποψηφίων πολιτικών κομμάτων, ψαλιδίζοντας έτσι εν τη γενέσει της τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του εκλογικού σώματος. Βέβαια, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι βασικές αλλαγές προς την ίδια προβληματική κατεύθυνση, έχουν ήδη εγκαθιδρυθεί με τους νόμους 4648/2019 και κυρίως 4804/2021. Οι αντιδημοκρατικές κατευθύνσεις δεν αναδείχθηκαν έγκαιρα από τα κόμματα μείζονος και ελάσσονος αντιπολιτεύσεως, θεωρώντας προφανώς ότι εάν οι ρυθμίσεις δεν τα θίγουν, τότε δεν θίγουν και τη Δημοκρατία. Συγκεκριμένα:
(1) Πεδία διερεύνησης προκειμένου να επιτραπεί να συμμετάσχουν στην εκλογή οι συνδυασμοί υποψηφίων βουλευτών ενός κόμματος ή ενός συνασπισμού κομμάτων ή συνασπισμού ανεξάρτητων υποψηφίων, είναι: α) το εάν το κόμμα έχει ιδρυθεί νόμιμα, διεργασία που προφανώς εξαντλείται σε τυπικό έλεγχο περί του εάν έχει κατατεθεί η ιδρυτική δήλωσή του στον Άρειο Πάγο και εμπεριέχει την κατάφαση περί του ότι η οργάνωση και η δράση του εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος (με 200 υπογραφές πολιτών και καταγραφή προσωρινής διοίκησης) μαζί με το καταστατικό λειτουργίας του, σε δεύτερο χρόνο δε, και τα όργανα που προέκυψαν βάσει αυτού. β) το εάν ο πρόεδρος, ή ο γενικός γραμματέας, ή η διοικούσα επιτροπή, ή εν τέλει η «πραγματική ηγεσία» του κόμματος -που το πρώτον ανευρέθηκε και επί τη βάσει «υπομνημάτων ψηφοφόρων»-, έχει καταδικαστεί, ή σε οποιαδήποτε ποινή για εγκλήματα του στρατιωτικού ποινικού κώδικα που επισείουν όμως ποινή ισόβιας κάθειρξης, ή σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκημα, ή σε κάθειρξη για τα αδικήματα των κεφαλαίων 1-6 του Δευτέρου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα. Ως προς τα τελευταία, πρόκειται για τα εγκλήματα που περιγράφονται στα άρθρα 134 έως και 197 του ποινικού κώδικα, ήτοι: εγκλήματα εσχάτης προδοσίας, προδοσία της Χώρας, εγκλήματα κατά ξένων κρατών, εγκλήματα κατά της ελεύθερης άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτικών σωμάτων και της κυβέρνησης, εγκλήματα κατά τις εκλογές, προσβολές της Πολιτειακής εξουσίας, επιβουλή της δημόσιας τάξης στην οποία συμπεριλαμβάνονται η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ή η τέλεση τρομοκρατικών πράξεων. Από αυτά, αποκλείονται αυτομάτως όσα είναι σε βαθμό πλημμελήματος, ήτοι όσα απειλούν ποινή φυλάκισης έως πέντε (5) ετών. Το δε κώλυμα συμμετοχής του κόμματος στις εκλογές, διαρκεί όσο και η επιβληθείσα ποινή σε ένα από τα ανωτέρω πρόσωπα και ασχέτως εάν η ποινή εκτίθηκε ή όχι, ή παραγράφηκε. Αρκεί, δε, και καταδίκη σε πρώτο βαθμό, ενός και μόνο προσώπου από τα ανωτέρω, προκειμένου να αποκλειστούν από τις εκλογές, όλοι οι συνδυασμοί υποψηφίων του κόμματος. γ) τέλος, ερευνάται εάν η οργάνωση και η δράση του κόμματος εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, πράγμα που αποκλειστικά κρίνεται από το εάν υποψήφιος βουλευτής του κόμματος ή ιδρυτικό μέλος του ή διατελέσας πρόεδρός του, έχει καταδικαστεί σε οποιοδήποτε βαθμό δικαιοδοσίας, έστω και πρωτοδίκως, για τα εγκλήματα του α΄ εδαφίου της προαναφερόμενης περίπτωσης (β), οπότε και αυτομάτως θεωρείται ότι το κόμμα δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Για τη δυνατότητα κατάρτισης συνδυασμού θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και οι ως άνω τρεις προϋποθέσεις με την εξής έννοια: Να επαληθεύονται οι (α) και (γ), ήτοι νόμιμη ίδρυση και λειτουργία του κόμματος που εξυπηρετεί τη δημοκρατία και να μην επαληθεύεται η (β), ήτοι να μην υφίσταται πρωτόδικη καταδίκη κάποιου από τα ως άνω πρόσωπα.
(2) Καταρχάς, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η διάταξη εισαγάγει για πρώτη φορά την έννοια της «πραγματικής ηγεσίας του κόμματος», έναντι της καταστατικής. Η «πραγματική ηγεσία», μπορεί και να είναι διαφορετική από αυτήν που έχει προκύψει σύμφωνα με την καταστατική λειτουργία του κόμματος. Ως πραγματική ηγεσία, καθορίζονται τα πρόσωπα ή το πρόσωπο εκείνο που με συγκεκριμένες πράξεις του εμφανίζεται να ασκεί διοίκηση του κόμματος, ή να έχει τοποθετήσει την εικονική ηγεσία, ή να έχει τον ηγετικό πολιτικό ρόλο προς το εκλογικό σώμα.
Μια τέτοια λοιπόν παραδοχή, προϋποθέτει έλεγχο της εσωτερικής λειτουργίας του κόμματος και κατάφαση περί του ότι όλη η εσωτερική διεργασία ανάδειξης των οργάνων του κόμματος, αν και υλοποιήθηκε όπως προβλέπει το καταστατικό του, εν τούτοις ενεργήθηκε εικονικά, δηλαδή ήταν «ψεύτικη»: ή τα μέλη που συμμετείχαν (όλα ή κάποια) εξαπατήθηκαν, ή εσκεμμένα (όλα ή κάποια) συμμετείχαν σε αυτήν την εξαπάτηση προκειμένου κατ’ αυτόν τον τρόπο να κρύψουν «την πραγματική ηγεσία», μέσω της πρόκρισης μιας ψεύτικης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, για όλα τα κόμματα, δημιουργείται η πιθανότητα διάστασης δύο ηγεσιών: μιας πραγματικής και μιας τυπικής, γρίφο που η δικαστική εξουσία καλείται να λύσει εντός δύο ημερών, και να οδηγηθεί έτσι σε πιθανό αποκλεισμό κόμματος από τις εκλογές.
(3) Ο δε έλεγχος περί του αν υφίσταται άλλη ηγεσία (η πραγματική) από αυτήν που τα ίδια τα όργανα του κόμματος προκρίνουν μέσω της δηλώσεώς τους για τη συμμετοχή του κόμματος στις εκλογές: α) διενεργείται αυτεπαγγέλτως από Τμήμα (Α΄) του Αρείου Πάγου (όχι την Ολομέλεια), πράγμα που σημαίνει ότι ο έλεγχος αφορά όλα τα κόμματα που δηλώνουν συμμετοχή στις εκλογές, β) η διαδικασία μαζί με την απόφαση, εάν εφαρμοσθεί αναλογικά το άρθρο 38 του ΠΔ 26/2012 καθόσον ουδεμία άλλη μνεία γίνεται, κρατά δύο ημέρες, γ) δεν ορίζεται η αποδεικτική διαδικασία και ποια «μέσα αποδείξεως» χρησιμοποιούνται, δ) ενώ ορίζεται ότι οποιοδήποτε άλλο πολιτικό κόμμα ή «οποιοσδήποτε εκλογέας», μπορεί να υποβάλλει υπόμνημα με «στοιχεία τεκμηρίωσης», χωρίς να διευκρινίζεται άλλο τι, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε παρωδία και ευτελισμό της διεργασίας: χιλιάδες εκλογείς, αυτόκλητα προσέρχονται στο Δικαστήριο για να καταθέσουν υπομνήματα, για το οποιοδήποτε κόμμα “κατεβαίνει” στις εκλογές και είτε προς υποστήριξη της μιας είτε της άλλης θέσης.
Όπως λοιπόν γίνεται κατανοητό, η διάταξη, επιχειρεί να αποκλείσει ένα κόμμα από τις εκλογές, ήτοι να μη λάβουν μέρος στις εκλογές οι συνδυασμοί υποψηφίων βουλευτών του, στο σύνολό τους και σε όλη την Επικράτεια, εάν: είτε ο πρόεδρος του κόμματος ή ο γενικός γραμματέας ή η διοικούσα επιτροπή ή κάποιο μέλος της «πραγματικής ηγεσίας» του κόμματος, είτε υποψήφιος βουλευτής του κόμματος ή ιδρυτικό μέλος του ή διατελέσας πρόεδρός του, έχει καταδικαστεί πρωτοδίκως σε κάθειρξη για ένα από τα ως άνω εγκλήματα. Επί τη βάσει προσώπου της πρώτης ομάδας, ο αποκλεισμός είναι το απευθείας αποτέλεσμα, επί τη βάσει προσώπου της δεύτερης ομάδας, ο αποκλεισμός επέρχεται υπό τη δικαιολογία ότι το κόμμα που έχει στους κόλπους του τέτοιους πρωτοδίκως καταδικασθέντες, δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Αυτό όμως που έχει κρίσιμη σημασία, είναι το εξής: Υπό την επίφαση ότι στερείται του δικαιώματος πολιτικό κόμμα να λάβει μέρος στις εκλογές, ήτοι ένα πολιτικό κόμμα που εν γένει στους «κόλπους» του μπορεί να έχει καταδικασθέντες πρωτοδίκως για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (ή για κάποιο άλλο από τα ανωτέρω αδικήματα), στην πραγματικότητα αποκλείονται από τις εκλογές οι συνδυασμοί υποψηφίων βουλευτών του κόμματος, όλοι οι συνδυασμοί και σε όλη την Επικράτεια, αντισυνταγματικά: κατά το άρθρο 55 του Συντάγματος (όπως ισχύει), «Για να εκλεγεί κανείς βουλευτής απαιτείται να είναι Έλληνας πολίτης, να έχει τη νόμιμη ικανότητα να εκλέγει και να έχει συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του κατά την ημέρα της εκλογής». Οι προϋποθέσεις αυτές ορίζονται κατά τρόπο περιοριστικό από το Σύνταγμα, με συνέπεια ο κοινός νομοθέτης να μην μπορεί ούτε να προσθέσει νέες, ούτε να αφαιρέσει κάποια απ’ αυτές.[2] Ως προς την προϋπόθεση της «νόμιμης ικανότητας να εκλέγει», το άρθρο 51 παρ.3 με τη σειρά του ορίζει ότι «Οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως ο νόμος ορίζει. Ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα».
Από τη συστηματική λοιπόν ερμηνεία των άρθρων 55 παρ.1 και 51 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι για να εκλεγεί κανείς βουλευτής, πρέπει να είναι Έλληνας πολίτης, άνω των 25 ετών και να έχει ενεργό το δικαίωμα της εκλογής. Με τη σειρά του το τελευταίο χάνεται (αδρανοποιείται για κάποιο διάστημα), μόνο σε περίπτωση αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για κάποια αδικήματα, που ο κοινός νόμος μπορεί να ορίσει. Ο νόμος, λοιπόν, μπορεί να καθορίσει το όριο ηλικίας, την ανικανότητα για δικαιοπραξία, αλλά δεν μπορεί να μειώσει την έκταση της αρνητικής προϋπόθεσης της αμετάκλητης καταδίκης. Δεν μπορεί να χάσει κανείς το δικαίωμα της εκλογής λόγω πρωτόδικης απλώς καταδίκης που δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, δηλαδή δεν έχουν εξαντληθεί όλοι οι βαθμοί της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Εφόσον, λοιπόν, ο οποιοσδήποτε υποψήφιος βουλευτής έχει το δικαίωμα της εκλογής, έχει και το δικαίωμα να εκλεγεί, υπό τις μοναδικές πρόσθετες προϋποθέσεις να είναι Έλληνας και άνω των 25 ετών. Κοινός νόμος που ορίζει αντίθετα, είναι ανεφάρμοστος ως αντισυνταγματικός. Γι’ αυτό εξάλλου, το μεν άρθρο 5 παρ.1β της εκλογικής νομοθεσίας (ΠΔ 26/2012) ορίζει ότι στερούνται του δικαιώματος της εκλογής όσοι έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα στα ίδια ως άνω αδικήματα, το δε άρθρο 29 παρ.1 ότι στερούνται του δικαιώματος να εκλεγούν όσοι δεν έχουν το δικαίωμα της εκλογής, ήτοι εάν, εκτός των άλλων, έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα. Έτσι, αφενός δημιουργείται αντινομία, αφού στον ίδιο εκλογικό νόμο, το μεν αποκλείονται υποψήφιοι βουλευτές μόνο εάν έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα, το δε εάν απλώς έχουν καταδικαστεί σε οποιοδήποτε βαθμό μέσω του αποκλεισμού όλου του συνδυασμού στον οποίον και συμμετέχουν. Κατά τον ίδιο τρόπο, προσβάλλεται και η ισότητα απέναντι στο νόμο.
Μάλιστα, στην υπό κρίση περίπτωση, η διάταξη θέτει επιπλέον της συνταγματικής πρόβλεψης κριτήρια που εν τέλει, μέσω μιας συλλογικής ευθύνης αδιευκρίνιστης αιτιολογίας, αποκλείουν το δικαίωμα της εκλογής προσώπων, όχι μόνο αυτών που έχουν καταδικαστεί πρωτοδίκως, αλλά και όσων δεν έχουν καταδικαστεί ποτέ και για οτιδήποτε, καταφέρνοντας έτσι ένα βαρύτατο πλήγμα, όχι μόνο στο θεσμό της εκλογής, αλλά και στην ελεύθερη και σύμφωνα με το Σύνταγμα λειτουργία του θεσμού του πολυκομματισμού. Αυθαίρετα, λόγω μιας πρωτόδικης καταδίκης ενός προσώπου που έχει ή είχε κατά το παρελθόν κάποια σχέση με το κόμμα, που μπορεί και να μην είναι υποψήφιος βουλευτής και ενώ εάν είναι, δεν είναι καν υποχρεωμένος να τη δηλώσει (καθόσον δηλώνει υπεύθυνα ότι δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα), αποκλείονται όλοι οι υποψήφιοι ενός κόμματος από τις εκλογές και έτσι και το ίδιο το κόμμα. Μάλιστα, εάν πρόκειται για συνασπισμό κομμάτων, την “πληρώνουν” όλα τα κόμματα του συνασπισμού.
Τέλος, οι τροποποιήσεις της τελευταίας στιγμής[3], ειδικά αυτές που περιορίζουν τη λίστα των αδικημάτων, δεν λύνουν το πρόβλημα, καθόσον πάλι αρκεί καταδίκη για αυτά σε οποιοδήποτε βαθμό.
Αναδεικνύεται λοιπόν και μέσω αυτής της περίπτωσης ότι, στη δημοκρατία, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς μια “καλή” από μια “κακή” εφαρμογή ενός αυθαίρετου μέτρου και ότι, από τη στιγμή που ένα τέτοιο μέτρο γίνεται παραδεκτό ως κοινή πρακτική, μπορεί εύκολα να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε, συμπεριλαμβανομένων και των ίδιων των εμπνευστών του, και να προκαλέσει την κατάργηση της ίδιας της δημοκρατικής νομιμότητας. Σε όλες τις περιπτώσεις, η Δημοκρατία κακοποιήθηκε, συρρικνώθηκε και εν τέλει καταλύθηκε, είτε από τους ίδιους τους ταγούς της, είτε από κρατικά όργανα που αυθαιρέτησαν και εκμεταλλεύτηκαν τις εξουσίες που τους είχε εμπιστευτεί ο Λαός, είτε από τρίτους σφετεριστές που έδρασαν, εν γνώσει όμως των νομίμων εξουσιών. Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο βασιλικού, δικτατορικού, φασιστικού ή ναζιστικού μορφώματος ή κόμματος που να κατέλυσε τη Δημοκρατία, χωρίς τη συνεργασία ή την ενεργητική ανοχή του “νόμιμου” πολιτικού συστήματος.
Η ζώσα και ενεργή Δημοκρατία, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Θα ήταν παράδοξο να ισχυριστούμε ότι, ο Λαός μας, ενδέχεται να απεκδυθεί αυτοβούλως του δικαιώματός του να αποφασίζει για τη ζωή του και να υλοποιούνται αυτές οι αποφάσεις του. Η νόθα και κολοβή δημοκρατία «δεν αισθάνεται» ασφαλής και, πάνω στην προσπάθειά της να προστατευτεί, ψαλιδίζει συνεχώς τις ελευθερίες, μέχρι να φτάσει στην κατάλυσή τους. Η ελευθερία, είναι ενιαία και αδιαίρετη· ουσιαστικά, πρόκειται για το οξυγόνο της Δημοκρατίας. Εάν τη δημοκρατία δεν τη σέβονται αυτοί που είναι ταγμένοι θεσμικά να την υπηρετούν, η απαίτηση να τη σεβαστούν οι πολέμιοί της, αποδίδεται είτε σε ιδιοτέλεια είτε σε αστείο που το καταλαβαίνουν μόνο αυτοί.
[1] Η πρόταση μέχρι στιγμής, έχει ως εξής: Άρθρο μόνο: Δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών στις βουλευτικές εκλογές – Αντικατάσταση παρ.1 άρθρου 32 π.δ. 26/2012. Η παρ. 1 του άρθρου 32 του π.δ. 26/2012 (Α’ 57) αντικαθίσταται ως ακολούθως: «1. Στις βουλευτικές εκλογές λαμβάνουν μέρος είτε συνδυασμοί υποψηφίων ενός μόνο κόμματος, είτε συνδυασμοί συνασπισμού περισσότερων του ενός συνεργαζόμενων κομμάτων, είτε συνασπισμοί ανεξάρτητων υποψηφίων, είτε μεμονωμένοι υποψήφιοι. Για την κατάρτιση συνδυασμού πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Το κόμμα να έχει ιδρυθεί νόμιμα. β) Ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής, ο νόμιμος εκπρόσωπος και η πραγματική ηγεσία του κόμματος να μην έχουν καταδικασθεί σε οποιονδήποτε βαθμό σε κάθειρξη για τα αδικήματα των κεφαλαίων 1-6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα ή σε οποιαδήποτε ποινή για εγκλήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισείουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ή σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκημα. Η αποστέρηση του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών, σύμφωνα με την παρούσα περίπτωση, ισχύει για τη χρονική διάρκεια της επιβληθείσας ποινής και υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας της οριστικής καταδικαστικής απόφασης. Η έκτιση ή μη της ποινής ή η παραγραφή αυτής δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος. Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, η πραγματική ηγεσία έχει την έννοια ότι πρόσωπο άλλο από εκείνο που κατέχει τυπικά θέση προέδρου, γενικού γραμματέα, μέλους της διοικούσας επιτροπής ή νομίμου εκπροσώπου με συγκεκριμένες πράξεις του εμφανίζεται να ασκεί διοίκηση του κόμματος, ή να έχει τοποθετήσει εικονική ηγεσία, ή να έχει τον ηγετικό πολιτικό ρόλο προς το εκλογικό σώμα.γ) Η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Για την αξιολόγηση της συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής λαμβάνεται υπ’ όψιν τυχόν καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθμό υποψηφίων βουλευτών ή ιδρυτικών μελών ή διατελεσάντων προέδρων για τα αδικήματα και στις ποινές του πρώτου εδαφίου της περ. β). Στην περίπτωση συνασπισμού κομμάτων οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν για καθένα από τα κόμματα που απαρτίζουν τον συνασπισμό. Η συνδρομή των προϋποθέσεων της παρούσας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου. Προς υποβοήθηση της κρίσης του, πολιτικά κόμματα και κάθε εκλογέας έχουν δικαίωμα να υποβάλουν υπόμνημα με στοιχεία τεκμηρίωσης μέχρι την επομένη της λήξης της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 34».
[2] Ευάγγελου Βενιζέλου, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου – Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ.501, Εκδόσεις Αντ.Σάκκουλα 2008
[3] Η διάταξη ψηφίστηκε με τις εξής αλλαγές: α) απαλείφθηκε η περίπτωση της «ισόβιας κάθειρξης για κάθε άλλο αδίκημα», β) στην ως άνω περίπτωση (γ), θα πρέπει να υφίσταται πρωτόδικη καταδίκη υποψήφιου βουλευτή ή ιδρυτικού μέλους ή διατελέσαντος προέδρου του κόμματος μόνο για τα αδικήματα των άρθρων 134, 187 και 187Α για να κριθεί ότι το κόμμα δεν εξυπηρετεί τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, γ) το σχετικό Τμήμα του Αρείου Πάγου είναι το Α1, δ) προβλέφθηκε το ελεγχόμενο κόμμα να λάβει γνώση και να υποβάλλει υπόμνημα με τις απόψεις του.
ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ του Ε.ΠΑ.Μ.
Φώτιος – Σπυρίδων Μαζαράκης
Διδάκτωρ Νομικής – δικηγόρος
Αφήστε ένα σχόλιο