[Σχόλιο από τα Μαντάτα: Το παρακάτω άρθρο αποτελεί μια ενδιαφέρουσα κριτική αποτίμηση της απόφασης μη έκδοσης του Τζούλιαν Ασάνζ στις ΗΠΑ και των συνεπειών που αυτή μπορεί να έχει για την ελευθερία του Τύπου. Γι’ αυτό και το μεταφράσαμε. Ωστόσο, επηρεασμένο προφανώς από το πολιτικό κλίμα αυτής της εποχής στην Αμερική, παρουσιάζει τη δίωξη του Ασάνζ σαν να είναι αποκλειστικά θέμα της κυβέρνησης Τραμπ. Στην πραγματικότητα, η δίωξη του Ασάνζ ξεκίνησε από το 2011, επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα. Από το 2012 (πρόεδρος Ομπάμα) ο Τζ. Ασάνζ βρίσκεται στην πρεσβεία του Εκουαδόρ στο Λονδίνο, μετά από αίτημά του για πολιτικό άσυλο, το οποίο του χορηγήθηκε τον Αύγουστο του 2012 (πρόεδρος του Εκουαδόρ ο Ραφαέλ Κορέα). Τον Απρίλιο του 2019 (πρόεδρος των ΗΠΑ ο Τραμπ και του Εκουαδόρ ο Λενίν Μορένο) το Εκουαδόρ απέσυρε το άσυλο και η βρετανική αστυνομία εισέβαλε στην πρεσβεία και συνέλαβε τον Ασάνζ.]

Η νομική νίκη που πέτυχε ο Τζούλιαν Ασάνζ αυτήν την εβδομάδα είναι γλυκόπικρη. Σε μια εκπληκτική απόφαση, η Βρετανή δικαστής Vanessa Baraitser απέρριψε το αίτημα του Τραμπ για έκδοση του Ασάνζ στις ΗΠΑ, αποφασίζοντας ότι διατρέχει σημαντικό κίνδυνο να αυτοκτονήσει αν εκδοθεί, επειδή οι φυλακές των ΗΠΑ δεν μπορούν να τον προστατεύσουν.

Ταυτόχρονα όμως, η Baraitser αφιέρωσε τις περισσότερες από τις 132 σελίδες της απόφασης, υποστηρίζοντας τα επιχειρήματα της κυβέρνησης Τραμπ εναντίον του Ασάνζ, κάτι που ισοδυναμεί με ποινοκοποίηση της δημοσιογραφίας σε θέματα εθνικής ασφάλειας.

Συνεπώς, όσο κι αν πανηγυρίζουν οι υποστηρικτές της ελευθερίας του Τύπου ότι ο Ασάνζ γλίτωσε από το κατηγορητήριο των ΗΠΑ, βάσει του νόμου περί κατασκοπίας, (κατηγορίες που συνεπάγονται 175 χρόνια φυλακής) εξίσου θρηνούν για την αποδοχή από μέρους της Baraitser ουσιαστικά όλων των επιθέσεων της κυβέρνησης Τραμπ στην ερευνητική δημοσιογραφία.

Η έκδοση θα ήταν “καταπιεστική” εξαιτίας της ψυχικής κατάστασης του Ασάνζ

Ο βρετανικός νόμος για τις εκδόσεις του 2003 απαγορεύει την έκδοση αν “η σωματική ή ψυχική κατάσταση του ατόμου είναι τέτοια ώστε θα ήταν άδικη ή καταπιεστική η έκδοσή του”.

Αν ο Ασάνζ εκδιδόταν στις ΗΠΑ, θα φυλακιζόταν σε φυλακή υψίστης ασφαλείας και θα κρατούνταν σε απομόνωση 23 ώρες την ημέρα, υπό ειδεχθείς συνθήκες, απεφάνθη η δικαστής.

Η Baraitser βασίστηκε ιδιαίτερα στη γραπτή κατάθεση του καθηγητή Michael Kopelman, ομότιμου καθηγητή νευροψυχιατρικής του Kings College του Λονδίνου, ο οποίος διέγνωσε στον Ασάνζ κατάθλιψη και μετατραυματική διαταραχή. Η Baraitser επανέλαβε τη γνωμάτευση του Kopelman ότι “είμαι βέβαιος, όσο μπορεί να είναι ένας ψυχίατρος, ότι αν η έκδοση στις ΗΠΑ γίνει άμεσα, ο κ. Ασάνζ θα βρει τρόπο να αυτοκτονήσει”. Επεσήμανε ότι και άλλοι ειδικοί συνηγορούν στις προβλέψεις του Kopelman σχετικά με την αυτοκτονία.

Η δικαστής έγραψε: “Οι συνθήκες κράτησης, στις οποίες πιθανότατα θα βρεθεί ο κ. Ασάνζ, σχετίζονται με τον κίνδυνο να αυτοκτονήσει.” Παρέθεσε καταθέσεις ειδικών για τις φυλακές, όπως και ειδικών της ψυχικής υγείας. Αν σταλεί στις ΗΠΑ, ο Ασάνζ θα αντιμετωπίσει φυλάκιση υπό ειδεχθή διοικητικά μέτρα, που θα τον θέσουν ουσιαστικά σε απομόνωση από κάθε ζωντανή ύπαρξη.

Έτσι, η Baraitser κατέληξε οτι “Αντιμετωπίζοντας συνθήκες σχεδόν πλήρους απομόνωσης και χωρίς τους προστατευτικούς παράγοντες που μετριάζουν τον κίνδυνο στο HMP Belmarsh (τη φυλακή που βρίσκεται τώρα ο Ασάνζ) πιστεύω ότι οι διαδικασίες που περιγράφει ο Dr. Laukefled δεν θα εμποδίσουν τον κ. Ασάνζ να βρει τρόπο να διαπράξει αυτοκτονία.”

“Πιστεύω ότι ο κίνδυνος να διαπράξει αυτοκτονία ο κ. Ασάνζ είναι πολύ σημαντικός” συμπέρανε η Baraitser. “Θεωρώ ότι η ψυχική κατάσταση του κ. Ασάνζ είναι τέτοια που θα ήταν καταπιεστική η έκδοσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.”

Η απόφαση της Baraitser είναι, τελικά, μια καταδίκη του βάρβαρου σωφρονιστικού συστήματος των ΗΠΑ, το οποίο δεν θα μπορούσε να προστατεύσει τον Ασάνζ αντον έστελναν εκεί.

Η δημοσιογραφία εθνικής ασφάλειας απειλείται από την δικαστική απόφαση

Η Baraitser, όμως, δεν είχε κανένα πρόβλημα με τη δίωξη του Ασάνζ από τις ΗΠΑ επειδή ασκούσε τη δημοσιογραφία.

Είναι η πρώτη φορά που ένας δημοσιογράφος κατηγορείται βάσει του νόμου περί κατασκοπίας, λόγω του ότι δημοσίευσε αληθινές πληροφορίες. Οι δημοσιογράφοι επιτρέπεται να δημοσιεύουν υλικό που αποκτήθηκε παράνομα από τρίτο πρόσωπο, αν πρόκειται για ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ποτέ δεν άσκησε δίωξη εναντίον δημοσιογράφου ή εφημερίδας για τη δημοσίευση απόρρητων πληροφοριών.

Οι κατηγορίες είναι ότι ο Ασάνζ και το Wikileaks απέκτησαν και δημοσίευσαν υλικό που απέκτησαν από την αναλυτή του στρατού Chelsea Manning. Σε πολλά σημεία, το κατηγορητήριο ισχυρίζεται ότι ο Ασάνζ “είχε λόγους να πιστεύει ότι οι πληροφορίες θα χρησιμοποιούνταν για να βλάψουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ, ή ότι θα χρησιμοποιούνταν προς όφελος ξένου κράτους”. Το υλικό που δημοσίευσε ο Ασάνζ και το Wikileaks περιελάμβανε πληροφορίες για εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι ΗΠΑ.

Δημοσίευσαν 400.000 αναφορές πεδίου για τον πόλεμο του Ιράκ, 15.000 μη καταγεγραμμένους θανάτους Ιρακινών αμάχων και στοιχεία για συστηματικούς φόνους, βασανισμούς και βιασμούς από τον Ιρακινό στρατό και τις αρχές που αγνοήθηκαν από τις δυνάμεις των ΗΠΑ.

Δημοσίευσαν 90.000 αναφορές για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, μεταξύ των οποίων τα Afgan War Logs, στα οποία είχαν καταγραφεί πολύ περισσότερες απώλειες αμάχων που προκάλεσαν οι δυνάμεις του συνασπισμού, από όσες είχαν αναφέρει οι στρατιωτικές αρχές των ΗΠΑ.

Επίσης, δημοσίευσαν τα αρχεία του Γκουαντανάμο – 779 μυστικές εκθέσεις για τους βασανισμούς και την κακοποίηση από την αμερικανική κυβέρνηση 800 ανδρών και παιδιών, κατά παράβαση των συνθηκών της Γενεύης και της Συνθήκες Ενάντια στους Βασανισμούς και Άλλες Βαρβαρότητες, την Απάνθρωπη ή Ταπεινωτική Μεταχείριση ή Τιμωρία.

Η πιο διάσημη αποκάλυψη των WikiLeaks ήταν το βίντεο του 2007 “Collateral Murder”, στο οποίο ένα πολεμικό ελικόπτερο Απάτσι των ΗΠΑ έριξε εναντίον άοπλων αμάχων στη Βαγδάτη. Τουλάχιστον 18 άμαχοι σκοτώθηκαν, μεταξύ των οποίων δύο ρεπόρτερ του Reuters και ένας άνδρας που πήγε για να διασώσει τους τραυματίες, και δύο παιδιά τραυματίστηκαν. Ένα τεθωρακισμένο πέρασε πάνω από τα πτώματα, διαμελίζοντάς τα. Αυτό το βίντεο απεικονίζει τη διάπραξη τριών ξεχωριστών εγκλημάτων πολέμου, τα οποία απαγορεύονται από τις συνθήκες της Γενεύης και το Εγχειρίδιο Πεδίου Πολέμου του Αμερικανικού Στρατού.

Ο Jameel Jaffer, εκτελεστικός διευθυντής του Knight First Amendment Institute του Πανεπιστημίου της Κολόμπια, είπε στην Amy Goodman του Democracy Now! ότι “η ουσία της δίωξης εναντίον του Ασάνζ είναι η ποινικοποίηση της δημοσιογραφίας εθνικής ασφάλειας”. Είναι στην καρδιά της δουλειάς των δημοσιογράφων, όπως είπε, “η προστασία των εμπιστευτικών πηγών, η επικοινωνία μαζί τους με όρους εμπιστευτικότητας, η καλλιέργεια πηγών, η δημοσίευση απόρρητων πληροφοριών. Αυτοί είναι οι πυλώνες της ερευνητικής δημοσιογραφίας, ειδικά της δημοσιογραφίας εθνικής ασφάλειας.”

Ο Jaffer έδωσε γραπτή κατάθεση στην ακρόαση του Ασάνζ. Επεσήμανε ότι το 1973 ο Harold Edgar και ο Benno Schmidt Jr. χαρακτήρισαν τον νόμο περί κατασκοπίας “ένα γεμάτο όπλο που σημαδεύει τις εφημερίδες και τους ρεπόρτερ που δημοσιεύουν μυστικά εξωτερικής πολιτικής και άμυνας”.

Αν η δημοσίευση μυστικών εθνικής ασφάλειας παραβίαζε τον νόμο περί τρομοκρατίας, δεν θα γνωρίζαμε για τα κυβερνητικά παραπτώματα στον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας”. Στη συνέντευξή του με την Goodman, ο Jaffer παρέθεσε την αποκάλυψη της Washigton Post για τις μαύρες τοποθεσίες της CIA, τους βασανισμούς και κακοποιήσεις των κρατουμένων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ που αποκάλυψαν ο New Yorker και το “60 Minutes II” και το πρόγραμμα παρακολούθησης χωρίς ένταλμα που αποκάλυψαν οι New York Times.

Σε ένα διαδικτυακό σεμινάριο, στις 4 Ιανουαρίου, ο Noam Chomsky είπε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα αποφύγει τη ντροπή να περάσει τον Ασάνζ από δίκη, αλλά ταυτόχρονα η απόφαση της Baraitser ενισχύει την απειλή εναντίον της δημοσιογραφίας.

Ο Chomsky επεσήμανε ότι η κυβέρνηση πάντα επικαλείται την εθνική ασφάλεια ότι δεν θέλει οι πολίτες “να μάθουν τι κάνει στο όνομά τους” Η εθνική ασφάλεια στην πραγματικότητα σημαίνει “ασφάλεια του κράτους από τους ίδιους τους πολίτες του”.

Τέσσερις μισθοφόροι της Blackwater διέπραξαν εγκλήματα πολέμου, όταν χρησιμοποίησαν αυτόματα πυροβόλα όπλα και εκτοξευτές χειροβομβίδων σκοτώνοντας και τραυματίζοντας πάνω από 31 Ιρακινούς αμάχους στη Βαγδάτη το 2007. Καταδικάστηκαν με μακρόχρονες ποινές φυλάκισης. Με μια κίνηση που ξεσήκωσε κοινωνική κατακραυγή στο Ιράκ, ο Τραμπ έδωσε χάρη και στους τέσσερις. Συγκρίνετέ το αυτό, με το βίντεο “Collateral Murder” του 2007, το οποίο περιείχε στοιχεία για εγκλήματα πολέμου από τις ΗΠΑ, επίσης στη Βαγδάτη. Το πλήρωμα του ελικοπτέρου δεν διώχθηκε ποτέ. Ο Τραμπ έδωσε χάρη σε άτομα που διέπραξαν εγκλήματα πολέμου, αλλά διώκει τον Ασάνζ που τα αποκάλυψε.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ασκεί έφεση στο High Court για να ανατρέψει την απόρριψη έκδοσης της Baraitser. Αν χάσουν εκεί, θα απευθυνθούν στο Supreme Court της Μ. Βρετανίας. Η διαδικασία των εφέσεων θα διαρκέσει αρκετούς μήνες.

Είναι απίθανο η απόφαση της Baraitser να ανατραπεί με τις εφέσεις. Περιόρισε σε πολύ στενή βάση το σκεπτικό της απόφασής της (στην ψυχική υγεία του Ασάνζ) και αποδέχθηκε τους περισσότερους από τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης των ΗΠΑ.

[Σημ. Στις 6 Ιανουαρίου, οι συνήγοροι του Ασάνζ κατέθεσαν αίτηση αποφυλάκισης με εγγύηση, έως ότου εκδικαστεί η έφεση. Η αίτηση απορρίφθηκε, με το σκεπτικό ότι αν αποφυλακιστεί ο Ασάνζ μπορεί να μην εμφανιστεί στο δικαστήριο όταν εκδικαστεί η έφεση των ΗΠΑ.]

Πηγή: Μαντάτα