του Φώτιου-Σπυρίδωνος Μαζαράκη
- Το μεταπολεμικό Status
Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η κατεστραμμένη Ευρώπη έμοιαζε και ήταν το γόνιμο έδαφος που ο καπιταλισμός θα επιχειρούσε την αναγέννησή του από τις στάχτες του. Ο “Κόσμος” είχε ήδη χωριστεί σε δύο βασικά “μπλοκ”. Το ένα ανεχόταν το άλλο, κατά το μέτρο που δεν επενέβαινε στη σφαίρα επιρροής του και στους τρόπους λειτουργίας του. Οι ΗΠΑ, νικήτριες ενός πολέμου που δεν έγινε στο έδαφός τους, στρατιωτικό-πολιτικά ενισχυμένες και με ξεπερασμένη την προηγούμενη οικονομική τους κρίση, και εξ’ αιτίας του πολέμου, εγκαθιδρύονται ως ηγέτιδα και “προστάτιδα” του Δυτικού μπλοκ.
Η επανεκκίνηση της παραγωγής στην Ευρώπη, βασισμένη στις ελλείψεις από τις προηγούμενες καταστροφές, είναι γεγονός. Συγχρόνως, το διεθνές οικονομικό status, μέσω των πολιτικών εκφραστών του, προκειμένου να προλάβει, αφενός την εκδήλωση δυσαρέσκειας και αναταραχής στο εσωτερικό του λόγω της ανόδου των λαϊκών δημοκρατικών κινημάτων και των συνακόλουθων αιτημάτων, αφετέρου τη δημιουργία νέων αντιθέσεων ανάμεσα στα μέλη του, προχωρά σε μια στρατηγική επιλογή: Η νέα τάξη, στηρίζεται μεν στις λεγόμενες “φιλελεύθερες οικονομικές αρχές”, αλλά όχι στον φιλελευθερισμό του laissez-faire του 19ου αιώνα. Πρόκειται για την εξισορρόπηση μεταξύ ενός κράτους κοινωνικής πρόνοιας, και μιας γενικής δέσμευσης για τη θεσμοθέτηση κανόνων στην αγορά. Στηρίζεται στον παρεμβατισμό των εγχώριων πολιτικών οικονομιών. Είναι συνέπεια της κινητοποίησης της εργατικής τάξης και των εμπειριών της ύφεσης του μεσοπολέμου. Πρόκειται για έναν ιστορικό συμβιβασμό. Το 1982 ο J.G Ruggie ονόμασε αυτήν την τάξη “εμπεδωμένο φιλελευθερισμό”.
Η υλοποίηση αυτής της επιλογής, από τη μια, σε εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να έχει μια ελαστικότητα ώστε να μπορεί να είναι συμβατή με τα αντίστοιχα εντόπια χαρακτηριστικά και ανάγκες, από την άλλη, όμως, θα πρέπει να κινείται εντός ενός πλαισίου, και με τρόπο μάλιστα, που και να θέλει, να μην μπορεί να το υπερβεί. Έτσι, οι παράμετροι του κάθε κοινωνικού κράτους μπορούν να αποκλίνουν κατά περίπτωση, ως αποτέλεσμα μιας τάχα δημοκρατικής αυτοδιάθεσής του, ο πυρήνας όμως της εσωτερικής οικονομικής του λειτουργίας, θα μένει αναλλοίωτος· και για να γίνει το τελευταίο, θα πρέπει να είναι εξαρτημένο οικονομικά, με διεθνικό τρόπο.
Αυτή η επιλογή αρχίζει να πραγματοποιείται, πριν ακόμα τελειώσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τη δημιουργία Κεντρικών και Περιφερειακών Διεθνικών Οργανισμών:
α) Σε κεντρικό διεθνικό επίπεδο, πρόκειται για ένα σύστημα συμφωνιών που υιοθετήθηκε κατά τη συνδιάσκεψη του Μπρέτον Γουντς (Bretton Woods) το 1944, στην ομώνυμη πόλη των ΗΠΑ, μεταξύ 44 αρχικά χωρών μελών στις οποίες συμμετείχε και η Ελλάδα, το οποίο και άρχισε να εφαρμόζεται από το 1947. Βασικός στόχος της συμφωνίας ήταν η εγκαθίδρυση ενός διεθνούς συστήματος που θα καθόριζε και θα ήλεγχε τις νομισματικές ισοτιμίες των νομισμάτων των χωρών-μελών του. Εγκαθιδρύθηκε με “διεθνή νόμο” (διεθνή σύμβαση που υιοθετήθηκε από τα κράτη μέλη του), μία μεταξύ των εθνικών νομισμάτων τους ισοτιμία, η οποία θα διατηρείτο με μικρές μόνο αποκλίσεις της τάξεως του ±1%, βάσει ενός κοινού μέτρου. Αυτό δεν ήταν άλλο από το δολάριο των ΗΠΑ. Και επειδή ήταν ένα ζωντανό και ενεργό μέτρο που χρησιμοποιείτο το ίδιο ως μέσο ανταλλαγής, για λόγους που αφορούν την πίστη του σ’ αυτό, συνδέθηκε εν συνεχεία με το χρυσό: μια ουγκιά χρυσού, άξιζε 35 δολάρια. Θεωρητικά, τις ποσότητες δολαρίων που θα αποκτούσαν οι χώρες μέλη, θα μπορούσαν να τις ανταλλάξουν με χρυσό που οι ΗΠΑ εγγυούνταν ότι κατείχαν. Εμφανής στόχος του συστήματος, άσχετα από τις θυσίες που απαιτούσε από τα αδύναμα μέλη του, ήταν η διατήρηση σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Βασικά εργαλεία υλοποίησης αυτού του συστήματος ήταν : 1) η δημιουργία ενός διεθνή οργανισμού, του λεγόμενου Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), 2) η ίδρυση μιας Διεθνούς Τράπεζας για την Ανοικοδόμηση και την Ανάπτυξη (International Bank for Reconstruction and Development), όπως ονομάστηκε, και 3) η δημιουργία μιας Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT), η οποία εν συνεχεία το 1995 αντικαταστάθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ).
β) Σε περιφερειακό διεθνικό πεδίο, η επιλογή αφορά τα ίδια τα ευρωπαϊκά μέλη του και όπως αυτά εμφανίζονται κάτω από τις εθνικές ομπρέλες των κρατών τους. Πρόκειται για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951 στο Παρίσι, από έξι κράτη της Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο) και την εν συνεχεία ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το 1957 στη Ρώμη (ΕΟΚ), η οποία και μετεξελίχθηκε στην σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε ως μια περιορισμένη οικονομική συμμαχία ευρωπαϊκών χωρών, κατά κανόνα με όμοιο γεωφυσικό πλούτο, δηλαδή ίδιες ορυκτές πρώτες ύλες και όμοια ανάλογη “βαριά βιομηχανία”, με σκοπό την από κοινού διαχείριση αυτών των πόρων, των μέσων και των αγορών που αυτές απευθύνονται, προκειμένου να αποφευχθούν οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις που αυτοί συνεπάγονται. Η συμμαχία διευρύνθηκε τόσο ως προς τα οικονομικά αντικείμενά της όσο και ως προς τις χώρες συμμετοχής.
Όσο διευρυνόταν το οικονομικό πεδίο της, τόσο δημιουργείτο και η ανάγκη, εκ των πραγμάτων, αυτή η συμμαχία να προσλάβει και στοιχεία πολιτικής συνεννόησης. Με δεδομένο όμως ότι οι οικονομικές κατευθύνσεις και λειτουργίες της οικονομικής ένωσης, προσιδιάζουν με αυτές του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής και διάθεσης πλούτου που ήδη επικρατούσε στα αρχικά της μέλη, το περιεχόμενο των πολιτικών συμμαχιών-αποδοχών δεν μπορούσε να είναι διαφορετικό από αυτό των οικονομικών, άλλως όφειλε να μην είναι αντίθετο, τουλάχιστον ενεργά και με αξιώσεις.
Δίπλα σ’ αυτούς, μια πλειάδα κεντρικών και περιφερειακών διεθνικών οργανισμών αλλά και αποσπασματικών συμμαχιών και διεθνών συνεννοήσεων, που άλλοτε οι στόχοι τους συμπλέουν, άλλοτε κινούνται παράλληλα, και άλλοτε αντιμάχονται ανάλογα με την εκάστοτε σύνθεσή τους και τις επιδιώξεις των μελών τους.
Ο ισχυρισμός, λοιπόν, περί της ελεύθερης αγοράς, χωρίς κανόνες και περιορισμούς, που τάχα από μόνη της αυτορυθμίζεται και λειτουργεί ομαλά στο διηνεκές και επ’ ωφελεία όλων, φτωχών-πλούσιων, ισχυρών-αδυνάτων, είναι ένας μύθος, που στηρίχτηκε σε μια χονδροειδή διαστρέβλωση των απόψεων και των θέσεων, ακόμη και αυτών των θεωρητικών θεμελιωτών της. Είναι το αναγκαίο προπατορικό ψέμα των λίγων, ώστε να συνεχίσουν ανενόχλητοι να κερδοσκοπούν σε βάρος των πολλών. Είναι η γοητεία μιας οικονομικής ελευθεριότητας, που μεταθέτει την εκπλήρωση των αναγκών του “τώρα” στα γυρίσματα της τύχης του “αύριο”, που τάχα μας χωράει όλους. Και επειδή δεν αρκεί μόνο η διάδοση του ψέματος για να κατισχύσει, ο “νόμος” αναλαμβάνει τα υπόλοιπα.
- Η επανεμφάνιση των οικονομικών κρίσεων
Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολούθησε μια εικοσιπενταετία συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης που βασίστηκε ακριβώς στο πρόσφορο έδαφος της κατεστραμμένης Ευρώπης. Το κοντέρ σχεδόν μηδένισε και η μηχανή της παραγωγικής διαδικασίας ήταν ξανά έτοιμη να ξεκινήσει, χωρίς περιορισμούς. Η επιστροφή των οικονομικών κρίσεων κάνει την εμφάνισή της τη δεκαετία του 1970 με τη λεγόμενη πετρελαϊκή κρίση την άνοιξη του 1973, ενώ έξι μήνες πριν έχει γίνει παγκόσμιο κραχ στην αγορά ακινήτων με πλήθος τραπεζών να επηρεάζονται και τοπικές οικιστικές αγορές, όπως της Ν. Υόρκης, να χρεοκοπούν και ενώ ήδη από το 1971 το δολάριο έχει αποδεσμευθεί από την ισοτιμία του σε σχέση με το χρυσό: πλέον, η αξία του αντανακλάται μόνο στον εαυτό του. “Κοστίζει” τόσο, όσα είναι τα μάρκα ή οι λίρες Αγγλίας (ή οποιοδήποτε άλλο νόμισμα) που χρειάζεσαι για να το αγοράσεις.
Την περίοδο 1979-1982, από την άνοδο του δείκτη επιτοκίων (Volcker Shock), δημιουργείται ύφεση και ανεργία της τάξης του 10% στις ΗΠΑ, το φαινόμενο πυροδοτεί (1982-1990) τη λεγόμενη κρίση χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών (Μεξικό, Βραζιλία, Χιλή, Αργεντινή, Πολωνία), ενώ οι τράπεζες των ΗΠΑ που είχαν επενδύσει σε αυτές, διασώζονται από την αμερικανική κυβέρνηση και το ΔΝΤ που επεμβαίνει με προγράμματα “δομικής αναπροσαρμογής”, απαλλαγμένα πλέον από κεϊνσιανές παραδοχές. Το ίδιο διάστημα (1984-1992), λόγω του αλόγιστου δανεισμού, χρεοκοπούν αμερικανικά στεγαστικά ταμιευτήρια, παρεμβαίνει ο κρατικός ασφαλιστικός οργανισμός FDIC και διασώζει 3.260 χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. Τελικά, χρεοκοπούν 1.400 τέτοιες εταιρείες και 1.860 “τράπεζες”, ενώ το 1987, η Ομοσπονδιακή Αρχή Εγγύησης Καταθέσεων, “απειλεί” τις τράπεζες με κρατικοποιήσεις, αν δε συνετισθούν. Το χρηματιστηριακό κραχ του 1987, αντιμετωπίζεται με τεράστιες παροχές ρευστότητας από την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (FED) των ΗΠΑ και την Τράπεζα της Αγγλίας. Τραπεζικές κρίσεις στη Σκανδιναβία (Σουηδία, Νορβηγία, Φιλανδία) που προκαλούνται από “υπερβολές” στην αγορά ακινήτων, οδηγούν το 1992 στην κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος στη Σουηδία. Το Ιαπωνικό θαύμα της δεκαετίας του ’80, λήγει και αυτό με κατάρρευση του χρηματιστηρίου και καταβαράθρωση των τιμών των ακινήτων. Το νέο “πουλέν” του καπιταλισμού, η λεγόμενη Ασιατική Τίγρης (οι χώρες της Νοτιανατολικής Ασίας, Ινδονησία, Νότια Κορέα, Ταϊλάνδη, Μαλαισία), ξεδοντιάζεται, με το Χονγκ-Κονγκ να τη “γλυτώνει”· ενώ αρχικά η εισροή μεγάλων κεφαλαίων επενδύθηκε στην παραγωγή εμπορευμάτων που κατέκλυσαν το κόσμο, λόγω του φτηνού εργατικού δυναμικού, η εν συνεχεία εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων που “έπαιξαν” με το νόμισμα, αλλά βασίστηκαν και βάσισαν μια υπέρμετρη αστική ανάπτυξη, οδήγησαν στη νομισματική κρίση του 1997-1998 και σε έλλειψη ρευστότητας, που με τη σειρά της έφερε χρεοκοπίες και αχανή ανεργία, και εν τέλει, το ΔΝΤ, που επέβαλλε αναδιαρθρώσεις τιμωρώντας τους οφειλέτες (χώρες και λαούς) ενώ καινούργιοι επενδυτές, κυρίως από τις ΗΠΑ, αγόρασαν τις υποτιμημένες και “καθαρές πια από χρέη”, αξίες. Την περίοδο 1998-2002, τα κεφάλαια φεύγουν από τη Ρωσία (που κηρύσσει στάση πληρωμών), τη Βραζιλία, και εν τέλει και την Αργεντινή, προκαλώντας στην τελευταία μεγάλη αύξηση ανεργίας και πολιτικές αναταραχές. Το 2002, χρεοκοπούν οι αμερικανικές Enron και World Com, δημιουργώντας μεγάλο κλυδωνισμό στις χρηματαγορές.
Η οικονομική κρίση του 2008 εμφανίζεται με τη μορφή χρηματοπιστωτικής κρίσης· μιας κρίσης που οφείλεται στην υπερεπένδυση σε ασαφή (ως προς το περιεχόμενο και τον προορισμό τους) και σαθρά (ως προς τη βασιμότητα της αξίας τους) χρηματοοικονομικά και χρηματοπιστωτικά προϊόντα, που εν πολλοίς, εφευρέθηκαν αναγκαστικά, διότι υπήρχε ήδη υπερπαραγωγή κλασικών προϊόντων και κορεσμός των αντίστοιχων αγορών τους και άρα, το συσσωρευμένο κεφάλαιο-υπεραξία, αποτέλεσμα της διαδικασίας παραγωγής-διάθεσης τέτοιων “κλασικών προϊόντων”, έπρεπε να επενδυθεί, πλέον, εκτός αυτών. Η υπερεπένδυση, είναι σύμφυτη με την έννοια του καπιταλισμού, το ίδιο και οι κρίσεις που δημιουργούνται εξ’ αιτίας αυτής, λόγω αντίστοιχου κορεσμού που δημιουργείται στις αγορές και έτσι τα αγαθά δεν μπορούν πια να αναλωθούν. Ο πυρήνας τέτοιων κρίσεων αφορά “την έλλειψη ενεργούς ζήτησης ή, με άλλη διατύπωση, την επιβράδυνση/διατάραξη του βηματισμού της ανταλλαγής αγαθών, εμπορευμάτων και υπηρεσιών”.
Οι περισσότερες οικονομικές κρίσεις των τελευταίων σαράντα ετών, παγκόσμια, εκδηλώθηκαν μετά από μια παρατεταμένη στεγαστική “ανάπτυξη” που κατέληξε σε φούσκα. Η συγκεκριμένη του 2008, που η αφετηρία της τοποθετείται στο 2006, ξεκίνησε από τις ΗΠΑ με την παροχή στεγαστικών δανείων από τις τράπεζες και την πώληση των υποθηκών τους σε τρίτους· αυτοί οι “τρίτοι”, εμφανίζονταν με όσες μορφές επενδυτικών φορέων γνωρίζουμε, όπως αντισταθμιστικά ή αμοιβαία κεφάλαια υψηλού ρίσκου κλπ., αλλά τα χρήματα με τα οποία αγόραζαν τις υποθήκες, ήταν τελικά του ίδιου του κοσμάκη, γιατί επρόκειτο, είτε για τα αποθεματικά ασφαλιστικών ταμείων του, είτε για τη συμμετοχή του σε ομολογίες ή άλλες επενδύσεις· έτσι, και πλήθος πωλήσεων συντελέστηκε, και ο κίνδυνος της πώλησης μετατέθηκε σε άλλους, εκτός του πωλητή αλλά και του δανειστή του αγοραστή καθόσον, αυτό που ενδιέφερε τις τράπεζες, δεν ήταν η επιστροφή του δανείου σ’ αυτές, αλλά η τιτλοποίησή του και η διοχέτευσή του στις αγορές Παραγώγων. Όταν το 2006 η αγορά κορέστηκε, οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να πέφτουν, συμπαρασύροντας και τις αξίες των υποθηκών, και γι’ αυτό και την απαξίωση των επενδύσεων πάνω σ’ αυτές. Η μόλυνση εξαπλώθηκε σ’ όλο τον κόσμο. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσανατολίστηκε αρχικά στην αγορά τοξικών υποθηκών ύψους 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά τελικά, συμπλέοντας με τη βρετανική κυβέρνηση, διοχέτευσε απευθείας 250 δισεκατομμύρια δολάρια, αγοράζοντας μετοχές των μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών (Citigroup, Wells Fargo, JP Morgan Chase, Bank of America & Morgan Stanley). Χώρες που συμμετείχαν σ’ αυτήν τη βιομηχανία Παραγώγων, όπως η Ισλανδία και η Ιρλανδία, κτυπήθηκαν πρώτες. Η κρίση επεκτάθηκε και στην πραγματική οικονομία. Οι τράπεζες, απερίσκεπτα και από φόβο, την κρίσιμη στιγμή, μείωσαν τις πιστώσεις προς τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της ταχύτητας της κυκλοφορίας του χρήματος, που έφερε μείωση στην κατανάλωση, και συνακόλουθα το χάσιμο θέσεων εργασίας. Και ειδικά οι πιστώσεις προς τους καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένης και της εργατικής τάξης, ήταν ήδη διογκωμένες προκειμένου να κρατήσουν την κατανάλωση στα επίπεδα που απαιτούνταν, ενώ η απόκτηση ακινήτων, δημιουργούσε την ψευδεπίγραφη αίσθηση μιας αποθεματικής αξίας, που αν χρειαζόταν, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Κάθε μορφή πίστωσης, συμπεριλαμβανόμενης και αυτής για καταναλωτικούς λόγους (πιστωτικές κάρτες, αυτοκίνητα, οικιακός εξοπλισμός κλπ), έχει τιτλοποιηθεί και έχει διαμοιραστεί, όπως ακριβώς οι υποθήκες των ακινήτων.
Το αν θα πληρωθούν τα πάσης φύσεως χρέη, έχει γίνει αντικείμενο στοιχημάτων, πράγμα που σημαίνει ότι το κέρδος μπορεί να προκύψει και από το ίδιο το στοίχημα σε βάρος της εξόφλησης.
Τέλος, στην ανατολική Ευρώπη, δάνεια που είχαν συνάψει Χώρες, επιχειρήσεις και ο κόσμος με ρήτρα ευρώ ή ελβετικού φράγκου, όταν το νόμισμά τους εξασθένησε, εκτίναξε στα ύψη τα χρέη τους, με την Ουγγαρία και την Ουκρανία να “στρέφονται” στο ΔΝΤ. Χώρες που βασίζονταν στις εξαγωγές τους μπήκαν σε τροχιά ύφεσης, ενώ επηρεάστηκε ακόμη και αυτή η Κίνα, που το 2008-9 παρουσίασε 20 εκατομμύρια νέο-ανέργους.
- Covid-19 και παρούσα οικονομική κρίση
Η Ελλάδα, από το 2010 και μετά, απετέλεσε το “σάκο του μποξ” της γερμανοκρατούμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι “ισχυροί” της ευρωζώνης, αφού μοιράσανε πακτωλό χρημάτων και εγγυήσεων στις τράπεζες και στις επιχειρήσεις τους -που δημιούργησαν “από το τίποτα”-, άδραξαν την ευκαιρία που τους προσέφερε το ντόπιο υποτακτικό πολιτικό προσωπικό και βάλανε στο “κάδρο” τη Χώρα μας, για να βγούνε οι ίδιες από αυτό. Μνημόνια που εγκαταστάθηκαν με ακρωτηριασμό της Δημοκρατίας μας και εξευτελισμό της Χώρας, αντικατέστησαν τα παλιά δάνεια με νέα, αλλάξανε τους όρους και εν πολλοίς και το “δανειολήπτη”: αντί να χρωστούν οι ιδιωτικές τράπεζες στις γαλλικές και γερμανικές, και αυτό το χρέος το επωμίστηκε η Χώρα και ο Λαός της, ξεπουλώντας συγχρόνως τον πλούτο της και παραδίδοντας στους ξένους δανειστές, όποια υπολείμματα είχαν απομείνει από την κυριαρχία της. Με μια κουβέντα, οι ζημιές του καπιταλισμού κοινωνικοποιήθηκαν για να σωθούν τα ιδιωτικά κέρδη.
Οι “αποφάσεις” του euro–group της 10ης Απριλίου 2020, είναι ανήθικες, επικίνδυνες και αυτοαναιρούμενες, ακριβώς γιατί οι διαπιστώσεις στις οποίες βασίζονται, έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά:
Είναι ανήθικες γιατί χρησιμοποιούν την “πανδημία” για να δικαιολογήσουν μια ύφεση, που έτσι κι’ αλλιώς είχε κάνει ήδη την εμφάνισή της. Είναι ανήθικες γιατί επιτρέπουν στις αντιμαχόμενες δυνάμεις του καπιταλισμού -για άλλη μια φορά- να λύσει τις “διαφορές του”, πατώντας σε εκατόμβες νεκρών, προκαλώντας εξαθλίωση, πόνο και μεγαλύτερη φτώχεια. Είναι ανήθικες και απάνθρωπες γιατί επιχειρούν να διασώσουν το χρήμα και την “τυφλή πίστη” σ’ αυτό, θυσιάζοντας τον ίδιο τον άνθρωπο και την πίστη που πρέπει να έχει κάθε κοινωνία σ’ αυτόν, αν θέλει να συνεχίσει να υπάρχει ως τέτοια και ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Καθυποταγμένες στην τάχα ανωτερότητα του γερμανικού μεγαλείου, στους τυχοδιωκτισμούς και τις εμμονές μιας χώρας που μέσα σε τριάντα χρόνια προκάλεσε δύο παγκοσμίους πολέμους αλλά στάθηκε ξανά στα πόδια της, κυριολεκτικά από το συγχωροχάρτι που της έδωσαν αυτοί που κατέστρεψε, καθίστανται και επικίνδυνες για όλους τους Λαούς της Ευρώπης.
Εν τέλει, δε, είναι και αυτοαναιρούμενες: για τη Γερμανία των “ηλεκτρονικών χρηματικών πλεονασμάτων” (αποτέλεσμα που έχει επιτύχει, και λόγω της ολιγωρίας και της ανοχής όλων των υπολοίπων), που η μυωπική και αντιφατική της λογική, από τη μια της υπαγορεύει ότι η παραγωγή τους θα πρέπει να διατηρηθεί “πάση θυσία”, από την άλλη ότι μπορεί “προς το παρόν” να στηριχθεί μοναδικά σ’ αυτά, τα κέρδη θα είναι πρόσκαιρα και ρηχά, καθόσον χωρίς εξαγωγές στην υπόλοιπη Ευρώπη, το μέλλον της είναι τουλάχιστον θολό. Αφήνει λοιπόν να εξελιχθεί ο “πόλεμος” για να δει τι μπορεί να κερδίσει απ’ αυτόν. Αλλοίμονο, όμως, στο “Στρατηγό” που κάνει πολέμους από περιέργεια … Για τις υπόλοιπες λοιπόν χώρες, η αμηχανία, η εθελοντική αναμονή και ο κατευνασμός της επιθετικότητάς της, θα έχουν τα γνωστά σ’ αυτές αποτελέσματα, αρκεί να ανατρέξουν στο ιστορικό προηγούμενο, που φαίνεται πολύ σύντομα λησμόνησαν. Αυτά που θα χρειαστούν αργότερα, αφενός θα είναι περισσότερα από αυτά που χρειάζονται τώρα, αφετέρου δεν θα μπορέσουν να αναστρέψουν τα αποτελέσματα, χωρίς τουλάχιστον να έχουν υποστεί ήδη μια καταστροφή, ανάλογη αυτής της επομένης της λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η πίστη στο σύστημα έχει ήδη καμφθεί. Οι Λαοί είναι “πιο διαβασμένοι”, ενώ μετά από μια δεκαετή εξαθλίωση, έχουν φτάσει πλέον στα όριά τους. Πρέπει, λοιπόν, να είναι και έτοιμοι προκειμένου να καταφέρουν να πάρουν, πραγματικά, τις τύχες τους στα χέρια τους. Όποιος από το πολιτικό προσωπικό, ντόπιο και διεθνές, νομίζει ότι μπορεί να κοιμάται ήσυχος, δεν έχει παρά να παραμείνει ακίνητος, λίγο ακόμα …
Ο Φώτιος-Σπυρίδων Μαζαράκης είναι Δ.Ν. – δικηγόρος – συγγραφέας και επικεφαλής του Τομέα Δικαιοσύνης του Ε.ΠΑ.Μ.
Αφήστε ένα σχόλιο